Ο Φίλιππος Πλιάτσικας δε χρειάζεται, νομίζω, συστάσεις. Η μουσική του διαδρομή είναι γνωστή, η καλλιτεχνική του αξία αδιαμφισβήτητη, η αγάπη των φίλων της μουσικής για τον ίδιο και το έργο του πληθωρική. Ωστόσο ίσως πολλοί δεν γνωρίζουν την παράλληλη διαδρομή του στον κόσμο της λογοτεχνικής μυθοπλασίας. Και δεν είναι μόνο η ποίηση και η στιχουργική οι χώροι όπου πάλεψε με τις λέξεις και τους μυστικούς τους πυρήνες.
– Φίλιππε το 2015 κυκλοφόρησε το πρώτο σου μυθιστόρημα με τίτλο Το Όνομα. Τι σε έκανε να στραφείς στην πεζογραφική αφήγηση;
Η πάλη με τις λέξεις, η προσπάθεια να αποτυπώσεις τον μαγικό τους κόσμο ήταν πάντα κάτι που με συγκινούσε. Με τα τραγούδια και τους στίχους ήταν κάπως πιο εύκολο. Είχα δοκιμαστεί, είχα βρει τους δρόμους μου, είχε γίνει μια διαδικασία όπου ακαριαία παγίδευα τη στιγμή. Η μεγάλη αφήγηση έχει άλλου είδους απαιτήσεις. Ήταν για εμένα μια πρόκληση αλλά εξίσου και μια βαθύτερη επιθυμία.
– Το πρώτο σου βιβλίο κυκλοφόρησε ταυτοχρόνως και παρουσιάστηκε την ίδια μέρα με μια συλλογή τραγουδιών με τίτλο Ένας Ολοκαίνουργιος Κόσμος. Είχαν το ίδιο εξώφυλλο και στο μυθιστόρημα εκείνο εγκιβωτίζονταν οι στίχοι των τραγουδιών διεκδικώντας αλλού έναν ισχυρότερο και αλλού έναν ισχνότερο ρόλο στη μυθοπλασία. Ποια ήταν η σχέση του βιβλίου αυτού με τη μουσική σου;
Ήταν η πρώτη μου μεγάλη αφήγηση και παρόλο που είχα πάρει καλές κριτικές από ανθρώπους αξιόλογους, από ανθρώπους που αγαπούν και γνωρίζουν τη λογοτεχνία, δεν έπαυε ωστόσο -στα δικά μου μάτια τουλάχιστον- να μην είναι πλήρως αποδεσμευμένο από τον άλλο μου κόσμο, αυτόν της μουσικής. Και κάτι μέσα μου έλεγε ότι βρισκόμουν σε μια μετάβαση, βαδίζοντας από τον έναν χώρο έκφρασης στον άλλον. Τώρα νομίζω ότι έχω περάσει τη «γέφυρα» αυτή και με το δεύτερο βιβλίο μου πιστεύω ότι ο μυθιστορηματικός μου κόσμος ζει και αναπνέει περισσότερο αυτοδύναμα με τους όρους της λογοτεχνίας και αυτό με κάνει να αισθάνομαι πιο βέβαιος για αυτό που κάνω.
– Σε λίγες ημέρες λοιπόν κυκλοφορεί το δεύτερό σου μυθιστόρημα με τίτλο Ο υπασπιστής του αυτοκράτορα (Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021). Παρόλο που, όπως αναφέρεις, είναι πιο «καθαρή μυθοπλασία», ωστόσο βασίζεται και σε ιστορική έρευνα και μελέτη. Διαφαίνεται πίσω από τη γραφή του πολλή μελέτη και ερευνητική δουλειά, δείχνει πως έχει στέρεες βάσεις. Ποια είναι για εσένα η σχέση της «αληθινής ζωής» με την μυθοπλασία;
Ναι, η σχέση πραγματικότητας και φαντασίας είναι πολύ γοητευτική. Στο μυθιστόρημα συνυπάρχουν πρόσωπα ιστορικά και επινοημένα, γεγονότα αληθινά αλλά και φανταστικά, ωστόσο στο σύνολό τους η αφήγηση και οι χαρακτήρες είναι μυθοπλαστικοί. Υπάρχουν θα λέγαμε δύο νήματα: από τη μια η αφήγηση των γεγονότων, η περιγραφή μιας εποχής και ενός κόσμου: αυτά ας πούμε ότι είναι η ιστορική πλευρά του βιβλίου (κάποιοι ίσως να το χαρακτήριζαν γι’ αυτόν τον λόγο και ιστορικό μυθιστόρημα). Από την άλλη υπάρχει ο εσωτερικός κόσμος των ανθρώπων που έζησαν τότε αλλά ζουν και σήμερα, δηλαδή η ψυχογράφηση των προσώπων, οι ήρωές μου και εγώ που τους αισθάνομαι και μιλώ μέσα από αυτούς. Όσο έγραφα το βιβλίο ήταν σαν να ζούσα μαζί τους, σαν να άκουγα τις σκέψεις τους, σαν να βίωνα τα συναισθήματά τους. Και για εμένα αυτό είναι και το πιο γοητευτικό κομμάτι της συγγραφής. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο κυρίως να γράφω. Και όταν το κάνω γίνεται με έναν τρόπο καταιγιστικό, σχεδόν κατακλυσμιαίο. Πρώτα τελειώνω και μετά προχωρώ στις διορθώσεις, οι οποίες ασφαλώς γίνονται ξανά και ξανά, αλλά το σύνολο της αφήγησής μου μού «δίνεται» σχεδόν έτσι ολόκληρο και γράφω με τρόπο χειμαρρώδη. Μετά τιθασεύω.
– Μίλησέ μας λίγο για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η ιδέα και ο μύθος του βιβλίου.
Τον Μάρτιο του 2017, με αφορμή μια συναυλία βρέθηκα στην Ιεράπετρα της Κρήτης, στο νοτιότερο άκρο της ταλαίπωρης Ευρώπης. Έβρεχε απ’ το πρωί εκείνη τη μέρα, αλλά με το πρώτο απογευματινό άνοιγμα του καιρού βρήκα την ευκαιρία. Βγήκα μια βόλτα στα στενά κοντά στη θάλασσα. Πάντα μ’ αρέσει να το κάνω αυτό όπου κι αν ταξιδεύω. Να μπλέκομαι στους ήχους, στα χρώματα και στις μυρωδιές του μέρους όπου βρίσκομαι, να ανιχνεύω τα έργα και τα συναισθήματα των ανθρώπων που ζουν εκεί, αλλά κι αυτών που πέρασαν κι οι ζωές τους αποτυπώθηκαν στους τοίχους. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια επιγραφή έξω από ένα παλιό σπίτι, όπου και αναγραφόταν ότι εκεί έμεινε για μία ή δύο νύχτες (δε θυμάμαι ακριβώς) ο Ναπολέων Βοναπάρτης, στο ταξίδι του προς την Αίγυπτο. Με έκπληξη αναζήτησα κάποιον εκεί κοντά για να καταλάβω αν υπήρχε αλήθεια σ’ αυτό, αφού δεν είχα ποτέ πριν ακούσει κάτι τέτοιο. Λίγα σπίτια πιο κάτω παρατήρησα, σε μια ανοιχτή πόρτα, δυο πόδια που εξείχαν. Ο ηλικιωμένος κύριος, που βρήκα να κάθεται, πολύ πρόθυμα μου επιβεβαίωσε με σιγουριά την ιστορία. Σαν να ήταν εκεί όταν συνέβη… Σηκώθηκε μάλιστα από το χαμηλό σκαμνάκι όπου πολύ ήσυχα είχε βολευτεί και με ξανατράβηξε πίσω στο σπίτι, αρχίζοντας να μου αφηγείται όσα είχε ακούσει απ’ τους παλιότερους σχετικά με αυτό.
Φεύγοντας δε σταμάτησα λεπτό να το σκέφτομαι. Η άμμος της θάλασσας, η μυρωδιά της, τα δέντρα κοντά στο λιμάνι, οι τοίχοι των σπιτιών, σε πόσες ανθρώπινες ιστορίες υπήρξαν μάρτυρες; Τα φώτα στις καμπίνες των πλοίων που περνάνε το βράδυ στα ανοιχτά πόσες και πόσες κρυφές ή φανερές ιστορίες κουβαλάνε; Κουβάρια από αναμνήσεις και ζωές, που μπλέχτηκαν με τη δικιά μου στα τόσα ταξίδια μου, ήρθαν εκείνο το βράδυ και αγκάλιασαν τη φαντασία μου, που κάλπαζε με αφορμή αυτή την απογευματινή ιστορία. Όταν γύρισα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά τη συναυλία, κοντά ξημερώματα, έψαξα ένα μπλοκάκι που υπήρχε αφημένο στο κομοδίνο μ’ ένα μολύβι δίπλα. Οι πρώτες λέξεις πετάχτηκαν αβίαστα στο χαρτί, κι αφού ησύχασαν πρώτα, τότε κατάφερα να κοιμηθώ. Για λίγους μήνες προχώρησα την ιστορία κι έπειτα την παράτησα.
Την ξανάπιασα δυο χρόνια μετά. Ο μύθος του Υπασπιστή του αυτοκράτορα είχε πια κάνει όλους του τους κύκλους μέσα μου, είχε ντυθεί με τις εικόνες που του αξίζουν κι ήταν έτοιμος να ξεδιπλωθεί. Έζησα μαζί του πολύ έντονα για κάμποσο καιρό μέχρι να βάλω την τελευταία τελεία και τώρα τον βλέπω, συγκινημένος, να οδεύει, ελεύθερος πια απ’ τους δικούς μου φόβους, στο δικό του συμπαντικό ταξίδι. Διαγράφοντας μια πορεία απ’ την Κορσική στο Δέλτα του Νείλου, στον Πύργο της Πλακεντίας, στη Μάνη κι από εκεί στο Παρίσι. Κι όπου αλλού υπάρχουν οι ήρωές του με τα όνειρα, τις αδυναμίες τους, τις προσμονές τους, τη μοίρα τους.
– Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο «μύθος», όπως λες, του Υπασπιστή του Αυτοκράτορα;
Θα παραπέμψω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: Το 1798, στο ταξίδι του προς την Αίγυπτο, ο Ναπολέων Βοναπάρτης «κρύφτηκε» για κάποιο διάστημα στην Ιεράπετρα της Κρήτης, κάτι που λίγοι γνώριζαν κι ακόμη πιο λίγοι έμαθαν ποτέ. Δίπλα του, ο Ζαν Λινιέ˙ ο πιο πιστός αξιωματικός και παιδικός του φίλος απ’ τις γειτονιές της Κορσικής. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, μια άγρια, τρικυμισμένη νύχτα, η Σοφία Σινιώρη, μια υπέροχη γυναίκα, στη δίνη ενός αναπάντεχου, μοιραίου έρωτα, φυγαδεύεται από την Κρήτη στη Μάνη, και κατόπιν στην Πεντέλη, για να καταλήξει στο Παρίσι, συνοδεία του Μπερναρντέν, ενός απόστρατου αξιωματικού. Πάνω από δύο αιώνες μετά, η Σοφί Λινιέ, ένα κορίτσι τού σήμερα στην πρωτεύουσα πόλη της Γαλλίας, τη μέρα που αποχαιρετά τη μητέρα της, Λιμπερτέ, για το μεγάλο ταξίδι, ανακαλύπτει ένα από χρόνια κρυμμένο μυστικό σε έναν παλιό πίνακα ζωγραφικής. Τα βήματά της θα την οδηγήσουν στη νοτιότερη γωνιά της Ευρώπης, την Κρήτη, και μετά στην Πεντέλη, σ’ έναν έρημο πύργο, όπου μέσα από τα μάτια της και την ψυχή της θα ενωθούν, μ’ έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό, οι δυο τόσο μακρινοί κόσμοι, που χωρίζονται από αιώνες, με τη ρωγμή του ανεκπλήρωτου ωστόσο να χάσκει εντός τους. Κι ίσως έτσι λυτρωθούν κι απελευθερωθούν από τα δεσμά μιας αιώνιας προσμονής.
– Είναι πολύ γοητευτική αυτή η συνύπαρξη δύο κόσμων, σαν να συνομιλούν δύο εποχές που κάπου συναντώνται, κάπου φαίνεται σαν να ταυτίζονται, σε ένα ιδιόμορφο σχήμα «εν δια δυοίν»! Κι αν ήθελες να συμπυκνώσεις ακόμη περισσότερο τι θα έλεγες ότι βρίσκεται πίσω από αυτήν την «ιστορία»; Τι είναι εκείνο που ακούμε να ψιθυρίζεται πίσω από τις λέξεις της;
Αντί απάντησης διαβάζω μία φράση του βιβλίου, στην οποία αναφέρεται και η Μάρω Βαμβουνάκη, που έχει γράψει την Εισαγωγή του βιβλίου:
«Είναι η μοίρα των ανθρώπων, η τύχη, κάποιος θεός; Τι είναι αυτό που ορίζει τελικά τα βήματά τους;»
– Σε ευχαριστώ θερμά εγώ αλλά και το culturebook για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το καινούργιο σου βιβλίο!
Post cover: Φίλιππος Πλιάτσικας/Φωτογραφία: Βάσω Μαραγκουδάκη