Ο Αλέκος Φασιανός (Αθήνα, 1935 – 16 Ιανουαρίου 2022) ήταν Έλληνας ζωγράφος.
Γεννήθηκε στην περιοχή της Πλάκας στην Αθήνα. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1956-1960 στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη Βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην École des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται στο Παρίσι και την Αθήνα. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο και αλλού. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο (Αμερική του Κάφκα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, 1975, Ελένη του Ευριπίδη, 1976, Όρνιθες του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του. Το 1999 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ σε τιμητική (μη εκλόγιμη) θέση. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Ιανουαρίου του 2022
Έργο
Το χαρακτηριστικό ύφος του Φασιανού διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του: άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η σπουδή του ελληνικού πολιτισμού και η ενασχόληση με τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική επηρέασαν και το ζωγραφικό του έργο. Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή. Γίνονται ζεύγη που γεμίζουν το χώρο μόλις αγγίζουν η μία την άλλη, μένοντας ωστόσο ενωμένες σχεδιαστικά σε μία μάζα.
-Πηγή: Βικιπαίδεια-
“Ο παππούς μου ήταν πάπας. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντας του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές ή οι λαϊκές.
Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κι όλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα.
Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια.
Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων.
Ύστερα πήγα και σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών.
Για πέντε χρόνια ασχολήθηκα με το σχέδιο αρχαίων κεφαλών και γυμνών μοντέλων.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν έμαθα τίποτε. Το αντίθετο. Ο δάσκαλος μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες.
Λιγότερο τώρα σκεφτόμουνα τα κυκλαδικά. Μου άρεσε επίσης και η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-Ταντρική. Όμως δεν είχα την μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμία κίνηση. Ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά.
Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα η η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Θέλω όμως να συμβολίζει κάτι το χρώμα η οι γραμμές. Για αυτό πάντα οι φιγούρες που ζωγραφίζω είναι διαλυμένες και ζουν στα λουλούδια.
Ίσως είναι πεθαμένες”
–
Αλέκος Φασιανός
Αθήνα 1964