HOW TO STAY FAITHFUL
Believe me, I am a faithful woman.
Faithful to my hairdresser,
even though on days
when she finds out her husband will return home
late from work
she sticks the comb into my scalp
as if it were a pitchfork.
Faithful to my butcher
who wraps each piece of meat
with a bawdy comment
hinting at carnal appetites
of a different kind.
Faithful to my man,
to the destructive dialectics of war and eros
at the battlefield of our intimicy,
which is slowly changing my heart
into a cadaver of a heart.
Believe me, I am a faithful woman.
Faithful to my multi-storied heart
with a different climate in each ventricle
because of which
it sometimes can’t speak for itself.
Faithful to its depths and heights
although they are a scary place.
Faithful to my tribe, to my clan –
what and how and when and where
they expressed themselves –
it also goes through me.
I co-breathe with them,
even though it is them with their nonchalant familiarity –
(after all blood is thicker than water) –
who dig their fingers deepest into my aching spots
never completely satisfied
with the intensity of my pain.
Faithful to my children,
to my nestlings,
to whom I offer the regurgitated world
placing it into their hungry open beaks
so that one day
they will take from it themselves:
golden grains, red worms or carcasses.
Faithful to my truth,
although I took its innocence long ago –
we are far too close
but what is too close,
concerns us no more.
Believe me, I am a faithful woman.
Yet how can I stay faithful
when real life constantly
perverts my words, images and deeds?
How do I balance
what I know with who I am?
When I am complete during the day,
but disintegrate into elementary particles at night,
sometimes insure
if I can even vouch for myself?
Believe me,
I am a faithful woman.
And a faithful woman must always fight
with all forms of fidelity and infidelity
so she can stay faithful
to her image of a faithful woman.
(Translated by Erica Johnson Debeljak and Helena Marko.)
Πως να παραμείνετε πιστοί
Πιστέψτε με, είμαι πιστή γυναίκα.
Πιστή στην κομμώτριά μου, ακόμα κι αν κάποιες μέρες,
όταν μαθαίνει πως ο άντρας της θα γυρίσει αργά απ’ τη δουλειά,
χώνει τη χτένα στο κρανίο μου
σαν να τρυπούσε το κεφάλι μου με δικράνι.
Πιστή στον χασάπη μου, που τυλίγει κάθε κομμάτι κρέας
μ’ ένα άνοστο σχόλιο,
υπαινισσόμενος πως η σάρκινη του επιχείρηση
είναι μιας άλλης φύσης.
Πιστή στον άντρα μου,
στην καταστροφική διαλεκτική του έρωτα και του πολέμου
που εκτυλίσσεται στο πεδίο μάχης της εγγύτητάς μας,
και αργά μεταμορφώνει τη καρδιά μου σε κουφάρι.
Πιστέψτε με, είμαι πιστή γυναίκα.
Πιστή στην πολυώροφη καρδιά μου,
με το διαφορετικό κλίμα σε κάθε της κοιλότητα,
εξαιτίας του οποίου, κάποιες φορές,
δεν μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό της.
Πιστή στα ύψη και τα βάθη της,
κι ας είναι τρομαχτικό το τοπίο.
Πιστή στη φυλή μου, στο σόι μου –
ό,τι και όπως και όταν και όπου λένε,
αυτό περνά μέσα κι από εμένα,
ανασαίνω μαζί τους,
παρότι είναι ακριβώς αυτοί,
με την ειλικρινή τους πίστη στο αίμα
που δεν είναι νερό,
εκείνοι που μπήγουν τα δάχτυλά τους
πιο βαθιά στα ευαίσθητα σημεία μου,
και δεν ικανοποιούνται ποτέ εντελώς
με την ένταση του πόνου που αισθάνομαι
ως αποτέλεσμα.
Πιστή στα παιδιά μου,
τους νεοσσούς,
στους οποίους προσφέρω τον αναμασημένο κόσμο,
τοποθετώντας τον προσεκτικά στο πεινασμένο, ανοιχτό ράμφος τους
ώστε μια μέσα να μάθουν να τρώνε από εκείνον μόνα τους:
χρυσούς σπόρους, κόκκινα σκουλήκια, κουφάρια.
Πιστή στην αλήθεια,
κι ας έκλεψε την αγνότητά μου πριν από καιρό,
και είμαστε πολύ κοντά,
κι επειδή είμαστε πολύ κοντά,
δεν μας νοιάζει πια.
Πιστέψτε με, είμαι πιστή γυναίκα.
Μα πως να παραμείνεις πιστή
όταν η επίμονη αλήθεια
διαστρεβλώνει λέξεις, εικόνες, πράξεις;
Όταν προσπαθώ να φέρω σε αρμονία
αυτό που ξέρω με αυτό που είμαι;
Όταν είμαι ολόκληρη μέσα στη μέρα
αλλά το βράδυ αποσυντίθεμαι,
και γι’ αυτόν τον λόγο μερικές φορές δεν ξέρω
αν μπορώ να εγγυηθώ
για τον εαυτό μου;
Πιστέψτε με,
είμαι πιστή γυναίκα.
Και μια πιστή γυναίκα
Πρέπει πάντα να υπερασπίζεται
όλες της μορφές της αφοσίωσης
και της προδοσίας
προκειμένου να μένει πιστή
στην εικόνα
μιας πιστής γυναίκας.
(Translated by Thanos Gogos.)
Kako ostati zvesta
Lahko mi verjamete, zvesta ženska sem.
Zvesta svoji frizerki, čeprav mi ob dneh,
ko izve, da se bo njenemu možu
delo spet zavleklo pozno v noč,
v lasišče zabada glavnik kot da bi mi v glavo
želela zabosti vile.
Zvesta svojemu mesarju, ki mi vsak kos mesa
zavije vključno z neokusno pripombo,
ki namiguje na mesene zadeve kakšne druge vrste.
Zvesta svojemu moškemu,
uničujoči dialektiki vojne in erosa
na bojišču najine bližine,
ki moje srce počasi spreminja v kadaver srca.
Lahko mi verjamete, zvesta ženska sem.
Zvesta svojemu večnadstropnemu srcu,
različnim podnebjem v vsakem prekatu,
zaradi katerih se včasih ne zna izreči samo zase.
Zvesta njegovim globinam in višinam,
čeprav so strašen kraj.
Zvesta svojemu plemenu, rodu –
kaj in kako in kdaj in kje so se izrekli,
je šlo tudi skozi mene,
z njimi sodiham naprej,
čeprav mi prav oni
s prostodušno zaupnostjo krvi,
ki ni voda,
prste zadirajo najgloblje v boleča mesta
in niso nikoli popolnoma zadovoljni
z jakostjo bolečine,
ki jo ob tem čutim.
Zvesta svojim otrokom,
ptičem goličem,
ki jim svet polagam prežvečen
v odprte lačne kljune,
da si bodo potem od njega vzeli sami:
zlato zrnje, rdeče črve ali mrhovino.
Zvesta svoji resnici,
čeprav sem ji že zdavnaj vzela nedolžnost,
in sva si preblizu,
in kar nam je preveč blizu,
nas ne zadeva več.
Lahko mi verjamete, zvesta ženska sem.
A kako ostati zvesta,
ko neizprosna resničnost
sproti izkrivlja besede, podobe, dejanja?
Ko skušam uskladiti
tisto, kar vem, s tem, kar sem?
Ko sem čez dan cela,
noč pa me razkroji v osnovne delce,
zato včasih ne vem,
ali sploh lahko jamčim sama zase?
Lahko mi verjamete,
zvesta ženska sem.
In zvesta ženska se mora ves čas spopadati
z vsemi oblikami zvestobe in nezvestobe,
da lahko ostane zvesta
svoji podobi
zveste ženske.
AMPHIBIANS
We’re like amphibians; sometimes outside, on dry land,
sometimes submerged in our own internal swamps.
We feel safe in our muddy swamps.
We thrive in them.
We are sensitive to touch, noli me tangere;
and to words and glances, noli me legere, noli me videre.
Our blood is sometimes hot, sometimes ice cold, sometimes watered down.
We have membranes behind our eyelids, and an extra pair of lids,
so we can close our eyes tight, vertically and horizontally.
We make love without looking into each other’s eyes,
we hump each other from behind, so we can seize,
reshape and fantasize our desires and visions.
Afterwards we leave, go on our way, because the one
that attacks us this way sooner or later begins to reek of sadness,
and that is unbearable, it cannot be endured.
We’re like amphibians; headless caecilian antagonism.
(Translated by Erica Johnson Debeljak.)
Αμφίβια
Είμαστε όπως τα αμφίβια· κάποιες φορές έξω, στην ξηρά,
κάποιες φορές βυθισμένοι στους εσωτερικούς μας βάλτους.
Νιώθουμε ασφαλείς μέσα στους λασπώδεις βάλτους μας.
Ευδοκιμούμε μέσα τους.
Είμαστε ευαίσθητοι στην αφή, noli me tangere·
και σε λέξεις και σε ματιές, noli me legere, noli me videre.
Το αίμα μας κάποιες φορές βράζει, κάποιες φορές παγώνει, κάποιες φορές είναι πιο ήπιο.
Έχουμε μεμβράνες πίσω από τα βλέφαρά μας, κι επιπλέον ένα ζευγάρι ματόφυλλα,
ώστε να μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας σφιχτά, οριζοντίως και καθέτως.
Κάνουμε έρωτα χωρίς να κοιταζόμαστε,
ορμάμε ο ένας στον άλλον από πίσω, ώστε να μπορούμε ν’ αρπάξουμε,
ν’ ανασχηματίσουμε και να φαντασιωθούμε τις επιθυμίες και τα οράματά μας.
Μετά παίρνει ο καθένας τον δρόμο του γιατί εκείνος που μας όρμησε
αρχίζει, αργά ή γρήγορα, να βρωμάει θλίψη,
κι αυτό είναι αβάσταχτο, δεν γίνεται να το βαστήξουμε.
Είμαστε όπως τα αμφίβια· ακέφαλες, άποδες διενέξεις.
(Translated by Thanos Gogos.)
Dvoživljenje
Nekakšne dvoživke smo; včasih zunaj, na kopnem,
včasih potopljeni v svoja notranja močvirja.
V blatu svojih močvirij smo varni, v njem prav lepo uspevamo.
In občutljivi smo na dotike, noli me tangere;
na besede in poglede, noli me legere, noli me videre.
Naša kri je včasih vroča, včasih ledena, včasih vodena.
Za vekami imamo žmurke, še ene veke, da se lahko
zapremo vertikalno in horizontalno neprepustno.
Ljubimo se, ne da bi si gledali v oči, nekako
naskakujemo drug drugega od zadaj, da bi
zasegli, preoblikovali, sfantazirali svoje želje in vizije,
ter pustili, šli naprej, ker tisti, ki ga takole naskakuješ,
začne slejkoprej zaudarjati po žalosti in
to je nevzdržno, tega se ne da prenesti.
Nekakšne dvoživke smo; brezglavi sleporili antagonizem.
Curriculum Vitae Petra Kolmančič