Scroll Top

Σβούρα – Της Φανής Χούρσογλου

Ώρες ώρες με πιάνει αυτή η ζάλη, ετούτο το κενό στο στομάχι, λες και θα μ’ εκτινάξει ο πλανήτης – ο δερβίσης – στα σκοτάδια της στρατόσφαιρας. Ξεχνάω πως δεν γίνεται αυτό, αφού κοντράρει το ακαταμάχητο αντανακλαστικό μου. Είναι η αναθεματισμένη η φυγόκεντρος. Μια ακόμα αυταπάτη. Δεν έχουμε να πάμε πουθενά, πραγματικά. Η γη στροβιλίζεται γύρω απ΄τον άξονά της κι όλοι είμαστε κολλημένοι σαν χαλκομανίες πάνω της.

Συνήθως η πρόνοια φροντίζει να μη γίνονται αντιληπτές οι εξεζητημένες πιρουέτες της υδρογείου που – θέλοντας και μη – μας παρασέρνουν. Όμως ενίοτε η επίδραση της ύπνωσής μας ξεθυμαίνει οπότε έρχεται αναπόφευκτος ο ίλιγγος κι ο πανικός. Κάποιοι υποθέτουν πως υπάρχει ένα χέρι κρυμμένο στο υπερπέραν, κάποιος που διασκεδάζει στρίβοντας νωχελικά τη σβούρα του, ενδεχομένως αγνοώντας τις ασήμαντες υπάρξεις μας.

Ή μήπως πάλι όχι; Τι θα συνέβαινε αν σταμάταγε ο κόσμος να γυρίζει; Θα ξεκαθάριζε η θολούρα απ΄ το συνονθύλευμα των χρωστικών που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε παραδείσια λιβάδια κατά το δοκούν και θα βλέπαμε – θέλοντας και μη – τι ακριβώς υπάρχει εδώ κάτω.

Κόκκινο της φωτιάς και αιματοβαμμένο πορφυρό. Πένθιμο το ιώδες. Πράσινο χημικό, μούχλα από βιομηχανικά απόβλητα. Ώχρα από μεταλλαγμένα σιτηρά. Υπόλευκα και γκρίζα νέφη από εξατμίσεις και φουγάρα. Ακόμα και το απέραντο γαλάζιο – αν το κοιτάξεις λίγο πιο προσεχτικά – βρωμίστηκε από τους πάσης φύσεως οχετούς μας.

Στριφογυρνάμε γαντζωμένοι στο ατέρμονο παιχνίδι μας κι εμείς, ωσότου διαλυόμαστε σαν μικροσωματίδια πλαστικού μέσα σ’ ωκεανούς μπογιάς, διαλυτικού και λούστρου. Δεν είναι λογικό ν΄ ασφυκτιάς; Δεν είναι αναμενόμενο να φρίττεις; Οι ειδήμονες σε συμβουλεύουνε διαρκώς να αφεθείς. Πάρ’ το λοιπόν απόφαση. Τι άλλο μπορείς να κάνεις;

Είναι καιρός να βρεις το κέντρο σου κι εσύ, να γίνεις περιστροφικός, να ισορροπείς – ακροπατώντας μοναχά σε μια κουκίδα. Έχε όμως πάντα κατά νου πως δεν διαθέτεις και πολύ καιρό. Είναι πεπερασμένες οι στροφές που σου αναλογούν. Κάθε στιγμή μετράει.

Δεν έχεις ευτυχώς μια μοίρα. Έχεις πολλές. Φάσεις του φεγγαριού σου που αλλάζουν. Κι αν βρίσκεσαι στη χάση για καιρό, με λίγη πίστη η πανσέληνος θα έρθει. Απλώς διατήρησε εστιασμένο το μυαλό στον ήλιο και μη του γυρνάς την πλάτη.

Πρόσεξε, δεν σου λέει κανείς να μην κοιτάζεις δεξιά κι αριστερά – το κάθε άλλο. Μονάχα μην σε παίρνει και βρεθείς κακήν κακώς στο χώμα πριν την ώρα σου.

Ανοησίες. Δεν το αντέχω λέμε να παρατηρώ το γύρω-γύρω-όλοι-πάνω-στο-άρμα-προσδεθείτε. Μου ανεβαίνει ο οισοφάγος στο λαιμό – και θα ΄χουμε άλλα. Αφαίρεσα λοιπόν τα περιττά όργανα από το σαρκίο μου. Αφαίρεσα τα μάτια και τ΄ αφτιά, το δέρμα, τα μαλλιά, τα κόκαλά μου.

Δεν βλέπω – μα ούτε φαίνομαι. Είμαι μονάχα ένα ρεύμα, μια πνοή. Άνεμος ασθενής που προσπαθεί να ορθώσει το δικό του μπαϊράκι. Τρέχω ολούθε, μέσα απ΄τα παράθυρα γλιστρώ. Χαϊδεύω γλυκοκοιμισμένα αγαλματάκια. Τα σηκώνω. Δεν σταματώ καθόλου να κινούμαι.

Αντρώνομαι, παίρνω μαζί ό,τι βρω. Θέλω να γίνω σίφουνας, να τα σαρώσω όλα. Όσο χορεύω τόσο να θεριεύει ο κουρνιαχτός αυτού του κόσμου που έχει τώρα πια τελειώσει. Αγκαλιασμένοι να κυκλώσουμε ζεστά το σώμα το ουράνιο που μας φιλοξενεί. Να γίνουμε δακτύλιος που τρέχει γρηγορότερα απ΄ το φόβο.

Να αποκαταστήσουμε τα χρώματα. Κόκκινο απ΄τα χείλη της ζωής. Πράσινο απ΄τα σκίνα και τις φτέρες. Κίτρινα ηλιοτρόπια. Κυκλάμινα μαβιά.

Χαμόγελα, τραγούδια και κρασί. Το φλάουτο ν΄ ακολουθεί, το τύμπανο να σπέρνει. Ας είναι η νέα μας σοδειά πλούσια και γερή. Να χτίσουμε το σπίτι μας ξανά απ΄ την αρχή, να το στολίσουμε υφαντά και πρωινά στεφάνια.

Με αθύρματα ξυλόγλυπτα να παίζουν τα παιδιά, και το γλυκύτερο ψωμί ο μύλος μας ν΄ αλέθει. Η κάθε μέρα που περνά μονάχα τη χαρά να επιστρέφει στους λαούς, ελπίδα φρέσκια σαν ανάσα πελαγίσια. Να ζουν αυτοί πολύ καλά κι εμείς φανταστικά.

Ανώμαλη προσγείωση. Τι ήταν αυτό; Αποκύημα άρρωστης εποχής; Φλίπαρα πάλι, ξέφυγα εντελώς. Τι σκέφτεται ο άνθρωπος όταν τα φέρει η τύχη να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Ασάλευτος καλείται να σταθεί, βράχος αγέρωχος μέσα στην καταιγίδα. Αλίμονο του αν αναλογιστεί πόσοι δικοί του παρανάλωμα έχουν γίνει.

Άλλαξαν όλα σε μια νύχτα, ξαφνικά. Δεν ξέρουμε κατά πού θα μας βγάλει. Κάποιοι βρεθήκαμε προσωρινά εδώ. Μοιάζει με διαστημόπλοιο από τσίγκο φτηνό. Αναβοσβήνουν τα λαμπιόνια σαν τρελά, αλλά δεν ανυψώνεται ποτέ. Περιδινείται μόνο του και κάνει σαματά.

Τραντάζεται και τρίζει και βογκά. Βογκάμε και εμείς από τον τρόμο. Κάποιος απ΄ τις οθόνες εξηγεί πως είχαμε ανάδρομο τον Κρόνο. Μα το χειρότερο, αντίστροφα μετρούν οι δείκτες στα ρολόγια μας το χρόνο.