Προφορά: «Ηχητικές αλλοιώσεις ορισμένων γραμμάτων μιας γλώσσας, οι οποίες προκύπτουν από τη σχέση τους με άλλα όμοια ή διαφορετικά γράμματα κατά τη ροή του λόγου, έτσι ώστε οι αλλοιώσεις αυτές να είναι φυσικές και να προσδίδουν στη γλώσσα μια ποικιλία ηχηρότητας συντελεστική στην αισθητική της αρτίωση»[1].
Στους κανόνες προφοράς έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα η Συνοδινού, η Μελίνα, η Χατζαηαργύρη, ο Κοκκάκης σε σχέση με την αρμονία του λόγου, την ποιητικότητα, την ανεμπόδιστη ροή κειμένου, το αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα. Ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες; Ποιος νοιάζεται; Μήπως δεν είναι παρά μια παλαιομοδίτικη εμμονή; Τι συμβαίνει στον καθημερινό λόγο μας; Τραυματίζεται; Θαμπώνει; Τι συμβαίνει στο θέατρο, στη δημοσιογραφία, σε ανθρώπους που καλούνται να απαγγείλουν ποίηση, να διαβάσουν ένα κλασικό ή σύγχρονο κείμενο;
Στο θέατρο ο λόγος πρέπει να έχει το πνεύμα του Αριστοτελικού ορισμού και να αποδίδεται υπό αυτό το πρίσμα της σημαντικότητας. Ο λόγος που φαλτσάρει, άλλοτε γίνεται τραχύς, άλλοτε γλυκερός και αδύναμος. Πόσο σημαντικός μπορεί να ακουστεί άραγε; Πως μπορεί να αποδοθεί, ο Σοφοκλής, ο Σαίξπηρ, ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Λόρκα, όταν το φεγγάρι δεν προφέρεται ως φε(ν)γγάρι, το σμάρι πουλιών, ως ζμάρι, την πόλη, με ένα ελάχιστο μπ – πόλη και τόσα άλλα…
Ποιος λόγος μπορεί να συν-κινήσει, να μετακινήσει συναισθήματα, ποιο πνεύμα ποιητή θα φανερωθεί, όταν από τις λέξεις αφαιρείται ο ρυθμός και η γοητεία της ηχητικής αρμονίας και σύνθεσης; Πολλές φορές οι ηθοποιοί προσπαθούμε να νιώσουμε το πνεύμα του συγγραφέα, να μπούμε στο «πετσί των ρόλων». Όμως, αλήθεια, οι χορευτές δεν έχουν σημαία την τεχνική τους; Μπορούν μόνο στο όνομα «αισθάνομαι το ρόλο» να ξεχάσουν όλα τα άλλα; Ο μουσικός, αφήνει τις νότες στο όνομα ενός αφηρημένου αισθήματος;
Ας αφήσουμε τους επαγγελματίες του θεάτρου και ας σκεφτούμε έναν εκπαιδευτικό που προσπαθεί να ωραιοποιήσει λέξεις, αλλά χωρίς να θέλει τους αφαιρεί την αρμονία και καταλήγουν κακόηχες. Είναι τα «γκ, ντ, μπ, σμ, μπ-μπ κλπ.», γρέζια στην προσπάθεια μας να μεταφέρουμε σημαντικές λέξεις στους θεατές, στους μαθητές, στο κοινό που ήρθε να απολαύσει έναν νιόβγαλτο ποιητή. Ο άγνωστος ποιητής αισθάνεται ακόμη πιο μόνος…
Τα κενά και οι ασάφειες θολώνουν το βυθό και κρύβουν τα πολύτιμα. Οι λέξεις όμως έχουν πρόσωπα, χρώματα, τα γράμματα βρίσκουν τον ωραίο στόχο τους. Αρμονία: το «ν» πάλλεται και δίνει ώθηση στο επόμενο γράμμα, το φε(ν)γγάρι λά(μ)πει στον ουρανό, έχει διαφορά από το κακόηχο το φεggάρι λάbει… που μας θυμίζει κάποιον συμπαθή Μπά-μπη.
Αλλού τα γράμματα έχουν ήχο και αλλού είναι άηχα, γράφονται και δεν προφέρονται, προφέρονται αλλά δεν γράφονται. Κι αυτό χάριν της μουσικότητας και της αρμονίας της γλώσσας που μπορεί να ξυπνήσει τους ποιητές…
Μια φορά ένας άντρας προσπάθησε να απαγγείλει το ποίημα που αγαπούσε. Πήρε το σοβαρό του ύφος κοίταξε τις λέξεις κατάματα και άρχισε να χαϊδεύει τα γράμματα με τη φωνή του. Εκείνα ξύπναγαν, άγουρα παιδιά και νυσταγμένα του χάριζαν τα πρώτα τους χαμόγελα. Ο άντρας κοίταξε κατάματα τον ποιητή σαν να συνάντησε χαμένο αδερφό, ένιωσε συγγενής, ποίησε ερχομό, συνάντηση, επιστροφή και κάθε φορά επέστρεφε μπροστά σε μάτια και πρόσωπα χλωμών λέξεων όταν τον καλούσε.
Επέστρεφε, μπορούσε ακόμη να προσφέρει το ταξίδι…
[1] Παπακωνσταντίνου, Ν. Αγωγή του λόγου. Αθήνα: Δωδώνη, 2013, σ. 125.
* Μιχάλης Κοβανίδης, ηθοποιός- θεατρικός συγγραφέας- εκπαιδευτικός