Στη νουβέλα του Μάκη Τσίτα κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η πύκνωση του λόγου, με την αφαίρεση των λεπτομερειών στην αφήγηση. Χωρίς ωστόσο να αφήνει κενά η αφήγηση, για την ιστορία, την πλοκή και την εξέλιξη.
Η νουβέλα αποτελεί στην ουσία τον μονόλογο της Τασούλας, της κεντρικής ηρωίδας. Συχνά παρεισφρέουν σύντομοι διάλογοι με τον Θεόφιλο, τον σύζυγο, που βέβαια αποδίδονται μέσα από τη φωνή-αφήγηση της Τασούλας. Τον ακούμε έμμεσα, λοιπόν, όπως και τα παιδιά και όποιο άλλο πρόσωπο μιλάει.
Η δυσκολία του μονολόγου συνίσταται στο ότι πρέπει να αποδοθεί, εκτός από την εξέλιξη των γεγονότων, και η ποικιλία των χαρακτήρων, οι οποίοι, ας σημειωθεί, διαγράφονται χωρίς κενά. Κάτι που δεν είναι καθόλου απλό. Πόσο μάλλον στη νουβέλα, όπου η έκταση της αφήγησης είναι περιορισμένη.
Η υπόθεση με λίγα λόγια. Η Τασούλα γνωρίζει τον Θεόφιλο στα δεκαεννιά της, δευτεροετής Νοσηλευτικής. Από τη Θεσσαλονίκη αυτή, με όνειρο να τελειώσει τη σχολή και να συνεχίσει στην Ιατρική, με τη συμπαράσταση και την προτροπή του πατέρα της. Οδηγός λεωφορείου αυτός, στην Αθήνα, χωρίς περαιτέρω μόρφωση. Την πολιορκεί, της φέρεται τρυφερά, κλέβονται, γιατί ο πατέρας της Τασούλας διαισθάνεται κάτι αρνητικό σε έναν τέτοιο γάμο, και φέρνει αντιρρήσεις. Η συμπεριφορά του Θεόφιλου αλλάζει από το πρώτο βράδυ του γάμου: νταής, αυταρχικός, το «αρσενικό» που δεν σηκώνει πολλά και θέλει να γίνεται το δικό του. Με την παρέμβαση του πατέρα έρχονται στη Θεσσαλονίκη, κι η Τασούλα αποκτά οικονομική ασφάλεια και μια κρυμμένη δυνατότητα αντίδρασης. Όλη η ζωή της οι πέντε στάσεις του λεωφορείου, δουλειά-σπίτι. Όλη η ζωή της ανοχή σε προσβλητικές συμπεριφορές στο σπίτι και στις εξωσυζυγικές σχέσεις του άντρα της. Στη δουλεία της απολαμβάνει σεβασμό. Και χαίρεται τη σχέση της με τα παιδιά της. Στο τέλος βέβαια όλα ανατρέπονται.
Ο συγγραφέας καλύπτει με την αφήγηση του ζευγαριού και της οικογένειας πέντε δεκαετίες: τέλος της δεκαετίας του ’70 (η Τασούλα είναι 19 χρόνων το 1977) και εξής, ως τη δεκαετία του 2020.
Οι φάσεις στη συμπεριφορά της Τασούλας. Για μένα, οι πέντε στάσεις μπορεί να είναι και αυτές, με βάση τις διαδοχικές αντιδράσεις της ηρωίδας:
-Ντροπή, η γνώμη των άλλων, ο καθωσπρεπισμός. Η γνώμη των γονιών
-Η παραδοχή του λάθους από την ίδια
-Ο σιωπηλός συμβιβασμός αλλά όχι υποταγή
-Η ανάπτυξη μιας εσωτερικής δύναμης. Μιας παγιδευμένης ανεξαρτησίας, που ωστόσο βρίσκει τη δύναμη να δημιουργήσει θετικά αποτελέσματα.
-Η μεγαλόψυχη, ανθρώπινη συμπεριφορά, χωρίς αυτό να σημαίνει συγχώρεση.
Και οι δικές μου πέντε «στάσεις», ως αναγνώστριας:
-Συχνά, καθώς ξετυλιγόταν η ζωή της ηρωίδας, ένιωθα ασφυξία. Έναν κόμπο στον λαιμό. Για τις επιλογές της, όχι τόσο την αρχική, του έρωτα, αλλά για τις επόμενες, του συμβιβασμού και της ανοχής.
-Ανέπνευσα λίγο καλύτερα με τη διεκδίκηση κάποιον στόχων από την ηρωίδα, με τη βοήθεια του «καλού άγγελου», του πατέρα.
– Μικρή ευφορία με τη διαμόρφωση των χαρακτήρων των παιδιών και την πορεία τους
-Προβληματισμός και ανησυχία για τα πισωγυρίσματα και για τις εμμονές στις κοινωνικές συμβάσεις. Για τον δισταγμό να λύσει την άρρωστη κατάσταση με τον τρόπο του γόρδιου δεσμού.
-Η κατάφαση σε αυτόν τον γυναικείο χαρακτήρα που κατάφερε πολλά. Να παλέψει με αναστολές και στερεότυπα και να τα υπερβεί. Μέσα στην παγιδευμένη ανεξαρτησία της να επιδράσει θετικά στην ψυχή των παιδιών της. Και, πάνω απ’ όλα, να βελτιωθεί η ίδια ως άτομο, αξιοποιώντας τα θετικά στοιχεία που είχε εξαρχής και αποκτώντας δύναμη, άμυνες και αυτοεκτίμηση.
Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει τη μανιχαϊστική κατάταξη καλές γυναίκες-κακοί άντρες. Ο πατέρας είναι πολύ ενδιαφέρουσα μορφή, με ανοιχτό μυαλό, μπροστά από την εποχή του. Το άγρυπνο μάτι του πάνω στην κόρη του τη σώζει από το βούλιαγμα. Ενδιαφέρουσα επίσης η στάση του γιου, και η όλη του πορεία. Ένα γλυκό, σοβαρό παιδί, με κατανόηση, όπως του υπαγορεύει και το ιατρικό επάγγελμα. Και η κόρη βέβαια, που επανορθώνει την αρχική λανθασμένη επιλογή με άλλη, ώριμη και συνετή. Μέσα σε ένα τέτοιο οικογενειακό πλαίσιο, και με την αρνητική επίδραση του πατέρα αλλά και με τις υποχωρήσεις της μητέρας, τα παιδιά φιλτράρουν τις επιρροές και αναδύονται θετικά, ανεξάρτητα από το φύλο .
Ο Μάκης Τσίτας είχε αρκετά δύσκολο έργο να κάνει, αποτυπώνοντας τη γλωσσική έκφραση, μέσα από τον μονόλογο της Τασούλας, όχι μόνο τη δική της, αλλά, σε ένα μεγάλο βαθμό, και του συζύγου της. Με συνέπεια η ηρωίδα του έργου χρησιμοποιεί στην ιδιόλεκτό της στοιχεία της βόρειας ομιλίας – είναι κατανοητό ότι ο μονόλογος της γυναίκας βασίζεται στην προφορικότητα – με κύριο χαρακτηριστικό την αιτιατική, σε ρήματα στα οποία η επίσημη ελληνική ζητά τη γενική: με είπε, με έκανε νόημα, κ.ο.κ. Και έχει ενδιαφέρον ότι μέσα από τον μονόλογο και τα παρεμβαλλόμενα άλλα πρόσωπα ακούγονται διαφορετικές φωνές. Επιπλέον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, τα γεγονότα, οι κορυφώσεις, οι σιωπές, είναι με προσοχή επιλεγμένα, ώστε να «ακούγεται» ξεκάθαρα μια ιστορία ζωής και να δίνεται μια εικόνα εποχής. Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι ο μονόλογος έχει τη δυνατότητα να αποδοθεί και θεατρικά.
Στη νουβέλα του Μάκη Τσίτα αντανακλάται όλη το κοινωνικό πλαίσιο, με τις συμβάσεις του και τις πιέσεις στα άτομα. Κυρίως στις γυναίκες, αλλά κατ’ επέκταση και στα παιδιά. Με τις μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές, με το πέρασμα του χρόνου, και λόγω των αλλαγών στην αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων αλλά και λόγω της πείρας και των βιωμάτων του ίδιου του ατόμου.
Λέει: «Γιατί κλαίς;»
«Ε, συγκινήθηκα, θυμήθηκα όλα αυτά που έγινα στον γάμο μας».
Λέει όλο ειρωνεία: «Πολύ ευαίσθητη δεν είσαι;»
Πρώτη φορά τον άκουγα να με μιλάει σε τέτοιο τόνο. Ξαφνικά άλλαξε πρόσωπο! Έπεσα απ’ τα σύννεφα.
«Κοίταξε να σου πω», λέει. «Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις. Το ξέρω ότι είσαι καλομαθημένη, σ’ έχουν μοσχαναθρεμμένη, αλλά τώρα πια, όχι όπως ήξερες –όπως θα τα βρεις». (σ. 23)
* Οι Πέντε στάσεις του Μάκη Τσίτα κυκλοφόρησαν πρόσφατα και σε e-audiobook, Μεταίχμιο, 2022.
(Μάκης Τσίτας, Πέντε στάσεις, εκδ. Μεταίχμιο, 2020)