Το παλιό σύνθετο προσκόλλησε στα βράχια μιας γενικής ανακαίνισης του πατρικού σπιτιού και βυθίστηκε στο υπόγειο, τερματίζοντας άδοξα τις ημέρες της άλλοτε κυριαρχίας του στο επίσημο σαλόνι. Βυθισμένη στα ράφια του συναντώ ξανά ενθύμια της φοιτητικής ζωής μου στην Πάτρα. Φωτογραφίες, σημειώσεις, βιβλία της σχολής, κάρτες γενεθλίων, ζωγραφιές… και αυτό το λιλιπούτειο, σκονισμένο –όπως και όλα γύρω του- βιβλιαράκι.
Τόσες και τόσες οι εκκαθαρίσεις άχρηστου υλικού στις οποίες υποβάλλω τη βιβλιοθήκη του υπογείου και τα ράφια του σπιτιού κάθε χρόνο! Θυμάμαι αμέσως ότι το έχω ξανασυναντήσει παλιότερα, όμως πάντα το παραμέριζα, ψάχνοντας επίμονα κάτι άλλο. Τι έχει διασώσει αυτό το βιβλίο; Οι σημειώσεις του ποιητή στα αυτιά; «Να πίνεις το κρασί/ κι εγώ να λαμπω μέσα (Δημοτικο)» και «αϊκσαμι πιδι μ/ πουλεε του ραδιου/ για σενα κι εκλαψα μ/ κι εγο κι ου πατερας σ./ Τοσα τραβξισ κι συ πιδι μ.» Η υποσημείωση; « Η μανα μου, γι αυτήν/ και τον πατερα μου». Χωρίς τόνους, χωρίς επεξηγήσεις, με την γνησιότητα και την απλότητα της ντοπιολαλιάς, μετη σοφία και τον λυρισμό των γερόντων και δη της μάνας.
Το παρατηρώ διερευνητικά. Εξώφυλλο ωχρό με λεκέδες απροσδιόριστης προέλευσης, χτυπήματα, φαγωμένες γωνίες, όλα σημάδια του χρόνου και της αχρηστίας. Στο κέντρο του μέσα σε κύκλο το ασπρόμαυρο προσωπάκι μιας μικρής που με κοιτάζει κατάματα. Πάνω από τη φωτογραφία ο τίτλος με μεγαλογράμματη γραφή, κατακόκκινος. Πιο πάνω ο δημιουργός ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΑΤΣΑΓΑΝΗΣ και κάτω ο εκδότης με όσα γράμματα έχουν μείνει αλώβητα από τη φθορά: ΜΙΚΡΑ ΟΣΤΡΑΚΑ, ποίηση 4.
Το ίδιο βράδυ μαζί με τα σχολικά βιβλία των φιλολογικών μαθημάτων και τα βοηθήματα που έψαχνα και βρήκα, εργαλεία της δουλειάς του καθηγητή, ανεβάζω στο σπίτι και τα ΜΙΚΡΑΔΟΞΑΣΤΙΚΑ.
Μέσα στις επόμενες μέρες διαβάζω το βιβλιαράκι ξανά και ξανά. «Τυπωθηκε στο Μονοτυπικο συγκροτημα Πατρων….Πατρα, τηλ….τον Ιουνιο του 1984, σε 500 αντίτυπα για τα Οστρακα. Δημητρης Ι. Κατσαγανης Οστρακα, ΠΑΤΡΑ». Κι εδώ χωρίς τόνους. Άλλωστε δεν υπάρχει ούτε ένας σε όλο το βιβλίο των 33 σελίδων! Ούτε στο συντομότατο βιογραφικό του «Ο Δημήτρης Κατσαγανης γεννήθηκε το 1950 στην Ανω Βασιλικη Ναυπακτου. ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑΡιζες του Ευηνου, Οστρακα 1981 Ερωτικο Α, Οστρακα 1983».
Συντομότερο βιογραφικό συγγραφέα δεν έχω ξαναδιαβάσει. Το ίδιο μου τραβά την προσοχή και η μεγάλη- πιάνει όλη τη σελίδα σχεδόν- φωτογραφία του Κατσαγάνη, που όσο τον κοιτώ τον νιώθω πιο οικείο. Βλέμμα ευθυτενές και μια ρυτίδα βαθιά ανάμεσα στα φρύδια, μόνιμη, χωρίς να συνοφρυώνει. Τελικά, δίκαιο έχουν. Τα μάτια μιλάνε. Κι αυτού εδώ τα μάτια λένε πιο πολλά από κάθε πλούσιο βιογραφικό γεμάτο τίτλους σπουδών, σταθμούς επαγγελματικής σταδιοδρομίας και αναφορές βραβεύσεων.
Πρέπει ωστόσο να μάθω πιο πολλά γι’ αυτόν. Ποιος είναι ο Δημήτρης Ι. Κατσαγάνης; Το μόνο που ξέρω μέχρι στιγμής είναι ότι το 1984, όταν εγώ ήμουν νήπιο τεσσάρων ετών, εκείνος εξέδιδε στην Πάτρα -που ως φοιτήτρια λάτρεψα- αυτήν εδώ την εξαιρετική συλλογή ποιημάτων.
Πίσω πάλι στις σελίδες του. Το κόκκινο χρώμα του τίτλου στο εξώφυλλο διατρέχει κάθε σελίδα στο πάνω μέρος της μέσω μιας ευθείας γραμμής, που μοιάζει να υπογραμμίζει την τη συνέχεια των ποιημάτων και των νοημάτων. Η πρώτη ενότητα «παραλλαγές του νερού και του λιγνού» με συστήνει σε έναν άντρα ευαίσθητο που παίζει με χώμα και βροχή σε χώρο ανοιχτό, υπαίθριο, στο ψιλόβροχο, με την αστραπή, με το φεγγάρι, με το άλογο και το σώμα
Μ αναλαφρα βηματα
στη λιγνη τελετη,
πανω,
στο βρεγμενο χωμα,
μαζι με τη βροχη
με το σπουργιτι.
Κι αλλού
Ακροκεραμο
ακροβροχο.
Η
σταγονα
Η
ετοιμη.
Να πεσει.
Τι συμφωνία μορφής και περιεχομένου! Η σταγόνα εικονοποιημένη σε ποίημα ή ένα ποίημα που στίχο στίχο στάζει.
Στις «μερες που σε περιμενω» σε συγκινεί μια λανθάνουσα αφέλεια, μια παρηγορητική αδυναμία να συνειδητοποιήσει το αναπόφευκτο:
«Λογαριαζω να ταξιδεψω και το χαμογελο σκοτωνεται σε αγνωστα τοπια που η μερα απορει που δε μπορει να μεινει μερα, κι ερχεται η νυχτα με τ΄απλυτο φως».
Στα «μικρα δοξαστικα για τις αλκυονιδες μερες» η προσωποποίηση ως εκφραστικό μέσο κυριαρχεί και υφαίνει εικόνες λυρικές, με ύφος παιγνιώδες και διάθεση ερωτική, καθώς
Ανεμελα βηματιζει στα ματια σου
Ενα κυκλαμινο βραδακι.
Σε βλεπει η μερα και μελαγχολει
σ αγγιζει η νυχτα και ουρλιαζει.
Τα νερα χαϊδευονται μωρα
στον ηλιο
και
Μεσοπλαγις ω εδιαβαινε η περδικα
να παει την κορη της σχολειο.
Μέχρι και ο ήλιος ανθρωποποιείται που
αρπαξε ένα συνεφο
να
σου κρεμασει σκουλαρικι.
Ακολουθούν εφτα χαϊκου που περιγράφουν το σκηνικό μιας συνάντησης. Χαρακτηριστική και πετυχημένη η χρήση α ενικού, γιατί αν και συνήθως χρησιμοποιείται για να κάνει πιο ρεαλιστική τη γραφή, εδώ λειτουργεί αντίθετα. Το αληθινό με το ονειρικό περιπλέκονται αρμονικά χωρίς να γίνεται σαφές αν πρόκειται για πραγματική συνάντηση ή για ανεκπλήρωτο πόθο του ποιητικού υποκειμένου. Απόγιομα εν ειδει περιστερας, εκείνη με το καλό φουστάνι κι ένα φως μ ανοιχτο στομα. Ο αερας κι η δροσια, μια τελετη στο προσωπο της, καθώς οι σταγονες χαμογελουν κι εντέλει φευγει τεμαχίζοντας τη λέξη στις συλλαβές τηςκι αφήνοντας τη φιγούρα της να ξεδιπλωθεί και να κυματίσει, όπως πιέτες σε ρούχο.
Νυ-
χτι
κια
Κι έπειτα έρχεται η ώρα της ωραίας μοναξιάς, όπως τιτλοφορείται η τελευταία ενότητα της συλλογής. Ποιήματα κι εδώ ολιγόστιχα, λυρικά, συνυφαίνουν την αγάπη με τον θάνατο. Δύσκολα αναγιγνώσκεται το συναίσθημα του ποιητή. Γοητεία ή απογοήτευση; Πάντως καθώς η αγαπημένη του γίνεται πουλί και χάνεται, εκείνος μένει σταθερός να επαναλαμβάνει λέξεις, στίχους, κινήσεις. Χαράσσει
πανω στο χαρτί, στο χωμα, στο μαυρο
κυκλους ανακατους, τριγωνα, πενταγωνα
ή τρεμει πανω, τρεμει κατω και σωπαινει/ κοιταζει και μαθαίνει πώς η αγαπημένη του είναι στα κλαρια, στον ουρανο, στα συνεφα, με τα ονειρα στ’ αγκαθια, ρουχα ξεχασμενα σ εφτα χειμώνες
Σταματώ σε δυο από τους τελευταίους στίχους της συλλογής
στεγνος, βρεγμενος ο ιδιος ειμαι,
σκελετος στο λιγο φως.
και συλλογίζομαι: είναι πολλοί οι άνθρωποι γύρω μας που έχουν το προτέρημα της αυτογνωσίας, που ομολογούν με τόση τόλμη την ευθραυστότητα της ύπαρξής τους;
Τόσο με έχει συνεπάρει η ανάγνωση των Μικρών Δοξαστικών, που νιώθω επείγουσα την ανάγκη να αναζητήσω τον Δημήτρη Κατσαγάνη, να επικοινωνήσω μαζί του και να του κοινοποιήσω τον θαυμασμό μου για αυτό του το δημιούργημα. Ίσως, αν μπορέσω να βρω μια διεύθυνση, να του στείλω μια επιστολή. Ακόμη καλύτερα θα είναι αφορμή να επισκεφτώ την αγαπημένη μου φοιτητούπολη Πάτρα και να τον συναντήσω εκεί. Βέβαια, θα μπορούσα να αρκεστώ και σε ένα τηλεφώνημα…
Στη μηχανή αναζήτησης πληκτρολογώ το όνομά του περιμένοντας με συγκρατημένο ενθουσιασμό πληροφορίες επικοινωνίας. Αντί αυτού…
«Στην ακμή της δημιουργικής του πορείας έφυγε από τη ζωή ο
ποιητής Δημήτρης Κατσαγάνης, γνωστός στο πνευματικό κοινό
της Πάτρας από τις εδώ παρουσιάσεις του, τη δράση του ως μέλους
της Οργανωτικής Επιτροπής του Συμποσίου Ποίησης και το ποιητικό του έργο.»
Πήγα να κλάψω.
Προς στιγμήν συγκρατήθηκα, με μια θλίψη ευανάγνωστη στο βλέμμα μου για μέρες.