Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Φεβρουάριο του 2021 στο Culture Book»

Συνεχίζουμε και στον μήνα Φεβρουάριο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Άννα Αφεντουλίδου, Γιάννης Καισαρίδης, Γεωργία Κολοβελώνη, Άντωνης Μπαλασόπουλος, Αλέξανδρος Μυροφορίδης, Ηρώ Νικοπούλου, Ελένη Τζατζιμάκη, Αντρέας Τιμοθέου.

Καλή ανάγνωση!

Άννα Αφεντουλίδου

 

Άννα Αφεντουλίδου

Ιστορία Λαιμαργίας

Το αυτοκίνητο άφησε τον φαρδύ μολυβί αυτοκινητόδρομο πίσω του και μπήκε στην μιζέρια του επαρχιακού δικτύου. Στροβιλιζόμενοι δρομίσκοι, πινακίδες χωμένες μες στα φυλλώματα, δίχτυα απλωμένα κάτω απ’ τις ελιές. Σκόρπιες τούφες προβάτων, απειθάρχητες ουρές από δάση οδηγούν προς τη θάλασσα. Η τάφρος δίπλα στο φράχτη βαθιά, σχεδόν κίτρινα πια τα δέντρα.

Τα τελευταία χρόνια ο ξένος ταξιδεύει στα πιο απίθανα και απομακρυσμένα μέρη, ψάχνοντας μια προσωρινή διαφυγή. Ταξίδεψε αρκετά ώσπου να φτάσει ως εκεί. Τους είδε από μακριά, ζευγάρι αγροτών, με σπίτι στην ερημιά, χωρίς γείτονες.

Αυτός με δέρμα χαρακωμένο από τον αγροτικό ήλιο, έδειχνε πολύ μεγαλύτερος απ’ ό, τι ήταν. Φορούσε φαρδύ πουκάμισο και χοντροκομμένα παπούτσια. Τα δάχτυλά του τραχιά και μαυρισμένα χτένιζαν με τρόπο αταίριαστο συνεχώς τα μαλλιά προς τα πίσω. Εκείνη νέα, όμορφη, τρεμόπαιζαν τα ρουθούνια της.

Ο ξένος πήγε στο σπίτι τους, όταν εκείνος έλειπε. Η γυναίκα έφτιαχνε πίτα, τον άφησε στο κατώφλι, έπρεπε να περιμένει τον άντρα της. Ύστερα από λίγο, άκουσαν τον αγρότη να φτάνει οδηγώντας αργά. Πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο και βγήκε έξω. Κοίταξε επίμονα τον ξένο και τον άφησε να μπει.
Έφαγαν όλοι μαζί σαν να τον περίμεναν από καιρό. Χωρίς να μιλάνε, προσηλωμένοι στο φαγητό, λες κι εκεί βρισκόταν όλο το νόημα. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και οι τρεις τους, μια που το σπίτι δεν είχε άλλο δωμάτιο. Κανείς δεν κοιμόταν για ώρα.
Όταν το φεγγάρι φάνηκε στο άνοιγμα του παραθύρου, ο αγρότης βγήκε έξω.
Η γυναίκα έγειρε προς το μέρος του ξένου. Εκείνος την κοίταξε επίμονα, σηκώθηκε και βγήκε ακολουθώντας τον αγρότη.

Τον πλησίασε αθόρυβα. Ο άλλος βημάτιζε νευρικά δίπλα στ’ αμάξι. Σβησμένα τα φώτα. Πάτησε κάτι στο καντράν του ρολογιού του, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την ώρα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε στιγμιαία. Τότε ακριβώς τον πρόσεξε. Μάτια διεσταλμένα για ελάχιστα κλάσματα χρόνου. Ο ένας πρόλαβε να διακρίνει το τρίχωμα του άλλου που πυκνό είχε αρχίσει να προβάλει στο άνοιγμα του λαιμού. Θα τον γδάρουν σίγουρα, σκέφτηκε, τ’ αξύριστα γένια του. Ανάσα καπνού μες στη γεύση του. Σε λίγο θόρυβοι, βογκητά, κουμπιά κομμένα.
Ένα αυτοκίνητο ακούστηκε να απομακρύνεται και μετά από ώρα να επιστρέφει.

Ο άντρας μπήκε στο σπίτι σκονισμένος. Όταν στάθηκε μπροστά της, η γυναίκα αμίλητη έτρωγε το τελευταίο κομμάτι πίτας.

 

§

 

Γιάννης Καισαρίδης

Ω λέλε 2019 – 2020

Ω λέλε 2019
Κατέβηκα κάτω πρωί πρωί. Γενέθλια του Χριστάκη∙ 19 Δεκεμβρίου. Με το πού έμπαινα, να ‘σου έβγαινε ο Σούλης. Πήγα να δω τον αδερφό μου, λέει. Έλα πάμε, του λέω, να δεις πού είναι ο Χριστάκης.
Καθίσαμε και οι δυο μπροστά του. Δεν μιλούσαμε. Κοίταζε ο Σούλης τον Χριστάκη – τον κοίταζα κι εγώ. Ο Χρίστος με πέρασε απέναντι, με ανέβασε σε άλλο επίπεδο, είπε κάποια στιγμή δίχως να με κοιτάζει. Σταμάτησε. Τον κοίταξα. Θυμάμαι, συνέχισε ύστερα από αρκετά δευτερόλεπτα, τη μέρα που με ανέβασε στο τρίκυκλο! Με σήκωσε, με κάθισε στη σέλα, έβαλε το κλειδί και γύρισε τη μίζα. Μεμιάς, το κόκκινο και το πράσινο λαμπάκι πάνω στην κεφαλή του τιμονιού άναψαν! Τρελάθηκα! Τόσον καιρό τον έβλεπα να καβαλάει, να βάζει μπρος, ν’ ανάβουν κείνα τα λαμπάκια (κι αν ήταν νύχτα, άλλο πράμα!), να φεύγει, να ‘ρχεται∙ έβλεπα από κάτω – τώρα ήμουν επάνω, τα έβλεπα στα ίσα – τι ίσα από ψηλά! Ανέβηκα επίπεδο ‘κείνη τη μέρα -έπιασα το τιμόνι – μοτοσικλέτας τιμόνι!-, άλλαξε η ζωή μου, λες και κατάλαβα ποιος είμαι, τι θέλω να κάνω και πώς… –σαν τώρα το θυμάμαι…
«Ω λέλε!» είπα με θαυμασμό –για τον πατέρα μου… για τον Σούλη…
«Ω λέλε!» -τίτλος και λυγμός τραγουδιού τού αρβανίτικης καταγωγής Σούλη- επανέλαβε και ο …δημιουργός του.
Ο Χριστάκης μάς κοιτούσε και σαν να μας χαμογελούσε δεν του έκανε καρδιά να φύγουμε.

Ω λέλε 2020
Κάτω πρωί πρωί. 19 Δεκεμβρίου∙ Γενέθλια του Χριστάκη. Πριν μπω, στα κηδειόχαρτα μπροστά καμιά είκοσι Αλβανοί περιμένουν το λεωφορείο των γραμμών τους. Θα κουβαλήσουν στην πατρίδα τους το τελευταίο βλέμμα των τελευταίων νεκρών της πόλης, σκέφτομαι.
«Στον μπαμπά πας;» πετάγεται ένας απ’ αυτούς, γνωστή φυσιογνωμία, οστέινη, σοβατζής καλός. Πλησίασα με όλες τις προφυλάξεις∙ μάσκα, απόσταση… Κουνάω το κεφάλι ναι. «Ο Χρίστος μ’ έβγαλε στην πιάτσα, όταν ήρθα. Καλός άνθρωπος, καλός!», έτοιμος να δακρύσει, και κοιτάζει το λουλούδι: «Πώς το έκανε έτσι;» λέει.
Με έπιασε τότε το παράπονο και είπα την ιστορία εκεί μπροστά σε όλους -στους άρτι αφιχθέντες κάτω, στις βαλίτσες, στον οστέινο, στους άλλους τούς αλλοδαπούς….-: «δεν το περιποιήθηκες το άνθος ούτε το τύλιξες, της λέω, …κι ύστερα, πάτα-κιούτα, το έκανε σαν τα μούτρα της…»
«Ω λέλε!» αναστέναξε ο οστέινος, πίκρα λυγμός ασβέστη τού σοβά…, «ντροπή, από τους πεθαμένους τρώει ψωμί!»
Όλους αυτοί μας τρέφουν, σκέφτηκα.

Kazimir Malevich, Ο θεριστής, 1930 

Kazimir Malevich, Αγόρι 

Γεωργία Κολοβελώνη

Ο άλλος άνδρας


Ο άλλος άνδρας ήρθε πρώτη φορά στο σπίτι μας τρεις μέρες αφού έκλεισα τα δώδεκα. Τον έφερε η μητέρα ένα καλοκαιρινό απόγευμα που ο ήλιος έκαιγε το πλακόστρωτο της αυλής, τα φυτά, τις γάτες, τα κεφάλια μας. Τον σύστησε ως έναν πολύ καλό φίλο -φυσικά αμέσως αντιληφθήκαμε τι σήμαινε αυτό στην πραγματικότητα- κι από εκείνη την ημέρα συχνά πυκνά μάς επισκεπτόταν, μέχρι να εγκατασταθεί μαζί μας λίγους μήνες αργότερα, όταν ο αδερφός μου έφυγε φαντάρος.
Είχε ένα συμπαθητικό παρουσιαστικό κι έναν τρόπο να κερδίζει τους γύρω του και να εντυπωσιάζει, όχι τόσο με την προσεγμένη του εμφάνιση, όσο με το χαμόγελο και την αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε, καθώς κινούνταν άνετα στον χώρο. Μονάχα τα μάτια του είχαν κάτι σχεδόν ψεύτικο, μια παράξενη ψυχρότητα που δεν ταίριαζε με την εξωστρέφεια που έδειχνε. Απέφευγα να τον κοιτάζω κατάματα. Όταν οι ματιές μας διασταυρώνονταν, έστρεφα το βλέμμα αλλού. Την καταλάβαινε αυτή μου την αμηχανία. Μου έδινε την εντύπωση ότι σχεδόν την απολάμβανε, με έναν τρόπο που τότε δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω.
Με τη μητέρα ήταν θερμός και διαχυτικός, ακόμη και μπροστά στους άλλους, όταν, αραιά και πού, ερχόταν κάποιος συγγενής να μας δει ή κάποιος γείτονας να πει μια κουβέντα. Τις νύχτες δεν ήταν λίγες οι φορές που πνιχτά βογγητά διαπερνούσαν τους τοίχους του δωματίου τους και διαχέονταν σε ολόκληρο το σπίτι, σαν ομόκεντροι κύκλοι που πολλαπλασιάζονταν στον αέρα, ξεκινώντας από το κρεβάτι, ανελισσόμενοι σπειροειδώς προς το ταβάνι, γεμίζοντας όλον τον χώρο γύρω τους, μέχρι που έβγαιναν από το δωμάτιο και δεν υπήρχε πια χώρος του σπιτιού που να μην έχει καλυφθεί από τον ήχο τους.
Τον αδερφό μου τον χαρτζιλίκωνε πάντα στις εξόδους του και παρόλο που εγώ δεν είχα πολλές οικειότητες μαζί του -ήμουν ξεκάθαρη ότι δεν ήθελα έναν καινούριο πατέρα- αυτός έκανε προσπάθειες να με προσεγγίσει, προσπαθώντας να μου πιάνει κουβέντα, ιδιαίτερα τα απογεύματα που η μητέρα έλειπε στη δουλειά και αναγκαστικά μέναμε οι δυο μας στο σπίτι. Στους καυγάδες μου με τη μητέρα για τα συνεχώς κατεβασμένα μούτρα και την κακή μου διάθεση ή για τη χαμηλή επίδοση στο σχολείο προσπαθούσε να είναι αμέτοχος, αλλά κάποιες φορές, καθώς συζητούσαν οι δυο τους, πήρε το αυτί μου να προσπαθεί να την κατευνάσει, δίνοντάς μου ελαφρυντικά.
Τότε ήταν που προσφέρθηκε να με βοηθήσει με τα μαθήματα, κυρίως με τα μαθηματικά και τη φυσική, στα οποία η επίδοσή μου ήταν χαμηλή. Ήμουν έξυπνο παιδί, απλώς δεν ήθελα να ασχοληθώ. Δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τη μητέρα ότι θα ήταν για καλό μου. Είχε έναν τρόπο να πείθει τους γύρω του, όταν ήθελε να περάσει το δικό του. Σε λίγο καιρό άρχισα να βελτιώνομαι θεαματικά. Απέκτησα μάλιστα μια ιδιαίτερη ικανότητα στις μαθηματικές πράξεις. Έκανα σύνθετες προσθαφαιρέσεις σε ελάχιστο χρόνο, μετρούσα χωρίς την παραμικρή απόκλιση χρονικές διάρκειες, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα, αποστάσεις, επιταχύνσεις.
Μπορούσα έτσι να υπολογίζω με ακρίβεια πόσα βήματα είχε κάνει μέχρι να έρθει στο δωμάτιο για το μάθημα και να καθίσει στην καρέκλα δίπλα μου, πόσα αριθμητικά ψηφία είχα γράψει στο τετράδιο μέχρι να κάνει την ίδια επαναλαμβανόμενη κίνηση, πόσες φορές ξανά και ξανά το χέρι του έφευγε από το βιβλίο και άγγιζε τη σάρκα μου, πόσα καταραμένα δευτερόλεπτα, λεπτά, μέρες, μήνες ήμουν αναγκασμένη να βλέπω το ψυχρό γκρίζο να με κοιτάζει κατάματα, σε απόσταση αναπνοής από το κεφάλι μου, έτοιμο να με κατασπαράξει, πόσες φορές είχα ευχηθεί να πεθάνω, ενώ προσπαθούσα να φανταστώ ότι εγώ δεν ήμουν εκεί, ότι κάποια άλλη αντίκριζε το αδηφάγο γκρίζο κι εγώ ήμουν αλλού, σε ένα δωμάτιο με φως, χρώματα, ανθρώπους και καλοσύνη.
Έτσι, εκείνο το απόγευμα, καθώς τον έβλεπα να κοιμάται ανάσκελα και να ανασαίνει ρυθμικά, μπορούσα, την ώρα που το ψυχρό μέταλλο βυθιζόταν στο στήθος του, με ακρίβεια να υπολογίσω την επιτάχυνση της καρδιάς του, τα δευτερόλεπτα ανάμεσα στην κάθε μου κίνηση, καθώς το μαχαίρι ανεβοκατέβαινε μια, δυο, τρεις, δέκα, και το αίμα έβαφε κόκκινο το σεντόνι, χίλιες τετρακόσιες εξήντα μέρες ή τριάντα πέντε χιλιάδες σαράντα ώρες ή δύο εκατομμύρια εκατόν δύο χιλιάδες τετρακόσια λεπτά, από εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού που δρασκέλισε μαζί με τη μητέρα το κατώφλι της αυλής μας.

§

 

Αντώνης Μπαλασόπουλος

ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΦΩΣ;

Πού πάει το φως όταν κλείνει ο διακόπτης τη νύχτα; Ρώτησε το παιδί τον εαυτό του, επειδή ήταν παιδί και επειδή ήταν νύχτα, και επειδή δεν το έπιανε ακόμα ύπνος, και επειδή δεν είχε κάποιον άλλον να ρωτήσει.
Το φως γυρίζει πίσω, μέσα από τις οπές στις πρίζες, από όπου έρχεται, προς το εσωτερικό των τοίχων, εκεί όπου ζουν απέθαντα τα όντα που μας παρακολουθούν, και που τα αντιλαμβάνεσαι όταν στο σπίτι πέσει η ησυχία πώς κοιτάζουν και κοιτάζουν με μάτια που δεν κλείνουν γιατί δεν μπορούν να κοιμηθούν.
Το φως επιστρέφει στον αχυρώνα, όπου η καφέ αγελάδα και η μαύρη αγελάδα έχουν βυθιστεί σε μια παροδική αδιαφορία αξεχώριστες, και κρατάει το πετσί της μίας καφέ και της άλλης μαύρο για να θυμούνται τα χρώματά τους την επόμενη μέρα. Και πόσο αγαπά αυτές τις αγελάδες μες στον ύπνο τους το παιδί! Αυτές φυλάνε τον δικό του ύπνο και όλων των παιδιών μες στη διαρκή Βηθλεέμ.
Το φως μετακομίζει σε άλλους τόπους, ελαφρύ και γρήγορο, και μόλις εσύ γλιστράς στο όνειρο οι άνθρωποι αλλού ξυπνούν με ένα ελαφρύ βογγητό και πετούν τις κουβέρτες από πάνω τους, κρυώνουν για λίγο στον πρωϊνό αέρα του δωματίου τους, θυμούνται επακριβώς πού βρίσκεται η κουζίνα τους και βαδίζουν προς τα εκεί για να βυθίσουν ένα κουτάλι της σούπας στο μπολ με τον καφέ ενώ απ’ το παράθυρο διακρίνονται οι στάλες της βροχής που έπεφτε τη νύχτα στα όνειρά τους απάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Το φως ανοίγει, συγκεντρωμένο στον προβολέα ενός φακού, τα μάτια του ανθρώπου που ταξιδεύει ώρες πολλές στην ενδοχώρα μέσα σε τρένο, ξυπνά απότομα και δεν θυμάται ακόμα πού βρίσκεται και πού πάει, νιώθει το στόμα του στεγνό, και άξαφνα ανησυχεί για τα παιδιά του πίσω στο σπίτι. Και κάποιος άλλος άνθρωπος, ντυμένος με γκρίζα στολή, πληροφορεί το βαγόνι ότι πλησιάζουν ένα σταθμό με ένα όνομα, και ίσως αυτός να είναι ο δικός του σταθμός, ίσως εδώ να κατεβαίνει.
Το φως πέφτει πάνω στον αγαπημένο και την αγαπημένη και διώχνει τις σκιές του χρόνου πάνω απ’ τα μάγουλα και το μέτωπο και τους εξυψώνει για λίγο στις τάξεις του αγγελικού κόσμου και τότε μέσα μας επικρατεί η φωταγώγηση, όπως αν ο έρωτας έσκαβε ανθρακωρύχος ακατάπαυστα εντός μας με φωτάκι κράνους, μες στις στοές τις σιωπηλές κάτω απ’ το δέρμα.
Το φως ξανθαίνει τα αραιά μαλλιά του κάθε βρέφους μέσα από γρίλιες κι αποκαλύπτει στο κρεβάτι του την επέκταση και τη μετάφραση προς τα πίσω της εξέλιξης του δέρματος του γονιού, που το κοιτάζει, θαυματουργά ακόμη άθικτο από χτυπήματα, τσιμπήματα, εγκαύματα, κοψίματα, ένα καινούργιο και αχρησιμοποίητο χαρτονόμισμα που κατατίθεται στα χέρια του καιρού, ώστε να τα ανοίξει, αχάρακτα ακόμα και απέραντα, κι ώστε να δει ξανά αυτός που στέργει το μικρό παιδί μέσα στο βλέμμα του το μέλλον πώς λαμπυρίζει για λίγο στον ορίζοντα.
Πού πάει το φως όταν κλείνει ο διακόπτης; Ρώτησε ο γέρος τον εαυτό του, επειδή ήταν γέρος, κι επειδή το φως όλο και λιγόστευε, και επειδή, αν και του είχε μείνει ακόμη λίγη δύναμη να σχηματίσει σκέψεις μες στο νου, δεν του είχε μείνει δύναμη για καμιά σκέψη που να αρμόζει στα χρόνια που έζησε πάνω στη γη, και επειδή δεν θα επέστρεφε ποτέ πια στις παιδικές ερωτήσεις, και επειδή δεν είχε κάποιον άλλον να ρωτήσει.

Kazimir Malevich, Η ανθοπώλις, 1903 

Kazimir Malevich, Χειμωνιάτικο τοπίο, 1909 

Αλέξανδρος Μυροφορίδης

Εξώτικ

 

Νύχτα Δεκαπενταύγουστου. Όσο ακόμα οι χρονιές ξεκινούν από το ένα.

Μονολογούσε. Αμπελοφιλοσοφίες, όσο άντεξαν τρία ποτήρια βότκα, από τη φτηνή. Ο τριάντα ενός Φεβρουαρίων Δημήτρης έλαβε τη βαρυσήμαντη απόφαση πριν λίγους μήνες· μπορούσε πλέον να διαμένει μόνος στη γενέθλια πόλη του. Δίχως αμόρε, υπολογίσιμο λογαριασμό ταμιευτηρίου ή έστω ποιοτικότερα οινοπνευματώδη, σιγοέλιωνε ακούγοντας ρεμπέτικες πενιές, τραγάνιζε τα παγάκια μιας βότκα με χυμό βύσσινο και παρακολουθούσε στωικά τις στροφές του ανεμιστήρα στο ταβάνι. Ο ιδρώτας, τον χαβά του, ακάθεκτος, ενοχλητικά γαργαλιστικός, πιστός υπηρέτης της βαρύτητας. Ο λαιμός της γκρι μπλούζας είχε αλλάξει χρώμα και η μουσκεμένη στάμπα που τον περιτριγύριζε απλωνόταν με επεκτατική διάθεση.
Γιατί μονολογούσε;
Γιατί ήταν μόνος.
Και γιατί ένιωθε μόνος· το οποίο φάνταζε τρισχειρότερο.
Ο Δημήτρης χρειαζόταν πλοκή στο προσωπικό του αφήγημα, δράση, καταστάσεις που να τον επιβεβαιώνουν ως γοητευτικό και πολυμήχανο. Βρισκόταν εγκλωβισμένος σε μια ατέρμονη οντισιόν για τον ρόλο του πρωταγωνιστή· στην οποία μονίμως αποτύγχανε. Η πόλη παρέμενε αμείλικτα πεζή μαζί του, και τα κορίτσια το ίδιο.
Έκλεισε τα μάτια ξινισμένος. Τα είχε τσούξει, η ζέστη τον βάραινε, η ζαλάδα σιγόβραζε ύπουλα στον σβέρκο. Αφέθηκε ανήμπορος να νιώθει το αεράκι του ανεμιστήρα, από τα λίγα κομφόρ που διέθετε το νοίκι. Έμενε σε μια παλιά, τετραγωνισμένη γκαρσονιέρα, με ξεφλουδισμένους τοίχους και καχεκτικά, αθέατα μπαλκόνια στον τρίτο που δεν προσέφεραν τίποτε παραπάνω από την ακάλυπτη πρασιά τεσσάρων πολυκατοικιών και την αποθήκη ενός στενάχωρου μπαρ με Ρουμάνες γκαρσόνες, ονόματι «Εξώτικ». Όταν το πρωτοείδε, φαντάστηκε πως ο τίτλος αποτελούσε ευσεβή πόθο του αφεντικού.
Στην αρχή δεν είχε πρόβλημα με τους ξένους, ειδικά με τις Ρουμάνες γκαρσόνες. Σε μια προσπάθεια που του κόστισε μέρες μέχρι να φορτίσει με αυτοπεποίθηση, πείστηκε να σκάσει μύτη και να πιάσει ψιλή κουβέντα με μια κοπέλα του μαγαζιού, μία ξανθιά με πράσινα μάτια, τη Φλώρα. Έμαθε πως το Φλώρα αντιπροσώπευε την άνοιξη, τα λουλούδια, ήταν τ’ όνομα μιας Ιταλίδας θεάς της μυθολογίας. Η ίδια του εκμυστηρεύτηκε πως στα βλάχικα Φλώρα σήμαινε πολύ ξανθιά, σχεδόν χρυσή, του θύμισε το φλουρί στη βασιλόπιτα. Όλα αυτά ανάμεσα σε χαμόγελα, αιφνιδιαστικά, ακούσια αγγίγματα και πέντε, μπορεί έξι, ποτά. Όσο αξιόπιστα μπορούσε να κρίνει και να μετρήσει.
Εκείνο το βράδυ δεν κατάλαβε πώς κατέληξε στο κρεβάτι. Ούτε πώς έχασε το πορτοφόλι του, αν και πέρασαν δύο μέρες μέχρι να μπει στο μαγαζί κομπιάζοντας, για να ρωτήσει αν ξέχασε κάτι από προχθές. Έλαβε αρνητική απάντηση, στράβωσε και φόρεσε ταμπέλα σε όλους τους μετανάστες. Όταν κατάλαβε πως αυτό το μυαλό δεν ταίριαζε στον ήρωα Δημήτρη με τον οποίο κουβέντιαζε πριβέ τα βράδια, μετακόμισε τις βραδινές του εξορμήσεις σ’ ένα μεγάλο πατσατζίδικο του κέντρου κι αντάλλασσε εγκάρδιες κουβέντες με τα μεσήλικα γκαρσόνια. Πιο ακίνδυνο· τουλάχιστον μέχρι ν’ ανασυνταχθεί. Ο ψιλοκομμένος με το μπούκοβο δε, μουντιαλικός πατσάς κατά τα άλλα, καλοκαιριάτικα όμως, ήταν το «ζην επικινδύνως» εκείνου του Ιούλη.
Άνοιξε τα μάτια.
Το δωμάτιο το αισθανόταν άδειο από αέρα. Ναι, ήταν όλα τα παράθυρα ανοιχτά, και λοιπόν; Η άπνοια με την υγρασία σιγοντάρανε την ακινησία. Οι ελάχιστοι θόρυβοι της πόλης τον επέστρεφαν μερικώς στην πραγματικότητα μιας βασανιστικής απραξίας ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να πράξει πολλά, συμβιβαζόταν όμως απαίδευτα με το απόλυτο μηδέν. Γιαλαντζί ήρωας, δηλαδή. Η βαρετή ισορροπία του μικρόκοσμού του έπρεπε να διαταραχθεί. Έπρεπε κάτι να συμβεί.
  Σαν τι να συμβεί, δηλαδή;
  Μπερδεμένες, ανόρεχτες σκέψεις. Η ιστορία της ζωής του.
Εκείνο το κουδούνισμα πάντα τον μπέρδευε. Ήταν το τηλέφωνο; O ψηφιακός του ήχος ίδιος με του θυροτηλεφώνου. Η μαμά με τα τάπερ, ο φίλος που ξέμεινε στην πόλη, ο ντελιβεράς που πάτησε λάθος κουδούνι; Ταρακούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να ξενερώσει, ψιλλιασμένος πως άκουγε το τηλέφωνο.   Τινάχτηκε όρθιος και στηριγμένος με τον ώμο στην κάσα της πόρτας του υπνοδωματίου, έλεγξε τον χώρο για τη συσκευή. Ασύρματο, πού πάνε και κρύβονται τα ρημάδια. Δύο δευτερόλεπτα αργότερα, το άκουσε πίσω του και το εντόπισε ανάμεσα σε δύο ποτήρια με περισσεύματα τζιτζιμπίρας. Έκανε μία τελευταία, ευέλικτη κίνηση αρπάζοντάς το κι έσκασε, ηθελημένα με την πλάτη, στο στρώμα του καναπέ που τον φιλοξενούσε νωρίτερα. Μία βιαστική ματιά στην αναγνώριση· δεν ήξερε τον αριθμό. Ήταν ανάμικτη η γκριμάτσα με απορία και σπιρτάδα καθώς πατούσε το κουμπί.
«Πρόντο;»
Απόλυτη ησυχία.
«Ποιος;»
Ήταν σίγουρος πως άκουγε λαχάνιασμα. Αφουγκράστηκε, λίγες στιγμές. Ένας πολύ δυνατός γδούπος, σαν γροθιά σε πόρτα. Ένα αναφιλητό και το λαχάνιασμα ν’ ακούγεται μέσα στ’ αυτί του. Κόπηκε μαχαίρι η διάθεση για πλάκα, η φάτσα του σκοτείνιασε.
«Ποιος είναι, ρε;»
Στην άλλη άκρη, άκουγε μια τρεμουλιαστή φωνή κοπέλας, με τόνο μελλοθάνατου και ρυθμό παπαγαλίας, να ψελλίζει λόγια που αναγνώριζε αλλά δεν καταλάβαινε· Ρωσικά. Ένας ισχυρότερος θόρυβος, σαν ξύλο να σπάει, μπερδεμένος με επιφωνήματα τρόμου και περισσότερα Ρωσικά.
«Κυρία, τι συμβαίνει; Μιλάτε Ελληνικά;»
Η γραμμή έκλεισε απότομα, πριν προλάβει να του δώσει απαντήσεις, αφήνοντάς τον αποσβολωμένο να κοιτάει μια σακούλα με ψώνια.
  Να προσέχεις τι εύχεσαι, λένε οι Άγγλοι.
  «Δεν μας χέζουν οι Άγγλοι, μόλις έγινα μάρτυρας σε χοντρό σκηνικό».
  Τι χουνέρι ήταν αυτό ρε πρωταγωνιστή;
  Η αστυνομία; Μπορούσε να τους δώσει τον αριθμό και να συνεχίσει σαν να μην τρέχει κάστανο. Ας διένειμαν αυτοί την απαιτούμενη δικαιοσύνη στους Κοζάκους.
  Οπότε, τι κάνουμε;
  Τον έπιασε πονοκέφαλος κι άρχισε να τρίβει με την αριστερή παλάμη τον αυχένα του. Την οντισιόν που λέγαμε, τη θυμάστε; Του είπαν επιτέλους «συγχαρητήρια, προσλαμβάνεστε» αλλά αυτός είχε συνηθίσει τόσο στην απόρριψη που πιάστηκε στον ύπνο. Γίνεσαι τώρα ο ήρωας της διπλανής πόρτας ή δυναμώνεις τον Μουφλουζέλη και πίνεις ακόμα ένα ποτηράκι, έτσι, για το επιστέγασμα της αιώνιας λήθης; Εκείνος ο πονοκέφαλος, πάντως, του μιλούσε συνεχώς.
  Ζυγίζεις αν το κλάμα έχει ελληνική ή ξένη προφορά, ρε;
  Ένα λεπτό απραγίας πέρασε κι άρχισε ν’ αλλάζει ρούχα, ενώ πλησίαζε τον υπολογιστή. Η αναζήτηση για τον αριθμό, έδωσε έναν Μακρίδη Λάμπρο, καμιά δεκαριά τετράγωνα μακριά. Έκλεισε την πόρτα της γκαρσονιέρας με βρόντο, τα κλειδιά του κουδούνιζαν ακατάπαυστα, βγήκε γκαζωτός από το κτίριο και καβάλησε το παπάκι. Η ραχοκοκαλιά του πάγωσε κι ας είχε τριάντα πέντε Κελσίου έξω. Τηλέφωνο καταχωρημένο σε ελληνικό όνομα, ρωσικές ατάκες βουτηγμένες στον φόβο. Είχε ήδη πάρει την απόφαση του, θα πήγαινε ως το σπίτι του Μακρίδη. Μάρσαρε για να μην ακούει τι σκέφτεται.

#

Η πολυκατοικία ήταν παρατημένη και μουτζούρα, μπαρουτοκαπνισμένη. Αχνόφωτα σε μετρημένα παράθυρα και νέκρα στον δρόμο. Ο Δημήτρης πετάχτηκε από τη μηχανή, κλειδώνοντάς τη νευρικά, δίχως να κοιτάει, ψηλαφώντας μία πινακίδα. Το βλέμμα του εξερευνούσε την πρόσοψη του κτιρίου. Πήρε μια βαθιά ανάσα γιατί ένιωθε να πνίγεται και μπούκαρε. Είχε κατά νου να ελέγχει κάθε όροφο για σημάδια παραβίασης, του φάνηκε πως οι θόρυβοι στο τηλέφωνο αυτό του πρόδιδαν. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ.
Σ’ έναν μακρόστενο διάδρομο, στον πρώτο, είδε αυτό που υποπτευόταν. Δύο διαμερίσματα, μ’ αυτό που βρισκόταν δίπλα στην σκάλα ανόδου για τον δεύτερο, να έχει την πόρτα του σμπαραλιασμένη λες και χτυπήθηκε από πολιορκητικό κριό. Στον κοινόχρηστο χώρο η ησυχία απόκοσμη. Έκλεισε τα μάτια και ζάρωσε το πρόσωπο, λες και μόλις είχε ανακαλύψει τη δυσανεξία του στην περιπέτεια.
  Είπαμε, τα πιο εντυπωσιακά σενάρια δεν τα βρίσκεις στα βιβλία.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, δεν χρειάστηκε παραπανίσιο ζόρι. Ο Δημήτρης γλίστρησε μέσα από το άνοιγμα, με τις ακίδες απ’ το σπασμένο ξύλο να τον τσιμπάνε και να του γρατζουνάνε το μπλουζάκι. Η ζαλάδα φούντωνε. Έβλεπε μια πρόχειρα βαμμένη, λαχανί σαλοκουζίνα, αναποδογυρισμένη, σαν καμπίνα πλοίου μετά από μποφώρια. Παλιά έπιπλα σε σουρεαλιστικές θέσεις, πολύχρωμα χαρτιά, μπιχλιμπίδια και σπασμένα μπουκάλια, η μυρωδιά της κλεισούρας παντού. Η ματιά του γύρισε δεξιά.
Τότε, την είδε.
Το διαμέρισμα συνεχιζόταν προς εκείνη την κατεύθυνση. Στη γωνία της κουζίνας, πεσμένη σ’ ένα κόκκινο, ξεφτισμένο χαλί, μία γυναίκα. Τα άκρα της έμειναν σε περίεργες θέσεις, έμοιαζε με κούκλα ρημαγμένη απ’ το ζούληγμα. Ο Δημήτρης περπάτησε, έφτασε σε απόσταση ενός μέτρου και παρακολουθούσε γουρλωμένος το θέαμα.
  Νέκρα.
  «Σκάσε ρε, γρουσούζη».
Έσκυψε για να διακρίνει καλύτερα. Δεν τολμούσε να την ακουμπήσει. Θυμήθηκε έναν φίλο του να περιγράφει μια κρίση πανικού. Δεν έπρεπε ν’ ακουμπήσει τίποτα.
Πίσω του, ένα κομμάτι γυαλί θρυμματίστηκε. Ακολούθησε ένας λυγμός, μια πνιχτή ανάσα. Εκσφενδονίστηκε. Αντίκρισε καστανά μαλλιά σε αλογοουρά, η κοπέλα είχε μείνει παγωτό, αλλά με την αντίδρασή του, έκανε να τρέξει έξω μόλις κατάλαβε πως έγινε αντιληπτή. Ο Δημήτρης με ξεκαρδιστικούς διασκελισμούς, αποτέλεσμα ενός μείγματος εγρήγορσης και τρομάρας, την προσπέρασε και μπλόκαρε την πόρτα με το σώμα του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Παύση.
  Δημητράκη, τι είναι αυτό, αγόρι μου;
  Οι στιγμές περνούσαν και το αιφνίδιο τετ-α-τετ δεν εξελισσόταν. Αποφάσισε να μιλήσει πρώτος. Ίσως γιατί έβλεπε απέναντι του μία έκφραση τρόμου και απόγνωσης για την οποία δεν ευθυνόταν.
«Να σου εξηγήσω».
«Νιέτ!»
«Δεν το έκανα εγώ, κοπελιά! Με πήρε η τύπισσα τηλέφωνο και μου έλεγε ένα σωρό που δεν καταλάβαινα! Άκουγα σαματά, χαμός! Από σπόντα είμαι εδώ, καμία σχέση!»
«Όχι! Φίλη! Παρακαλώ!»
Η κοπέλα έκανε την απεγνωσμένη κίνηση να τον απωθήσει. Αυτός της άρπαξε τα χέρια, ακινητοποιώντας την και την ανάγκασε να βάλει τα κλάματα. Την κρατούσε σφιχτά, λαχταρισμένος παραπανίσια μ’ όσα συνέβαιναν.
«Δεν έχει να κάνει μ’ εμένα. Δεν την ήξερα. Με πήρε τηλέφωνο».
Σήκωσε το πρόσωπό της, ήταν βουρκωμένη. Τον κοίταζε απορημένα.
«Παλίτσα;»
Έμεινε για λίγο άφωνος, παρατηρώντας την. Μετά σήκωσε τους ώμους με απορία.
«Αστυνο…»
«Όχι, δεν είμαι αστυνομία, ρε συ. Δεν το έκανα, σοβαρά μιλάω!»
  Μόλις ξεστόμισες «σοβαρά μιλάω»; Τα έχεις τελείως χαμένα, φίλος.
  «Τηλέφωνο… εσύ;»
Αυτή ήταν μια πολύ καλή ερώτηση.
«Πρέπει να έκανε λάθος. Δεν μιλούσε Ελληνικά. Κάτι μου έλεγε στα Ρωσικά, δεν κατάλαβα».
Η κοπέλα κατέβασε το βλέμμα της, έμεινε για μία ανάσα ακίνητη κι αμέσως προσπάθησε να ελευθερωθεί από το κράτημά του κάνοντας ένα βήμα πίσω. Την άφησε ελεύθερη, έπρεπε να ηρεμήσουν, να βγάλουν άκρη. Αυτή σκεπτική, εκείνος πελαγωμένος, ετερώνυμος συνδυασμός. Η κοπέλα ανέλαβε, ευτυχώς, την πρωτοβουλία.
«Τι είπε… τηλέφωνο;»
Δεν υπήρχε χρόνος για αφέλειες, μόνο για κοφτερές σκέψεις.
  Γιατί να θέλει να μάθει τόσα πολλά; Κι αν δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται; Πώς βρέθηκε εδώ, Δημητράκη;
  «Πώς σε λένε;»
Ρώτησε και κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο που διασωζόταν όρθιο σ’ ένα τραπεζάκι. Άρπαξε το ακουστικό κι έστησε αυτί κοιτώντας τη. Δεν ήθελε να της γυρίσει ακόμα την πλάτη. Ο ήχος της ελεύθερης γραμμής ακουγόταν μακρινός κι αδιάφορος.
«Κάτια».
«Αλήθεια;»
Αυτό δεν το περίμενε. Το όνομα το είχε ξανακούσει πολύ πρόσφατα. «Κάτια είπε κι αυτή», της τόνισε, δείχνοντας την κοπέλα στο πάτωμα και κατέβασε το ακουστικό. Η κουβέντα τους αποκτούσε ενδιαφέρον.
«Τι είπε, τηλέφωνο;» η Κάτια επέμενε με την έκφρασή της να σοβαρεύει ολοένα και περισσότερο. Έσμιξε τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη. Δεν φαινόταν απειλητικότερη, μάλλον απαιτητικότερη. Αν δεν έφταιγε σε τίποτα, έτσι όπως μπλέχτηκε, είχε κάθε δικαίωμα να μάθει.
  Κι αν είναι στο κόλπο;
  «Στην αρχή είπε κάτι με το “Κάτια”, σαν να παρακαλούσε. Μετά, δεν θυμάμαι καθαρά. Λέξεις, δεν είμαι σίγουρος αν θα τις προφέρω σωστά. “Ρίσκ”, “Μπογκατίρ”, “Σακρόβισε”. Και κάτι σαν “Ντόμα”, στο τέλος».
Οι κόρες των ματιών της Κάτια έμοιαζαν με μπίλιες σε φλίπερ. Σκεφτόταν φωναχτά.
«Ρίσκ είναι κίνδυνος. Μπογκατίρ είναι άντρα όνομα. Σακρόβισε, εσείς λέτε θησαυρός. Ντόμα είναι σπίτι σου».
«Τίνος σπίτι; Το δικό μου;»
«Δικό μου».
«Δεν καταλαβαίνω».
Τον κοίταξε και δάγκωσε απαλά τα χείλη της.
«Νιε ζνάγιου…Νομίζω, τρικ. Κόλπο».
«Δηλαδή;»
«Όλγα, πολύ καλή φίλη. Μπογκατίρ, αγόρι, πολύ κακός. Αλλά σακρόβισε, νιε ζνάγιου, θησαυρός, δεν ξέρω».
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε το όνομα της άτυχης κοπέλας. Άρχισε τις υποθέσεις. Αποφάσισε να μοιραστεί μία μαζί της.
«Κάτια, που μένεις;»
«Τρίτο».
Έκλεισε τα μάτια, δικαιωμένος για την υποψία.
«Σπίτι σου. Έτσι εξηγείται».
Η Κάτια τον κοιτούσε ερωτηματικά.
«Η Όλγα προσπάθησε να σε πάρει τηλέφωνο και πάνω στον πανικό της, έκανε λάθος. Ποιο είναι το τηλέφωνό σου;»
«Ποιο είναι το δικό σου;»
Αιφνιδιάστηκε από την άπταιστη συντακτικά φράση και της το έδωσε. Ένα λανθασμένο ψηφίο τα έκανε όλα, το διπλανό κουμπί.
«Ο Μπογκατίρ υποπτευόταν πως είχε χρήματα και πιθανόν μετά από κανένα καλό πιόμα ήρθε με φόρα να εισπράξει. Η Όλγα είχε κλειδιά από το σπίτι σου;»
Η Κάτια έγνεψε καταφατικά.
«Αυτό που μου έλεγε στο τηλέφωνο, ήταν πως άφησε τον θησαυρό στο σπίτι σου, για ασφάλεια. Οι λέξεις ταιριάζουν».
Κι ενώ στιγμή τη στιγμή φούσκωνε σαν το παγώνι, γεμάτος αυτοπεποίθηση για το επιτυχημένο σενάριο, επέστρεψε αιφνιδιαστικά η ανασφάλειά του. Το αλκοόλ που είχε καταναλώσει και ο φόβος που κόχλαζε και τον πονοκεφάλιαζε, λειτούργησαν υποχθόνια. Υποχώρησε προς το τηλέφωνο, χτυπώντας με το δεξί του τακούνι το τραπεζάκι.
«Σε βόλευε να πάθει κάτι, έτσι; Θα έμενες με το πακέτο στην τσέπη».
Η έκφραση της Κάτια άλλαξε δραματικά. Ήταν σαν ν’ αντίκριζε φάντασμα. Γούρλωσε τα μάτια και το πρόσωπό της αγκυλώθηκε.
  «Έπεσες μέσα, θηρίο;»
  «Δεν περίμενες να σε υποπτευτώ;»
Το πρόσωπό της άλλαξε πάλι, τώρα έμοιαζε να τον εκλιπαρεί. Ήταν σίγουρος πως την είχε ξεσκεπάσει. Επαναπαυμένος στις δάφνες της ανακάλυψής του, απέτυχε παταγωδώς ν’ αντιληφθεί ό,τι συνέβαινε πίσω του. Την τελευταία στιγμή, πριν τον χτυπήσει κάτι με σφοδρότητα στο κεφάλι, γύρισε και πρόλαβε να δει μία φιγούρα, που τον περνούσε με άνεση είκοσι πόντους, αξύριστη κι ανέκφραστη, με βαρβαρική αύρα. Κατέρρευσε νιώθοντας να χαμηλώνει σταδιακά η ένταση του ήχου και το φως. Φωνές τον περιγελούσαν που δεν είχε ελέγξει τα δωμάτια.

##

Αν δεν καθάριζε η εικόνα για ν’ αντιληφθεί ότι έβλεπε σειρήνα περιπολικού, θα έβαζε στοίχημα πως ξύπνησε σε καλοκαιρινό μπαράκι εξοπλισμένο με ντισκομπάλα. Ήταν στον δρόμο, ξαπλωμένος σε φορείο. Ένιωθε το κεφάλι του διαλυμένο, σε κομμάτια. Ίσα που το έστρεφε επώδυνα για να δει.
Και είδε.
Αριστερά, στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας, μια φιγούρα γνώριμη αλλά όχι σ’ αυτή την κατάσταση. Η Όλγα, μία από τις βασικές πρωταγωνίστριες, με παθητικό ρόλο σε όσα είχαν διαδραματιστεί λίγο πριν, ολοζώντανη τώρα στο κράσπεδο να κρατάει με τα χέρια το κεφάλι της, πετώντας κοφτούς λυγμούς και κοιτώντας την αμπάλωτη για χρόνια άσφαλτο. Παραδίπλα, ανάμεσα σε τρεις Ζητάδες, στριμωγμένος και κατσούφης, ο τύπος που του είχε ανοίξει το κεφάλι. Ο Μπογκατίρ, υπέθεσε και μόρφασε από πόνο.
Ο Δημήτρης νόμιζε πως πέθανε και ξύπνησε σε μια παράλληλη πραγματικότητα όπου όλα έβαιναν καλώς. Εκτός από το κεφάλι του. Τα φώτα του δρόμου που τον φώτιζαν ανακριτικά διακόπηκαν από την έλευση τριών σκιών. Η πρώτη ξεθόλωσε μόλις έφτασε μπροστά του. Ένας αστυνομικός τον κοιτούσε και χαμογελούσε, προφανώς με το πάθημά του.
«Είσαι εντάξει μεγάλε; Δύσκολη φάση. Ξέρεις που έμπλεξες;»
Πονούσε πολύ για να κουνηθεί. Υπέθεσε πως το όργανο θα το γνώριζε και θα συνέχιζε χωρίς το νεύμα του.
«Σάρξ».
«Τι;»
«Εμπόριο λευκής σάρκας! Γλίτωσες το κοριτσάκι και βγήκες λάδι, χάρη στην κοπέλα. Να την ευχαριστείς».
Η κοπέλα. Η δεύτερη σκιά. Η Κάτια. Έσκυψε από πάνω του και τότε είδε πόσο όμορφη ήταν. Έκανε τον πληγωμένο που εκλιπαρεί για στοργή.
«Συγνώμη…»
Χαμογέλασε. Ήταν ακόμη πιο όμορφη.
«Το τηλέφωνο ανοιχτό; Πήρες παλίτσα;»
Η αμερικάνικη κουλτούρα στον κινηματογράφο είχε αποδώσει καρπούς. Όταν ο Δημήτρης σήκωσε το ακουστικό, είχε πάρει τα τρία ψηφία ανάγκης και το κατέβασε, δεν το έκλεισε.
Ευτυχώς δεν τα πήρε λάθος.
Μειδίασε, με τα δόντια του να τρίζουν απ’ το ζόρι. Η Κάτια συνέχισε.
«Ρώτησα για “Σακρόβισε”. Εσείς λέτε “Πολύτιμος”».
Ο θησαυρός. Η τρίτη σκιά. Ένα κοριτσόπουλο με κόκκινα μαλλιά και σκυμμένο κεφάλι. Ντροπαλή σίγουρα, γιατί όχι και τρομαγμένη. Η Κάτια του εξήγησε.
«Μπογκατίρ ήθελε Ναταλία, ανιψιά Όλγας. Για στριπ και…»
Έγνεψε με κατανόηση. Αυτός ήταν ο θησαυρός. Και τον έκρυψε στο σπίτι της Κάτια. Μεγάλη αποτυχία το αστυνομικό του δαιμόνιο. Έβηξε, σφαδάζοντας.    Σύντομα οι τραυματιοφορείς τον φόρτωναν για το κοντινότερο εφημερεύον. Η Κάτια δεν έφυγε, τον ακολούθησε. Στο νοσοκομείο συζητούσαν. Μετά από μέρες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα τηλέφωνά τους. Ο Δημήτρης δεν είχε κινητό. Το είχε χάσει, έτσι της είπε.
Ίσως τελικά να ήταν σοφό που δεν έψαξε πρώτα στα δωμάτια.

Kazimir Malevich, Σουπρεματισμός, 1915 

Kazimir Malevich, Μάζες χρώματος στην 4η διάσταση, 1915 

Ηρώ Νικοπούλου

Δρυάδα

Είναι ξαπλωμένη ανάσκελα με το σώμα απολύτως οριζόντιο χωρίς μαξιλάρι. Ένας άντρας μέσης ηλικίας, που μοιάζει σοφός, βρίσκεται γονατισμένος πάνω στο ίδιο στρώμα και κρατά το κεφάλι της στα χέρια του μπροστά από τα γόνατά του. Φορά φαρδιά χρωματιστά ρούχα. Εκείνη δεν αντιδρά καθόλου, έχει μια θολή εικόνα του δωματίου γύρω τους, κάτι από τα χρώματα της γη ανάμεσα σε ώχρα και σε χλόη. Αυτός ψάχνει με τα δάχτυλα αργά και προσεκτικά το κεφάλι της, έπειτα γίνεται ανυπόμονος κι ανακατώνει διαρκώς τα μαλλιά της, που ξαφνικά εκείνη ανακαλύπτει πως έχουν μακρύνει πολύ. Τα ψαχουλεύει επίμονα, κάποια στιγμή κάτι βρίσκει στην κορυφή του κεφαλιού της, το απομονώνει, ανοίγει χώρο γύρω του παραμερίζοντας μπερδεμένες τούφες και τσακ αποφασιστικά το κόβει. Εκείνη δεν νιώθει πόνο, μόνο ένα απωθητικό και αβέβαιο αίσθημα ακρωτηριασμού.
Ο σοφός δείχνει το αποκομμένο με αργή θριαμ­βευτική κίνηση σε κάποιους που βρίσκονται τριγύρω και λέει: Αυτό ήταν, υπάρχουν συνολικά τρία, πρέπει να βρεθούν και τα υπόλοιπα και να κοπούν.
Με την άκρη του ματιού της βλέπει ένα μικρό δεντράκι με εκφραστικό συστραμμένο κορμό και σγουρό φύλλωμα.

§

 

Eλένη Τζατζιμάκη

Μη μιλάς σε αγνώστους

                                          Στη μνήμη της Τασούλας

Μαργιο-Μαργιόλα μου,
σήκω να δεις τον αντρα σου, τρεις μούλες φορτωμένες.
– Δεν εχω μάτια (η μαύρη) να τον δώ και να τον συναντήσω,
ψυχή,καρδούλα μου,
δεν έχω μάτια να τον δω, στόμα να τον φιλήσω
– Σήκω, Μαργιόλα (ρούσα) απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα,
Μαργιο-Μαργιόλα μου,
σήκω να δεις τον άντρα σου και το παλικαράκι.
– Δεν έχω πόδια (η μαύρη) να σ’κωθώ, χεράκια ν’ ακουμπήσω
ψυχή καρδούλα μου.[i]

Ακόμη και μέσα στο φέρετρο ήταν χαμογελαστή. Όχι με το συνηθισμένο κόκκινο χρώμα στα μάγουλά της. Ποτέ πια δε θα ξαναέβλεπαν κόκκινο χρώμα πάνω της. Ο άγνωστος ιός είχε καταφέρει να διαλύσει και το τελευταίο ερυθρό ίχνος μέσα στο κορμί της κατασπαράσσοντας ένα ένα τα όργανα .

Μέσα σε δέκα μέρες η δουλειά είχε γίνει. Εβδομήντα δύο χρόνια ζωής σφραγίστηκαν με ένα ψυχρό πολυγραφημένο χαρτί πού’ σπρωξε βαριεστημένα η διοικητική υπάλληλος μέσα απ’ το τζαμάκι, στη γραμματεία του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου: «Αιμοκυτταροφαγικό επεισόδιο προκληθέν από άγνωστο ιό». Δεν έδωσε απάντηση ούτε το Παστέρ, ενώ οι γιατροί, καθηγητάδες, καθηγητές και γιατρουδάκια-,είχαν από την πρώτη στιγμή σηκώσει ψηλά τα χέρια. Αξονικές, κορτιζόνες, μεταγγίσεις-εκείνες τις μέρες το πράγμα είχε πάει καλά, τα αιμοπετάλια φαίνονταν να ανεβαίνουν και ίσως να ζούσε με αιμοκαθάρσεις ,αλλά θα ζούσε, θα συνέχιζε να την έχει κοντά του έστω κι αν θά’ πρεπε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία κάθε μέρα.

Αύγουστο του έλαχε ο πιο βαρύς χειμώνας. Γίνεται η κηδεία στο χωριό και άρον άρον επιστρέφει με τα παιδιά του στην Αθήνα. Τι να πει τώρα στα εγγόνια που ρωτάνε πότε θα την ξαναδούν ή έστω αν θα μπορούν εκεί που είναι να της μιλήσουν στο τηλέφωνο; Τι να πει τώρα στα παιδιά του για τη μαμά που έφυγε από έναν άγνωστο ιό; Τι να πει τώρα στον εαυτό του που τό’ χε σίγουρο ότι εκείνος θα έφευγε πρώτος;

Μπήκε στο πίσω κάθισμα-εκείνος κατακκόκινος από εκείνο το κλάμα που συμβαίνει μόνο του ενώ το σώμα και το μυαλό έχουν πια εγκαταλείψει. Τα μάγουλα, τα μάτια του, το μέτωπό του, όλα βυσσινιά. Το πικραμένο κόκκινο. Όλο το δικό της κόκκινο που το’ λιωσε ο άγνωστος ιός, έτρεχε τώρα μέσα στο αίμα του.

Την άφηνε μόνη για πρώτη φορά μετά από 52 χρόνια γάμου-κι έλεγε αλήθεια. Κανείς δεν είχε αγαπήσει τη γυναίκα του όπως εκείνος. Ούτε μια ματιά σε άλλη . Ούτε μια στιγμή δε σκέφτηκε να φύγει από το σπίτι τους. Ήταν μεγάλο πράγμα για εκείνον η οικογένεια. Τόσο μεγάλο πού ‘χε απειλήσει με κατάρες τα παιδιά του αν ποτέ αποφάσιζαν να χωρίσουν και να κλείσουν το σπίτι τους.

Κι ήρθε ένας άγνωστος να του καταστρέψει τη ζωή. Κι ήρθε ένας άγνωστος να του την πάρει. «Από αυτά που συμβαίνουν μία τοις χιλίοις.» «Μη σου τύχει» «Κι οι γιατροί, γιατροί είναι, όχι θεοί» «Δεν τον αναγνώρισε ούτε το Παστέρ». Ιός από ζώο; Ιός σκέτος; Όλα άγνωστα ήταν και άγνωστα θα μείνουν για πάντα.

Πέρασαν οι μήνες. Όχι όμως πια όπως η ζωή τού’ χε διδάξει ως τότε ότι περνάει ο καιρός: ο χρόνος ζούσε πια χώρια από εκείνον κι έκανε τη μόνη δουλειά που ξέρει να κάνει: συνέχιζε να περνάει και να φεύγει μη ρωτώντας τους ανθρώπους αλλά παίρνοντάς τους με το ζόρι μαζί του μες στα βαγόνια του προς άγνωστο προορισμό. Θες δε θες θα μπεις στο βαγόνι και θα πας όπου σε πάει.

Όμως τώρα, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Εκείνος είχε βγει απ’ το βαγόνι και καθόταν μόνος του στις ράγες περιμένοντας το τρένο να τον πατήσει. Κάθε λεπτό της μέρας, κάθε λεπτό της νύχτας, ευχόταν και περίμενε τον θάνατό του. «Έζησα ευτυχισμένος αλλά με κυνήγησε ο θεός παιδί μου, τώρα στο τέλος. Εγώ έπρεπε να έχω φύγει πρώτος».

Οκτώ μήνες μετά. Μάρτιος του 2020. Ολόκληρος ο πλανήτης μπαίνει σε παύση. «Μένετε σπίτι με κυβερνητική εντολή. Προστατευθείτε και προστατέψτε. Να αποτραπεί η διασπορά του Κορονοϊού». Πάλι ένας άγνωστος τον απειλεί: ετών 85, καπνιστής, βεβαρημένη υγεία. Τέρμα το καφενείο, τέρμα κι οι βόλτες στα εγγόνια. Τέρμα οι επισκέψεις των συγγενών. Τέρμα οι επισκέψεις στα παιδιά του. Για το χωριό, ούτε λόγος. Για το καλό του. Ποιο καλό του;

Όλο το σπίτι τώρα έχει γίνει ένας τάφος ανοιχτός κι εκείνος, ζωντανός ακόμη, μετράει με τα βήματά του ένα ένα τα δωμάτια. Όπως μετρούσε, κάθε ώρα και λεπτό, ένα ένα τα χρόνια μαζί της. Τον έρωτά τους στο χωριό, τον γάμο τους, το ηπειρώτικο γλέντι, τα χρόνια της ξενιτιάς, τα δυο παιδιά, τις χαρές και τις λύπες, τα γέλια και τα κλάματα, το μεγάλωμα των παιδιών, τα κυριακάτικα τραπέζια, τα καλοκαίρια στο χωριό. Κι ύστερα, τα εγγόνια. Τις καινούριες οικογένειες. Τα γέλια και τα κλάματα. Τα μαγειρέματά της. Τα πάντα αισιόδοξα λόγια της. Την εικόνα της να χαζεύει στην τηλεόραση. Τους αστείους καβγάδες τους. Έτριζε ο τόπος απ’ την απουσία της.

Και δεν μπορούσε να τον σώσει κανένας από αυτήν. Μόνος μες στο σπίτι αναγκασμένος να ζήσει και να αντέξει το διεστραμμένο παιχνίδι της πραγματικότητας που τον ξαναστήνει στον τοίχο. Το κακό γέλιο του αγνώστου που τον σημαδεύει ξανά στον κρόταφο αλλά δεν τον σκοτώνει. Τη μυρωδιά της που δε φεύγει από τα πράγματα όσος χρόνος κι αν περάσει. Τις φωτογραφίες της πάνω στο τραπέζι. Τον άδειο καναπέ. Τους άδειους καθρέφτες. Τις άδειες ντουλάπες. Το άδειο κρεβάτι. Το άδειο σπίτι. Το άδειο σπίτι που ολοένα και στενεύουν οι τοίχοι του κι αγριεύουν και πέφτουν πάνω του και του πιέζουν το στήθος και του κόβουν την ανάσα και τον πετάνε χάμω στο πάτωμα σακατεμένο πυγμάχο χωρίς να τον σκοτώνουν. Κι ας παρακαλούσε.

Ναι.

Παρακαλούσε να πεθάνει τώρα. Ήσυχα. Μόνος του. Που δε θα ήτανε μπροστά κανείς. Που δε θα τον προλάβαινε κανείς. Και να τον βρίσκανε μετά από μέρες τυχαία, ένα σαρκίο γέρικο που το απειλούσε πάλι ένας άγνωστος αλλά εκείνος αυτή τη φορά θα του την έκανε και θα έφευγε μόνος του με τα βαριά του τα γεράματα για σύμμαχο. Ναι, θα πονάγαν τα παιδιά του αλλά ούτως ή άλλως ήτανε κι η ώρα του. Και να είχε προλάβει να τους αφήσει την ευχή του σιωπηλά ξεψυχώντας. Και να είχε προλάβει να φιλήσει για τελευταία φορά τη μορφή της, στη φωτογραφία δίπλα απ ‘το τηλέφωνο πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού.

Χτυπάει το τηλέφωνο.

Παππού,μας έλειψες! Ξέρεις να κάνεις βιντεοκλήση να σε πάρουμε;

[i] Παραδοσιακό Ηπείρου (μοιρολόι) «Η Μαριόλα»

Kazimir Malevich, Running man, 1932

Kazimir Malevich, Half-figure in a Yellow Shirt, 1928-1932 

Αντρέας Τιμοθέου

Αριάδνη λοιπόν! Κόρη μιας αγίας, πρώην ιερόδουλης, το όνομα αυτής Μελπομένη, μια γυναίκα άξιας κοπής και τόσο ωραία. Ας περάσω όμως και στο προκείμενο. Υπήρξε κι ένας πατέρας, για να δω τον κόσμο τούτο. Mε τον τρόπο του βέβαια. Κόρη ενός κοπρίτη μέθυσου και δυστυχώς τίποτα από τα δυο δεν είναι πρώην. Είναι νυν και αεί. Στοιχειώνει ακόμα το παρόν μου η απουσία του. Ναι, με στοιχειώνει κι ας το ‘κρυβα, γιατί ήταν τόσο βοερή η απουσία του, εκούσια τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής μου, ακούσια αργότερα… Ας το αφήσουμε όμως μέχρι εδώ, ένας πατέρας είναι πάντα ένας πατέρας, και οι πεθαμένοι της κοπής του, καλό είναι να πεθαίνουνε και μέσα μας καμιά φορά. Έπειτα, τι θα σκεφτείτε και εσείς που με βλέπατε τόσα χρόνια ανελλιπώς στα μνημόσυνά του, κρατώντας τα κόλλυβα;

Η ζωή μου ξεκίνησε μ’ ένα χάδι… Πλάκωσαν βέβαια τα χαστούκια στη συνέχεια και συνήλθα. Τώρα πια είμαι βέβαιη πως θα φύγω χωρίς χάδι ανθρώπου. Και μην βρεθεί κανένας μεγαλόψυχος τελευταία στιγμή. Αφήστε με να πιστεύω πως τούτη μου η βεβαιότητα, είναι κι αυτή μια γενναιοδωρία των γηρατειών. Τούτη την ώρα του δικού μου του θανάτου, αν είναι να ‘ρθει, αφήστε με να την εξουσιάσω.
Μεγάλωσα στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, προίκα της μάνας μου. Πόσα χρωστάω σ’ αυτούς τους ανθρώπους σκέφτομαι καμιά φορά… Για χρόνια περιφερόμουν σαν φάντασμα στους διαδρόμους εκείνου του σπιτιού, ακουμπούσα τα πράγματά τους, συλλάβιζα την αφή και έγραφα πάνω στη σκόνη ονόματα. Έπειτα μ’ έκλεισαν εδώ και δεν ξανάδα το σπίτι μου. Ο παππούς λάτρευε τη γιαγιά, δεν τον έζησα για πολλά χρόνια, μα τον θυμάμαι. Ένας κομψός κύριος εποχής, μπον βιβέρ. Φορούσε πάντοτε καπέλο έξω απ’ το σπίτι, απαραιτήτως ξυρισμένος και με περιποιημένο πάντα από τον ίδιο, το χαρακτηριστικό του μουστάκι. Αχ, παππού, έφυγες τόσο αναπάντεχα, τόσο μοιραία, και μαζί σου πήρες τα χρόνια του γέλιου, της αθωότητάς μου…
Η δασκάλα μιλούσε και εγώ χάζευα έξω στα πεύκα του σχολείου. Μιλούσε, μιλούσε και κατά διαστήματα σταματούσε για κάποια παρατήρηση. Έτσι σημαδεύτηκε η ζωή εκείνης της γυναίκας. Βλέπετε τότε, δεν επιτρεπόταν να νυμφευτείς, αν αποφάσιζες να γίνεις και να παραμείνεις δασκάλα. Άλλο και τούτο! Εν ολίγοις χαρά στα σκέλια της η κυρα-Καλομοίρα, δεν είδε. Και έτσι, άφησε να περάσουν τα χρόνια από πάνω της, χωρίς να τους αντισταθεί. Μονάχα στα αρσενικά αντιστεκόταν η δύσμοιρη, κι ήταν ωραία. Και σας ρωτώ. Ετούτο ήταν το γραφτό εκείνης της γυναίκας, να μη γευτεί τη χαρά ενός σώματος, γιατί κάποιοι έτσι αποφάσισαν, εν αγνοία της;
Όμως πώς το ‘φερε η κουβέντα ως εδώ; Ας αφήσω την κυρα-Καλομοίρα στην ησυχία της, για τον παππού μιλούσα. Το βλέμμα μου έπιασε τη φιγούρα της μάνας μου να μπαίνει στην είσοδο του σχολείου. Έντρομη σκέφτηκα πως η δασκάλα την ενημέρωσε να ‘ρθει. Μέχρι να πλησιάσει την τάξη τα πόδια μου είχαν ήδη κοπεί! Και δεν έβαζα με τον νου μου τι θα μπορούσα να είχα κάνει, ώστε να την καλέσει. Δεν είχα ούτε μια καλή δικαιολογία. Χτύπησε την πόρτα με την ίδια πάντα λεπτότητα, αλλά μ’ ένα βλέμμα που μου ήταν άγνωστο μέχρι στιγμής. Η κυρα-Καλομοίρα, όνομα και πράγμα, τη δέχτηκε, και με την άδειά της πέρασα έξω. Με κοίταξε μ’ εκείνα τα καταπράσινα μάτια της, υγρά και ταλαιπωρημένα, και για μια στιγμή ένιωσα πως είχα απέναντί μου την Αγία Αικατερίνη απ’ το εικονοστάσι μας. Μια αναγεννησιακή εικόνα, που μέχρι κι αυτή ξεπουλήσαμε εκ των υστέρων για να γλυτώσουμε απ’ τα χρέη του πατρός μου του προκομένου.
– Αριάδνη μου, κάτι κακό συνέβει στο σπίτι μας. Ο παππούς πέθανε σήμερα, λίγο πριν το μεσημέρι. Ο παππούς δεν θα ‘ναι ποτέ ξανά μαζί μας, πέθανε.
Τι πάει να πει πέθανε, ποιος το όρισε και τίνος απόφαση ήταν; Αυτό ήταν το πρώτο μου χαστούκι. Μέχρι τότε δεν καταλάβαινα πολλά. Κοντά βέβαια σε όσα θα ακολουθούσαν, ακόμα και τούτος ο πικρός αποχωρισμός ένα ανεπαίσθητο χάδι ήταν.
Δεν αντέδρασα στα λόγια της μητέρας. Έκανα πως κατάλαβα. Πήρα το χέρι της και περπατήσαμε μαζί για το σπίτι, χωρίς ν’ ανταλλάξουμε κουβέντα. Φτάσαμε! Άκουγα απ’ την αυλή τα κλάματα της γιαγιάς. Το σώμα του παππού κάτασπρο, απλωμένο στο κρεβάτι. Τον πλησίασα και κράτησα για μια στιγμή το χέρι του. Το χέρι του παππού ήταν παγωμένο. Δεν το είχα νιώσει έτσι ξανά. Ο παππούς, ο καλός μου παππούς Ευτύχιος. Τι μοναδική τρυφερότητα, τι χαμόγελο υπήρξε στη ζωή μου. Έσκυψα το κεφάλι μου πάνω στα χέρια του και έκλαψα με λυγμούς.
Η μητέρα μου, πάντα τρυφερή και συγκρατημένη, με τράβηξε προς τα πίσω αγκαλιάζοντάς με και μου υποσχέθηκε πως θα ‘μασταν πάντα μαζί. Κι ακόμα είμαστε μητέρα, όπου κι αν είσαι δεν σε ξεχνώ, δεν σε ξεχνώ. Μονάχα τον πατέρα προσπαθούσα μια ζωή να ξεχάσω, ν’ αρνηθώ, να συγχωρέσω, να τον στείλω στο διάολο για όσα μας ανάγκασε να ζήσουμε. Μα ο χρόνος περνά αντίστροφα πλέον και για μένα. Δεν τα κατάφερα μητέρα! Ναι, δεν κατάφερα να σε ξεχάσω πατέρα, παρέμεινα πιστή στα τραύματά μου.
Ο παππούς έφυγε και μαζί του τέλειωσε η εποχή του ονείρου. Μέσα στους επόμενους μήνες ξεκίνησα να καταλαβαίνω πόσο μου έλειπε. Ξεκίνησα να καταλαβαίνω τι ήταν για μας ο παππούς. Μη σας κρατάω όμως και σας σε αγωνία, άλλωστε δεν υπάρχουν περιθώρια για υπεκφυγές. Απόψε αν χαθώ, μνήμη μου δεν θα υπάρξει πουθενά. Να προλάβω τουλάχιστον να σας πω την ιστορία μου.

Απόσπασμα από την πρώτη πράξη του θεατρικού «Ο Μονόλογος της Αριάδνης»