Ο Παναγιώτης Κερασίδης έχει μια σταθερή πορεία στα γράμματα εδώ και 40 περίπου χρόνια. Ποιητής και επιμελητής βιβλίων, έχει εκδώσει 7 ατομικές ποιητικές συλλογές. Τα βιβλία του, με μικρό σχετικά αριθμό ποιημάτων, και με αρκετή χρονική απόσταση ανάμεσά τους, διαπιστώνουμε ότι είναι επεξεργασμένα με φροντίδα και σχολαστική επιμονήˑ φροντίδα όχι μόνο ενός επίμονου επιμελητή αλλά και ενός ποιητή που η συγγραφική του φύση τον οδηγεί σε μια τάση αφαίρεσης, με μια σχεδόν εμμονική τελειοθηρία ώστε το ποιητικό σώμα να έχει κρατήσει μόνο τις ακριβώς απαραίτητες λέξεις, συλλαβές και σημεία στίξηςˑ με τρόπο που, αν πας να μετακινήσεις ή να αντικαταστήσεις ένα ελάχιστο μέρος του, να γκρεμίζεται ο βηματισμός ολόκληρης της ποιητικής δομής. Κι ενώ τα βιβλία έχουν την αρθρωτική συγκρότηση μιας ενιαίας σύνθεσης ωστόσο οι στίχοι του σε αρκετές περιπτώσεις έχουν έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας και λειτουργούν ως αυτοτελή συστήματα με έναν σχεδόν αποφθεγματικό τρόπο.
Δύο από τις λέξεις-κλειδιά στην ποιητικό σου κόσμο είναι το «σώμα» και η «απουσία». Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι εμφανίζεται μια οξύμωρη, αντιθετική συνύπαρξη. Ενώ η «σωματική διάσταση» στην ποίησή σου είναι πολύ ισχυρή, από την άλλη πλευρά η «απουσία» εμφανίζεται ως μία σχεδόν επιθυμητή/ιδανική κατάσταση.
Η απουσία δεν ορίζεται οπωσδήποτε από το σώμα. Ούτε από τη συνείδηση. Είναι μάλλον μορφή του ασυνειδήτου. Παρακολουθεί άγρυπνα τις πράξεις ή τις παραλείψεις μας. Επιτελεί ενίοτε έργο προαγωγού της βούλησης και των επιθυμιών μας. Είναι, μπορεί να πει κανείς, το διάφανο ρούχο –το εσώρουχο– του σώματος, που σαν δέρμα το περιβάλλει, το προστατεύει, το αναζωογονεί. Αλλά και το διεκδικεί. Το πολεμάει κάποτε. Θέλει να το κάνει αθάνατο. Με άλλα λόγια, το σώμα περιέχει το αντίπαλον δέος της οντότητάς του, δεδομένου ότι, όσο νάρκισσος κι αν είναι ο άνθρωπος, όσο κι αν πιστεύει στη δύναμή του, στην αυτάρκειά του, επιθυμεί πάντα κάτι περισσότερο. Δεν τον αφήνει στην ησυχία του το κυνήγι της τελειότητας, η αλαζονεία του. Ή, αλλιώς, η ηδονή του ναρκισσισμού του. Πολλές φορές η πλησμονή του σώματος παίρνει «αποφάσεις» και οδηγείται στη φύση του ζώου, στην αθάνατη εκδοχή του. Αυτή η αθανασία παραπέμπει, ίσως αυθαίρετα, στην εν λόγω απουσία. Η οποία χαρίζει δύναμη και έμπνευση στο σώμα, προκειμένου το σώμα να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα. Η απουσία μας και η απουσία των άλλων δίνει πνευματική υπόσταση στο σώμα. Όλα αυτά νομίζω ότι ισχύουν. Δεν συνηθίζω να επεξεργάζομαι από πριν τις λέξεις. Τις έννοιες που χρησιμοποιώ τις βιώνω κι εγώ κάθε φορά από την αρχή. Πράγμα που σημαίνει ότι η απουσία ή το σώμα από βιβλίο σε βιβλίο ή από ποίημα σε ποίημα έχουν ενδεχομένως διαφορετική φόρτιση, σηματοδότηση. Όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες λέξεις. Έτσι προχωράει η ποίηση, τρώγοντας και αναμασώντας τη σάρκα που ήμασταν και είμαστε, μέχρι να γευθούμε το πνευματικό της απόβαρο. Και γίνει ιστορία. Με λέξεις ή χωρίς λέξεις.
Η «ουτοπία» –έννοια επαναλαμβανόμενη στην ποίησή σου– είθισται να συνδέεται, ως επιθυμητή ιδεώδης κατάσταση, με την εποχή της αθωότητας και της άγνοιας. Πώς συμβιβάζεται, στο τελευταίο προσώρας βιβλίο σου, με την «ενηλικίωση», την οποία συνήθως ταυτίζουμε με τη γνώση και την ωρίμανση;
Φαίνεται όντως ότι υπάρχει αντίφαση στο δίπολο «ενηλικίωση – ουτοπία». Όλοι σχεδόν πιστεύουν ότι η ουτοπία κινείται στα όρια του ονείρου, των οραμάτων, του απραγματοποίητου. Όποιος ασπάζεται κάτι διαφορετικό αντιμετωπίζεται, στην καλύτερη περίπτωση, σαν αλαφροΐσκιωτος. Όχι και τόσο σπάνια απομονώνεται, στιγματίζεται ή λοιδορείται. Στην ποίηση η ουτοπία δίνει πνοή στις λέξεις. Κάνει απτό το ανέφικτο και άλλα πολλά. Από την άλλη, αν δεν αντιφάσκει με την ενηλικίωση, «συμβιβάζεται» όντως η ουτοπία με τον χρόνο. Με τις αλλαγές που προκύπτουν στον άνθρωπο ζώντας και γερνώντας. Αλλά έχει και τα καλά του το γήρας. Η ενηλικίωση, κατ’ εμέ, προσγειώνει την ουτοπία στον τόπο του καθενός. Και αυτό είναι νίκη. «Ένδοξη ήττα», ας πούμε. Γίνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επικίνδυνη η ουτοπία, αφού μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πάντως η αντίφαση γενικώς κυριαρχεί στη ζωή μας, τώρα και πάντα, οπότε και στην ποίηση. Η αντίφαση συχνά απογειώνει το βίωμα, και ο ποιητής στη συνέχεια προσπαθεί να σαρκώσει το βίωμα σε στίχο. Σημειωτέον ότι στην ποίηση η αντίφαση καταγράφεται και ως μεταφορά.
Ο Παναγιώτης Κερασίδης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1955. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Είναι επιμελητής βιβλίων. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης: Η σκιά μου σαν σώμα, Πλέθρον 1985, Οι άκρες των δαχτύλων, Διάττων 1992, Ηχείο ανάσας, Καστανιώτης 1995, Το ζώο ζει, Γαβριηλίδης 2000, Το σώμα της απουσίας, Γαβριηλίδης 2003, Λείπουμε, Γαβριηλίδης 2008, Ενηλικίωση της Ουτοπίας, Γαβριηλίδης 2014.
Σε όλα τα ποιητικά σου βιβλία υπάρχει αφαιρετική έκφραση, μια απόσταξη των λέξεων, ώσπου να μείνουν οι εντελώς απαραίτητες. Γι’ αυτό και αρκετοί στίχοι σου έχουν την αυτονομία της αποφθεγματικής έκφρασης, ενός δαμασμένου πλέον πάθους. Πώς θα περιέγραφες την «πάλη» με την έκφραση και την ποιητική σιωπή;
Ευχαριστώ πολύ για το «δαμασμένο πάθος». Για μένα αυτό είναι η ποίηση. Αέναη απόσταξη των βιωμάτων και των λέξεων. Είναι η συμβολή, στα όρια της αυτοκαταστροφής, η «θυσία» του ποιητή στον βωμό της τέχνης. Ο αναγνώστης, με τη σειρά του, εισπράττει ή δεν εισπράττει αυτή τη χειρονομία. Πολλές φορές επιθυμεί αυτό που έχει συνηθίσει ή που φαίνεται πως τον βολεύει. Αλλά προστρέχουμε στην τέχνη για να διευρύνουμε τα όριά μας, όχι για να τα επιβεβαιώνουμε, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται, συν τω χρόνω, σε στενόχωρη εγωπάθεια. Η σιωπή είναι η άλλη γλώσσα που γεφυρώνει το μηδέν και το άγαν των νοημάτων και των συναισθημάτων.
Στην Ελλάδα υπάρχει μακρά και πολύ ισχυρή ποιητική παράδοση. Επίσης υπάρχουν ποικίλες γενεαλογήσεις είτε από τους κριτικούς και γραμματολόγους είτε και από τους ίδιους τους ποιητές και τις ποιήτριες. Θεωρείς ότι εσύ ανήκεις σε κάποια τάση ή γενιά;
Μάλλον ανήκω στη γενιά των υπολοίπων. Γεννήθηκα το 1955 – επομένως πληρώ τη μία προϋπόθεση να συμπεριλαμβάνομαι στη γενιά του ’70. Όμως εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο το 1985 – άρα πληρώ την άλλη προϋπόθεση να συμπεριλαμβάνομαι στη γενιά του ’80. Ποσώς με ενδιαφέρει αν και πού ανήκω. Προφανώς ανήκουμε στην ποίησή μας, ίσως.
Ως επιμελητής βιβλίων έχεις γνωρίσει πολλούς νέους δημιουργούς. Υπάρχουν, πιστεύεις, κάποια διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά στις νεότερες γενιές;
Όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, από περιοδικά κυρίως, υπάρχουν πολλές τάσεις, αλλά αδυνατώ να κατατάξω σε κατηγορίες τα χαρακτηριστικά τους. Έχω επιμεληθεί αρκετά βιβλία. Και όχι όλα του κάθε ποιητή και της κάθε ποιήτριας. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι η πλειονότητα πασχίζει για την ποίηση, πασχίζει να χαράξει κάτι προσωπικό και μοναδικό. Όταν το βλέπω, επικροτώ, συγκινούμαι και ενίοτε βιώνω δυνατά ερεθίσματα για σκέψη. Διαφωνώ έντονα, θυμώνω, με αποδοκιμαστικές αλλά και με ενθουσιώδεις προσεγγίσεις. Η αυθεντική ποίηση, γενικώς η αυθεντική δημιουργία, θέλει τον χρόνο της –και από τον ποιητή πρωτίστως–, όχι βιαστικές κρίσεις ή παρακινδυνευμένες διατυπώσεις, που θωπεύουν το εγώ του κρίνοντος. Καλύτερα να θωπεύεται λίγο περισσότερο η ποίηση παρά να αδικείται. Σίγουρα οφείλουμε να ασκούμε επίμονα και διαχρονικά κριτική σε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Αλλά συγχρόνως να πιστεύουμε πολύ στις απεριόριστες δυνατότητες της δημιουργίας, χωρίς να βάζουμε «πρέπει» και «όχι». Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Ούτε εμείς ούτε οι άλλοι.
Ευχαριστώ πολύ για την ενδιαφέρουσα συνομιλία!
Ευχαριστώ κι εγώ για τις γόνιμες ερωτήσεις.