Scroll Top

ΚΑΠΟΤΕ ΕΚΕΙ ΗΤΑΝ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ – Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

       14 Αυγούστου 1974, στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, οι κάτοικοι της Αμμοχώστου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους.
       Σαράντα έξι χρόνια μετά, όπως και οι άλλοι πρόσφυγες του νησιού, αναμένουν ακόμα την επιστροφή.

 

ΚΑΠΟΤΕ ΕΚΕΙ ΗΤΑΝ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ

Κάποτε εκεί ήταν περιβόλια. Τώρα πλανιέται ο ίσκιος του χαμού, το τελευταίο βλέμμα μιας απελπισίας, το στερνό αντίο ενός πρόωρα βυθισμένου ήλιου.

Eπιστρέφω συχνά με τη σκέψη, με τις μνήμες μιας παιδικής αποσύνθεσης. Δεν μπορώ να ξεχάσω, πατέρα. Κι ας μπλέκουν τα χρόνια την απόσταση απ΄ τις ώρες του πικρού καημού.Τώρα πιο πολύ σε βρίσκω εκεί,σαν αγναντεύω τη ζωή που δεν έζησα. Στέκομαι πλάι στη θάλασσα του ελεύθερου Νότου κι η πεθυμιά μου, πουλί ξεριζωμένο μα περήφανο, φτερουγίζει πάλι και πάλι πάνω απ΄ τον χαμένο παράδεισο. Μα πάντα αρχίζω απ΄ το τέλος. Απ΄ την ανατροπή. Eκεί σταμάτησε η καρδιά.

Αύγουστος μήνας, αλλόκοτος καιρός. Απ΄ τη μια η κάψα του καλοκαιριού. Κι απ΄ την άλλη η παγωμένη ανάσα του εισβολέα να μας τυλίγει, ίδιο ξεροβόρι απ΄ τη σκλαβωμένη γη. Δεν έχει περάσει ούτε μήνας απ΄ την πρώτη επέλαση. Η Κερύνεια, κουρσεμένη, ακουμπάει τον στεναγμό της στον λαβωμένο Πενταδάχτυλο. Κάτω, ο κάμπος της Μεσαριάς, αλαφιασμένος, γεμάτος με μπουλούκια ξεριζωμού, παίρνει βαθιές ανάσες μες στη θλίψη του.

Το σπίτι μας στην Αμμόχωστο, τριγυρισμένο από πορτοκαλιές, κρατιέται απ΄ τον απόηχο της τελευταίας άνοιξης. Ο πόλεμος έμπασε στην ξεγνοιασιά του αέρηδες της Ανατολής και θανατικό. Ο μικρότερος αδερφός σου, πατέρα, είκοσι πέντε χρόνων αετός, εκεί στα ψηλά π΄ άνοιξε τις φτερούγες του να σταματήσει το φονικό, εκεί και πληγώθηκε θανάσιμα απ΄ τους εχθρικούς όλμους. Πίσω του μια χήρα μόλις στα είκοσι τρία της όνειρα, ματοκυλισμένα σ΄ έναν πόλεμο, που έμελλε να χαρακώσει αλύπητα το μέλλον της. Θυμάσαι την πρώτη φορά που την είδες, μαυροντυμένη φιγούρα, με δυο ορφανά να κρατιούνται απ΄ τα τσακισμένα χέρια της; Λύγισες, δάκρυσες πίσω απ΄ τα μυωπικά γυαλιά σου. Δε θέλησες να μου το δείξεις, μα εγώ, παιδί στα εννιά του μόλις χρόνια, το διαισθάνθηκα απ΄ το απότομο σφίξιμο του χεριού μου στη χούφτα σου, το τρέμουλο που διαπέρασε τη σάρκα μου κι έφτασε ίσαμε την καρδιά μου. Κι εκεί θαρρώ πως είναι ακόμα.

Πέρασαν μπερδεμένες οι τελευταίες μέρες του Ιούλη κι οι πρώτες εκείνου του κρύου Αυγούστου. Σύγχυση, απορία,ταραχή, αγωνία, φόβος. Πίσω απ΄ το σπίτι μας, μες στις πορτοκαλιές,η νιότη ταλαιπωρημένη, ντυμένη σ΄ ένα θολό χακί ερωτηματικό. Πήγαινες συχνά να τους δεις με κρύο νερό,φρούτα και έγνοια.

«Τι θα γίνει παιδιά;» ρωτούσες. «Ποια είναι τα τελευταία νέα;»

«Εκεχειρία», απαντούσαν εκείνοι. «Εδώ, μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως.Να δούμε τι θα προκύψει απ΄ τις συνομιλίες».

«Άλλο κακό να μη μας βρει», συμπλήρωνες κι έτρεχε πρώτα ο νους σου στη χήρα και τα δυο ορφανά.

Τα βράδια, σαν μάζευες την αγωνία της μέρας στη σιωπή σου, σ΄ έβλεπα να κάθεσαι μες στο σκοτάδι και ν΄ αγναντεύεις το άγνωστο. Ερχότανε τότε κι η μάνα, μαζευότανε δίπλα σου, μοιραζότανε τη σκέψη σου. Κι απομένατε οι δυο σας ώρα πολλή να κοιτάζετε έναν αυγουστιάτικο, παράξενο ουρανό, με άστρα που έσβηναν σιγά σιγά σαν αγιοκέρια στον βοριά.

Το πρωί εκείνο, μια μέρα πριν τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, δεν ήρθε χωρίς προειδοποίηση. Το΄ νιωσε νωρίς η καρδιά μας, μα δε θέλησε να το πιστέψει. Οι συνομιλίες είχαν αποτύχει, η εκεχειρία είχε βουλιάξει. Κι οι στρατιώτες στα περιβόλια πίσω κινούνταν όλο το βράδυ ασύντακτα, σπασμωδικά, σαν χελιδόνια που μυρίζονται την επίθεση του φθινοπώρου.Το πρώτο φως βρήκε ξάγρυπνη την ψυχή τους.Κι ο πόλεμος σήκωσε μαύρα πανιά στη θάλασσα της Αμμόχωστου, παίρνοντάς μας μακριά, στη γη του ξεριζωμού.

Η μάνα ξεχτένιστη, φορώντας όπως όπως τη ρόμπα πάνω από τη νυχτικιά της. Εσύ, με το κόκκινο βλέμμα που σου φόρεσε ο τελευταίος καιρός. Κι εγώ, μια μικρή απορημένη κουκκίδα, ν’ ακολουθώ τα βήματά σας, τους ψιθύρους της φυγής,αγκαλιά με μια κούκλα, κατάλοιπο προδομένης καλοκαιριάς. Μπήκες εσύ στο αυτοκίνητό σου να περιμαζέψεις τη χήρα και τα ορφανά του αδερφού. Μπήκα κι εγώ με τη μάνα στο άλλο αυτοκίνητο,κουβαλώντας όλα τα ερωτηματικά μου στις δυο σφιγμένες χούφτες μου. Τελευταία σου οδηγία να απομακρυνθούμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την πόλη.

Σε είδα να φεύγεις πίσω απ΄ τα θολά δακρυσμένα μου μάτια. Από πάνω μας, άγρια σιδερένια πουλιά τα αεροπλάνα του εχθρού, σκόρπιζαν φόβο και θάνατο. Βγήκε η μάνα με τρεμάμενα χέρια στον κεντρικό δρόμο, που οδηγούσε προς τον Νότο. Κι εκεί γίναμε ένα κι εμείς με την ατέλειωτη στρατιά της προσφυγιάς, που εγκατέλειπε το όνειρό της.

« Θα ξαναγυρίσουμε;» τόλμησα να ρωτήσω κάποια στιγμή.

Θαρρώ πως πέρασαν χρόνοι πολλοί μέχρι να μου απαντήσει.

« Ναι, θα ξαναγυρίσουμε. Έτσι πρέπει…έτσι θα γίνει!»

Έσφιξε ακόμα πιο πολύ τα χέρια στο τιμόνι. Κούρνιασα εγώ με την κούκλα στο πίσω κάθισμα, πουλί που το τρόμαξαν αγέρηδες κι όλο γυρεύει τη φωλιά του. Καμιά πείνα, καμιά δίψα μες στο κατακαλόκαιρο δεν ήρθε ν΄ αγγίξει την ανάγκη μας. Ώρες πολλές,ώρες σιωπηλές, πάλευε η καρδιά μας να βγει απ΄ τον θάνατο.

Ζύγωνε πια το δείλι, σαν η μάνα αποφάσισε ν ΄αφήσει σε μιαν άκρη το αυτοκίνητο. Ήμασταν ήδη αρκετά μακριά απ΄ την πόλη. Μπροστά μας ένα χωριό τυλιγμένο κι αυτό στην έγνοια της φρίκης. Άνθρωποι με τον πανικό στο βλέμμα, στις κινήσεις, στις αμήχανες κουβέντες,είχαν βρει καταφύγιο κάτω απ΄ τον ουρανό του, που δεν τον έσχιζαν οι απειλές του εισβολέα. Τα λόγια ανέβαιναν μέχρι την άκρη του στόματός μου, μα πνίγονταν μπρος στην ταραχή της μάνας. Και δεν ρώτησα τι θα κάναμε, πού ήσουν εσύ πατέρα, αν θα σε συναντούσαμε, αν…αν…Κρύφτηκα μόνο περισσότερο στο πίσω κάθισμα, έκλεισα τα μάτια κι έπαιξα το αγαπημένο μου παιχνίδι, αυτό που έπαιζα κάθε φορά που μια λύπη σκίαζε τη χαρά μου. Φαντάστηκα πως ήμουνα στη γαλάζια θάλασσα της Αμμοχώστου, τσαλαβουτούσα στα ρηχά νερά της, χαιρετούσα τα λευκά καραβάκια κι αφηνόμουν στη δροσιά και στην αλμύρα των κυμάτων της.

Ένιωσα ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο. Απρόθυμα άνοιξα τα μάτια, λαβωμένος γλάρος, που προσγειωνότανε στη γη. Μπροστά μου, ανέλπιστα, εσύ. Βρήκες διέξοδο στη μεγάλη φυγή κι ήρθες να συναντήσεις τη μάνα, όπως τα΄ χατε συμφωνήσει το πρωί, απάνω στο φευγιό.Πίσω σου πρόβαλε η μαύρη μαντίλα της χήρας, που άφηνε μόνο δυο υγρά μάτια να πλανιούνται πάνω απ΄ τα ορφανά με πόνο, απελπισία, θλίψη, που θέριευαν ώρες ώρες και γίνονταν οργή.

Έπεφτε το βράδυ όπως πέφτει ο χρόνος στη θνητή σάρκα. Ανελέητα. Ακολουθήσαμε ένα ανθρωπομάνι απόγνωσης, καταφύγαμε όλοι μαζί σε μια ανεγειρόμενη οικοδομή. Λίγοι τοίχοι με τούβλα όλοι κι όλοι, πεταμένα άχρηστα υλικά,μα ήταν μια στέγη για την ανημπόρια μας. Πενήντα νοματέους μέτρησε πάνω κάτω η μάνα, ψυχές ταραγμένες, με τ΄ όνειρό πίσω τους, τον εφιάλτη μπροστά τους. Ψίθυροι,σιωπή και πάλι ψίθυροι, που κάποτε κατέληγαν σ΄ έναν στεναγμό.Κάποιος κρατούσε ένα ραδιοφωνάκι, το΄ βαζε πού και πού στο αυτί του, στρέφανε οι άλλοι τα μάτια προς στα κει, μα ήτανε τέτοια η θωριά του, που μίλαγε από μόνη της. Το κακό προέλαυνε κι η ελπίδα είχε λουφάξει από ώρα στα συντρίμμια της.Σηκώθηκε μια γριά στη μέση, ύψωσε τα χέρια κι ήταν αυτό σαν πρόσταγμα προσευχής, γιατί αμέσως όλοι τη μιμήθηκαν κι εκεί, σιωπηλά, μια δέηση ανέβηκε προς τον ουρανό. Κανείς δε μίλησε, πολλά ειπώθηκαν.

Ήρθε μια γειτόνισσα με σκιές στα μάτια, έβαλε μια κατσαρόλα με φαγητό στη μέση, κάτι μουρμούρισε για το λίγο που μπορούσε να φέρει. Την κοιτάξαμε όπως κοιτά κανείς έναν άγγελο Κυρίου μες στην απόγνωσή του. Ύστερα βάλθηκαν οι μανάδες να μοιράσουν τις μπουκιές,πρώτα για τα παιδιά, μετά για τους μεγάλους. Οι άντρες, λιγοστοί, γνέψαν αρνητικά με το χέρι, τραβήχτηκαν πιο πέρα για ένα τσιγάρο. Μια χούφτα ήτανε. Εσύ, πατέρα, με το πρόβλημα στο ένα σου μάτι, δυο τρεις ηλικιωμένοι κι ένα νέο παιδί, ο Χρίστος,που΄ σερνε λιγάκι το δεξί του πόδι. Απαλλαγή είχε απ΄ το στρατό,τέτοιες ώρες θα΄ θελε να πολεμήσει, μα είχε μαζί και την αδερφή του τη Μαρίνα,μια κοπέλα που δεν ακούσαμε στιγμή τη λαλιά της. Καθόταν μόνο πλάι στον Χρίστο κι όταν αυτός σηκωνόταν, τον ακολουθούσε παντού με τη ματιά της. Το΄ νιωθε αυτός τούτο το βλέμμα της έγνοιας και γρήγορα ξαναγύριζε κοντά της.

Εκείνο το βράδυ, το πρώτο του ξεριζωμού, πήρες τη μάνα μακρύτερα, κάτι της ψιθύριζες στ΄ αυτί κι εκείνη κουνούσε απεγνωσμένα το κεφάλι. Πάσκιζα εγώ να καταλάβω τι συνέβαινε, τίποτα δεν έπιανε η αγωνία μου. Κάποια στιγμή θα πρέπει να με πήρε ο ύπνος, το σκοτάδι είχε πέσει πια βαθύ, σαν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου. Δίπλα μου, στρωματσάδα η μάνα, αποκαμωμένη από τη μέρα, παραδομένη στη νύχτα. Νίκησε η κούραση τον φόβο και την αγωνία. Σ΄ άκουσα και πάλι να μιλάς, αναγνώρισα και τη φωνή του Χρίστου. Σηκώθηκα, αλαφροπερπάτησα ως έξω, έπιασα την ταραχή στη φωνή σας. Να γυρίσετε ψάχνατε. Εσύ, πατέρα, για λίγα τρόφιμα και ρούχακι ο Χρίστος για τη γιαγιά του, ογδόντα χρονών γινάτι, που δεν θέλησε με τίποτα να φύγει απ΄ την πόλη. Άκουσα τη μάνα ν΄ αναστενάζει, βιάστηκα να ξαπλώσω δίπλα της, να καμωθώ πως κοιμόμουν.

Ξημέρωσε κι η νύχτα έκλωθε ακόμα το κουβάρι της μες στην ψυχή μας. Άγρυπνος μού φάνηκες. Πήρα την κούκλα αγκαλιά, χώθηκα με ανακούφιση στην αγάπη σου.Μάλλον στον ύπνο μου θα άκουσα τον σκοπό σας με τον Χρίστο. Ησύχασα, δεν είπα τίποτα στη μάνα.

Και πέρασαν άλλες δυο μέρες ανασφάλειας, στοιβαγμένοι όλοι μες στην αναμπουμπούλα, με ελάχιστο φαγί,πολύ καημό, με το αυτί μας τεντωμένο στο μικρό τρανζίστορ. Κάθε τόσο σηκωνόταν η γριά, σταυροκοπιόταν, δεν μπήκαν, έλεγε, στην πόλη οι εχθροίκι ύστερα πάλι καθόταν χωρίς κουβέντα για ώρες πολλές.

Σαββάτο μπήκε κι ο ξεριζωμός γίνηκε άνεμος κατακαλόκαιρα, που τσάκιζε τα μικρά κλαριά της αντοχής μας. Σηκωθήκαν οι γυναίκες να περιμαζέψουν τα πρόχειρα στρωσίδια, να βάλουν μια φέτα ψωμί μπρος στην ανάγκη μας. Και τότε ακούστηκε η κραυγή, της Μαρίνας η κραυγή, που μάταια γύρευε τον αδερφό της. Κι ύστερα,ανταριασμένη η γριά, που δεν βρήκε δίπλα της τον άντρα της, τελευταία η μάνα, που μ’ άρπαξε απότομα στην αγκαλιά της και μ΄ έσφιξε ίδια να με λιώσει. Είχατε φύγει αξημέρωτα για το Βαρώσι οι τρεις σας,έλειπε το αυτοκίνητό σου, πατέρα, έλειπε η προστατευτική σκιά σου μες στα βήματά μας.

Σαν πέρασε το πρώτο ξαφνικό, άρχισε πάλι η γριά τις προσευχές και τα σταυροκοπήματα. Τραβήχτηκε η Μαρίνα στη σιωπή της, η μάνα μες στους φόβους της κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να βγω στο σπίτι μπροστά, να κουλουριαστώ στο κεφαλόσκαλο, αγκαλιά με μια θλιμμένη κούκλα. Γιατί, πατέρα; Δεν ήθελα, δεν έπρεπε, δεν…

Με βρήκε η μάνα, ένα κουβάρι σκέψεις κάτω από τον καυτό ήλιο, με σήκωσε ψηλά,πιο δυνατή μού φάνηκε η αγκάλη της,χώθηκα μέσα αμίλητη, τίποτα δεν ρώτησα. Την κοίταξα μόνο ίσια στα μάτια κι εκείνη με κοίταξε άλλο τόσο σταθερά. Ύστερα με πήρε απ΄ το χέρι, μ΄ έβαλε να καθίσω σε μια σκιά,θαρρώ πως ρώτησε αν πεινούσα. Έγνεψα αρνητικά,μα ήρθε κι ακούμπησε ένα πιάτο με λιγοστές πατάτες εμπρός μου. «Φάε…θα γυρίσει», είπε μόνο και χάθηκε ξανά στον φόβο της, που όσο περνούσε η ώρα ξεχυνόταν απ΄ τα μάτια,κυλούσε στα τρεμάμενα χέρια, στα ωχρά χείλη, στις λέξεις που μισόσβηναν μέχρι να βρουν τον δρόμο της κουβέντας της.

Κάποια στιγμή, στη σιωπή της έγνοιας μέσα, σηκώθηκε ένα αμούστακο παιδί με το τρανζιστοράκι ακόμα στο αυτί του, ήξερε πια να πει αν είχανε μπει οι Τούρκοι στην πόλη,κοίταξε πρώτα τη μάνα, μετά τη Μαρίνα, τη γριά, δίστασε. Ούρλιαξε πρώτη η γριά, η Μαρίνα τον κάρφωσε μονάχα με το βλέμμα κι η μάνα, ίδια φουρτουνιασμένη θάλασσα, ρώτησε μονάχα μ΄ ένα κούνημα του κεφαλιού. Πήγε να μιλήσει εκείνος, κοίταξε κι εμένα, μα εγώ άρπαξα ξανά τη μοναχική μου κούκλα αγκαλιά και χύθηκα έξω, πριν με σταματήσει πάλι η μάνα. Κι έμεινα εκεί μέχρι το σούρουπο, κοιτάζοντας με την ψυχή μου τους ορίζοντες, πατέρα, προσμένοντας τα βήματά σου, τη φωνή σου, την αγάπη σου.

Η γριά ήταν η μόνη που άνοιξε την αγκαλιά της ως το δείλι,να δεχτεί το ταίρι της που γύρισε απρόσμενα. Μια αγκαλιά πλατιά,ίδια με το σταυροκόπημά της για το θαύμα. Τα ‘πε ο άντρας της με μια ανάσα,σαν γύρισε με τα πόδια, αγνώριστος και καταπονημένος, αργά το απόγευμα. Λίγο πριν τα περιβόλια πετάχτηκαν οι Τούρκοι στρατιώτες μπροστά τους, τους συλλάβανε και τους τρεις, τους οδήγησαν μες στις πορτοκαλιές.Εκεί ήταν και πολλοί άλλοι, που θέλησαν πρωί πρωί να γυρίσουν στην πόλη. Κάποια στιγμή τους χώρισαν σε γέρους και σε νιους, έμεινε εκείνος δίχως τους συνταξιδιώτες του. Στοίβαξαν τους ηλικιωμένους σ΄ ένα λεωφορείο. Λίγο πιο έξω θα τους έπαιρναν και θα τους άφηναν ελεύθερους.Απ΄ το παράθυρο, σαν κάθισε, είδε τον Τούρκο αξιωματικό να οδηγεί εσένα, πατέρα,τον Χρίστο και δυο άλλους μες στα πυκνά δέντρα. Καλοκαίρι, τα τζάμια του παλιού λεωφορείου ήταν ανοικτά,κάποιοι ξεροί πυροβολισμοί και…

Τότε φώναξε η μάνα και θυμήθηκε πως άκουγα. Τότε έστερξε κι η γριά να κάνει τον άντρα της να σωπάσει . Τότε μεγάλωσα κι εγώ απότομα,πατέρα, κρατώντας πάντα την ξεριζωμένη κούκλα αγκαλιά,με ρούχα παρτάλια πια, σαν την καρδιά μου, που δεν έπαψε ποτέ να σε γυρεύει .

Στέκομαι πάλι και κοιτώ την εγκαρτέρηση απέναντί μου.Θαρρείς σταμάτησε ο χρόνος μες στα χτίσματα κι άλλο από φαντάσματα δεν ανταμώνουνε τα μάτια με τ΄ αγνάντεμα. Κάποτε εκεί ήταν περιβόλια και λεμονανθοί, κάποτε σήκωνε η άνοιξη μες στα φυλλώματα τραγούδι, μα τώρα θρόισμα κανένα μες στην εγκατάλειψη. Ένας αχός μονάχα, πνιχτός σαν αναφιλητό,για όσους μπορούν με την αγάπη τους να νιώσουν τον ρόγχο από την τελευταία ανάσα αυτών που εκεί αντάμωσαν τον θάνατο.

Κάποτε εκεί ήταν περιβόλια…

                                                                  Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

                                                                  Α΄Βραβείο Διηγήματος

                                                                  Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών, 2012