Scroll Top

Νίκος Φωτόπουλος – Η σχέση των λογοτεχνών με την κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι στατική, δεδομένη και κυρίως προβλέψιμη

Στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ, η κοινωνική πραγματικότητα αποδεικνύεται ρευστή, αβέβαιη και δαιμονικά μεταβαλλόμενη. Την ίδια στιγμή αναδύονται πολλαπλές και αλλεπάλληλες κρίσεις που προκαλούν νέες ανισότητες, επιφέρουν «προτάγματα», παράγουν νέες κοινωνικές πρακτικές που άλλοτε προκαλούν συγκρούσεις και ιδεολογική σύγχυση και άλλοτε υποδαυλίζουν μια ιδιότυπη απάθεια και εσωστρέφεια. Συνέπεια αυτής της εξαιρετικά ασύμμετρης και ασυνάρτητης πραγματικότητας αποτελεί η διάχυση μιας υποδόριας και αχαρτογράφητης αλλοτρίωσης που διαμορφώνει εκ νέου «γκρίζες ζώνες», «κοινωνικές χωματερές», «θλιβερές γεωγραφίες» σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Σε κάθε περίπτωση η σχέση των λογοτεχνών με την κοινωνική πραγματικότητα – εντός της οποίας δημιουργούν – δεν είναι στατική, δεδομένη και κυρίως προβλέψιμη. Ενδεχομένως, σε ιστορικές περιόδους του παρελθόντος αυτή η σχέση να υπήρξε περισσότερο επιδραστική, παρεμβατική ή έστω πιο «περιεκτική» μέσω μιας εντονότερης και βαθύτερης αλληλεπίδρασης των λογοτεχνών με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Στις μέρες μας έχω την αίσθηση πως η σχέση αυτή έχει ατονήσει μιας και κυριαρχεί το είδος ενός αυτό-αναφορικού υπαρξισμού που κρατά σε «διακριτική απόσταση» τους λογοτέχνες από τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Σκοτεινός εγκλεισμός σε υπαρξιακά αδιέξοδα, νοσηρός ναρκισσισμός, καλλιτεχνική εγωπάθεια, συστημικός κομφορμισμός, συνειδητή ή ασύνειδη ενσωμάτωση στα κελεύσματα ενός κυρίαρχου εργαλειακού Λόγου, αποτελούν μερικά μόνο από τα εμφανή συμπτώματα που, κατά τη γνώμη μου, αφήνουν έντονο το αποτύπωμά τους στη σχέση λογοτεχνίας – κοινωνίας. Την ίδια στιγμή, λαμβάνοντας υπόψη πάντα τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις που είναι υπαρκτές, διακρίνω απεγνωσμένες πένες που αναλώνονται στη διάδοση του έργου τους περιμένοντας εναγωνίως την αναγνώριση από μια κοινωνία που ολοένα και λιγότερο διαβάζει και – το χειρότερο – ολοένα και λιγότερο αναστοχάζεται πάνω στις παθογένειες και τα συλλογικά της τραύματα. Σε πολλές περιπτώσεις η εν λόγω ηγεμονεύουσα υπαρξιστική αυτό-αναφορικότητα – ως κυρίαρχη τάση – άλλοτε με τις ευλογίες του marketing κι άλλοτε μέσω ανούσιων δημοσίων σχέσεων, υποβιβάζει τη λογοτεχνική δημιουργία από διαρκή διαλεκτική δυνατότητα χειραφέτησης σε «αδρανή δύναμη» που καταφάσκει σε πρακτικές πολιτικού συντηρητισμού, ελιτίστικου αναχωρητισμού, ιδιώτευσης και εσωστρέφειας.Σε αρκετές περιπτώσεις ο λογοτέχνης αποτελεί ευθεία αντανάκλαση των δυνατών αλλά και των αδύναμων στιγμών της κοινωνίας, ενώ σε άλλες η δράση του συνιστά δομικό μέρος του τραύματος που η κοινωνία θρέφει στο εσωτερικό της. Παρόλα αυτά, η σχέση του με την κοινωνική πραγματικότητα παραμένει εξόχως διαλεκτική, αμφίδρομα συναρτησιακή, χωρίς ωστόσο να είμαστε σε θέση και με ακρίβεια να προσδιορίσουμε την ένταση, το βάθος αλλά και το εύρος της συγκεκριμένης σχεδιοδυναμικής. Έχω την αίσθηση πως στις μέρες μας οι λογοτέχνες δεν δύνανται να λειτουργήσουν ως ένα συγκροτημένο συλλογικό υποκείμενο με αίτημα τον «αισθητικό μετασχηματισμό» της κοινωνικής πραγματικότητας, με συνέπεια αυτή να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ασημαντότητα, στην πολυτροπική βία, στην απάθεια, στον εγωπαθή ατομικισμό, στην ασχήμια μιας ρηχής καθημερινότητας. Πολύ περισσότερο δεν δύνανται να λειτουργήσουν ως ένα «έλλογο όλο» που θα τολμούσε να διεκδικήσει έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας για τον άνθρωπο, τη φύση και την κοινωνία του αντιπαραθέτοντας ένα εναλλακτικό πρίσμα μέσω του οποίου να προσλαμβάνουμε και κυρίως να βιώνουμε την πραγματικότητα. Εδώ αναδύεται η γνωστή σε όλους μας ένσταση: οι λογοτέχνες δεν είναι πολιτικοί, ούτε επαναστάτες για να περιμένουμε στρατηγικές κινήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν την πραγματικότητα. Παρόλα αυτά θα διατηρούν πάντα – έστω και οριακά ενεργή – μια συμβολική δύναμη μέσω της οποίας δύνανται να προωθούν το «αισθητικό» σε «πολιτικό» και το κυριότερο να νοηματοδούν καθημερινές «ρεαλιστικές ουτοπίες» μέσα από τη γλώσσα, τις λέξεις, τις ιστορίες, τους στίχους, τις εικόνες, τα σύμβολα και τις αναπαραστάσεις που τα έργα τους εμπεριέχουν. Εκεί κατά τη γνώμη μου έγκειται η μαγική δύναμη της λογοτεχνίας αλλά και της τέχνης γενικότερα: μπορούν να συμβάλουν στην όξυνση των αντανακλαστικών των υποκειμένων προωθώντας την μετουσίωση του αισθητικού εγχειρήματος, σε πολιτικό και κοινωνικό αίτημα μιας επίγειας προοπτικής ανάτασης και χειραφέτησης. Εκεί ακριβώς η έμπνευση δύναται να αξιοποιηθεί ως ο καταλύτης μιας εκ βάθρων αισθητηριακής χειραφέτησης την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη για να επανακτήσει τόσο την χαμένη ουσία του όσο και να διευρύνει τα προβλεπόμενα όρια και τις προδιαγεγραμμένες δυνατότητές του. Η πρόκληση αναμφίβολα είναι ορατή, επείγουσα και εξαιρετικά επιτακτική. Εν κατακλείδι: δύναται η λογοτεχνία να λειτουργήσει ως παράγοντας μετασχηματισμού της κοινωνικής συνείδησης με στόχο τη διεκδίκηση μιας ιδανικής (κοινωνικής) πραγματικότητας; Κατά την ταπεινή μου γνώμη το ερώτημα θα παραμένει «ανοικτό». Διαισθάνομαι όμως πως θα μας απασχολήσει ακόμα περισσότερο στο μέλλοντα χρόνο, κυρίως λόγω της σύγχυσης και ιδίως της «ελεύθερης πτώσης» στην οποία ήδη στροβιλιζόμαστε.