The legs
One night you borrowed my legs
I remember; you reached the door of the house
out of breath
Your shirt was torn on the shoulder
It looked like a wound; I wondered –
You told me hurriedly: “your legs, lend me your legs for one night only”
You said you wanted them
To help you
Pressing the grapes
You were alone, you said.
For one day only, you said.
You left me without legs
Nine days and nights
I had half dreams
Incomplete bodies
The sleep, the sheet
they were wrapping me between the hours
as if I was a mould.
On the ninth day, silent, you returned them
They had sprouted purple lilies
around the knees
Years later I learned that you were mourning
Nine days and nights
On my legs
The absence
Τα πόδια
Δανείστηκες ένα βράδυ τα πόδια μου
Θυμάμαι· έφτασες στην πόρτα του σπιτιού
λαχανιασμένος
Σκισμένο στον ώμο το πουκάμισό σου
Έμοιαζε με πληγή· αναρωτήθηκα —
Μου ‘πες βιαστικά: “τα πόδια σου, δάνεισέ μου τα πόδια σου για μια νύχτα μόνο”
Είπες πως τα ‘θελες
Στο πάτημα των σταφυλιών
Να σε βοηθήσουν
Μόνος σου ήσουν, είπες.
Μια μέρα μόνο, είπες.
Μ’ άφησες δίχως πόδια
Εννιά μερόνυχτα
Έβλεπα όνειρα μισά
Κορμιά ανολοκλήρωτα
Ο ύπνος, το σεντόνι
με τύλιγαν ανάμεσα στις ώρες
σα να ‘μουν εκμαγείο.
Την ένατη μέρα, σιωπηλός, τα επέστρεψες
Γύρω απ’ τα γόνατα είχαν φυτρώσει
μωβ κρινάκια
Χρόνια αργότερα έμαθα πως πενθούσες
Εννιά μερόνυχτα
Πάνω στα πόδια μου
Την απουσία
Yards
That fall, I remember
I was collecting yards ;
Wherever I was, I had my eyes
Focused on the gardens
I was reaching out the hands
And grabbing greedily
Every curve, every line –
And then I was walking
Many hours
I was crossing deserted roads
Without voice, without signs
My hands were hurting
The shoulders were bent
I was becoming a whole
A bird
I was breaking the asphalt all night
With the mouth wet
Welcoming the rose mornings
With broken teeth
With empty hands
And pebbles on the feet
Οι αυλές
Εκείνο το φθινόπωρο, θυμάμαι
Μάζευα αυλές·
Όπου κι αν πήγαινα, είχα τα μάτια μου
Στραμμένα στους κήπους
Άπλωνα τα χέρια
Λαίμαργα άρπαζα
Κάθε καμπύλη, κάθε γραμμή –
Κι ύστερα περπάταγα
Ώρες πολλές
Διέσχιζα δρόμους έρημους
Δίχως φωνή, δίχως σημάδια
Πονούσαν τα χέρια μου
Λυγίζαν οι ώμοι
Γινόμουν ολόκληρη
Ένα πουλί
Την άσφαλτο έσπαζα ολονυχτίς
Με το στόμα υγρό
Υποδεχόμουν τα ροδαλά πρωινά
Με δόντια σπασμένα
Με χέρια αδειανά
Και χαλίκια στα πόδια