Scroll Top

Ομοιοκαταληξίες – Του Δημητρίου Π. Νάσκου

Ο στίχος ή αλλιώς ο έμμετρος ποιητικός λόγος, είναι γνωστό ότι δεν γράφεται τόσο για να διαβαστεί όσο για να ακουστεί. Οι στίχοι δεν προορίζονται για το μάτι του αναγνώστη μα περισσότερο για το αυτί του ακροατή. Θα είχε ενδιαφέρον να κατανοήσουμε ότι παράλληλα με την κλασική γραμματική που περιέχει τους φιλολογικούς κανόνες και τον συντακτικό, υπάρχει και ένα άλλο είδος γραμματικής που έχει να κάνει κυρίως με τους ακουστικούς νόμους της γλώσσας. Εκεί ανήκει και ο ιδιαίτερος κλάδος της στιχουργικής τέχνης.
Ο έμμετρος ποιητικός λόγος, ο οποίος έχει τις ρίζες και τις απαρχές του στα Ομηρικά Έπη, είναι συνδεδεμένος με την προφορική παράδοση της λογοτεχνίας και καταφέρνει να επιβιώσει μέσα στους αιώνες καθώς απομνημονεύεται και διαδίδεται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Εξάλλου είναι αποδεδειγμένο πως μέχρι τον 15ο αιώνα όπου ανακαλύπτεται η τυπογραφία από τον Γουτεμβέργιο και αρχίζουν τα βιβλία να τυπώνονται μαζικά, το ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ευρώπη είναι τεράστιο και η ποίηση ακμάζει περισσότερο σε πλατείες, ναούς και θέατρα.
Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι η πρώτη επαφή του ανθρώπου με τη λογοτεχνία τοποθετείται περίπου στην ηλικία των δύο ετών όταν το παιδί ακούει νανουρίσματα και παραμύθια που του τραγουδάνε ή του αφηγούνται οι γονείς και οι παππούδες του. Με άλλα λόγια, η πρώτη μας επαφή με τη λογοτεχνία είναι πάντα προφορική.
Συνεπώς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα πως ο έμμετρος ποιητικός λόγος είναι συνδεδεμένος με την ανθρώπινη φωνή καθώς την έχει ανάγκη για να υπάρξει. Ποια είναι όμως εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν σε κάθε στίχο ακουστική ομορφιά και χάρη; Χωρίς αμφιβολία είναι ο ρυθμός και το μέτρο. Ειδικά όμως η ομοιοκαταληξία είναι αυτή που εντυπώνεται πιο εύκολα στο μυαλό μας. Μάλλον δεν έχουν άδικο όσοι την παρομοιάζουν με καρύκευμα που νοστιμίζει το φαγητό.
Παρακάτω, θα αναφέρουμε ορισμένα πράγματα που σχετίζονται με τις ομοιοκαταληξίες ή αλλιώς ρίμες και ομοιοτέλευτα. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά…
Ομοιοκαταληξία έχουμε όταν τουλάχιστον δύο στίχοι ενός ποιήματος ολοκληρώνονται με λέξεις που συγγενεύουν ηχητικά. Όταν οι ρίμες τονίζονται στην τελευταία συλλαβή ονομάζονται οξύτονες (Νοερά – Γερά), στην προτελευταία παροξύτονες (Μονάχοι – Στάχυ) και στην προπροτελευταία προπαροξύτονες (Προσπάθησα – Κάθισα). Επίσης, να σημειώσουμε ότι δεν συναντάμε ποτέ προπροπαροξύτονες ρίμες μιας και στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις που να τονίζονται στην τέταρτη συλλαβή από το τέλος.
Τα είδη των ομοιοκαταληξιών είναι τα εξής:

1. Όμοιο το τελευταίο φωνήεν
          Ζεσταθώ – Στυλό
2. Όμοια η τελευταία συλλαβή
          Αρχηγό – Λαγό
3. Όμοια η τελευταία συλλαβή και το προτελευταίο φωνήεν
          Κεράσι – Σκάσει
4. Όμοιες οι τελευταίες δύο συλλαβές
          Περάσω – Ράσο
5. Όμοιες οι τελευταίες δύο συλλαβές και το προπροτελευταίο φωνήεν
          Θάλασσα – Χάλασα
6. Όμοιες οι τελευταίες τρεις συλλαβές
          Ηπειρώτισσα – Ρώτησα 

   Επιπλέον, να πούμε ότι οι ρίμες που χρησιμοποιούν μονάχα το τελευταίο φωνήεν (Πειρατή – Κελί) χαρακτηρίζονται ατελείς ενώ εκείνες που περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα σύμφωνο (Αναλαμπή – Κουμπί) ονομάζονται τέλειες. Ο λόγος που συμβαίνει αυτός ο διαχωρισμός είναι γιατί ο συνδυασμός φωνηέντων και συμφώνων είναι «ποιοτικότερος» μιας και ο ήχος μπαίνει πιο βαθιά με αποτέλεσμα να «δένει» καλύτερα τις λέξεις.
Μία άλλη κατηγορία σχετικά με τις ομοιοκαταληξίες έχει να κάνει με τον τρόπο που συνδυάζονται οι στίχοι στις στροφές. Για παράδειγμα, αν πάρουμε ένα τετράστιχο που είναι και το πιο συνηθισμένο στα τραγούδια, οι ονομασίες που προκύπτουν είναι οι ακόλουθες:

1. Ζευγαρωτή (ΑΒ – ΓΔ)
          Μου το είχες πει πολλές φορές ότι δεν μ’ αγαπούσες
          Συγνώμη δεν κατάλαβα ότι το εννοούσες
          Για αυτό λοιπόν σε χαιρετώ και φεύγω δίχως λόγια
          Με το κεφάλι μου ψηλά και την ψυχή στα πόδια
2.Πλεκτή (ΑΓ – ΒΔ)
          Σαν βγω από αυτή τη φυλακή
          Κανείς δεν θα με περιμένει
          Οι δρόμοι θα είναι αδειανοί
         Κι η πολιτεία μου πιο ξένη
3. Σταυρωτή (ΑΔ – ΒΓ)
          Κάτω στις ακτές της Αφρικής
          Πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
          Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
          Και το ωραίο γλυκό της Κυριακής 

   Εννοείται πως ο κάθε ποιητής αν θέλει μπορεί να αυξήσει τους στίχους στις στροφές και να επινοήσει πολλούς και διαφορετικούς συνδυασμούς ομοιοκαταληξιών σύμφωνα με τη δική του αισθητική. Δύο ακόμη σχετικά διαδεδομένες κατηγορίες που όμως αυτή τη φορά έχουν να κάνουν με εξάστιχες στροφές είναι οι ακόλουθες:

4. Ζευγαροπλεχτή (ΑΑΒ – ΓΓΒ)
          Ο Γιάννης ο φονιάς
          Παιδί μιας Πατρινιάς
          Κι ενός Μεσολογγίτη
          Προχτές την Κυριακή
          Μετά τη φυλακή
          Επέρασε απ’ το σπίτι
5. Καθρέπτης (ΑΒΓ- ΓΒΑ)
          Ο ήλιος βγήκε πίσω απ’ τα βουνά
          Ήταν της άνοιξης το πρωινό
          Κελάηδησε στο δέντρο ένα πουλί
          Γλυκά πως ρόδιζε η ανατολή
          Κανένα σύννεφο στον ουρανό
          Όλα εφήμερα παντοτινά 

   Η παραπάνω κατηγορία ονομάζεται καθρέπτης γιατί ουσιαστικά ενώνει ανάποδα δύο τρίστιχα ή αλλιώς τερτσίνες. Ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον έκτο, ο δεύτερος με τον πέμπτο και ο τρίτος με τον τέταρτο. Ο καθρέπτης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον διότι «σπάει» τις κλασικές και συνηθισμένες φόρμες δημιουργώντας ηχητικά ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα.
Παρακάτω, θα αναφέρουμε λίγες ακόμη περιπτώσεις ομοιοκαταληξιών που είναι αποδεκτές και λειτουργικές, σύμφωνα πάντα με τους ακουστικούς νόμους της γλώσσας.
Περίπτωση 1: Η ρίμα «Πυρκαγιά – Μεριά» είναι τέλεια και όχι ατελής γιατί μπορεί μεν σαν γραφή να μην περιλαμβάνει το τελευταίο σύμφωνο όμως ηχητικά το περιλαμβάνει. Η λέξη «Μεριά» ακούγεται «Μεργιά». Το ίδιο ισχύει και για τα ζευγάρια «Θαλασσί – Ταξί», «Περισσό – Λειψό» και «Συννεφιά – Οχιά». Η λέξη «Ταξί» ακούγεται «Τακσί», η λέξη «Λειψό» ακούγεται «Λειπσό» και η λέξη «Συννεφιά» ακούγεται «Συννεφχιά». Συνεπώς δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η στιχουργική τέχνη είναι πρωτίστως προφορική.
Περίπτωση 2: Όταν ανάμεσα στο τελευταίο φωνήεν και σύμφωνο της λέξης παρεμβάλλεται ένα ακόμη φωνήεν τότε η ρίμα μας είναι αποδεκτή ως τέλεια. Για παράδειγμα, αν πάρουμε το ζευγάρι «Ξεγελά – Φωλιά» παρατηρούμε ότι στην κατάληξη της δεύτερης λέξης παρεμβάλλεται το γράμμα «ι». Η αρμονία όμως δεν κλονίζεται γιατί το γράμμα «ι» πλαισιώνεται από τα γράμματα «λ» και «α» που έτσι κι αλλιώς δημιουργούν τέλεια ρίμα με τη λέξη «Ξεγελά». Το ίδιο ισχύει και με τα ζευγάρια «Ταρακουνά – Γενιά», «Βουτά – Κουτιά» και «Βουβά – Μαβιά».
Περίπτωση 3: Αντίστοιχα, όταν ανάμεσα στο τελευταίο φωνήεν και σύμφωνο της λέξης παρεμβάλλεται ένα ακόμη σύμφωνο τότε η ρίμα μας είναι επίσης αποδεκτή ως τέλεια. Για παράδειγμα, αν πάρουμε το ζευγάρι «Δαπανηρή – Καρφί» παρατηρούμε ότι στην κατάληξη της δεύτερης λέξης παρεμβάλλεται το γράμμα «φ». Η αρμονία όμως δεν κλονίζεται γιατί το γράμμα «φ» πλαισιώνεται από τα γράμματα «ρ» και «ι» που έτσι κι αλλιώς δημιουργούν τέλεια ρίμα με τη λέξη «Δαπανηρή». Εννοείται πως αν είχαμε τη ρίμα «Δαπανηρή – Αφροί», δηλαδή αντεστραμμένα τα σύμφωνα «ρ» και «φ», δεν υπήρχε ζήτημα συζήτησης μιας και η τέλεια κατάληξη είναι προφανής.
Περίπτωση 4: Αν οι τελευταίες δύο συλλαβές της λέξης περιέχουν ομόηχα φωνήεντα τότε μπορούμε να αλλάξουμε θέση τα σύμφωνα που προηγούνται χωρίς να αλλοιωθεί το ηχητικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, παρόλο που στη ρίμα «Διευθυντής – Ντυθείς» έχουν αντιστραφεί τα σύμφωνα «θ» και «ντ» ωστόσο το ακουστικό αποτέλεσμα δεν εκπίπτει. Άλλες παρόμοιες περιπτώσεις είναι: «Παρατηρητής – Τηρείς», «Αδημονώ – Νομό» και «Ποιητής – Ότι πεις». Εννοείται πως μπορούμε να πειραματιστούμε περαιτέρω και να «τολμήσουμε» ρίμες ακολουθώντας την ακουστική μας διαίσθηση.
Περίπτωση 5: Οι ομοιοκαταληξίες «δυναμώνουν» περισσότερο όταν προέρχονται από διαφορετικά μέρη του λόγου. Για παράδειγμα, καλό είναι να μην συνδυάζουμε συνεχώς ρήματα όπως «Αντέχω – Τρέχω» ή επίθετα όπως «Πονηρός – Σκληρός» ή ουσιαστικά όπως «Ποντίκι – Μπρίκι». Οι ρίμες γίνονται πιο ενδιαφέρουσες όταν τα μέρη του λόγου ανακατεύονται μεταξύ τους. Π.χ. «Φαράσι – Ξεχάσει», «Ζαβολιάρη – Πάρει», «Τυφλή – Γυαλί».
Κλείνοντας, να σημειώσουμε ότι ομοιοκαταληξίες μπορούν να υπάρχουν ακόμη και μέσα στον ίδιο τον στίχο. Αυτό το πετυχαίνουμε κυρίως μέσω της παρήχησης, δηλαδή χρησιμοποιώντας λέξεις με ίδια επαναλαμβανόμενα φωνήεντα. Π.χ. «Νυχτιά, βοριά και παγωνιά» ή «Ποτέ κουτέ μου εαυτέ» ή «Μπορώ καιρό να συγχωρώ». Με άλλα λόγια, η παρήχηση είναι ένα «εργαλείο» που δίνει περαιτέρω ακουστική δύναμη στον στίχο. Πέρα όμως από τα φωνήεντα, η παρήχηση μπορεί να εμφανίζεται και στα σύμφωνα. Π.χ. «Μαύρα μαντήλια μούτρα μουντά» ή «Σίδερα, σημαίες, συννεφιά» ή «Θαύμα η θάλασσα θέλει τον θρήνο».

Δημήτριος Π. Νάσκος

Ιανουάριος 2022