Μαύρο ζερό ή κόκκινο
Στον Οζερό θα πνίξω τη χαρά μου μα πριν χαθεί στα ιβάρια του Αμβρακικού
στο βλέμμα μου θα ρίξω
δυο κουπιά και μία βάρκα σαπισμένη
να φλέγεται μέσ’ στου νερού τον δίσκο
ξαπλωμένη ωσάν ντιζέζ φτηνού παραλιακού
σκυλάδικου ωδή στην Οικουμένη
για μια καρδιά που απέμεινε από χρόνια ραγισμένη
και τόσο μόνη… σαν μαραμένη ανεμώνη.
Ίσως, θα πείτε, ήταν ρίσκο
να εγκαταλείπονται αστέρια σε θάλασσα συχνά τρικυμισμένη.
Εκ του λοιπού λοιπόν με εξωλέμβιο γιατί σκουριάσανε τα σιδερένια έμβολα του Φάρου
τα κύματα υψώνονται επικίνδυνα
ακολουθώντας τα πετάγματα του γλάρου
ρουφώντας την αλμύρα ενός φουγάρου.
Τόσα ταξίδια θα ιστορείς ακίνδυνα θωρώντας το δρεπάνι ενός χάρου…
Οι απειλές δεν θα τρομάζουν, καθώς το σώμα μας θα αρπάζουν,
πίσω ξανά κι αγάλι αγάλι για να χαθεί στο βάθος η ύπαρξή μας
και να απομείνει στο ακρογιάλι η φύλαξή μας.
Ποιος λύχνος έσβησε πού έφυγε η ζωή;
θα αναρωτιέται απαλό το μαϊστράλι
πασχίζοντας να θυμηθεί μια ανάμνησή μας
καθώς θα ιστορούμε πληκτικά τα ίδια πάλι
μεγάλα κλέη που χαθήκαν στη στροφή
καταστροφή να φεύγουμε σε τέτοιο χάλι.
Από καιρό σε λάθη ίδια
σφουγγίζουμε της τέφρας τα στολίδια
μωροί και μόνοι σε ένα κάδο με σκουπίδια.
Τι να διαλέξεις και πώς ν’ αφήσεις
ν’ αναρωτιέσαι αν θα γυρίσεις
μα πώς να βρεις τον ίδιο δρόμο
η ιδέα της επιστροφής μου φέρνει τρόμο…
Πείτε τον έψαξα μα δεν τον είδα
ίσως να χάθηκε σε μιαν Αυλίδα
για ούριο άνεμο που δεν θα φτάσει
όσα σχεδίασε να πλησιάσει…
Τζόγος ο κόσμος δίχως ελπίδα
να δείξει η μπίλια κάποια πυξίδα;
Χαμένα όλα στο νήμα πάνω
αν δεν θα ζήσω ίσως πεθάνω.
Στο βάθος κάπου ένα ηχείο
μοιρολογά άλλοτε μπάσα κάποτε πρίμα
για πλάκα το ‘κανα μα βγήκε ρίμα.
Κι ενώ θα χάνομαι χαμένος πάντα
δίχως τραγούδια και δίχως έπη
θα ξεγλιστρά μέσα απ’ την τσέπη
εκείνο το παλιό λαχείο.
Στιγμή δεν σκέφτηκα πως θα τζογάρω
αλί μεταθανάτια τύχη
με κλείνουν της Κολάσεως τείχη
δεν ξέρω αν θα φουντάρω ή θα φλιπάρω
τι γκαντεμιά να μη μου βγαίνουν ούτε οι στίχοι.
Zero black or red
In Ozeros I will smother my joy before it is lost in the fish farms of Amvrakikos
two rows and a rotten boat
into my gaze I will throw
for my joy to burn in the water tray
lying as a chanteuse in a cheap, beachside night spot
an ode to the entire world
dedicated to a heart heartbroken for years
and so lonely… as a shriveled anemone
You may say it was a risk
for the stars to be abandoned in an –often–
turbulent sea
For the rest of the time, travelling on a boat with an outboard engine
As rusted are the iron pistons of the
Lighthouse
The sea waves rise dangerously
following the seagull’s flight
sucking up the saltiness of a funnel
staring at a Grim Reaper’s scythe
So many travels you will safely recount
The threats will grab hold of our bodies but they will not frighten
Back again and slowly-slowly for our existence to be lost in the depth
And for our guard to rest on the seashore
Which old oil lamp went out
Where our life went
The gentle mistral will wonder
Striving to recall a memory of ours
As we will be dully recounting the same again great glories that are lost on the run
It’s a ruin for us to part in such a mess
From time to time the same mistakes
we mop up the ornaments of the ash
morons, alone in a garbage bin
What to choose and how to let go
You ask yourself how you will come back
But how can you find the same path
The idea of coming back fills me with horror
Say that I looked for him but I didn’t see him
he may be lost in some Avlis
waiting for α fair wind that will not come
in order for him to gain upon his plan
The world gambles without any hope
For the ball to show a lodestar
All is lost on the thread
If I will not live I may die
In the backround a speaker laments
The sound is sometimes bass, sometimes treble
I did it for fun but here is a rime
And as I will be lost always at a loss
Without songs or epics
That old lottery ticket
Sneaks out from my pocket
I did not think that I would gamble
not even for one moment
helas! posthumous luck
the walls of Hell confine me
I do not know whether I will flip out
or I will freak out
Nuts! Even my verses cannot come out!
μτφρ Βιβή Τουρόγιαννη
Μια νύφη για το τέρας*
στον Εντ Γουντ
Φορούσα το λευκό
κι έγινε μαύρο
καπέλο δανεικό και τα γυαλιά ηλίου
στο σκοτάδι
διέκρινα ένα σημάδι
το βλέμμα σου θαμπό και λάβρο.
Τεράστια ψεύτικα χταπόδια με τυλίγουν
μηχανισμοί της κίνησης σε βλάβη
στην άκρη της σκηνής ανάβει
το φως από ταινία τρόμου
Μικρόφωνα στη μέση ενός δρόμου
πλάνα μονταρισμένα λάθος
φθαρμένα σκηνικά ίδια η ζωή μου
ταυτότητες χειρόγραφα και πάθος
να χάνονται μαζί μου.
Άκρη και μέση απ’ την αρχή και πίσω πάντα
στας εκβολάς ετών σαράντα
ίδια εποχή εμείς οι cult με δίχως έργο
πουλόβερ ανγκορά ο Γουντ
λύνει τα μπόσικα του φρένου.
―Αλτ! φώναξαν σε μένα οι άλλοι
επί ποδός, ακροβατώ και πάλι
μόνος χαμένος στους συρμούς του τρένου.
* Ταινία σταθμός (1955) του Edward Davis Wood Τζούνιορ (10 Οκτωβρίου 1924 – 10 Δεκεμβρίου 1978), με πρωταγωνιστή τον εθισμένο στη μορφίνη μεγάλο Ούγγρο ηθοποιό Μπέλα Λουγκόζι. Ο «Εντ Γουντ», γραφική μορφή του Αμερικανικού κινηματογράφου, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, υπήρξε εμβληματική μορφή στο χώρο των b-movies και των καλτ ταινιών τρόμου κι επιστημονικής φαντασίας, ενώ προς το τέλος της ζωής του προσπάθησε να αναμείξει τα παραπάνω είδη με την πορνογραφία. Δε γνώρισε καμιά εμπορική ή καλλιτεχνική επιτυχία.
A BRIDE FOR THE MONSTER
to Edward Davis Wood Jr (1924-1978)
White I was wearing;
it turned into black
a borrowed hat and the sunglasses
in the dark
I perceived a sign
your bleary but passionate look
Gigantic dummy octopuses wrap me
mechanisms of motion out of order
at the edge of the stage turns on
the light of a horror film.
Microphones out in the street
shots wrongly edited
my life a shabby scenery
identities, manuscripts and passion
lost with me.
The end and the middle, the beginning and back again
at the mouth of my forties
at the same time we, the “cult” without oeuvre
Wood, wearing an ancora sweter
gathers up the slacks, releases the brakes
Halt! the rest of them shouted at me
on the warpath I walk the tightrope again
alone, lost in a bullet train
μτφρ Βιβή Τουρόγιαννη