Scroll Top

Η ποίηση είναι κώδικας ζωής, είναι οι σκέψεις που αναπνέουν και οι λέξεις που πυρπολούν τον βίο.

“Τι θα ήταν η ζωή χωρίς την ποίηση;
Τι θα ήταν η ποίηση χωρίς τις τρανές της γλώσσας οδοιπορίες;”
Το Culture Book συνομιλεί μέσω του Patras Word Poetry Festival με ποιητές και ποιήτριες που δημιουργούν ανά τον κόσμο. Η παρουσίαση, η καταγραφή, η μελέτη και αυτών των ποιητών και ποιητριών είναι από εκείνα που οφείλουμε στην τέχνη της ποιήσεως.
Η καταγραφή χωρίς μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του μεγαλείου της ζωής, που είμαστε έτοιμοι να την καταστρέψουμε, μέσα και από τις κειμενικές αξίες των σύγχρονων ποιητών και ποιητριών, διαμορφώνει και την καθημερινότητα της σύγχρονης λογοτεχνίας.
 

THE PROPER MOVE

They were so much the same that as soon as she made a move
in her home, he, who was elsewhere, guessed what the move
was and saw her doing it as if she were there in front of him.
Or as soon as she started to make the move she changed her
mind because she knew he would surmise it was the first
movement when she was doing the other one.

So one day when she was getting ready to go somewhere she
put on some lovely clothes and penciled her eyes with the light
of day, combed her hair by inserting her fingers ready to move
straight down. Everything just fine up to there. And though he
was elsewhere he guessed at each of these things correctly and
she understood that too and went on. And when the moment
came the stairway was waiting with all forty steps for her to go
down but instead of going downstairs and losing herself in the
streets she went the other way, toward the terrace. Because
again she knew he would guess it was this movement and not
the other. And so she went up and though not a hundred it was
nearly that number of steps. And the higher she went the more
certain she became that this was the proper move and he having
guessed the move saw her as if she were standing before him.

And he was there. And she knew it. And still two steps to go.
(Translated by Philip Ramp)

Η ΣΩΣΤΗ ΚΙΝΗΣΗ

Τόσο πολύ ταυτίστηκαν, που μόλις έκανε αυτή μία κίνηση στο σπίτι της,
αυτός, που ήτανε αλλού, την μάντευε την κίνηση αυτή, την έβλεπε να
γίνεται σαν να ‘τανε μπροστά του. Ή μόλις έκανε αυτή να κινηθεί, αμέσως
το μετάνιωνε, γιατί το καταλάβαινε ότι αυτός μιαν άλλη κίνηση θα
μάντευε, οπότε έκανε την κίνηση την άλλη.
Μια μέρα λοιπόν που ήθελε αυτή να ετοιμαστεί κάπου να πάει, φόρεσε
ρούχα όμορφα, τα μάτια της τα χάραξε με φως η μέρα, χτενίστηκε με
κάθετα τα δάχτυλα μες στα μαλλιά κι ετοιμαζόταν να κατέβει. Όλα καλά
μέχρις εδώ. Αυτός που ήτανε αλλού όλα τα μάντευε σωστά, κι αυτή το
καταλάβαινε και προχωρούσε τις κινήσεις. Kαι όταν ήλθε η στιγμή που
η σκάλα την περίμενε σαράντα τόσα σκαλοπάτια να κατέβει, αντί να πάει
στον κάτω όροφο και να χυθεί στους δρόμους, κινήθηκε αντίθετα, προς
την ταράτσα. Γιατί ξανά το καταλάβαινε ότι αυτός αυτή την κίνηση θα
μάντευε κι όχι την άλλη. Και ανέβαινε λοιπόν, αν όχι εκατό, πάντως τόσα
περίπου σκαλοπάτια. Και όσο ανέβαινε, τόσο το καταλάβαινε που η
κίνησή της ήταν η σωστή, κι αυτός την μάντευε την κίνηση, την έβλεπε να
γίνεται σαν να ‘τανε μπροστά του.

Κι ήταν αυτός εκεί. Κι εκείνη το ήξερε. Δύο σκαλοπάτια ακόμα.

A KIND OF DESCENT
OR THE LABORS IN THE NETHERWORLD

In the middle of the way or even just before
you need the words of the dead as a prophecy
or, at least, as new material
so you’ll have something to tell us
to mince like a death experience.

But first hear the terms
before descending to the dead:
you have to suddenly occur for a moment
in some way that shows
that earlier you weren’t;
difficult, of course, and deafening
-I imagine, for you to occur
something will have to be heard-
difficult, of course,
for you not to have pre-existed.

So suddenly pretend to be a shade
and with a big bang ravage
the orange trees of the nether world.

It’s then that the first words will be heard.
So if they ask you to give the names of states
you’ll say in short
ALVIRAKOU
and if they tell you to say Amvrakikos
you’ll list numerous names
of coastal villages
and not just biographical data
from a simple memory.

And when, hopefully, you pass this ordeal,
illegible voices will come
for you to distinguish,
to say to whom each belongs,
who it is who still commands
his voice.

If you find even one voice
the oranges will emerge in the darkness;
the place will become like life.

I don’t want a prophecy, you’ll tell them then,
-and here’s the secret-
despite the kind words of those dear to you;
the one wishing me a safe trip
and firing a dart of water at me,
the other sending me off with kisses
in secret from the third,
and the third giving me longing
as much as is needed for such a trip.

As the darkness burns boldly
so too the level of death
will rise in brightness.

As for you, proceed with the unburned water
and the kind words of those dear to you.

(Translated by David Conolly)

ΠΕΡΙΠΟΥ ΝΕΚΥΙΑ
ή ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ

Στη μέση του δρόμου ή και λίγο πριν
χρειάζεσαι τα λόγια του νεκρού σαν προφητεία
ή, τέλος πάντων, σαν νέο υλικό
για να ‘χεις κάτι να μας πεις
να το μασάς σαν του θανάτου εμπειρία.

Αλλ’ άκουσε πρώτα τους όρους
πριν στο νεκρό να κατεβείς:
θα πρέπει να συμβείς για μια στιγμή στα ξαφνικά
με τρόπο που να δείχνει
ότι νωρίτερα δεν ήσουν΄
δύσκολο πράγμα, ασφαλώς, και εκκωφαντικό
-φαντάζομαι, για να συμβείς
θα πρέπει και κάτι ν’ ακουστεί-
δύσκολο πράγμα, ασφαλώς,
να μην έχεις προϋπάρξει.

Παίξ’ το λοιπόν αιφνίδια σκιά
και ρήμαξε με κρότο
τις πορτοκαλιές του κάτω κόσμου.

Τότε είναι που θα ακουστούν τα πρώτα λόγια.
Άμα λοιπόν ζητήσουνε να πεις ονόματα κρατών
εσύ θα λες εν συντομία
ΑΛΒΙΡΑΚΟΥ

κι άμα σου λένε για να πεις Αμβρακικός
εσύ θα λες ονόματα πολλά
παραθαλάσσιων χωριών
και όχι απλώς στοιχεία βιογραφικά
μιας σκέτης μνήμης.

Έτσι, όταν με το καλό περάσεις απ’ τη δοκιμασία αυτή,
θα ‘ρθούν οι δυσανάγνωστες φωνές
για να τις ξεχωρίσεις,
να πεις σε ποιον ανήκει ποια,
ποιος είναι αυτός που ακόμα τη φωνή του
ορίζει.

Μία φωνή έστω να βρεις
θα αναδυθούν τα πορτοκάλια στο σκοτάδι΄
θα γίνει ο τόπος ως ζωή.

Δεν θέλω προφητεία, τότε να τους πεις ,
-κι εδώ είναι το όλο μυστικό-
αλλά τα λόγια τα καλά των αγαπημένων΄
ο ένας να μου ευχηθεί δρόμο καλό
και μια σαΐτα από νερό να μου πετάξει,
ο άλλος να με ξεπροβοδίσει με φιλιά
κρυφά από τον τρίτο,
κι ο τρίτος να μου δώσει τον καημό
τόσον, όσος χρειάζεται για τέτοιο δρόμο.

Πώς το σκοτάδι καίγεται με θάρρος
έτσι και του θανάτου η στάθμη
θ’ ανεβεί στη λάμψη.

Προχώρα εσύ με τ’ άκαυτο νερό
και τα καλά τα λόγια των αγαπημένων.

Βιογραφικό Σπύρος Βρεττός