Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Ιούνιο του 2023 στο Culture Book»

Μήνας του δρεπανιού ο Ιούνιος και ο θερισμός προσφέρεται ως θεματικός άξονας της συγκεκριμένης στήλης. Γύρω από αυτόν περιστρέφεται η αφηγηματική δίνη των συγγραφέων που κλήθηκαν να εξετάσουν την έννοια, τις γήινες αποτυπώσεις της, τη μεταφορική της ενέργεια, καθώς και τις συνδηλώσεις της στον ψυχισμό των ανθρώπων.

Από την χαρακτηριστική εντοπιότητα της θερινής υπαίθρου ως τα μικρά, συχνά απρόσωπα δωμάτια των αστικών διαμερισμάτων, η φυσική ενέργεια του θερίζειν διεισδύει σαν θραύσμα, αγγίζει και μεταπλάθει όλο το φάσμα των ανθρώπινων γεννημάτων.

Και τι δεν σταχυολογείται σ’ αυτή την αφηγηματική χεροβολιά: η ανεξάντλητη νοσταλγία της παιδικής μας χώρας, ο έρωτας, η φθορά, ο φόβος του θανάτου, ο τρόμος ενός ονείρου, η σκληρότητα της φυσικής συνέχειας, η αναγέννηση.

Διηγήσεις πυκνές μα και γάργαρες. Μια συγκομιδή γεμάτη καρπούς.

Οι συγγραφείς που λαμβάνουν μέρος στο αφιέρωμα είναι οι:

Γιάννης Γορανίτης, Γιώργος Θάνος, Ελένη Καραμαγκιώλη, Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου, Μάνος Ραγιάδης, Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ροζίτα Σπινάσα και η υπογράφουσα.

Σοφία Μπραϊμάκου

 

 

Γιάννης Γορανίτης

Το νανούρισμα του Θεριστή

Μόνο η Λένα τον έλεγε με το όνομά του. Η μάνα του. Όλοι οι άλλοι τον φωνάζουν «Θεριστή». Αλλόκοτο, γιατί εδώ και καιρό δεν υπήρχε τίποτα να θερίσει. Ούτε σιτάρι, ούτε σίκαλη. Η μεγάλη ξηρασία απλώνεται πάνω από τον τόπο τους σαν ασήκωτη σκιά. Τον πρώτο καιρό οι συγχωριανοί του τρέφονταν με την ψευδαίσθηση ότι η ανομβρία θα κρατούσε λίγες εβδομάδες. Το πολύ μερικούς μήνες.

«Μην ανησυχείς. Ένα διάλειμμα κάνει ο Μεγαλοδύναμος από τις βροχές» έλεγε τότε ο παπά-Λουκάς. «Του χρόνου θα θερίσεις ξανά, όπως σου έμαθε ο πατέρας σου», καθησύχαζε το παιδί με την ψιλή φωνή του. Ο χειμώνας όμως έφυγε άνυδρος. Οι ρωγμές στο έδαφος, κούφιες φλέβες στο σώμα της ξερής γης, απλώνονταν για χιλιόμετρα.

Έφτασε και το επόμενο φθινόπωρο, αλλά για ακόμη μια χρονιά, τα πρωτοβρόχια δεν έλεγαν να έρθουν μαζί του. Οι επικλήσεις στον Μεγαλοδύναμο δεν είχαν αποτέλεσμα. Η άνοιξη που ακολούθησε ήταν χειρότερη κι από καλοκαίρι. Παρατεταμένοι καύσωνες, βαριά άπνοια και ούτε σταγόνα να μη φτάνει στη γη που βογκούσε από δίψα. Όχι μόνο στο δικό τους χωριό, απ’ άκρη σε άκρη του κάμπου, όπως μάθαιναν όταν ζητούσαν βοήθεια. Ο Θεριστής κοιτούσε το δρεπάνι του που σκούριαζε κρεμασμένο στον τοίχο.

«Μας δοκιμάζει ο ύψιστος» αποφάνθηκε για να ερμηνεύσει την παράταση του διαλείμματος ο ιερέας σε ένα από τα κυριακάτικα κηρύγματά του. «Θέλημα θεού» υπερθεμάτισε. Οι πιστοί τον άκουγαν με σκυμμένα τα κεφάλια. Μόνο ο πατέρας του Θεριστή βρήκε το θάρρος να μιλήσει. «Δεν υπάρχει Θεός» είπε. «Αν υπάρχει, γιατί μας ξέχασε;»

Μια φλέβα φούσκωσε στο μέτωπο του παπα-Λουκά. «Ποιος είσαι εσύ να αμφισβητείς τον Θεό μέσα στο ίδιο του το σπίτι;» φώναξε. «Θα σε τιμωρήσει» συνέχισε και η φωνή του βγήκε ακόμη πιο ψιλή. «Χειρότερα απ’ όσο μας τιμωρεί ήδη;» αντιμίλησε ο πατέρας του Θεριστή. Δεν περίμενε απάντηση. Γύρισε την πλάτη και βγήκε με αργά βήματα από τον ναό.

Βουβαμάρα απλώθηκε στο εκκλησίασμα. Τι να πουν; Την τιμωρία τη βλέπουν διαρκώς μπροστά τους. Δεν τη βλέπουν απλώς. Την ακούν, την οσφραίνονται, τη γεύονται, τη νιώθουν στο πετσί τους. Δεν είναι πια μια δοκιμασία μόνο πνευματική, αλλά και σωματική: Οι άντρες δεν έχουν τη δύναμη να δουλέψουν, οι γυναίκες δεν κατεβάζουν γάλα να ταΐσουν τα βρέφη, τα παιδιά δεν βρίσκουν κουράγιο ούτε για παιχνίδι. «Κουράζομαι» έλεγε ο Θεριστής στη μάνα του. Κι εκείνη απέστρεφε το βλέμμα για να μη τη δει δακρυσμένη.

Όταν πια στέγνωσε και το τελευταίο ρυάκι, αφέθηκαν στην ελεημοσύνη της κεντρικής κυβέρνησης. Ο Θεριστής παρακολουθούσε με δέος τις υδροφόρες του στρατού να διασχίζουν τους σκονισμένους δρόμους του χωριού. Έρχονταν από την πρωτεύουσα κάθε δεκαπέντε ημέρες για να γεμίσουν τη δημοτική δεξαμενή που φυλασσόταν νύχτα μέρα από ένοπλους στρατιώτες.

Η διανομή γινόταν κατά κεφαλή. Ο Θεριστής στηνόταν από νωρίς στην ουρά με τους γονείς του για να γεμίσουν τα μπιτόνια τους. Το νερό, όμως δεν έφτανε ούτε για να ποτίσουν, ούτε για να ξεδιψάσουν τα ζώα. Ίσα ίσα για να πιούν οι ίδιοι. Με δελτίο τους μοίραζαν και τα τρόφιμα. Αλεύρι, φασόλια κονσέρβα, λάδι και παστό κρέας.

«Προμήθειες για έναν μήνα», έγραφε το τσουβάλι που παραλάμβανε η κάθε οικογένεια. «Ούτε μια βδομάδα δεν βγάζουμε μ’ αυτά» διαμαρτυρήθηκε η Λένα. «Δεν ξέρω τι θα τελειώσει νωρίτερα: Οι προμήθειες ή η υπομονή μας;» ρώτησε ο άντρας της χωρίς να περιμένει απάντηση. «Το διάλειμμα» είπε η Λένα. «Πού θα πάει; Θα βρέξει».

Το διάλειμμα, όμως, είχε μετατραπεί σε μόνιμη συνθήκη. Μάθαιναν να ζουν μ’ αυτή. Ή μάλλον, μάθαιναν να πεθαίνουν εξαιτίας της. Ο πατέρας του Θεριστή ξεψύχησε από τους πρώτους. Έτρωγε ελάχιστα για να τρέφεται καλύτερα το παιδί και η γυναίκα του. Όταν αρρώστησε, δεν είχε αντοχές για να παλέψει. Έμοιαζε ούτως ή άλλως προ πολλού παραιτημένος.

Ο παπάς διάβασε στα γρήγορα μια ευχή πάνω από το μνήμα. Τα λόγια του χάνονταν στις καυτές ριπές του λίβα που στέγνωνε τα δάκρυα του Θεριστή. «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε» είπε στη Λένα μέσα από τα δόντια του. Εκείνη τον αγνόησε και αγκάλιασε σφιχτά τον γιο της. «Μόνο εσένα έχω πια, και μόνο εμένα έχεις» του ψιθύρισε στο αυτί. «Δεν μπορώ να σε χάσω, και δεν πρέπει να με χάσεις» του είπε.

Το επόμενο βράδυ μετά την κηδεία, για πρώτη φορά μετά από καιρό, έπεσε για ύπνο χορτασμένος. Η Λένα μαγείρεψε μοσχάρι με μακαρόνια. Ο Θεριστής γούρλωσε τα μάτια με το που είδε το περιεχόμενο της κατσαρόλας.

«Πρέπει να φας, έχεις χάσει πολύ βάρος» υπογράμμιζε το αυτονόητο η Λένα, όπως του γέμιζε ξανά το πιάτο. Ήταν τόσο αδύνατος που έμοιαζε διάφανος. Μασουλούσε γρήγορα, μέσα σε μια ευλαβική σιωπή, λες και φοβόταν ότι το θαύμα της αφθονίας θα χαθεί ξαφνικά. «Πού τα βρήκες όλα αυτά;» ρώτησε τη μητέρα του μόλις κατάπιε και την τελευταία μπουκιά. Ήξερε ότι οι κονσέρβες στο ντουλάπι είχαν από μέρες τελειώσει. Η Λένα δεν του απάντησε, παρά χαμογέλασε αδιόρατα.

Μόνο στα όνειρά του την έβλεπε να χαμογελά όπως παλιά. Τα όνειρα, όμως, διακόπτονται απότομα. Και χάνονται. Όπως χάθηκε κι αυτό μέσα στους δυνατούς κρότους που ακούστηκαν από την είσοδο της καλύβας. Ένας στρατιώτης χτυπούσε τον σκουριασμένο μεντεσέ της πόρτας με τον υποκόπανο του όπλου του.

Η Λένα πετάχτηκε από το αχυρένιο στρώμα. «Μείνε εδώ» είπε στον γιο της. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον στρατιώτη που μπήκε φουριόζος στην καλύβα. «Πού τα κρύβεις;» της φώναξε. Τον ακολούθησε ένας άλλος στρατιώτης, πιο μεγαλόσωμος και βαρύς. Αυτός ξεκίνησε να ανοίγει και να κλείνει ντουλάπια, πετώντας στο πάτωμα κατσαρόλες και σκεύη. «Μόνο μην πειράξεις το παιδί μου» τον ικέτευσε η Λένα. Λες και του έδωσε την ιδέα, ο στρατιώτης έστρεψε το όπλο του στον Θεριστή.

«Λέγε! Πού κρύβεις τα κλεμμένα;» τη ρώτησε σημαδεύοντας το μέτωπο του αγοριού. «Μη, μη» ούρλιαξε η Λένα. «Μην κάνεις κακό στο παιδί». «Που είναι τα τρόφιμα;» επέμεινε αυτός.

«Εδώ» είπε μέσα στα αναφιλητά της δείχνοντας το πάτωμα. Γονάτισε και ανασήκωσε μία σκοροφαγωμένη τάβλα. Ο στρατιώτης πήρε από τα χέρια της το τσουβάλι που έβγαλε από την κρυψώνα. Σήκωσε πρώτα το βάζο με το μέλι, και το κοίταξε στο φως του κεριού. Μετά το σακούλι με το ρύζι, τα μακαρόνια και τέλος τα παξιμάδια. «Αυτά είναι όλα;» τη ρώτησε. «Τίποτα άλλο δεν έκλεψες;» «Όχι, σας ορκίζομαι» είπε η Λένα με φωνή σβησμένη.

Ο σωματώδης φαντάρος έσπασε με τα δόντια του ένα παξιμάδι. Το μάσησε αργά, και με μια έκφραση αδιόρατης ικανοποίησης έδειξε με το πηγούνι του τη Λένα. «Συλλαμβάνεσαι» της είπε. «Μα σας τα έδωσα όλα πίσω». «Αφού έκλεψες, πρέπει να τιμωρηθείς» της είπε χωρίς να την κοιτάει. «Έκλεψα γιατί πέθανε ο άντρας μου από την πείνα και τώρα φοβάμαι μην πεθάνει και το παιδί μου».

Ο φαντάρος δεν έδειχνε να τη λυπάται. Ούτε καν να ενδιαφέρεται για ό,τι του έλεγε. Έδεσε τους καρπούς της σφιχτά με ένα φθαρμένο σχοινί, και την τράβηξε προς την έξοδο. «Άφησέ τη», ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή του Θεριστή. Έκανε να προχωρήσει προς το μέρος τους. Το υψωμένο όπλο του στρατιώτη, όμως, δεν του άφησε περιθώριο. «Πάρτε εμένα», είπε η Λένα, «αλλά μην αγγίξετε τον γιο μου». Και γυρνώντας προς το μέρος του ψέλλισε: «Να είσαι δυνατός». Αυτή ήταν η τελευταία φράση που άκουσε από τα χείλη της.

Η είδηση για τη σύλληψη της Λένας κυκλοφόρησε στο χωριό όπως τα σωματίδια της σκόνης που χόρευαν στον καυτό αέρα. Όλοι μονομιάς έγιναν επιθετικοί απέναντί στον Θεριστή. «Από το δικό μας μερίδιο έκλεβε η μάνα σου» του είπε η Τασία. «Αυτά που έτρωγες εσύ, έλειπαν από τα δικά μου παιδιά» είπε ο Λευτέρης. Οι υπόλοιποι δεν του μιλούσαν καν. Ακόμη και οι φίλοι του τον κοιτούσαν καχύποπτα. Όσοι δεν τον περιφρονούσαν, τον φοβόντουσαν. Όσο οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε σκιές, τόσο έτρεμαν ακόμη και τη σκιά τους.

Ο Θεριστής κλεινόταν ολοένα και περισσότερο στο κουκούλι της απομόνωσης που όριζαν οι τοίχοι της καλύβας. Δεν είχε πια δυνάμεις, κι ας αντηχούσαν στο μυαλό του τα τελευταία λόγια της Λένας: «Να είσαι δυνατός». Έμενε ξαπλωμένος, για ώρες ατελείωτες, στη μπάλα από άχυρο που είχε για κρεβάτι, σκαρώνοντας παραμύθια με τα μάτια κλειστά. Για να διαχωρίζει τα παραμύθια από τα όνειρα, τσιμπούσε πού και πού τον λοβό του αυτιού του. Αν πονούσε, δεν ονειρευόταν. Εφόσον δεν ένιωθε πόνο, συνέχιζε να ονειρεύεται.

Τα όνειρα, όμως, διακόπτονται απότομα. Και χάνονται. Όπως χάθηκε κι αυτό με το που έτριξε η ξεχαρβαλωμένη πόρτα. «Οι στρατιώτες» σκέφτηκε ο Θεριστής. «Ήρθαν ξανά να πάρουν κι εμένα» και κουλουριάστηκε, λες κι αυτό θα τον προστάτευε.

«Σήκω τέκνο μου» ακούστηκε η ψιλή φωνή του παπα-Λουκά. «Δεν θα σε ενοχλήσω. Ήρθα μόνο να σου πω ότι αύριο έχουμε λιτανεία». Ο Θεριστής ανακάθισε στο στρώμα. «Θα είμαστε όλοι εκεί, να προσευχηθούμε για να έρθει η βροχή». «Όλοι; Και οι φυλακισμένοι;» αναρωτήθηκε από μέσα του ο Θεριστής. «Δεν μπορείς να λείψεις» επέμεινε ο ιερέας. Ο Θεριστής ένευσε καταφατικά. Γύρισε στο στρώμα του, αλλά αυτό το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Για πρώτη φορά στη ζωή του, προσευχήθηκε. Αντί για προσευχή, όμως, ψέλλιζε το νανούρισμα που άκουγε από τα χείλη της μάνας του:

«Δώσε καρδιά μου στο παιδί τον πιο γλυκό σου χτύπο,

για να του κάνει συντροφιά,

μες σε βροχή και συννεφιά,

όταν εγώ θα λείπω.»*

Συνέχισε να προσεύχεται έως ότου έφτασε η ώρα να πάει στη λιτανεία. Χτένισε τα μακριά μαλλιά του προς τα πίσω με τα δάχτυλα, ξεσκόνισε το χιτώνιο και γυάλισε τα σανδάλια του. Έφτασε από τους πρώτους στην εκκλησία. Στάθηκε στο προαύλιο, χωρίς να μιλά σε κανέναν. «Εύγε που ήρθες» είπε ο παπάς όταν τον είδε και του έκανε νόημα να μπει στο ιερό.

«Ο Μεγαλοδύναμος συγχωρεί» του είπε και του έδωσε ένα εξαπτέρυγο. Ο Θεριστής σάστισε, αλλά το πήρε και το κράτησε σφιχτά στα χέρια του. Ο παπα-Λουκάς ηγήθηκε της μεγάλης πομπής. Δίπλα του οι ψάλτες. Τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα λίγο πιο πίσω. Ανάμεσά τους και ο Θεριστής. Άκουγε τους ψαλμούς, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Επαναλάμβανε από μέσα του τη δική του προσευχή. «Δώσε καρδιά μου στο παιδί τον πιο γλυκό σου χτύπο, για να του κάνει συντροφιά…»

Ανηφορίζοντας προς το ξωκλήσι, ακούστηκε ο απόηχος μιας βροντής από κάπου μακριά. Όλοι κοίταξαν προς την κατεύθυνση του λησμονημένου ήχου. Ο αέρας φύσηκε δυνατά, βαρύς κι αυτός από την προσμονή. Τα μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονταν στον ορίζοντα που μετά από καιρό έπαψε να είναι καταγάλανος. «Μες σε βροχή και συννεφιά, όταν εγώ θα λείπω…» έπαιζε στο μυαλό του σε λούπα.

Μια δυνατότερη βροντή τράνταξε την πλαγιά. Τη διαδέχτηκε ένας κεραυνός που φλογοβόλησε τον ουρανό. Οι πρώτες στάλες έπεσαν διστακτικά, λες και η βροχή θέλησε να ψιθυρίσει την άφιξή της στο διψασμένο χώμα. Οι επόμενες στάλες πιο γρήγορα και πιο πυκνά, μέχρι που ξέσπασε η σαρωτική καταιγίδα.

Ο ιερέας σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό. «Η δύναμη της πίστης. Η δύναμη της προσευχής» επαναλάμβανε με τη συριχτή φωνή του. «Η δύναμη της δικής μου πίστης. Η δύναμη της δικής μου προσευχής» σκεφτόταν ο Θεριστής, όσο τα σύννεφα εξαπέλυαν τη γενναιοδωρία τους.

Είχαν γίνει όλοι μούσκεμα, αλλά κανείς δεν έλεγε να φύγει από τη γιορτή που έστησε γι’ αυτούς η φύση. Ο Θεριστής έκλαιγε, με δάκρυα ανακούφισης να ανακατεύονται με τις σταγόνες της βροχής. Όταν, μετά από ώρα, τα σύννεφα υποχώρησαν απρόθυμα, ένα μωσαϊκό χρωμάτων αποκαλύφθηκε μπροστά τους. Ο Θεριστής σκούπισε τα μάτια του για να δει καλύτερα το ουράνιο τόξο.

Δεν είναι μόνο τα χρώματα που μαγνητίζουν το βλέμμα του. Στη φασματική γέφυρα που σχηματίζεται μπροστά του, ισορροπούν οικείες ανθρώπινες φιγούρες. Με πρώτη τη μητέρα του. Προχωρά χαμογελαστή και ευθυτενής. Τα καστανά μαλλιά της χύνονται στους ώμους της, και τα μάγουλά της λάμπουν ροδοκόκκινα.

«Θεοφάνη μου, εγώ είμαι» λέει. Μόνο η Λένα τον λέει με το όνομά του. Μόνο η μάνα του «Έλα, Θεοφάνη μου. Ήρθε η ώρα να θερίσεις». Το αγόρι κάνει να της απαντήσει, αλλά δεν έχει λόγια. Στο μυαλό του ακούγεται ξανά και ξανά το νανούρισμα. «Δώσε καρδιά μου στο παιδί τον πιο γλυκό σου χτύπο, για να του κάνει συντροφιά…». «Έλα κοντά μου, Θεοφάνη» επιμένει η Λένα. «Μες σε βροχή και συννεφιά, όταν εγώ θα λείπω…»

Ο Θεριστής πιάνει τον λοβό του αυτιού του και τον τραβά δυνατά. Δεν πονά. Ακόμη πιο δυνατά. Τίποτα. Μπήγει με δύναμη το νύχι του αντίχειρα στο ψαχνό, αλλά και πάλι δεν νιώθει το παραμικρό. Αφήνει κατάχαμα το εξαπτέρυγο για να τσιμπήσει και το άλλο αυτί. Ξανά και ξανά. Δεν πονά. Ίσως και να μην πονέσει ποτέ ξανά.

*Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης

 

 

Γιώργος Θάνος

Ο Καιρός του Θερισμού

Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Τα ποτήρια είναι δροσερά, ιδρώνουν πάνω στον λουλουδάτο, πολυκαιρισμένο μουσαμά· το καφενείο είναι άδειο, ολόκληρο το χωριό, μικροί – μεγάλοι, βρίσκεται στα χωράφια. Ακούγονται μόνο τα τζιτζίκια, δυνατά, εκκωφαντικά μέσα στο ζεστό μεσημέρι.
Οι γονείς της Ζωής τελειώνουν τους ελληνικούς τους, κι εκείνη – τελείωσε την Δευτέρα Λυκείου λίγες ημέρες πριν – ανακατεύει ανόρεχτα το φρέντο της, παίζει νευρικά με την ασπροκόκκινη κλωστή στο χέρι της, χαζεύει στο κινητό της.
Τους σερβίρει, ευγενικά και βαριεστημένα, ο Γιάννης· είναι 20 χρονών, σήμερα είναι η σειρά του να κρατήσει το καφενείο. Όταν η Ζωή σηκώνεται, το βλέμμα του κολλά στα σημάδια που έχουν αφήσει τα πορτοκαλί καλώδια της καρέκλας στους μηρούς της, όσο εκείνη τακτοποιεί βιαστικά το άσπρο της φόρεμα.
Στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς της, δε συναντούν άνθρωπο · είναι ο καιρός του θερισμού, όλο το χωριό δουλεύει από το πρωί. Τα χωράφια είναι τακτοποιημένα και κατακίτρινα κάτω από τον ήλιο του Ιουνίου, σχεδόν αχνίζουν, οι δρόμοι μοιάζουν ανοιχτοί ως τα πέρατατης γης, το βούισμα των τζιτζικιών μπλέκεται σιγά σιγά με τα μακρινά γουργουρίσματα από τα τρακτέρ που επιστρέφουν.
Η Ζωή ξαπλώνει στο μέσα δωμάτιο, το παιδικό, το δροσερό – αλλά δεν έχει ύπνο. Στριφογυρίζει, ανασηκώνεται συνεχώς και είναι μούσκεμα, ο ιδρώτας της τρέχει ποτάμι, το στρώμα της είναι σκληρό και άβολο, αδύνατο να κοιμηθεί. Έξω, τα παιδιά του χωριού έχουν αρχίσει να μαζεύουνε κλαδάκια και ξερόχορτα για τη φωτιά του Κλήδονα, που σε λίγες ώρες θα ανάψει. Ακούει τα βροντερά τους γέλια, τη βαριά τους προφορά, βλέπει δεμάτια τα κλαδιά και θέλει να φύγει, να γυρίσει στην Αθήνα, στη γειτονιά της, στο φροντιστήριο της, στο σπίτι της.
Ξάφνου δεν αντέχει ούτε τα τζιτζίκια πια, ούτε τη λάβρα, ούτε το ροχαλητό των γονιών της· αποφασίζει να κάνει ένα περίπατο, περνά τα πρώτα σπίτια, περνά τη διασταύρωση και φτάνει ως τον ελαιώνα.
Όσο η Ζωή περπατά, ο ήλιος του Ιούνη χαμηλώνει πια, όμως το φως αντιφέγγει ακόμα, λες και ο φωτεινός δίσκος δε θέλει να φύγει, σα να μην έχει ακόμα δεχτεί πως θα χάνει πια λίγα δευτερόλεπτα κάθε μέρα. Η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη, σα φτιαγμένη από κρύσταλλο, το φως διαυγές μέχρι τα βουνά που χάνονται γαλάζια στο βάθος · τα χρώματα των δέντρων, των φύλλων, των θημωνιών, του κάμπου τριγύρω, δε θυμάται η Ζωή να τα έχει αντικρύσει πιο έντονα ποτέ της. Μέσα στο κατάφεγγο απόγευμα, τα πάντα μοιάζουν γύρω της ζωντανά και πάλλοντα. Τα τζιτζίκια επιμένουν ακόμα, φωνάζουν έξαλλα στον ήλιο που χάνεται, έχουνε πλέον αφηνιάσει.
Κάθεται στη ρίζα μιας ελιάς αιωνόβιας, αρχαίας · ο κορμός της έχει σχιστεί στα δύο, χωρά όχι μόνον έναν άνθρωπο, αλλά και δύο, αν καθόντουσαν κοντά, αν αγκαλιάζονταν σφιχτά, σκέφτεται. Ένα ζεστό, λιγωτικό αεράκι θροΐζει στον καλαμιώνα πίσω από τις ελιές · ο ψίθυρος των βούρλων, το κόασμα των βατράχων, οι τρίλιες των τελευταίων πουλιών της μέραςαρχίζουν να παίρνουν στο μυαλό της Ζωής μορφή, να γίνονται λέξεις, προτάσεις, καλέσματα χαρούμενα και παθιασμένα.
Ξάφνου, οι ρόζοι του γέρικου δέντρου παίρνουν, μέσα στο φως που αλλάζει λεπτό με το λεπτό, παράξενες μορφές, επάνω στο ασημένιο ξύλο προβάλλουν για λίγο, πριν εξαφανιστούν, ένας άντρας αγριωπός, όλος γένια και μαλλιά -ίδιος προφήτης της ερήμου -νεράιδες καλλίγραμμες δίχως πέπλα, σκανδαλιάρηδες κερασφόροι νεαροί με κεράσια κρεμασμένα στα αυτιά τους, ζώα μερωμένα και πουλιά, φρούτα ώριμα και στάχυα που χορεύουν.
Κλείνει τα μάτια της φουντωμένη, τα τζιτζίκια στα φύλλα της ελιάς σβήνουνε, το σκοτάδι πέφτει απαλά και τη σκεπάζει. Όταν ξυπνά, βλέπει από μακριά τη φωτιά του Αη – Γιάννη να φουντώνει στην πλατεία, τα αγροτικά παρκαρισμένα σειρά στην αλάνα πίσω από την εκκλησία, άντρες και γυναίκες σε κυκλωτικό χορό, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Μυρίζει παντού καλαμπόκι ψητό, καμένη ζάχαρη, χορτάρι ξερό και νυχτολούλουδο.
Πηγαίνει σαν υπνωτισμένη προς την πλατεία, οι γονείς της τής γνέφουν με ανακούφιση· έχουν ήδη πιάσει τραπέζι στο καφενείο. Περπατά αδιάφορα – και τότε βλέπει τον Γιάννη, το παιδί που τους σέρβιρε το μεσημέρι, να προχωρά προς την πυρά του Κλήδονα.
Το δέρμα του είναι μελαψό, ηλιοψημένο, στο χρώμα της γης· σαν να ‘χει πλαστεί ολόκληρος από πέτρα, χώμα και στάχια. Υγρό από τον ιδρώτα – η νύχτα του Ιούνη έχει πέσει ζεστή και η φωτιά έχει φουντώσει – το σώμα του, όσο ξεπροβάλει από το μπλουτζίν και το μακό μπλουζάκι, αστράφτει σα χάλκινο. Στα μαλλιά του φορά ένα ξερό μαγιάτικο στεφάνι, τα πόδια του είναι ξυπόλητα, στα χέρια του αστράφτει ένα δρεπάνι.
Ο Γιάννης είναι φέτος ο Θεριστής, ο βασιλιάς του Κλήδονα – όπως το έχει το έθιμο σε τούτο το χωριό.
Ο Γιάννης, ο Θεριστής, κάνει κόλπα με το κοφτερό δρεπάνι, χορεύοντας γύρω από τον πυρά, που ταΐζεται συνεχώς με κλαδιά και στεφάνια: το πετά από το ένα του χέρι στο άλλο, κατόπιν πίσω από την πλάτη του, το εκσφενδονίζει ψηλά για να το ξαναπιάσει ύστερα με σιγουριά, το ισορροπεί επικίνδυνα στα ακροδάχτυλα του, γελώντας. Γύρω του, αρκετοί έχουν αρχίσει να πηδούν πάνω από τη φωτιά, οι πιο μικροί στις άκρες της πυράς, οι πιο τολμηροί στο κέντρο της, βγάζοντας αλαλαγμούς και κραυγές, φωνάζοντας και σφυρίζοντας, τραγουδώντας και τσουγκρίζοντας ποτήρια.
Με κόκκινα μάγουλα από τη φωτιά, ζαλισμένη από τη ζέστη, τη μουσική και την μπύρα που κάποιος της έβαλε στο χέρι, η Ζωή κοιτά το Θεριστή με κομμένη την ανάσα, νιώθοντας κάθε του κίνηση σχεδόν βαθιά, ως τα μέσα της. Χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του, τον βλέπει να έρχεται προς το μέρος της, κραδαίνοντας το δρεπάνι του · το χαμόγελο του αστράφτει από τις φλόγες και τα λαμπιόνια του πανηγυριού.
Τα αγόρια και τα κορίτσια τριγύρω αρχίζουν να χειροκροτούν ρυθμικά, η Ζωή νιώθει το έδαφος να στριφογυρνά από κάτω της κι ένα πύρωμα να τη ζώνει από το κεφάλι ως τα ακροδάχτυλα της. Καθώς ο Θεριστής φτάνει δίπλα της, ακόμα κι οι γρύλοι και τα τριζόνια του βραδιού ορκίζεται πως βουβαίνονται: υπάρχουν τώρα μοναχά εκείνη κι η φωτιά – κι ο Γιάννης, που με μια παιχνιδιάρικη κίνηση της κόβει το μαρτάκι που φορά στο χέρι και το πετά στην πυρά – η χάντρα του πετά σπίθες καθώς καίγεται και λιώνει – πριν βγάλει το μαγιάτικο στεφάνι από το κεφάλι του για να το φορέσει στο κεφάλι της Ζωής.
Κι εκείνη βγάζει τα παπούτσια της, σηκώνει το φόρεμά της ψηλά ως τους μηρούς, κοιτά το Γιάννη στα μάτια – και πηδά με φόρα ίσια επάνω στη φωτιά, στη φωτιά που άναψε απόψε και δε θα σβήσει πια ποτέ.

Ελένη Καραμαγκιώλη

Τη λένε Κλαίρη

Τη λένε Κλαίρη. Είναι όμορφη, μελαχρινή με λευκό δέρμα. Μένει μόνιμα στο Λονδίνο κι ανεβάζει βίντεο σε κανάλι στο YouTube με συμβουλές για μακιγιάζ. Κοιτάζει σταθερά στην κάμερα, ανασηκώνει αυστηρά τα τοξωτά της φρύδια, δίνει οδηγίες με σοβαρό ύφος, τα καστανά μάτια της αιχμαλωτίζουν, δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από το βλέμμα της. Μερικά βράδια ξυπνάω κάθιδρος, βάζω ένα βίντεο στην τύχη, την εκλιπαρώ σιωπηλά να κάνει λίγο πιο αργά, να ακουμπήσει το πινέλο της πιο απαλά στα μάγουλά της και στον λαιμό της, την παρακαλώ να μη βιαστεί, μη το ξεχάσει, η ίδια το λέει πάντα, είναι σημαντικό η πούδρα να απλώνεται σε όλες τις επιφάνειες που μένουν εκτεθειμένες. Με παίρνει πάλι ο ύπνος με την αίσθηση ότι ένα τεράστιο πινέλο, αυτό της πούδρας, μεγεθυμένο, ανιχνεύει το σβέρκο μου, περνάει από την πλάτη μου και φτάνει ως τα πόδια, όταν φτάνει λίγο πάνω από τη φτέρνα αποκοιμιέμαι σαν παιδί, όπως όταν η μάνα μου έριχνε πάνω μου το σεντόνι και με σκέπαζε ολόκληρο.

Την είδα πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, τον πρώτο Ιούνιο της πανδημίας. Ήταν μια από εκείνες τις ολόιδιες μεταξύ τους ημέρες. Είχα αποχαυνωθεί για άλλη μια φορά από τις ατελείωτες ώρες μπροστά στον υπολογιστή, είχα κάνει ελλειπτικό, η Άννα είχε βγει να περπατήσει, και αφού είχαμε τελειώσει αμίλητοι το φαγητό, ακόμη μια συνταγή που είχε ακολουθήσει η Άννα από το ίνσταγκραμ, είχαμε ξαπλώσει με τα κινητά στα χέρια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος χαζεύοντας. Η ακτινοβολία από την οθόνη έσβηνε σαν γόμα τις άκρες από τα φρύδια, τα ματοτσίνορα, το χρώμα των χειλιών της Άννας, στο ημίφως η γυναίκα μου γινόταν μια άλλη.

«Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εφαρμόσετε το άι λάινερ, αρκεί να βρείτε το κατάλληλο προϊόν για εσάς, ξεκινάμε από την άκρη του ματιού…», η φωνή, που ερχόταν σαν σήμα από το υπερπέραν και περνούσε μέσα από την οθόνη είχε μια χροιά ασυνήθιστα βαθιά, σαν να έβγαινε από ένα μέρος μέσα από τη γυναίκα που μιλούσε, ίσως κάπου κοντά στην κοιλιά της, όπου τίποτα δε συνέβαινε και μόνο το γουργουρητό από τα σπλάχνα ακουγόταν. Μου άρεσαν πάντα τα ήσυχα μέρη.

Η Άννα την παρακολουθούσε κι αυτή σαν υπνωτισμένη, είχε φέρει το τηλέφωνο πολύ κοντά στο πρόσωπό της, για να δει με κάθε λεπτομέρεια πώς η Κλαίρη σχημάτιζε την γραμμή του άι λάινερ σύριζα στις βλεφαρίδες. Κόλλησα πάνω στην Άννα για να βλέπω καλύτερα. Η Κλαίρη, αφού είχε μουντζουρώσει σκόπιμα το ένα μάτι για να δείξει τη λάθος τεχνική, τώρα είχε γυρίσει το ένα μάγουλο προς την κάμερα κι έστρωνε με τα δάχτυλά της πάνω στη λεία επιφάνεια ένα κολλώδες ροζ υγρό. Δέκα μακριά, λεπτά δάχτυλα, στακάτα, σαν να χτυπούν σε γραφομηχανή, ένιωσα να διαγράφουν κύκλους πάνω στο δέρμα μου, δέκα δάχτυλα που στις άκρες είχαν υπολείμματα ροζ χρώματος. Έτριψα το μάγουλο ασυναίσθητα στο μαξιλάρι της Άννας, εκείνη γύρισε πλευρό, την είχε ξαφνιάσει η σωματική επαφή μας, έστω και στιγμιαία.

Από τότε, ζω με την Κλαίρη. Τα πρωϊνά στην τουαλέτα διαλέγω τα βίντεο με τις συμβουλές για τα ειδικά εργαλεία του μακιγιάζ, έχει ένα βαλιτσάκι, που μοιάζει με το δικό μου με τα εργαλεία, με τη διαφορά ότι το δικό της είναι γεμάτο με πινέλα σε κάθε μέγεθος και μορφή. Καμία φορά, με πληγώνει να την βλέπω, χρησιμοποιεί ένα εξάρτημα αρκετά ογκώδες για να ανασηκώνει τις βλεφαρίδες της και τρέμω μήπως με μια λάθος κίνηση αυτό την τραυματίσει, δεν είναι να παίζει κανείς με τα μάτια. Στη δουλειά κάνω μικρά, τακτικά διαλείμματα για να δω γρήγορα τί αφιερώματα έχει ετοιμάσει και πόσα νέα βίντεο έχει ανεβάσει. Τα βράδια, αργά, όταν κοιμάται η Άννα, την βλέπω χωρίς ήχο, τα χέρια της κινούνται ασταμάτητα, μιλάει συνέχεια, φαντάζομαι ότι πίσω από τις οδηγίες της για τα κρεμώδη κραγιόν και τα κονσίλερ κρύβεται ένα μήνυμα για εμένα και προσπαθώ να το αποκρυπτογραφήσω, ενόσω εκείνη βάφει, απλώνει κρέμες και αναμειγνύει υλικά.

Σε δύο μέρες κλείνουμε δύο χρόνια, μαζί με την Κλαίρη για εμένα, για εκείνη δε με αφορά. Είναι Ιούνιος και η Άννα έχει αρχίσει να ρωτάει για τις διακοπές. Τα βράδια κλείνει νωρίς το κινητό για να το συζητήσουμε, όταν δεν την φωτίζει το Xiaomi, η Άννα γίνεται πάλι Άννα και αυτό μου προκαλεί άγχος. Έχει ξεκινήσει η ζέστη, κοιμόμαστε πια με ανοικτή την μπαλκονόπορτα. Τις προάλλες μας ξύπνησαν οι φωνές από τον ακάλυπτο, ήταν ένα ζευγάρι, που έκανε έρωτα. Δεν είπα κουβέντα, μόνο έβαλα την Κλαίρη να παίζει, δυνάμωσα τον ήχο και βγήκα στο μπαλκόνι για να την ακούσουν. Η Άννα έφυγε από το κρεβάτι και πήγε να ξαπλώσει στο σαλόνι.

Απόψε δεν υπάρχει διαφυγή, μου το ξεκαθάρισε όταν έφευγε το πρωί για το γραφείο, θα μιλήσουμε για τις διακοπές το βράδυ, μου συνέστησε να έχω σκεφτεί ως τότε και να προτείνω μέρος, το μυαλό μου δεν πάει πουθενά, έχει σταματήσει στην Κλαίρη και στα απίθανα καλλυντικά της, γιατί εκείνη γνωρίζει ποια είναι τα καλύτερα και πού θα τα βρούμε. Ανοίγω το ντουλάπι στο μπάνιο και ψάχνω. Κάπου έχω δει ότι βάζει τα σύνεργα του μακιγιάζ η Άννα. Πίσω από τις κρέμες της και τα αφρόλουτρα, βρίσκω τα νεσεσέρ, ψαχουλεύω και βγάζω πρώτα μια μάσκαρα, μετά το κονσίλερ, ύστερα το υγρό μέικαπ. Ανοίγω τις συσκευασίες και τα δοκιμάζω. Έχω εκπαιδευθεί καλά, αναγνωρίζω αμέσως τη χρήση που έχουν όλα αυτά τα μικρά μπουκάλια και σωληνάρια. Τα χρησιμοποιώ με τη σειρά, που έχει δείξει τόσες φορές η Κλαίρη. Τα δέκα μακριά δάχτυλα έχουν επιστρέψει και με γεμίζουν με γραμμές, χρώματα, μπεζ και λευκά υγρά. Αφήνω το πρόσωπό μου στα χέρια της, η Κλαίρη μόνο μπορεί να με βάψει, να με πλάσει, να με μεταμορφώσει σε αυτό που ήμουν και το ξέχασα. Απόψε, η Άννα θα με δει, για πρώτη φορά όπως είμαι αληθινά, όπως με έκανε η αγάπη. Δεν υπάρχει λόγος να κρύβομαι πια. Τη λένε Κλαίρη.

Σοφία Μπραϊμάκου

Ο θερισμός του Φώτη

Από καιρό τον Φώτη τον είχα ξεγράψει. Θα μου πεις, γιατί, μια χαρά ήταν ο άνθρωπος κι ό,τι μπορούσε το ‘κανε. Με τα δυο τα παιδάκια του, τη γυναίκα του, τα πεθερικά του, το διαμερισματάκι του, το αυτοκίνητό του, τη δουλίτσα του, τα δάνειά του, όλα τα είχε. Όμως εγώ όταν τον κοιτούσα έβλεπα έναν άντρα με ένα βλέμμα θολό σαν μπαγιάτικου ψαριού, έναν άντρα που είχε κυρτώσει από τη ζωή, λες και όλη αυτή η καθημερινότητα γι’ αυτόν δεν ήταν, παρά ένα μεγάλο στραπάτσο. Τον παρατηρούσα την ώρα που βούρτσιζε τα δόντια του, που οδηγούσε, που μιλούσε με τα παιδιά του, ακόμα και όταν έκανε έρωτα με τη γυναίκα του. Ήταν πάντοτε προσεκτικός. Έκανε τακτικά τσεκ απ, έπαιρνε την πίεσή του και φορούσε ζώνη ασφαλείας για να πάει ακόμα και στο περίπτερο -αν και σε αυτό το σημείο, η προβληματική δεν είναι η ζώνη ασφαλείας, αλλά πως ο Φώτης χρησιμοποιεί αυτοκίνητο για την παραμικρή μετακίνηση-.

Τώρα λοιπόν που το ξανασκέφτομαι με την απόσταση που μου εξασφαλίζει ο χρόνος, βρίσκω περίεργο πως όσο κι αν το κάθε τί πάνω του ήταν κερωμένο από αυτή τη συμβατική, ευλογημένη ρουτίνα, τόσο εγώ θεωρούσα πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά μ’ αυτόν.

Κάποτε, πετύχαινα με την άκρη του ματιού μου το πλαδαρό του κορμί να περιφέρει πέρα δώθε τη συνθηκολόγηση με τη φθορά. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Φώτης εξελισσόταν στο είδος του ανθρώπου που δεν είχε μία ιστορία της προκοπής. Ούτε η σχέση του με την Ελένη, ούτε τα παιδιά του, ούτε η δουλειά του, ούτε καν, αυτή η περίεργη ελιά που είχε εντοπίσει στην περιοχή του ώμου κι είχε το σχήμα ενός μικρού δρεπανιού -χάρη στην οποία εντάχθηκε μέσα σε μια ιατρική στατιστική γεμάτη δείκτες γενικών συμπερασμάτων-, ήταν αρκετά για να φτιάξουν μια ιστορία αρκούντως ενδιαφέρουσα. Ήμουν δε, σίγουρος, πως αν αυτός ο τύπος μού είχε συστηθεί ένα πρωί προσφέροντας μια χειραψία και την επαγγελματική του κάρτα και το βράδυ τον πετύχαινα σε ένα μπαρ, δεν θα τον θυμόμουν.

Πότε ακριβώς συνέβη η καθοριστική στιγμή που οδήγησε σε αυτή την προσωπαγνωσία, δεν μπορώ με σιγουριά να πω. Άραγε, να συνέβη όταν έγινε η αναπόφευκτη αραίωση στο μισό του κεφάλι, ή όταν κατάλαβε πως δεν θα έκανε πραγματικότητα τα όνειρά του (άλλωστε, σάμπως και κι αυτά δεν ήταν εξίσου συνηθισμένα;). Ίσως πάλι, όταν κατάλαβε πως δεν ποθούσε τη γυναίκα του όπως πριν. Μετά το δεύτερο παιδί εξάλλου, κι αυτή αφέθηκε, αντάλλαξε χωρίς κανέναν ενδοιασμό τον ρόλο της γυναίκας που τον τρέλαινε με ένα της άγγιγμα με αυτό της μάνας. Τώρα πια, ακόμα και όταν την έβλεπε να κοιμάται στο κρεβάτι με μισοσηκωμένο το νυχτικό της δεν ένιωθε να φλέγεται. Του πέρασε από το μυαλό πως το πρόβλημα δεν ήταν η γυναίκα του, αλλά ο ίδιος. Όπως φαίνεται λοιπόν, ήταν περισσότερο μια εξελικτική διαδικασία που οδήγησε αυτόν τον συνηθισμένο τύπο σε μια συστηματική εξαφάνιση από οτιδήποτε τον καθιστούσε διακριτό και μια άλλη, διόλου εξελικτική, παρά αιφνίδια, επικίνδυνη και γι’ αυτό, άκρως συναρπαστική, που τον οδήγησε από τη νεκροφάνεια στην ανάσταση εκ νεκρών.

Το είχε για αρχή ο Φώτης, ακόμα και πριν παντρευτεί, να μη μπλέκει τα προσωπικά του με τα επαγγελματικά. Δώδεκα χρόνια παντρεμένος με δυο παιδιά, μακριά απ’ αυτόν τέτοια μπλεξίματα. Ούτε λογάριαζε τον εαυτό του για τόσο κρετίνο για να απαξιώσει τη μητέρα των παιδιών του μ’ αυτόν τον τρόπο. Πάντως, όταν η Εύη του είπε πως οι συνάδελφοι έχουν κανονίσει έξοδο μετά το γραφείο, εκείνος σκέφτηκε «πού να τρέχω τώρα», το πουκάμισο είχε γίνει ένα με το δέρμα του από το πρωί, άσε που είχε υποσχεθεί ποδήλατο και παγωτό στον μικρό. Όχι ότι ήταν τυφλός και δεν είχε παρατηρήσει την Εύη. Είχε ένα κορμί θεϊκό που αψηφούσε κάθε νόμο βαρύτητας. Κι έτσι όπως σκεφτόταν την Εύη, ή μάλλον, το κορμί της Εύης, αυτοστιγμεί, τινάχτηκε από τη θέση του και με τον τρόπο αυτό τίναξε και κάθε κακή σκέψη που προοικονομούσε τον χαμό που με μαθηματική ακρίβεια θα έσκαγε. Στο τέλος, αποφάσισε να πάει, στο κάτω της γραφής στην εταιρεία είχαν μόλις κλείσει μια σημαντική συμφωνία.

Όταν μπήκε στον «Κλήδονα», τα τραπέζια ήταν ήδη γεμάτα. Μέσα στην κοσμοσυρροή, είδε την Εύη να του κάνει νεύμα, είχε φυλάξει δίπλα της μια άδεια θέση. Για όλο το υπόλοιπο βράδυ κανείς από τους δυο τους δεν είχε μάτια για άλλον άνθρωπο. Αστειευόταν εκείνος, η Εύη γελούσε, πόσο καιρό είχε να γελάσει κάποιος με κάτι που είπε εκείνος, ρε, θεέ μου, πόσο, έλεγε από μέσα του και συνέχιζε να της λέει αστεία και η Εύη να γελάει και να πέφτει πάνω του και να τον αγγίζει, ίσως τελικά, ο Φώτης να μην ήταν τόσο ξεγραμμένος όσο νόμιζα, ίσως απλά να είχε πέσει σε μια συναισθηματική αδράνεια που τον έκανε ληθαργικό, μα τώρα, φαινόταν πως είχε ξυπνήσει για τα καλά και δεν θα μετάνιωνε που δεν θα κρατούσε την υπόσχεσή του στον μικρό να τον πάει για ποδήλατο και παγωτό, ούτε όταν θα ρωτούσε την Εύη πού μένει «κι εγώ από εκεί πάω, θα σε κατεβάσω με το αυτοκίνητο, ποιο ταξί, μην το συζητάς καθόλου», ούτε όταν κόλλησε το στόμα του πάνω στο δικό της, ούτε όταν κατέληξε μαζί της σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, το πρώτο από τα πολλά δωμάτια που θα έδιναν ραντεβού μετά το γραφείο, ούτε όταν προσπάθησε μα δεν μπορούσε, δεν ήθελε να σταματήσει.

Άλλος άνθρωπος ο Φώτης. Με έβλεπε μέσα από το νοτισμένο τζάμι του καθρέφτη του μπάνιου και χαμογελώντας πονηρά μου έκλεινε το μάτι. Το κορμί δεν ήταν πια πλαδαρό μα έσφυζε από σφρίγος και το βλέμμα, από θολό σαν μπαγιάτικου ψαριού, ακτινοβολούσε ζωή. Επιτέλους, είχε κι αυτός ο φουκαράς μια ιστορία να διηγηθεί, τη μόνη ιστορία που δεν βαριέται κανείς να ακούει.

Δυο μήνες κράτησε η σχέση του με την Εύη. Όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η γυναίκα του τα έμαθε όλα. Χωρίς δεύτερη σκέψη εκείνος διέκοψε τον δεσμό του, μα ήταν αργά. Ανένδοτη η Ελένη. Μια μέρα, κάπου μέσα Ιουνίου, ο Φώτης γύρισε από τη δουλειά και βρήκε ένα άδειο σπίτι. Ικέτεψε, παρακάλεσε, απείλησε. Διαζύγιο. Διατροφές. Επιμέλειες. Επισκέψεις τα σαββατοκύριακα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή του άρχισε να καταρρέει σαν μια καλοστημένη παρτίδα ντόμινο. Μαθεύτηκε και στη δουλειά. Κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Η Εύη στο μεταξύ, είχε παραιτηθεί, φωτογραφίζοντάς τον ως υπαίτιο. Δεν ήταν ψέμα.

Να τος πάλι, μπαστακωμένος πάνω μου. Ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω πώς κατάφερα να ξεμείνω μόνος μαζί του. Βλέπω τα δάκρυά του κι ακούω συνεχώς κατηγορίες να εκτοξεύονται σα βέλη. Η ιστορία του είναι παντελώς κοινότυπη, γεμάτη με κλισέ. Ένας άντρας με κρίση μέσης ηλικίας που καταστρέφει τον γάμο του για λίγη φτηνή έξαψη.

«Ούτε ο πρώτος είσαι Φώτη, ούτε ο τελευταίος», λέω στο είδωλό μου φωναχτά την ώρα που κλείνω τη βρύση του μπάνιου. Ύστερα, πλησιάζω τον καθρέφτη, αφήνω την πετσέτα να γλιστρήσει στο πάτωμα και με αργές, προσεκτικές κινήσεις αρχίζω να επεξεργάζομαι ψηλαφητά την ελιά στον ώμο. Ένας αθώος σπίλος ήταν που από τη μια μέρα στην άλλη μεταλλάχθηκε σε ένα τεράστιο κακοφορμισμένο ανάγλυφο δρεπάνι. Παρακάτω, από το στήθος, τον θώρακα, την κοιλιά, την πλάτη, ως τους μηρούς και τα δάχτυλα των ποδιών, έχει καρποφορήσει ένας κάμπος∙ ένα ολόκληρο κορμί γεμάτο άνθη και γεννήματα σπαρτών. Τα φυσώ και με το χνότο που αφήνω στον καθρέφτη υπογράφω το τέλος της ιστορίας, ένα Θ κεφαλαίο και το σημάδι του δρεπανιού.

Τον κοιτώ κατάματα καθώς το κραδαίνω προς το μέρος του, ενώ ο Φώτης, στάχυ ολόχρυσο, δείχνει πρώτη φορά να συνειδητοποιεί, να λυγίζει, να περιμένει.

Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου

Το σπίτι ή μαϊντανός στα δόντια.

Μνημόνευσα όλα τα ονόματα σήμερα. Είναι τα χρυσά κόλλυβα, είπε η Β στο τηλέφωνο.

Το ήξερα ότι σήμερα είναι τα χρυσά κόλλυβα αλλά προτίμησα να φάω ομελέτα με αγκινάρες στον Αρνάδο. Εδώ και δυο ώρες αποφεύγω να γράψω. Τώρα ξεκίνησα. Κάθομαι πίσω από το φεγγάρι. Καλύτερα, κάθομαι-κυριολεκτικά- στο βάθος της βεράντας και από εδώ δεν φαίνεται η πανσέληνος. Καλύτερα; Κυριολεκτικά, τουλάχιστον.

Συνεχίζει.

Δεν θέλω να πάω στο σπίτι της μάνας μου. Στο σπίτι όπου πέθανε ο πατέρας μου. Στο νοσοκομείο πέθανε, στο σπίτι έλιωνε επί έξι μήνες καθηλωμένος στο ειδικό κρεβάτι. Το κρεβάτι βρίσκεται στην αποθήκη και θα το πουλήσω. Χθες πούλησα το σκρίνιο για τετρακόσια ευρώ. Ο αγοραστής, ένας χοντρούλης νεαρός, θα το στείλει στο Άγιο Όρος για να διασωθεί, λέει. Κι εγώ του είπα, αχ, τι ωραία, ήταν προίκα της προγιαγιάς μου -ψέματα- που ήταν κόρη ράφτη -αλήθεια. Το σκρίνιο ήταν, είναι μεγάλο, δύο και ογδόντα στο ύψος, ένα κι εξήντα στο πλάτος. Μεγάλο, σκαλιστό, από καρυδιά υποθέτω, πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο. Δεν ήταν οικογενειακό κειμήλιο. Ήταν μια από τις αντίκες που αγόρασε η μάνα μου όταν βγήκε στη σύνταξη. Απόψε έχει κουνούπια. Ένα με τσίμπησε στο αριστερό μάγουλο, ψηλά στο κόκκαλο. Τα φιδάκια που με θυμιατίζουν εκατέρωθεν της πολυθρόνας, δεν πτοούν τα κουνούπια. Η νύχτα γίνεται όλο και πιο φωτεινή.

Συνεχίζει.

Οικονομικά με συμφέρει να μετακομίσω στο σπίτι της μάνας μου. Δεν θα πληρώνω νοίκι και. Και τι; Θα τριγυρίζω στα ογδόντα πέντε τετραγωνικά μέτρα. Θα γκρεμίσω τους τοίχους στους οποίους η μάνα μου δεν είχε αφήσει ούτε πιθαμή ακάλυπτη. Θα φτιάξω καινούργιο μπάνιο και από το φωταγωγό θα μυρίζω τα φαγητά των άλλων. Την επόμενη βδομάδα θα πάρουν -θα δώσω- όσα έπιπλα δεν έχουν πιθανότητα να πουληθούν. Μέχρι τώρα έχω πουλήσει το μίξερ, αχρησιμοποίητο ήταν, εκατό ευρώ, ένα ξύλινο, στρογγυλό τραπεζάκι με σκαλιστή βάση, σαράντα ευρώ, ένα μικρό βάζο από πράσινη οπαλίνα, δέκα ευρώ. Ανάβω τσιγάρο, φοβάμαι τον καρκίνο, κοιτάζω τα ροζ λουλούδια της βουκαμβίλιας. Αυτά κοιτάζουν την πανσέληνο, οι γείτονες ακούνε Γκάτσο ενώ ακούγονται τα μαχαιροπίρουνα. Είδα την ξαδέλφη στο λιμάνι και δεν της μίλησα. Ντράπηκα. Ντρέπομαι που ντράπηκα. Έχω ξεροσαφρακιάσει, ευρώ, τετραγωνικά, δωμάτια, έπιπλα. Τεντώνω τα χέρια σε πλήρη έκταση, ακούγονται οι κλειδώσεις και οι άντρες που μιλάνε απέναντι. Αυτοί που άκουγαν Γκάτσο. Τώρα μιλάνε πιο δυνατά.

Συνεχίζει.

Το σπίτι της μάνας μου. Δεν είναι το σπίτι μου. Το σπίτι των γονιών μου ήταν ένα λιτό, αστικό διαμέρισμα που η μάνα μου το έκανε αποθήκη της απελπισίας της. Δεν θέλω να πάω στο σπίτι της μάνας μου. Κάδρα πενήντα εκατοστών με φωτογραφίες που. Με δικές μου φωτογραφίες, νύφη λαμπερή σε ένα παιχνίδι ξένο. Παιδάκι, θέλεις να παίξουμε; Ένας τοίχος με φωτογραφίες του γιού μου. Τώρα ο γιος μου είναι ένας άντρας ένα κι ογδόντα έξι. Σφίγγομαι. Γιατί η Β ήθελε να μου πει ότι σήμερα ήταν τα χρυσά κόλλυβα; Με ρώτησε τι κάνω. Τι κάνω; Θερίζω τη σοδειά της μάνας μου. Σφίγγομαι. Θερίζω το σκληρό καρπό -κούφιος, παλιός, χρυσός, άχρηστος. Το φεγγάρι μετατοπίστηκε, ήρθε απέναντι, λάμπει απέναντι. Τα χρυσά κόλλυβα, το μεγάλο ψυχοσάββατο, λέει, σήμερα 3 Ιουνίου, εννέα μέρες μετά την ανάληψη του Ιησού, λέει, μνημονεύονται όλοι οι νεκροί σήμερα, λέει, από τον Αδάμ όλοι οι νεκροί οι νεκρές δεν μνημονεύονται;

Δεν συνεχίζει.

Ήρθε η μάνα μου χθες βράδυ. Κοιμόμουν, νομίζω. Φορούσε μια μαύρη λινή μπλούζα με κοντά, φαρδιά μανίκια που φούσκωναν στους ώμους σαν πεόνιες. Κοιμόμουν, νομίζω. Χαμογελούσε, το υπόλοιπο πρόσωπο ήταν θολό. Στεκόταν όρθια κοντά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, όλο το δωμάτιο ήταν φωτεινό, όπως παλιά, πολύ παλιά. Κι αυτή ήταν παλιά, λίγο πριν τα εξήντα. Κρατούσε στο δεξί χέρι ένα κλειδί αυτοκινήτου ή ένα μικρό, μαύρο κερί, δεν φαινόταν, το έκρυβε κρατώντας το στο πλάι. Δεν μίλησε αλλά το χαμόγελο και τα θολά της μάτια είπαν «να το αυτό που ψάχνεις». Πάντα κάτι σου έδινα κι ας μη το ήθελες, σκέφτηκα ότι σκεφτόταν, αυτό είναι το τελευταίο που έχω να σου δώσω, ξέρω καλά ότι σκεφτόταν, αλλά δεν μου το έδωσε, ξύπνησα, νομίζω.

Συνεχίζω: σήμερα ήταν τα σκληρά κόλλυβα της μάνας μου, ζυμωμένα με ζάχαρη, ρόδια και μπόλικο μαϊντανό. Δεν μου αρέσει η ζάχαρη. Πάω για ύπνο. Ήταν ωραίο το τσίπουρο, μυρωδάτο όπως το νησί. Ωραία η βόλτα στο νησί σήμερα, οδήγηση, ήλιος, φαΐ, χαζογκλαμουριές κι εμείς να μιλάμε για ποίηση. Το φεγγάρι ανέβηκε κι άλλο. Κοιτάζει κατάματα, ναι, αλληλοκοιταζόμαστε, μόνιμο φλερτ, κάθε είκοσι οκτώ μέρες κοιτάζω με χαζό χαμόγελο την πανσέληνο. Πόσα τσιγάρα κάπνισα απόψε; Επιτέλους τα κουνούπια με αποφεύγουν. Γιατί η Β μου τηλεφώνησε για το ψυχοσάββατο; Μαμά μου. Πάω για ύπνο, θα διαβάσω Αμανίτι για να κοιμηθώ. Δίπλα μου θα κοιμηθεί η Κάδμω μήπως και φάει τα σκληρά κόλλυβα, κι ας κολλήσει μαϊντανός στα δόντια, μαμά μου.

Μάνος Ραγιάδης

Είμαστε οι ατασθαλίες μας στην τελική

Δεν έκλαιγε επειδή αθέτησαν την υπόσχεσή τους, είχε συνηθίσει πια. Θα έχανε κάτι σημαντικό, αυτό τον έτρωγε. Έβλεπε όλη μέρα τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης να συγκεντρώνουν πολεμοφόδια, πλαστικά μπουκάλια, σακούλες, μπαλόνια, ό,τι μπορούσε να συγκεντρώσει ο καθένας. Αυτός ήταν έτοιμος ήδη. Είχε προσαρμόσει ένα μπιτόνι στη λαβή του νεροπίστολού του, απ’ όπου με ένα σωληνάκι θα μπορούσε να αντλεί αδιάκοπα την επιθυμητή για τον στόχο ποσότητα. Η συνάντηση ήταν το απόγευμα στις βρύσες στο πάνω μέρος της πλατείας. Εκεί όλα αυτά θα γέμιζαν νερό και θα ξεκινούσε η μάχη, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν εκ των προτέρων γνωστό. Όλοι θα γύριζαν σπίτι τους μούσκεμα, οι γονείς τους θα τους αφαιρούσαν γκρινιάζοντας τα ρούχα, θα τους μίλαγαν για πνευμονίες, θα θυμόταν τις άθλιες επιδόσεις τους στη σχολική χρονιά που είχε μόλις τελειώσει και θα τους έστελναν για ύπνο χωρίς βραδινό. Για να γίνουν όμως αυτά, έπρεπε πρώτα να είχε εξασφαλίσει την απαραίτητη άδεια να μεταβεί στο σημείο.

Ειλικρινής καθώς ήταν, είχε ενημερώσει εκ των προτέρων για τις προθέσεις του, είχε λάβει μισή θετική απάντηση, η οποία όμως μετατράπηκε σε άρνηση λίγες ώρες νωρίτερα. Τελευταία στιγμή τους ειδοποίησε η αδερφή του ότι θα τους επισκεπτόταν με τον νέο της σύντροφο. Ήταν ο τρίτος ή ο τέταρτος μέσα στη χρονιά, ή μπορεί να ήταν ο ξανά ο πρώτος ή ο δεύτερος, όλοι ίδιοι του φαινόταν, κοστουμαρισμένοι, αρωματισμένοι, γιατροί ή δικηγόροι. Τους άκουγε από κάτω να φωνάζουν και να γελάνε, αλλά αρνιόταν πεισματικά να κατέβει για να συμμετέχει. Σκέφτηκε ότι είχαν αποδεχτεί την απόφασή του, είχε περάσει πάνω από ένα μισάωρο από την τελευταία φορά που του χτύπησαν την πόρτα για να τον παρακαλέσουν να κατέβει για να μοιραστεί μαζί τους τα χαρμόσυνα. Τον είχαν ξεχάσει.

Κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσε, έχωσε τον οπλισμό του σε μια τσάντα, ντύθηκε και βγήκε από το παράθυρο. Δεν ήταν και τόσο ψηλά, κρεμάστηκε και αφέθηκε να πέσει. Ο μοναδικός μάρτυρας της απόδρασής του φάνηκε να είναι ο σκύλος του γείτονα, σαν να κατάλαβε όμως, δεν έβγαλε άχνα. Πλησίασε στον φράχτη, σηκώθηκε στα δυο του πόδια και τον παρατήρησε σιωπηλός να ανοίγει την αυλόπορτα και να τρέχει μακριά.

Ο δρόμος μέχρι την πλατεία του φαινόταν ατελείωτος, δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν, απλά ήλπιζε να είχαν μείνει μερικοί στεγνοί μέχρι τότε για να μπορέσει να δοκιμάσει την εφεύρεσή του.

Όταν κατάφερε τελικά να φτάσει η σύγκρουση φαινόταν να διανύει κάποιου είδους κορύφωση. Πίδακες νερού εκτοξεύονταν προς κάθε κατεύθυνση, στρατηγικές εγκαταλείπονταν μονομιάς, τα δεκάδες θύματα εκλιπαρούσαν βρεγμένα για ανακωχή. Μια στρατιά είχε παραταχθεί μπροστά στις βρύσες και απέτρεπε τους υπόλοιπους να πλησιάσουν. Τα ρούχα τους έσταζαν, ήταν αναμφισβήτητα ηττημένοι, χωρίς όμως να έχουν σκοπό να εγκαταλείψουν πριν πάρουν κι άλλους μαζί τους στον υγρό εφιάλτη που εξελισσόταν. Δεν έβλεπε τον ενδεδειγμένο τρόπο να κατορθώσει να γεμίσει χωρίς να τελειώσει άδοξα το εγχείρημά του. Η πλησιέστερη εναλλακτική ήταν η βρύση της γειτνιάζουσας εκκλησίας, κατευθύνθηκε προς τα ‘κει ευχόμενος να μην έχουν σκεφτεί κι άλλοι το ίδιο.

Τρία αγόρια γέμιζαν τα σχεδόν κατεστραμμένα μπουκάλια τους, προσπαθώντας μάταια να κλείσουν τις τρύπες με τα δάχτυλά τους. Όταν ικανοποιήθηκαν με την ποσότητα, έφυγαν τρέχοντας προς τον τόπο της σύρραξης. Κοιτώντας γύρω του, προσέγγισε προσεκτικά.

Όσο έρρεε το νερό μέσα στο μπιτόνι, τόσο μεγάλωνε η προσμονή του. Ο ήλιος δεν έδυε, ήταν ολόστεγνος και απ’ ό,τι μπορούσε να αντιληφθεί, δεν είχε κανείς όρεξη από τους συμμετέχοντες να αντιμετωπίσει την οργή των κηδεμόνων του ακόμα. Δεν είχε τελειώσει τίποτα.

Είχε προλάβει να δει ότι η αντίσταση ήταν ισχνή στα κατώτερα τμήματα της πλατείας, αποφάσισε να ξεκινήσει από ‘κει και να ανέβει προς τους ισχυρότερους. Μια ομάδα από κορίτσια γελώντας και ουρλιάζοντας του έκλεινε τον δρόμο. Τις αναγνώρισε αμέσως, ήταν από μικρότερη τάξη από τη δικιά του. Τα μαλλιά τους έσταζαν, δεν τον αντιλήφθηκαν καθώς ήταν απασχολημένες με το να σχολιάζουν η μία την αποτυχία της άλλης. Έσφιξε τη λαβή του όπλου του και ετοιμάστηκε να μοιράσει την τιμωρία τους. Δυστυχώς όμως η εμπιστοσύνη στην εφεύρεσή του τον πρόδωσε. Πίεσε τη σκανδάλη μία, δύο φορές χωρίς αποτέλεσμα. Οι αντίπαλοί του συνειδητοποίησαν τις προθέσεις του και τον προσέγγισαν απειλητικά. Με απόλυτη ψυχραιμία έριξε μια ματιά στην κατασκευή και εντόπισε γρήγορα την αστοχία. Μία σύνδεση είχε φύγει από τη θέση της. Την προσάρμοσε όπως όπως και έστρεψε την κάννη προς το μέρος των άτυχων συμμαθητριών του. Μία δυνατή ριπή νερού τις έστειλε να καλυφθούν κραυγάζοντας πίσω από κάτι θάμνους. Τις ακολούθησαν τα επόμενα θύματά του, δύο αγόρια απελπισμένα από την έκβαση της μάχης που είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε μια μπάλα ποδοσφαίρου, οι τρεις με τα απογοητευτικά άδεια σπασμένα μπουκάλια, μία ηλικιωμένη κυρία η οποία απλά περνούσε από ‘κει. Αγνοώντας τις κατάρες της έτρεξε προς το κέντρο της πλατείας.

Εκεί τον περίμεναν οι ορδές των ηττημένων. Παραμέρισε τα βρεγμένα σώματά τους και στάθηκε μπροστά στους φύλακες των βρυσών. Με μια ιαχή έθεσε σε λειτουργία το κατασκεύασμά του. Τους έβλεπε να προσπαθούν μάταια να προστατευθούν. Το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι, με τις εμφανώς μικρότερες ποσότητες που τους είχαν απομείνει. Οι ηρωικοί υπερασπιστές φάνηκε να οπισθοχωρούν, μόνο για λίγο όμως. Με γρήγορες κινήσεις ξαναγέμισαν τους περιέκτες τους και έστρεψαν την οργή τους προς εκείνον. Ήταν στεγνός και ένα δευτερόλεπτο μετά δεν ήταν. Άφησε τον εαυτό του να χαθεί, να πέσει μαχόμενος όσο ένιωθε το μπιτόνι στην πλάτη του να αδειάζει. Άνοιξε τα μάτια του για να δει για τελευταία φορά τους εκτελεστές του, αλλά μια ριπή τον ανάγκασε να τα κλείσει ξανά. Είχε χάσει. Είχε κερδίσει. Έπρεπε να θυμηθεί γυρνώντας να βγάλει ρούχα και παπούτσια πριν μπει στο σπίτι, η μάνα του είχε σφουγγαρίσει και θα της το έκανε χάλια.

Μαριαλένα Σεμιτέκολου

Θέρωντας

Ο Πέτρος – Πετράν όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά όσοι από το χωριό αξιώνονται να ακούσουν τη φωνή του σε λακωνικές φράσεις – φτάνει στην παραλία πρώτος κάθε πρωί και φεύγει τελευταίος. Ντυμένος. Παντελόνι τζιν, πουκάμισο χακί μακρυμάνικο, παπούτσια κλειστά. Ίδιος κι απαράλλακτος για όσο διαρκεί η σεζόν. Όταν τελειώνουν τα καλοκαίρια, τα ρούχα του, αγνώριστα, στέκονται όρθια, κοκαλωμένα από τη βρώμα και το αλάτι. Και τα πολυφορεμένα, πάνινα παπούτσια του παίρνουν δρόμο αυτοτελώς, άδεια, δίχως το πόδι που τους δίνει μορφή, ταλαιπωρώντας τα τρεις μήνες.
Πιάνει τα μαλλιά του πίσω σε μια ισχνή αλογοουρά. Μακριά μαλλιά, ως τη μέση του, επίμονο σύμβολο μιας ξεχασμένης, κόκκινης νιότης που έχει πλέον αποκτήσει ένα άσπρο, κατά τόπους κίτρινο, χρώμα. Ύστερα σαρώνει την άμμο με μια επίπεδη αυτοσχέδια σκούπα, τακτοποιεί συμμετρικά σε δυάδες τις λιγοστές ξαπλώστρες αριστερά και δεξιά κάτω από την κάθε ομπρέλα, ευθυγραμμίζει τις τάβλες που μαρκάρουν την περιοχή του. Μετά κάθεται. Για μια μοναχική βουτιά ούτε λόγος. Στον Πέτρο δεν αρέσει το κολύμπι. Δεν είναι εξοικειωμένος ούτε με το θαλασσινό νερό, ούτε με τη γύμνια που αυτό επιτάσσει. Κάθεται κάτω από ένα μαραζωμένο αλμυρίκι σε μια πτυσσόμενη καρέκλα με ανάκλιση που επιμένει να φέρνει κάθε μέρα από το δωμάτιο που του παραχωρεί ο μικρανεψιός του, ο Γιάννης, την τελευταία δεκαετία. Εποπτεύει τις παραταγμένες ξαπλώστρες μπροστά του, στο πλάι του έχει ένα πλαστικό τραπεζάκι με τα αναγκαία – το μπλοκ των αποδείξεων, το πακέτο με τα τσιγάρα του, το τσαντάκι για τα χρήματα κι ένα ραδιοφωνάκι – και στα πόδια του το φορητό ψυγείο με τις μπίρες και το τσίπουρο. Καφέ έχει πιει ήδη, πολλή ώρα πριν διασχίσει τον χωματόδρομο με τις καλαμιές και τα στάχυα που οδηγεί στη θάλασσα. «Ρε, θείο, στην ηλικία σου δεν είσαι πια για ξύδια» τον πειράζει ο Γιάννης, όταν συναντιούνται στο καφενείο. «Βραστάρια να πίνεις ν΄ αντέχεις…». «Τώρα βέβαια θα μου πεις ποια να σε γιατροπορέψει…δύο τις είχες και τις σχόλασες, λες και θα ´μενες για πάντα τζόβενο» συνεχίζει, θέλοντας να τον πικάρει. «Τι να σε κάνω; Να πω στη Μαρία μου να σου φτιάξει έναν έρωντα από τα μέρη της να στυλωθείς» λέει μετά, και κλείνει το μάτι στον καφετζή.
Ψόφιος μήνας ο Ιούνιος φέτος. Φταίει κι ο καιρός. Δέκα μέρες τώρα συννεφιά και υγρασία. Κουφόβραση. Έτσι κι αλλιώς οι Έλληνες δεν εμφανίζονται πριν τα μέσα του Ιούλη, κι οι ξένοι έχουν, καθώς φαίνεται, τραβηχτεί στη διπλανή παραλία που έχει μπαράκι και μουσική από πάνω. Ας είναι. Δεκάρα δε δίνει ο Πέτρος. Ό,τι βγάλει θα του φτάσει και θα του περισσέψει μέχρι του χρόνου. Έχει μάθει. Κοιτάζει τη θάλασσα, πίνει από ένα κουτάκι μπίρα, ανάβει το τσιγάρο του. Ρεμβάζει. Γι’ αυτό και δεν του κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη, όταν βλέπει να καταφτάνουν δυο γυναίκες. Δε σηκώνεται, ούτε θα βιαστεί να τις χρεώσει. Ξένες. Μάνα και κόρη: ένα διπλότυπο σύνθετο ρήμα σε δύο χρονικές εκδοχές παρατατικού και εξακολουθητικού μέλλοντα. Οι γυναίκες τον κοιτάζουν επίμονα, κι ύστερα γδύνονται και πιάνουν ν´ αλείβουν αντηλιακό η μια στην πλάτη της άλλης. Τώρα οι ματιές τους γίνονται κλεφτές, μικρά και σταθερά διαλείμματα ενός ακατάληπτου διαλόγου που καταλήγει σε νευρικά γελάκια και ξεκαρδίσματα. Ο Πέτρος διαολίζεται. Νιώθει ότι ο νους του θα γλιστρήσει σε μια εικόνα που αρνείται, σ΄ έναν συνειρμό άκαιρο, άστοχο στο παρόν του. Πεισμώνει. Βάζει το ραδιοφωνάκι να παίζει τον τοπικό σταθμό. Όχι τα παλιά, τα ξένα, τα δικά του. Ελληνικά. «Το ‘ξερα μια μέρα πως θα ‘ρθεις και τις τρέλες σου θα βαρεθείς» τραγουδά η Μπέλλου κι αυτές κακαρίζουν, αυτός το δυναμώνει και ξεκινάει χολωμένος τα τσίπουρα.
Ο ουρανός έχει κάτσει πάνω στη θάλασσα. Ο Πέτρος ατενίζει ένα θολό, άτονο συνεχές που του κρύβει τον ορίζοντα. Δεν πιστεύει στα μάτια του όταν μέσα στο νερό και σε απόσταση ακαθόριστη – πολύ μακριά ή δυο απλωτών υπόθεση – βλέπει την Ελένη να τον καλεί, κουνώντας του το χέρι, και δίπλα της το Ρηνάκι. «Άντε, έλα! Βούτα!» ακούει τη φωνούλα της. «Καλέ, δε μεγαλώνεις εσύ;» μονολογεί εκείνος, καθώς βαδίζει ντυμένος προς το νερό. Ζεστό και πηχτό νερό, θα μπορούσε να το κόψει μ΄ ένα μαχαίρι, και σε κάθε του βήμα νιώθει όλο και πιο βαρύς. Τα παπούτσια του βυθισμένα στην άμμο, το παντελόνι του κετσές, το πουκάμισο κολλημένο επάνω του σα δεύτερο, τεχνητό δέρμα. Δυσφορεί. «Πέτρο, ακόμη; Πού είσαι;» ακούει την Ελένη εκνευρισμένη. «Έρχομαι». Απλώνει τα χέρια του μπροστά να κολυμπήσει, να τη φτάσει. Αλλά μοιάζει αδύνατον. Η θάλασσα είναι κίτρινη, σπαρμένη στάχυα γινωμένα, θεριά, ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα τους. «Μπήκε η θάλασσα στον κάμπο;» ρωτάει ο Πέτρος δυνατά. «Ο κάμπος ήρθε στη θάλασσα, Πέτρο…» φωνάζει η Ελένη, «…μόνο εσύ δεν έρχεσαι». Το Ρηνάκι γελάει ξελιγωμένο. «Έρχομαι. Κόβω τα στάχυα κι έρχομαι» φωνάζει αυτός κι η Ελένη τον προστάζει «Να τα χεροβολιάσεις!» κι αυτός πιάνει τη δουλειά κι αρχίζει τις βλαστήμιες γιατί τα χέρια του δεν έχουν τη δύναμη και με το νερό τα στάχυα όλο του γλιστράνε. «Έρχομαι, σου λέω…έρχομαι!» αυτός. Κι εκείνη «Δουλειά χωρίς δρεπάνι δε γίνεται, Πέτρο! Μάλλιασε η γλώσσα μου τόσα χρόνια…». Το Ρηνάκι γελάει ξελιγωμένο. Ο Πέτρος, μουσκίδι από τον ιδρώτα, παλεύει ν’ ανοίξει δρόμο, να περάσει μέσα από τα στάχυα, να βγει στην ανοιχτή θάλασσα, να κολυμπήσει ανεμπόδιστος προς το μέρος τους. «Πάνω σου το ΄χεις το δρεπάνι» ακούει πάλι την Ελένη και τραβάει ανακουφισμένος το δρεπανάκι του από την τσέπη και ξεκινάει βιαστικά να κόβει τα κίτρινα θεριά, λαχανιάζοντας. Κι όσο κόβει, τόσο πιο κοντά του νιώθει το ξελιγωμένο γελάκι του κοριτσιού και παίρνει κουράγιο. Και συνεχίζει. Μέχρι που σε μια του δρεπανιά, μια ανάσα πια μακριά από το Ρηνάκι, ακούγεται η γυναίκα να ουρλιάζει τρομαγμένη κι η ξεκαρδισμένη φωνούλα του κοριτσιού «Όχι τα μαλλάκια μου, βρε, μπαμπά! Όχι τα μαλλάκια μου». Εκείνος κοιτάζει τα χέρια του. Κόκκινα χέρια, κατακόκκινα, γεμάτα τρίχες, σγουρές χρυσόξανθες τρίχες, σε δεμάτια.
Πετάγεται αλαφιασμένος. Η καρδιά του πάει κι έρχεται. Νιώθει το ένα του πόδι μουδιασμένο. Κλείνει αντανακλαστικά τα μάτια του στην αντηλιά. Με την παλάμη του σκέπαστρο για το βλέμμα, κοιτάζει γύρω να καταλάβει πού βρίσκεται. Οι ξένες στη μπροστινή ξαπλώστρα αχρέωτες και άφαντες. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, λύνει την αλογοουρά του και βγάζει τα παπούτσια του. Κατεβάζει το παντελόνι του μαζί με το εσώρουχο και περνάει το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του. Γυμνός. Ίσια προς τη θάλασσα. Ακάθεκτος. Το ένα βήμα μετά το άλλο σαν υπνωτισμένος, καμία στάση στη διαδρομή, καμία παύση. Αστράγαλοι, γόνατα, μηροί, μέση, ώμοι, λαιμός βυθίζονται σταδιακά μέσα στο νερό. Τελευταίο το κεφάλι. Κι ύστερα άφαντος, ο Πέτρος. Το ραδιόφωνο πίσω στην άδεια παραλία έχει αφεθεί να παίζει στη διαπασών. «Παίρνω, μωρέ, παίρνω το δρεπανάκι μου, γιεμ, και πάω να θερίσω, μαύρα μάτια ν’ αγαπήσω» τραγουδά μια ανδρική φωνή, αντηχώντας στην αδειανή παραλία και στον τόπο ολόγυρα.

Ροζίτα Σπινάσα

Όχι πια ψωμί για την Αννούλα

Το καλοκαίρι τα στάχυα είχαν θεριέψει, λικνίζονταν σαν χρυσαφί κύματα στα κέφια του ανέμου. Ο κάμπος ήταν η δική της θάλασσα. Κι αυτή βουτούσε μέσα της. Χωνόταν στις πυκνές συστάδες και χανόταν, εξαφανιζόταν. Το σιτάρι την κατάπινε ολόκληρη. Κάτω από τα πόδια της έτριζαν τα κλαράκια που συνέθλιβε το παιδικό βάρος της, όμως το κενό γέμιζαν την ίδια στιγμή αυτά που είχαν μείνει ολόρθα. Λυγερά, σαγηνευτικά.

Μια φορά χάθηκε στ’ αλήθεια. Δεν ήξερε ούτε από πού ξεκίνησε, ούτε προς τα πού πήγαινε. Όμως δεν φοβήθηκε. Την συνεπήρε μια αίσθηση ανυπαρξίας, η οποία την παρέσυρε σε έναν αέρινο, ξέφρενο στροβιλισμό. Η καρδιά δονούνταν σαν βάτραχος του βάλτου στο στήθος της, το αίμα βούιζε στα αυτιά της σαν τις μέλισσες που την περιτριγύριζαν. Όμως δεν τις ένιωσε σαν ενόχληση, ούτε σαν εισβολή. Το αντίθετο, ένιωσε να την καλωσορίζουν σε αυτό το μυστικό, απόκοσμο σύμπαν, στο οποίο είχε τρυπώσει για να συγχωνευθεί. Για να γίνει ένα μαζί του.

Το κορμί της έγειρε, ξέπνοο και ξεθεωμένο, στο σταρένιο στρώμα που της έκανε χώρο για να ξαποστάσει. Η μυρωδιά της φύσης την διαπότισε, υπνωτίζοντάς την σε ένα όνειρο ολοζώντανο, αληθινό. Ήταν ένα τίποτα και ήταν τα πάντα, ήταν στο πουθενά και ήταν σε ολόκληρη την πλάση. Για λίγο μόνο στιγμές – για αιώνες.

Η ψυχή της αναλήφθηκε, ανέβηκε πάνω από την χρυσαφί θάλασσα κι αντίκρυσε στο βάθος το χωριό της. Τους δρόμους, τα πέτρινα σπίτια. Τον Παρνασσό και τον Ελικώνα. Είδε τον πατέρα της να έχει πάρει τους δρόμους, είδε τη μάνα της να φωνάζει, κλαμένη, τ’ όνομά της. Και μετά έκανε βουτιά στο χρόνο, πήγε είκοσι καλοκαίρια πίσω. Είδε στρατιώτες ξανθούς να ποδοβολούν στους δρόμους του, βαστώντας ξιφολόγχες. Να τρυπούν καρδιές, να βγάζουν μάτια, να θερίζουν μωρά και παιδιά. Είδε τις ψυχές να βγαίνουν από τους σκοτωμένους αλαφιασμένες βγάζοντας ήχους στριγκούς, εφιαλτικούς. Επέστρεψε στο τώρα τρομαγμένη, ξυπνώντας βίαια από τον λήθαργο. Για να βρει τον δρόμο και να γυρίσει στο σπίτι της σώα και αβλαβής. Να γυρίσει ζωντανή.

Την άλλη μέρα ξημέρωσε η 11η Ιουνίου του 1964. Είχε έρθει η ώρα. Οι άνδρες ξεχύθηκαν στους δρόμους αποφασισμένοι, κραδαίνοντας τα δρεπάνια στα χέρια τους. Αυτά έλαμπαν στον πρωινό ήλιο αιχμηρά, αγέρωχα. Χρατς, χρατς, χρατς, τα χρυσαφένια κύματα έπεφταν τσακισμένα, άψυχα. Νεκρά. Οι πέτρες οι παλιές περίμεναν να συνθλίψουν τους καρπούς τους, οι γυναίκες να φτιάξουν το αιώνιο, το άγιο ψωμί.

Ο κάμπος απόμεινε ξυρισμένος σαν κεφάλι μελλοθάνατου. Τον περπάτησε ξυπόλητη, οι άγριες άκρες του σταριού τρυπούσαν σαν καρφάκια τις πατούσες της. Ο ήλιος την έκαιγε, οι μέλισσες είχαν σκορπίσει. Το ίδιο και οι θεριστές μετά τη σκληρή δουλειά σκόρπισαν στα καφενεία, να σβήσουν τον κάματο των κορμιών τους στο τσίπουρο.

Όσο για το καρβέλι το ζυμωτό, το ευλογημένο, μάταιες ήταν οι φωνές του πατέρα, μάταια και τα παρακάλια της μάνας. Η Αννούλα δεν έβαλε στο στόμα της μπουκιά.

*γράφτηκε την 10/6/2023, εβδομήντα εννέα χρόνια μετά τη σφαγή στο Δίστομο.