Labyrinth #2
My thread is tightened, its two ends stucked
inside my infinite dungeon’s bloody corridors.
I have been living the years inside these walls,
my thought-ships did not stray further.
My loneliness brought horns upon my head,
my blood is salty, dark, not in the least royal,
my feet hardened from walking;
I see that I’m starting to become what I have killed.
At times, in these chambers, I stumble across bodies,
my sword would just fit in their wounds.
Since there is no other food, I leave nothing of their flesh,
the feeling of distinctiveness has faded away from their faces.
No one can escape, I am going to die here too,
and I am not sure if I ever lived outside.
ΛΑΒΎΡΙΝΘΟΣ #2
Το νήμα μου είναι σφιχτό, οι άκρες έχουν κολλήσει
στους ματωμένους διαδρόμους της άπειρης φυλακής μου.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους για χρόνια έχω ζήσει
και δεν ξανοίχτηκαν ποτέ τα πλοία της λογικής μου.
Η μοναξιά μου φύτρωσε κέρατα στο κεφάλι,
το αίμα μου είναι αλμυρό, μαύρο, κι ευγενές ούτε λίγο,
τα πόδια μου σκλήρυναν να περπατάνε πάλι
και βλέπω πως ό,τι σκότωσα, αυτό να γίνω καταλήγω.
Κι είναι φορές σ’ αυτό το μέρος που πέφτω πάνω σε κάτι σώματα,
το ξίφος μου τόσο εύκολα χωρά στα τραύματά τους.
Κι αφού δεν έχει άλλο φαγητό, τρώω όλο το κρέας απ’ τα πτώματα,
κι αισθάνομαι πως τα χαρακτηριστικά λείπουν στα πρόσωπά τους.
Κανένας δεν δραπέτευσε, κι εγώ το ξέρω εδώ πέρα θα πεθάνω
και δεν είμαι σίγουρος αν έζησα κάπου έξω, στην επιφάνεια πάνω.
Labirintus #2
Fonalam megfeszült, két vége bent rekedt
végtelen börtönöm véres folyosóin.
A falakon belül éltem az éveket,
nem úsztak messzire gondolat-hajóim.
A fejemre magányom tülköket hozott,
vérem sós, sötét, már cseppet sem királyi,
lábfejem a járástól elszarusodott;
látom, mit megöltem, azzá kezdek válni.
Olykor e termekben testekre bukkanok,
hegeikbe kardom pontosan illene.
Mert nincs más élelem, húsukból nem hagyok,
arcukról eltűnt a különbség érzete.
Nem juthat ki senki, én is majd itt halok,
s nem tudom biztosan, odakint éltem-e.
We seek abysses
„All things move toward their end.”
~ Nick Cave
The memories we collect distort by ticking,
that is why we can not comprehend the things that are separate from us.
We connect to different worlds
under rumpled-white blankets,
we try to unite with a universe
similar to us.
The transparent tincture of oblivion covers our whole bodies.
By the cold solar wind
it entirely hardened on us.
Under our scale-dried skin
the muscles are unable to draw
the bones closer to each other.
The desire for remembrance warms
in our spinal cord,
and our eyes are sweating.
We live for falling –
We seek abysses on the plateau of solitude,
the feeling of depth makes us blissful,
and crashing on the ground miserable.
We have little to do with reality.
Its bits and pieces hurt deep inside us,
locked in memories’ nucleuses,
and in the moment of our death we get infinitely far from it.
At that time we try to remember
the familiar universes,
and we persuade ourselves
that we will not only miss the world,
because we will not be in it.
ΓΥΡΕΥΟΥΜΕ ΑΒΥΣΣΟΥΣ
„All things move toward their end.”
~ Nick Cave
Οι μνήμες που μαζεύουμε στρεβλώνονται από τον χτύπο,
γι’ αυτό δεν μπορούμε να συλλάβουμε τα πράγματα που υπάρχουν
έξω από μας.
Ενωνόμαστε με διαφορετικούς κόσμους
κάτω από τσαλακωμένες λευκές κουβέρτες.
Προσπαθούμε να ενωθούμε με ένα σύμπαν που μας μοιάζει.
Η διάφανη βαφή της λήθης καλύπτει ολόκληρα τα σώματά μας.
Από τον κρύο ηλιακό άνεμο
έχει σκληρύνει πάνω μας.
Κάτω από το ξεραμένο δέρμα μας
οι μύες αδυνατούν να τραβηχτούν.
Τα κόκαλα είναι πιο κοντά το ένα στο άλλο.
Η επιθυμία για τη μνήμη ζεσταίνει
τη σπονδυλική μας στήλη
και τα μάτια μας ιδρώνουν.
Ζούμε για την πτώση –
ψάχνουμε αβύσσους στο οροπέδιο της μοναξιάς,
το αίσθημα του βάθους μας κάνει ευτυχισμένους
και η σύγκρουση με το έδαφος μίζερους.
Έχουμε τόσα λίγα κοινά με την πραγματικότητα.
Τα μικρά της κομμάτια πονούν βαθιά μέσα μας,
κλειδωμένα στης μνήμης τις συνάψεις
και τη στιγμή του θανάτου μας απομακρυνόμαστε άπειρα από αυτή.
Εκείνη τη στιγμή προσπαθούμε να θυμηθούμε
τα οικεία μας σύμπαντα
και πείθουμε τους εαυτούς μας
πως ο κόσμος θα μας λείψει,
επειδή δεν θα υπάρχουμε σε αυτόν.
Szakadékokat keresünk
„All things move toward their end.”
~ Nick Cave
Kattanásra torzuló emlékeket gyűjtünk,
ezért nem tudjuk megérteni a tőlünk független dolgokat.
Más világokhoz kapcsolódunk
gyűröttfehér takarók alatt,
próbálunk egy magunkhoz hasonló univerzummal egyesülni.
Egész testünket beborítja a felejtés átlátszó oldata.
A hideg napszéltől
teljesen ránk keményedett.
Pikkelyesre száradt bőrünk alatt
az izmok nem képesek közelebb húzni egymáshoz a csontokat.
Gerincvelőnkben az emlékezés vágya melegszik,
és mi a szemünkből izzadunk.
Zuhanni élünk –
Szakadékokat keresünk a magány fennsíkján,
a mélység érzete tesz minket boldoggá,
és a földet érés boldogtalanná.
A valósághoz alig van közünk.
Cafatjai ott fájnak, mélyen bennünk,
emlékek sejtmagjaiba zárva,
és halálunk pillanatában végtelenül messzire kerülünk tőle.
Akkor megpróbálunk visszaemlékezni
a megismert univerzumokra,
és elhitetjük magunkkal,
hogy a világ nem csak azért fog hiányozni,
mert mi nem leszünk benne.