Scroll Top

4×4 ΠΟΙΗΣΕΙΣ #3 (ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ)

Το τρίτο βιβλίο της σειράς 4×4 των ΑΩ περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές ενότητες των ποιητριών Χλόης Κουτσουμπέλη, Ηρώς Νικοπούλου, Λιάνας Σακελλίου και Δήμητρας Χ.Χριστοδούλου. Στις εν λόγω συμβολές, η κάθε ποιήτρια πραγματεύεται με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης το δημιουργικό της όραμα σε μια ποιητική συνάντηση… «παντός καιρού».

Η Χλόη Κουτσουμπέλη μιλάει για το όταν ο Θεός ήταν Αυτή και όχι Αυτός, όταν οι άνθρωποι τελειώνουν, όταν οι μύθοι και τα παραμύθια αποκτούν μία άλλη περισσότερο ψυχαναλυτική διάσταση, όταν οι τρεις Μοίρες πλέκουν την ζωή μας.
Τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη σκιαγραφούν άλλες πραγματικότητες και πολλούς νέους κόσμους που γεννιούνται μέσα από την στάχτη των παλιών.
Η Ηρώ Νικοπούλου γράφει υπαρξιακή ποίηση που στην συνέχεια εμπλουτίστηκε με την καταγραφή νέων κοινωνικών πραγματικοτήτων (κρίση, μετανάστευση, πανδημία) και του αντίκτυπού τους στη πόλη. Στα πιο πρόσφατα ποιήματα ο ανθρωποκεντρικός λόγος υποχωρεί για να δοθεί αξία και προβάδισμα στον κόσμο των ζώων αλλά και σε ολόκληρη την υπόλοιπη φύση.
Η Λιάνα Σακελλίου περί «Σκιασμών»: Ήρεμη νύχτα αλλά Βαν Γκογκ* Έκρηξη που μαλακώνει * Ταυτότητα που αιωρείται σαν προτεταμένη λόγχη * Φυτεύει γαζίες ο ύπνος τους * Το σώμα γυμνάζεται. Και πονάει. Και προσπαθεί * Δεν έχω πια καθρέφτη. Εδώ με φροντίζουν. *
Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου παρουσιάζει το «Σημειωματάριο της κακής υγείας»: μια σύνθεση αποτελούμενη από είκοσι τέσσερα εικοσιτετράστιχα ποιήματα πάνω στην αγωνία του ανθρώπου που νοσεί.

Χλόη Κουτσουμπέλη

Τα άλλα

Όταν η πόρτα κλείσει,
μετά το ξεπροβόδισμα
και τις αγκαλιές,
το σπίτι γέρνει παράξενα κουτσό.
Και τότε
μέσα από τα αυτιά των τοίχων μελωδία παιδική,
ήταν ένα μικρό καράβι,
ήταν ένα μικρό καράβι,
που βούλιαξε χωρίς επιστροφή,
στο μάρμαρο βρεγμένες πατημασιές
τα μεσάνυχτα ψίχουλα στο τραπέζι
πολλές φορές μέσα στους καθρέφτες
δύο τεράστια μάτια λυπημένα
και τις προάλλες κάτω από τον καναπέ
ένα παπουτσάκι.
Όταν τα παιδιά φεύγουν απ’ το σπίτι
πίσω μένουν τα Άλλα,
αυτά που καταβρόχθισε το λαίμαργο στόμα
μιας θάλασσας,
αυτά που μία καμπουριασμένη γριά με ένα ψαλίδι
αναίτια έκοψε το νήμα τους.

Ίσως απ’ την αρχή συγκατοικούν μαζί μας.
Όμως μόνον μες στην ερημιά,
αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους.

Μόνο τότε καταλαβαίνουμε.
Και τα Άλλα δικά μας είναι.

* * *

Ηρώ Νικοπούλου

Υπναγωγό

Πετούσα πάλι στο ρεύμα
ανάποδα χωρίς να επιστρέφω
με ρούφαγαν οι κάτω πολιτείες
στιγμές αστράφτανε γαλάζιες
με ξεγελούσαν ουρανό και χάζευα
πριν βυθιστώ και πάλι
στο δύσκολο αλγόρυθμο της γης
κι όμως ποτέ δεν έφταιξε το χώμα

Χρωματιστά τζουκμπόξ
εμβατήρια ψιθύρων
θέριευε στις πολιτείες το καλαμπόκι
έστηναν μπλόκα στις ταράτσες τα παιδιά
κανείς πια δεν πετούσε ανεξέλεγκτα
γέμισε φιδοφωλιές ο Υμηττός πυγολαμπίδες
το ρέμα της Πικροδάφνης
πνίγηκε στ’ αλμυρό νερό άφριζε
ανέβαινε ολοταχώς η θάλασσα

Τι κι αν πετούσα
όσο μπορούσα ανάποδα
η ταινία έπαιζε μονάχα
προς τα μπρος
κι ας ήταν όλα
τόσες και τόσες φορές
ξαναπαιγμένα

Γι’ αυτό όχι άνθρωπο
πάλι Κύριε
όχι άνθρωπο
στείλε με τίγρη
σπουργίτι κορυδαλλό γεράκι
ψάρι γατί ελέφαντα
μυρμήγκι σαύρα ταπεινή
φτωχή αλεπού
λιγνό ανυπεράσπιστο
φιδάκι
μα όχι άνθρωπο Κύριε
όχι πάλι πια

* * *

Λιάνα Σακελλίου

Όταν τα περιστέρια γρούζουν

Απ’το μπαλκόνι κοιτάζαμε
τον ακάλυπτο σιωπηλά.
Περιμέναμε νομίζω τον ερχομό τους.

Βρόμικα πουλιά, είπες
κι εγώ που τα αγαπούσα,
που ζέσταινα τα αυγά τους,

τα άκουγα στον ύπνο
να ραμφίζονται,
μετά να ζευγαρώνουν.

Το στήθος προεξέχει έντονα,
η ουρά ανοίγει βεντάλια.
Ζουν και σ’ αιχμαλωσία, συμπλήρωσες.

Κοίτα το φως, πέφτει ανάμεσα,
ρίχνει σκιές
στα μπαλκόνια,

καταφθάνουν τότε
με εύθραυστους λευκούς κομήτες
και γρούζουν.

Το φαγητό κρυώνει,
αποφεύγουμε στο κινητό
τα μηνύματα,

ξεχνάμε ακόμη και να πάμε σινεμά,
σιγά σιγά μας μαλακώνει η έκρηξη αυτή
απ’τους λαιμούς τους.

* * *

Δήμητρα X. Χριστοδούλου

« Ψ »

Δεν την φοβάμαι τόσο την ποινή.
Φοβάμαι μήπως συνηθίσω τη ντροπή της
Όπως το ψι από τη λέξη «λιγόψυχος».
Αυτός όλο ζητά και χρειάζεται.
Ήθος μωρού και δέρμα γέρου.
Αυτός σε διώχνει από τα πράγματά σου.
Σκορπίζει εδώ κι εκεί τις σημειώσεις σου.
Αντί τα ρούχα σου, τ’ αγαπημένα, τ’ άχαρα,
Σε ντύνει με γαλάζια λουλουδάκια.
Μπλέκει την αλφαβήτα στη γλώσσα σου.
Θέλεις νερό, σου φέρνουν τον καθρέφτη.
Να δεις πώς στέκουν καλοχτενισμένα
Τ’ αδάμαστα, πυρφόρα σου μαλλιά.
Σ’ αγαπούν μα σε κανένα τραπέζι
Δεν παρευρίσκεσαι προσκεκλημένος.
Ποιος θέλει να συμφάγει με τον τρόμο του.
Ποιος να συνεορτάσει ατενίζοντας
Φρεσκοπλυμένη τη θνητότητά του.
Κι όσο ακόμη έχεις εαυτό, αρνείσαι.
(Ο πατέρας μου αρνιόταν τη λατρεία μας.
Ποτέ μαζί μας Χριστούγεννα και Πάσχα.)
Μα ο νόμος είναι πάντα νόμος.
Στο τέλος ούτε που βλέπεις στον καθρέφτη

Πώς είσαι μες στην καθαρή, γαλάζια ρόμπα.