Θέλω να γράψω ένα βιβλίο που κάθε λέξη θα είναι
και κομμάτι απ’ την καρδιά μου. Λέξη και κομμάτι,
μέχρι που στο τέλος τίποτα από κείνη να μη μείνει.
Αυτή είναι η δωρική κατάθεση των ποιητικών προθέσεων της Κατσαρού στο νέο της έργο. Ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι πρωταγωνίστριά της θα είναι η θυμική προσέγγιση της ιδέας της. Και αυτή η τρίστιχη ποιητική εκφορά της αποδεικνύει πως προϋποθέτει πάντα κάποια οδύνη, ένα τραύμα, που ξεπερνά τις αντοχές του δημιουργού και φτάνει ως το βαθμό κατακρεούργησής του.
Στην προκειμένη περίπτωση, της ποιήτριας που συναιρεί στο πρόσωπό της τρεις ιδιότητες, της δημιουργού, του ανθρώπου και της γυναίκας. Της γυναίκας που παίρνει σαφές προβάδισμα στην ποιητική της κατάθεση και υμνείται, εξυψώνεται και καθαίρεται, αφού η Κατσαρού μέσα από τον κατακερματισμό της δικής της ποιητικής και γυναικείας καρδιάς παράγει το ποιητικό ουρλιαχτό της για τα διαχρονικά γυναικεία δεινά.
Και ταυτόχρονα μοιράζει την ποιητική της υπόσταση σε όλες τις πάσχουσες γυναίκες από γενέσεως κόσμου: τις θνητές και τις θεές, τις μυθικές ή τις υπαρκτές γυναίκες, αυτές που υπήρξαν μόνο ως ιδέα αλλά και εκείνες που πόνεσαν και υπέκυψαν στο μένος μιας αδυσώπητης πατριαρχίας. Στόχος της να καταστήσει διάφανη τη γυναικεία καρδιά που διαχρονικά παρερμηνεύεται, βιάζεται και διαλύεται σ’ έναν κόσμο με έλλειμμα κατανόησης και ενσυναίσθησης.
Την καρδιά μου δεν θα την καταλάβει ποτέ, κανείς
Ξέρω πως όταν πεθάνω,
εκείνη την τελευταία στιγμή
που θα παλεύει ο ρόγχος του θανάτου μου να ακουστεί,
εκείνη τη στιγμή που η ζωή μου θα παλεύει
μην τελειώσει,
αυτή θα είναι και η τελευταία σκέψη μου:
Την καρδιά μου δεν μπόρεσε να την καταλάβει ποτέ,
κανείς.
Γι’ αυτό και η γυναικεία καρδιά χαρακώνεται κάθε τόσο απ’ τους εσφαλμένους, ακούσιους ή εκούσιους χειρισμούς των άλλων. Χαρακωμένες οι γυναικείες καρδιές γυρεύουν με απελπισία μες στους αιώνες τους αποκρυπτογράφους τους, που θα μπορέσουν να διαβάσουν τον κώδικα των μυστικών και της οδύνης τους. Κι όσο διαπιστώνουν την αδυναμία να τις αντιληφθούν, τόσο οι χαρακιές πληθαίνουν. Κι όλες αυτές οι γυναίκες, όλες αυτές οι φωνές και οι σιωπές της απόγνωσης βρήκαν θέση μέσα στις Χαρακίδες της Βίκυς Κατσαρού.
Βέβαια, η ποιήτρια προχωρά πολύ πιο πέρα απ’ το σημάδι του κορμιού. Όλες οι γυναίκες της είναι τραυματισμένες ψυχικά είτε πρόκειται για κορίτσια που αποζήτησαν στον έρωτα την ολοκλήρωση και την προστασία και εντέλει γνώρισαν την προδοσία, τη συντριβή, είτε για τις αρχαίες θεές που εξοστρακίστηκαν από θεότητες αρσενικές όταν η εγκυμοσύνη και η γονιμότητα έπαψαν να αποτελούν μυστήριο και αναδείχτηκε ο ρόλος του άντρα στην αναπαραγωγική διαδικασία, είτε για μαινάδες, θηλυκά αγρίμια ή σκλάβες. Εν ολίγοις μέσα στη συλλογή χωρούν όλες οι γυναίκες και τα τραύματα που κουβαλούν ήδη απ’ την ώρα της γέννησης. Γιατί δεν είναι μόνο η πληγή του ομφάλιου λώρου που απομένει στο κορμί κάθε γυναίκας αλλά κι όλα τα τραύματα στην πορεία της ζήσης της απ’ όσους αρνούνται να την καταλάβουν ή να το προσπαθήσουν.
Όπως παρατηρεί η ποιήτρια «γεννιόμαστε όντας ήδη σημαδεμένοι». Μόνο που οι λαβωματιές της ζωής είναι αυτές που βαθαίνουν τα σημάδια απ’ τις αρχέγονες πληγές μας. Οι τραυματικές λοιπόν εμπειρίες σωματοποποιούνται με μια μοναδική δυναμική μέσα από την ποίηση της Κατσαρού, τόσο που η ποίησή της συγκλονίζει κάθε κύτταρο του αναγνώστη. Εστιάζω σε κάποιους στίχους προς επίρρωσιν του ισχυρισμού μου, στους οποίους πρωταγωνιστούν και άλλα όργανα του κορμιού αποκτώντας τη φωνή εκείνη που μιλά απευθείας στην ψυχή:
Από τη Χαναάν
… Η σάρκα σου τροφή,
Φωτιά που κατακαίς το δέρμα, τα νεφρά μου.
Τα μάτια της καρδιάς μου φώτισε.
Κυοφορώ το σώμα σου, προστατευμένο.
Στην κοιλιά μου,
Σκήνωμα της αμαρτίας, του πόνου, ξανά μη γίνεις.
Τον νου σου καθαρίζω,
Σε καθηλώνω ολόκληρο στον Φόβο.
Πυρσός το στόμα σου. Δόξα και νυν.
Ότι σου εστίν. Το στόμα. Η ψυχή μου.
Δύο. Δύο έσονται σε σάρκα μία.
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η μετάβαση από το σωματικό στο ψυχικό στοιχείο και αντίστροφα καθώς στην ποίηση της Κατσαρού σώμα και ψυχή διατηρούν μια αδιάλειπτη αλληλουχία στη βίωση κάθε χαράγματος ζωής που δεν μας καθιστά κατ’ ανάγκη δύσμορφους αλλά αλλιώτικους και απαράμιλλα ασύγκριτους. Είτε υποφέρει η ψυχή από μια ματαίωση είτε το σώμα από κάποια κακοποίηση, το τραύμα αντανακλάται σε ολόκληρη την ύπαρξη ανάμεσα στα δύο είδη οδύνης που αέναα βιώνει η γυναικεία ύπαρξη.
Το σημείο που θα σταθώ ιδιαίτερα, όσον αφορά την τεχνική πτυχή και τα εκφραστικά μέσα της ποιήτριας, είναι η χρήση λέξεων διόλου «ποιητικών» που ενταγμένες σε ένα συγκεκριμένο λεκτικό περιβάλλον αποκτούν τέτοια ποιητικότητα και δυναμική ώστε αποδεικνύουν πως η ποίηση είναι πέρα και πάνω απ’ όλα ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ένστικτο, μια απευθείας επικοινωνία του ποιητή με την ψυχή του, η οποία καθαίρει τον λόγο. Λέξεις όπως νεφρά, στομάχι, κρέας, πνευμόνια, απαιτούν ιδιαίτερη επιδεξιότητα για να αποκτήσουν περίβλημα ποιητικότητας και η Κατσαρού το κατορθώνει.
Αντίστοιχα, με στόχο μια έκφραση πηγαία και ρέουσα την παράσταση στο έργο κλέβει το πρώτο πρόσωπο. Η ποιήτρια ταυτίζεται με το πάσχον πρόσωπο. Βιώνει όλα τα νοήματα, δονείται από τις εμπειρίες που την οδήγησαν να τα συμπυκνώσει σε λόγο ποιητικό. Η ποίησή της αποτελεί μια έμπρακτη απογύμνωση της ψυχής όταν παλεύει να υπερασπιστεί την πάσχουσα γυναίκα και να ομολογήσει αλήθειες. Σε αρκετά σημεία ο ποιητικός της λόγος αποκτά τη δύναμη αποφθέγματος και αποκρυσταλλώνει πεποιθήσεις που όλοι κουβαλάμε ασυνείδητα μέσα μας. Ενδεικτικά: Δεν υπάρχουν χέρια που τρέμουν, Επιθυμώ ό,τι με διαλύει, δεν στεριώνει η αγάπη στο στομάχι μου, ακούω τη γλώσσα των χεριών σου, αύριο έχω σκοπό να αγαπηθώ, τα χέρια σου η μωρουδιακή κουβέρτα που με τύλιγε στον καναπέ η μάνα μου μέχρι τα επτά, γυναίκα εγώ, έκπτωτη από έναν εχθρικό παράδεισο.
Καταλήγοντας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε δυο καίρια στοιχεία της συλλογής: στη φράση σημάδι γενετήσιο, με την οποία καταλήγουν αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής και αναδεικνύουν την πεποίθηση της Κατσαρού για το αέναο σημάδεμα του ανθρώπου από την πρώτη ως την τελευταία ανάσα του και τη χρήση της παιδικής ηλικίας των επτά ετών, που επαναλαμβάνεται ως σταθερό μοτίβο με μια εσωτερική σημειολογία τόσο για την ίδια όσο και για κάθε κορίτσι που στην κομβική αυτή ηλικία νιώθει να την πλησιάζει η εφηβεία και αρχίζει η σκέψη να γίνεται πιο σφαιρική και αφαιρετική, το θηλυκό μαθαίνει τον εαυτό του, συνειδητοποιεί τα τραύματα και συνδιαλέγεται με σκληρές αλήθειες και στερεότυπα ακόμη θάλλοντα. Αυτό το επτά δεν είναι μόνο ένας ποιητικός συμβολισμός, αλλά αποτελεί το κατάδηλο ορόσημο έναρξης της γυναικείας ενηλικίωσης.
Άφησα για το τέλος, την εγγραφή που έκανε μέσα μου το ομότιτλο ποίημα:
Ο θεός ήταν πάντοτε γυναίκα, δηλώνει η Κατσαρού για να εξαπολύσει στη συνέχεια ένα χείμαρρο εικόνων που ενδυναμώνουν τη ρήση της.
Μα η μνήμη είναι αθανασία, και δεν εξυπηρετεί τα σχέδια του Θανάτου,
κι έτσι οι άνθρωποι μας ξέχασαν,
στο παρελθόν μας έχτισαν και αποφάσισαν με τις γυναίκες να πορεύονται
σε μνήματα κλεισμένες.
Η ποιητική δεινότητα και η τραγικότητα της αλήθειας δίνουν στις Χαρακίδες το παράσημο μιας αυθεντικότητας αξεπέραστης. Γιατί αυτή η ποίηση που μιλά για τον πόνο, την απώλεια, τη ματαίωση, την ήττα, τη σκλαβιά, με άξονα τη γυναίκα μόνο έτσι θα μπορούσε να γραφτεί. Γιατί δεν είναι ποίηση της επίδειξης και του βερμπαλισμού κάποιου δημιουργού. Είναι έργο όπως εξαρχής μας το δήλωσε η δημιουργός της: Ποίηση της καρδιάς μέχρι που στο τέλος τίποτε από εκείνη να μη μείνει. Εκπεφρασμένη αγωνία να κομματιάσει την ποιητική καρδιά της και να την κάνει αντίδωρο σε όλους εμάς.
* Βίκυ Κατσαρού, Χαρακίδες, εκδόσεις Ενύπνιο 2023