Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Απρίλιο του 2023 στο Culture Book»

«Εθισμός»

Ο εθισμός δηλώνει κυρίως μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από φυσική ή ψυχική εξάρτηση σε κάποια ουσία, παρά τις αρνητικές συνέπειες που η χρήση της επιφέρει στο άτομο. Η εξάρτηση μπορεί επίσης να εστιάζει στην αδιάλειπτη επανενεργοποίηση μιας δραστηριότητας. Τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι η ενασχόλησή μας με κάτι είναι υπερβολική, ότι ξοδεύουμε πολύ χρόνο και σκέψη στο συγκεκριμένο «αντικείμενο» και, κυρίως, ότι το πρόγραμμα της ημέρας μας, η διάθεσή μας καθώς και οι σχέσεις μας ορίζονται από αυτή τη συνήθεια, τότε ξέρουμε ότι έχουμε εθιστεί.

Εθιζόμαστε σε ουσίες, σε ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, αλλά και σε ανθρώπους. Η συναισθηματική εξάρτηση μάλιστα είναι ένας εθισμός ο οποίος δεν γίνεται πάντα αντιληπτός ως τέτοιος από το περιβάλλον· παίζει ωστόσο καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις και τις επιλογές του ατόμου. Αν και ο εθισμός σε ουσίες ή σε τελετουργικές συμπεριφορές που έχουν ως ίδιον την επανάληψη αναγνωρίζεται εύκολα ως κάτι εξαιρετικά προβληματικό ή και αυτοκαταστροφικό, δεν κατανοούμε πάντα τις πολλαπλές εκφάνσεις της ψυχικής εξάρτησης.

Ακόμα και φαινομενικά αθώες συνήθειες μπορεί να έχουν τη ρίζα τους σε βαθύτερες εξαρτήσεις. Αρκετοί δυσκολεύονται ν’ αλλάξουν αυτά που τους ενοχλούν στην καθημερινότητά τους, όχι λόγω έλλειψης κατανόησης του τι συμβαίνει αλλά επειδή οι έξεις και οι συναισθηματικές εξαρτήσεις τούς έχουν εγκλωβίσει σ’ έναν τρόπο σκέψης και στάσης που δύσκολα μεταβάλλεται. Δεν είναι πάντα εύκολο να παραμένει κάποιος αυτόνομος ή αυτάρκης και να συνευρίσκεται με τους άλλους από επιλογή και όχι από παθολογική ανάγκη.

Ζούμε σε μια κοινωνία που παράγει εξαρτημένες προσωπικότητες και δεν ενθαρρύνει την ανεξάρτητη σκέψη και δράση. Καθώς μεγαλώνουμε οι ανασφάλειες των οικείων μας κάνουν ορισμένες φορές επιτακτική την ανάγκη τους να μας ελέγχουν με το να μας γίνονται απαραίτητοι, μοντέλο που συχνά αντιγράφουμε στην ενήλικη ζωή μας και έτσι ο κύκλος των εξαρτήσεων συνεχίζεται.

Ο λόγος που επέλεξα το θέμα του εθισμού για το αφιέρωμα του Culturebook είναι ότι το φαινόμενο της ψυχικής εξάρτησης με απασχολεί έντονα, χρόνια τώρα, τόσο στην εργασία μου ως ψυχοθεραπεύτρια, όσο και ως πεζογράφο. Συχνά επινοώ εκτενείς ή σύντομες ιστορίες που περιγράφουν την καθημερινότητα ηρώων που οι ζωή τους ορίζεται από τις εμμονές τους, ενώ μου αρέσει να αναζητώ λογοτεχνικά κείμενα άλλων δημιουργών με συναφή θεματολογία.

Οι συγγραφείς που λαμβάνουν μέρος στο αφιέρωμα είναι η Μαρία Γαβαλά, ο Γεράσιμος Δενδρινός, η Έλσα Κορνέτη, ο Κώστας Λογαράς, η Κλεοπάτρα Λυμπέρη, ο Νίκος Ξένιος, ο Νικόλας Περδικάρης και η υπογράφουσα.

Εύα Στάμου

Μαρία Γαβαλά

Άλφα-στερητικό

Σάββατο 13 Αυγούστου, 20.21μ.μ.

Όμορφο βραδάκι, δροσερό, καθόμουν παρέα με έναν φίλο στα τραπεζάκια έξω απ’ τον φούρνο της γειτονιάς, πίναμε μπύρες και τα λέγαμε. Μας πλησιάζει ένας τύπος κουρελής, με προτεταμένη παλάμη:

«Συγγνώμη για την ενόχληση. Μήπως σας βρίσκονται τίποτα ψιλά, να αγοράσω καμιά μπύρα, είμαι εθισμένος, κι επειδή έχω στερητικό…», κι έδειξε τα χέρια του που έτρεμαν.

Μου φάνηκε ότι τον ήξερα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού, αλλά ήμουν σίγουρη. Μάλλον τον είχα συναντήσει στο παρελθόν, περισσότερες από μία φορές. Είχε γεράσει κι αλλάξει προς το χειρότερο. Κάτι όμως στο σουλούπι του παρέμενε ίδιο. Κάτι στο βάθος των ματιών του, στις λεπτομέρειες των κινήσεών του, στον τρόπο που ‘σερνε τα πόδια. Έπιασα το πορτοφόλι, αλλά ο φίλος μου είπε:

«Άσε, το κανονίζω εγώ».

Έβγαλε ένα νόμισμα. Μετά το ξανασκέφτηκε, και το αντικατέστησε μ’ ένα πεντάευρο. Ο τύπος πήρε τα λεφτά και μας ευχαρίστησε με το χέρι. Έκανε μια γύρα στα τραπεζάκια, κάτι ψάρεψε κι από κει…Πέρασε τον αυτοκινητόδρομο, πήγε στο απέναντι περίπτερο, αγόρασε μια αγκαλιά κουτάκια μπύρες, και κατευθύνθηκε προς την παιδική χαρά.

Αρχή σούρουπου, η παιδική χαρά άδεια, η πόρτα της περίφραξης όμως ανοιχτή. Βολεύτηκε σ’ ένα παγκάκι πίσω απ’ τους θάμνους. Ήταν καλυμμένος, θωρακισμένος, σχεδόν αόρατος. Παρά το γεγονός πως δεν τον έβλεπα καθόλου, το μυαλό μου δούλευε:

Αυτόν κάπου τον ξέρω, από πού όμως; Πάντως, τα καταφέρνει και κρύβεται. Δείχνει εξασκημένος.

Δεν είπα τίποτα στον φίλο μου. Όλα τα κράτησα για μένα.

Τετάρτη 10 Αυγούστου, ώρα 12.30, μεσημέρι. Είχα πάει για ψωμί στον ίδιο φούρνο, που πουλά επίσης γλυκίσματα και γαλακτοκομικά. Μπροστά μου, μια ηλικιωμένη διαμαρτυρόταν για το χάλι της παιδικής χαράς, που κάποιοι ασυνείδητοι, ακαταίσχυντοι, όπως έλεγε, την είχαν μετατρέψει σε αποχωρητήριο.

«Αίσχος, να μην μπορείς να σταθείς απ’ τη βρώμα. Ποιος αναίσθητος τα κάνει στις κούνιες και στις τραμπάλες; Ποιος μαγαρίζει τον χώρο των μικρών παιδιών; Μόνο εκεί θέλει να κατουράει, ο διεστραμμένος. Και τι κάνει ο Δήμος; Η αστυνομία;».

Όλοι συμφώνησαν πως η γυναίκα είχε δίκιο. Μέχρι τον φούρνο έφτανε η αποφορά.

«Μια παιδική χαρά να έχει καταντήσει ουρητήριο. Ντροπή».

Σάββατο, 13 Αυγούστου, γύρω στις 20.40 μ.μ. πήγα να πω στον φίλο μου, ενόσω τα πίναμε έξω απ’ τον φούρνο: ξέρω ποιος το κάνει, να το μαρτυρήσω; Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, δεν τολμούσα.

Τελικά, δεν είπα τίποτα. Συνέχισα να πίνω την μπύρα μου, να μιλάω για λογαριασμούς, για ασθένειες, για κάτι παρεξηγήσεις με φίλους, για κάτι μυστηριώδη τηλεφωνήματα που δεχόμουν αχάραγα, για δυο Ρουμάνους κι έναν Γεωργιανό που άνοιγαν διαμερίσματα, για την αστυνομία που ήταν στην κοσμάρα της, μέχρι που ένιωσα την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα. Ο φούρνος δεν διαθέτει τουαλέτα, πρέπει να πας στο πίσω κτίριο, όπου υπάρχει κι ένας σκύλος, δεμένος αλλά γαυγιστερός…

«Φεύγω, δεν γίνεται αλλιώς, ξέχασα να κλείσω τον θερμοσίφωνα».

«Κρίμα», απάντησε ο φίλος, «πάνω που είχε ανάψει η συζήτηση. Καλά τα λέγαμε. Πάμε και συνεχίζουμε καθ’ οδόν».

Όσο περπατούσαμε, κι η γλώσσα του φίλου μου ροδάνι, σκεφτόμουν: να τον μαρτυρήσω τον ένοχο ή να κάνω την πάπια; Όσο θυμόμουν τη γριά, να με δείχνει με το δάχτυλο: είστε άβουλη, αναίσθητη κι ακαταίσχυντη, γιατί τον καλύπτετε;

Στάθηκα απότομα και ρώτησα:

«Γιατί τον καλύπτω;»

«Τι εννοείς;

Κι επειδή δεν απαντούσα…

«Σου συμβαίνει κάτι;» ρώτησε. Το σκέφτηκα στα γρήγορα.

«Τον θερμοσίφωνα, γιατί τον έχω χωμένο στο πατάρι; Άμα εκραγεί, πάει το σπίτι».

«Και στο πατάρι να μην τον είχες, αν είναι να εκραγεί θα εκραγεί, άσ’ τα να πάνε».

Υπονοούσε κάτι περί προδιαγεγραμμένου; Μήπως ήταν μοιρολάτρης; Δεν τον είχα για τέτοιον.

Φιληθήκαμε στο μάγουλο και χωρίσαμε.

Ανεβαίνοντας τη σκάλα του σπιτιού, λίγο πριν το κατώφλι μου, θυμήθηκα.

Τον τύπο με τις μπύρες τον ήξερα από παλιά, πρέπει να ‘χε περάσει πάνω από μια εικοσιπενταετία. Ήταν ο δάσκαλος γυμναστικής της κόρης μου, στο δημοτικό. Τότε δεν είχα παρατηρήσει κάτι ύποπτο στη συμπεριφορά του. Έμοιαζε φιλικός και άνετος με τους μαθητές. Τους έδειχνε πώς να ρίχνουν ψηλοκρεμαστές, πώς να κάνουν σωστές επικύψεις, πώς να παίρνουν ανάσες τρέχοντας, τι καλό κάνει στο μυαλό η γυμναστική… Τα συνηθισμένα, που λένε οι γυμναστές. Και τους ξεφούρνιζε κι ανέκδοτα, ένα την ημέρα, όλα πολύ χαζά, όπως έλεγε η κόρη μου.

Θυμήθηκα, επίσης, ότι στο μεταξύ και όσο η κόρη μου πήγαινε γυμνάσιο, στο δημοτικό είχε ξεσπάσει χοντρό σκάνδαλο. Ανάρμοστη συμπεριφορά εκπαιδευτικού λόγω εξάρτησης από ουσίες. Ο άνθρωπος ήταν υπαίτιος για κάποια βρωμοδουλειά – επαναλαμβανόμενη. Έψαχνε τις τσέπες των μαθητών στα αποδυτήρια και σούφρωνε λεφτά. Τον είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω, και τον έκαναν ρεζίλι. Τον έκραξε σύσσωμη η κοινότητα. Μάλλον δεν ήξερε να κρύβεται ή υπερτίμησε τις ικανότητές του, ή μπορεί να ήταν της άποψης «δεν βαριέσαι, βρ’ αδελφέ, έχουν φράγκα τα μαλακισμένα, για να ‘ρχονται σε ιδιωτικό, δεν τους λείπει το χρήμα, σιγά τα ωά, δεν χάλασε ο κόσμος».

Έλα όμως που χάλασε, κι εκείνος πιάστηκε στη φάκα, πέρασε από πειθαρχικό, ενώ η διεύθυνση του σχολείου αναγκάστηκε να τον διώξει.

«Α, μάλιστα, έτσι εξηγείται», σκέφτηκα, και δεν ξέρω αν ήμουν ευχαριστημένη ή στενοχωρημένη που είχα θυμηθεί. Από μέσα μου, δεν τολμούσα να ξεστομίσω αυτό που ευχόμουν.

Μακάρι να πάει στην άλλη πλατεία όπου δεν έχει παιδική χαρά, μόνο καντίνα κι απέναντι μίνι μάρκετ με μπύρες και άλλα… Αν τον αναλάβουν εκείνοι, εμείς τον ξεφορτωθήκαμε, κι έπειτα δάσκαλο τον είχαμε, ψηλοκρεμαστές μας μάθαινε, δεν είμαστε και καταδότες…

Μέχρι που, στα μέσα Δεκεμβρίου…, στη ρεματιά…, ανάμεσα στα δέντρα, με μια δωδεκάδα κουτάκια μπύρας σκορπισμένα ολόγυρα…, το ‘πανε και στις ειδήσεις…

Πάντως δεν έδειξαν φωτογραφίες. Μπορεί να μην ήταν αυτός. Καμιά δήλωση εξαφάνισης, κι ούτε παρουσιάστηκε κάποιος για αναγνώριση. Τώρα, τι έγραψαν στην καρτέλα; Θα σας γελάσω. Άνδρας καμιά εξηνταριά ετών, άστεγος και αλκοολικός. Αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Γεράσιμος Δενδρινός

Κρυμμένα Τσιγάρα

Πρωτοκάπνισα δεκαεπτά χρονών, τον Μάιο του 1972, στην ημερήσια εκδρομή του Γυμνασίου Ελευσίνας στο Κεφαλάρι Αργολίδας, χωριό ευρύτερα γνωστό από την εκκλησία της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας, χτισμένης μέσα σε σπηλιά της πλαγιάς του βουνού Χάον, από όπου πηγάζει το νερό του Εράσινου ποταμού – τότε ορμητικό, πλούσιο και θορυβώδες, ενώ σήμερα πια ήρεμο αλλά λιγότερο εξαιτίας της παρατεταμένης αναβροχιάς και των ανεπαίσθητων σεισμών στα έγκατα της γης.

Το χωριό Κεφαλάρι ήταν πατρίδα του υποδιευθυντή, κυρίου Δημητρίου Κονταξή, γι’ αυτό και ο ίδιος προσφερόταν συχνά ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη του αρχηγού της εκδρομής όταν το σχολείο επέλεγε αυτό το μέρος. Συνήθως συνόδευε ένα τμήμα της Έκτης, στο οποίο δίδασκε όλα τα φιλολογικά μαθήματα. Μαζί του στην εκδρομή έρχονταν η καθηγήτρια Γαλλικών, η κυρία Κοραλία Περιστέρη, (Κογαλία Πεγιστέγη – έτσι λέγαμε το όνομά της επειδή δεν έλεγε το «ρ»), και ο μοναδικός νέος καθηγητής του Γυμνασίου, ο γυμναστής Νάσος Ζαντιώτης, κάτοικος Μαγούλας,που υποστήριζε πως η τακτική άσκηση του σώματος σε κάνει να μη νιώθεις το κρύο, γι’ αυτό και τις παγωμένες μέρες του χειμώνα φορούσε μόνο κοντομάνικο μπλουζάκι.

Η μέρα ήταν φωτεινή κι έκανε ζέστη. Οι συμμαθητές μου, θυμάμαι, μετά τη σύντομη ξενάγηση του υποδιευθυντή στις δύο εκκλησίες του χωριού, πριν μαζευτούμε για φαγητό στην ταβέρνα «Ο Γάτος» που ανήκε σε στενό συγγενή του, αφού σχημάτισαν δύο ομάδες, ρίχτηκαν το ποδόσφαιρο με διαιτητή τον γυμναστή, που είδε κι έπαθε να χωρίσει δύο αντίπαλους παίχτες όταν πιάστηκαν στο δεύτερο ημίχρονο στα χέρια.

Ο Θέμης, ένας πανύψηλος μελαχρινός, φανατικός Ολυμπιακάκιας και διετής στην τάξη, που έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα του Γυμνασίου και του άρεσε να κυκλοφορεί με χοντρά, πέτσινα γάντια (τον έλεγαν Γκόρντον Μπανκς απ’ το όνομα του περίφημου τερματοφύλακα της Εθνικής Αγγλίας που στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μουντιάλ το 1970 απέτρεψε την κεφαλιά του Πελέ), πήρε τον διπλανό μου, τον Σάκη, τον εξωφυλαρούχα, και προχώρησαν μαζί προς το μοναδικό περίπτερο που υπήρχε στην περιοχή.

Έτρεξα για να τους προλάβω. Νόμιζα πως θ’ αγόραζαν τίποτε κόκα κόλες ή πατατάκια «Tsakiris», αλλά από τον περιπτερά ζήτησαν χύμα τρία τσιγάρα. Αυτός, στηρίζοντας καλύτερα τα γυαλιά του, άφησε τρία τσιγάρα στον κερματοδέκτη και ζήτησε μιάμιση δραχμή.

«Στην Αθήνα, το κάθε τσιγάρο κάνει είκοσι λεπτά, μαέστρο…» διαμαρτυρήθηκε ο Θέμης.

«Δεν ξέρεις πως στα τουριστικά μέρη ανεβαίνουν οι τιμές;» αντέτεινε εκείνος.

Ο συμμαθητής μας, αντί γι’ απάντηση, έκανε παράμερα μουρμουρίζοντας μια βλαστήμια. Καθώς φεύγαμε, στάθηκε πίσω απ’ το περίπτερο. Βουτώντας ένα μπουκάλι μπίρα από το ψυγείο, αφαίρεσε απ’ το μανταλάκι της το Το Φως των σπορ και, αφού τη δίπλωσε, την έβαλε κάτω από την ιδρωμένη φανέλα του.

Τον είδαμε να παραμερίζει τα βούρλα και τα καλάμια της του ποταμού και χάνεται. Τον ακολουθήσαμε. Δυο κατσίκες με την τροφή ακόμα στο στόμα (μάλλον μητέρα και παιδί), δίνοντας ένα πήδο, πλατσούρισαν στα ρηχά της όχθης κι εξαφανίστηκαν. Ο Θέμης μας είπε να καθίσουμε πάνω στα χόρτα και να μην βγάλουμε τσιμουδιά.

«Ε, ψιτ, βούτυρο…» γύρισε και μου είπε, αφού έβγαλε την εφημερίδα κάτω απ’ τη φανέλα του και την άφησε δίπλα του, «γουστάρεις τσιγαράκι σέρτικο; Θα γουστάριζα να πεις του ματς, αλλά με τον όρο να μην σφυρίξεις λέξη σε κανένα… Γιατί τότε, δεν χαμπαριάζει σε τίποτε ο Θέμης για να σε κάνει ψηλοκρεμαστό… Λοιπόν, ούζα, για τα τσιγάρα…» συνέχισε, «μου χρωστάτε μιάμιση δραχμή. Μου κερνάτε και το πενηνταράκι που έδωσα στον γέρο, γιατί εγώ μπήκα στον κόπο και σας τ’ αγόρασα…» Αφαίρεσε το καπάκι της μπίρας μ’ ένα βότσαλο, και, κάνοντας προς τα πίσω, έβαλε το μπουκάλι στο στόμα και πήρε μια παρατεταμένη γουλιά.

Με το που πήρε τα χρήματα, τα έχωσε βαθιά στην τσέπη του μπλουτζίν του. Ο Σάκης, με την πρώτη ρουφηξιά που πήρε, άρχισε τα βηξίματα και ο Θέμης τον συμβούλευσε να κατεβάζει τον καπνό λίγο λίγο. Ως πρωτάρης που ήμουνα, ο δικός μου ο βήχας παρατάθηκε, ένιωσα όμως να με καταλαμβάνει μια γλυκιά νάρκη και τα μάτια μου να δακρύζουν απότομα.

«Ε, όχι και να μας πνιγείς, και να βρούμε κάνα μπελά στην ερημιά του Θεού…» συμπέρανε ο Θέμης. «Λοιπόν, κόψε αμέσως την καύτρα, και το καπνίζεις αργότερα, όταν γυρίσουμε βράδυ Ελευσίνα σε καμιά αλάνα, κοντά στον “Κρόνο” ή στο “IRIS”…» μου πρότεινε κρατώντας το τσιγάρο του. Δεν τον είδαμε όμως να το ανάβει και να τραβάει έστω και μια τζούρα.

Κατά την επιστροφή στην Ελευσίνα, η κούραση είχε καταλάβει όλα τα παιδιά. Πλησιάζαμε ήδη τους Αγίους Θεοδώρους, όταν απ’ το ραδιόφωνο του πούλμαν ακούστηκε «…. ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον έδωσε σήμερα εντολή να τοποθετηθούν νάρκες θαλάσσης στα μεγάλα λιμάνια του Βορείου Βιετνάμ, προκειμένου να ανακόψουν τη ροή όπλων και άλλων αγαθών». Ο Θέμης, καθισμένος σε μία από τις τελευταίες θέσεις, προσπάθησε ν’ ανάψει το τσιγάρο του. Δεν πρόλαβε καλά καλά ν’ απλωθεί τριγύρω η μυρωδιά του καπνού, κι ο Νάσος πετάχτηκε από τη θέση του για να κινηθεί στο πίσω μέρος του πούλμαν. Ο Θέμης συνέθλιψε την καύτρα στην αλουμινένια τσιγαροθήκη της μπροστινής θέσης. Την ίδια στιγμή, αφού διακόπηκαν οι ειδήσεις, ακούσαμε με μεγάλη μας έκπληξη από το ηχείο του πούλμαν:

«Να σβήσετε αμέσως το σπίγτο! Τέλετε να καούμε και να καταστγέψετε την πεγιουσία του αντγώπου, που μας χάγισε αυτή την ωγαία εκδγομή; Ντγοπή σας!…»

«Ογίστεεεε;….» πετάχτηκε ο Αλέκος ο συμμαθητής μου που καθόταν πίσω μου, ενώ ο διπλανός του φώναξε: «Βγάλε την καγαμέλα απ’ το στόμα!…»

Στο σπίτι ο πατέρας έλειπε, κι εγώ εκμεταλλεύτηκα την κουβέντα που είχε με κάποια φίλη της η γιαγιά στο τηλέφωνο, για να κρύψω το τσιγάρο λίγο πιο πάνω από τη ρίζα του τοίχου, ανάμεσα σε δύο τούβλα γυμνά από τον σοβά που είχε ξεκολλήσει από την υγρασία. Επειδή εκεί άπλωνε η γιαγιά τα ρούχα και κυρίως τα σεντόνια μας, θεωρούσα απίθανο να πέσει το μάτι της στην κρυψώνα μου, χώρια που είχα σπρώξει το τσιγάρο βαθιά πιο μέσα. Ο τοίχος αυτός ήταν μεσοτοιχία με το εγκαταλειμμένο εδώ και χρόνια σπίτι της κυρα-Μίνας, που είχε μεταναστεύσει μαζί με τον άντρα της στον γιο τους, στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Το φως απ’ λαμπιόνι της αυλής μας έκανε τα αγριόχορτα του κήπου της να φαίνονται σαν πιο ανταριασμένα, ενώ το νοθευμένο σκοτάδι στο βάθος έδειχνε τον εγκαταλειμμένο χώρο κάπως μακάβριο.

Την Κυριακή το πρωί, πριν καταφθάσει η γιαγιά από την εκκλησία και ο πατέρας από το καφενείο, προσπάθησα να καπνίσω το υπόλοιπο τσιγάρο παίρνοντας ελαφριές ρουφηξιές, χωρίς φυσικά να κατεβάζω τον καπνό κάτω. Αν και μ’ έπιασε ξανά στην αρχή ο ίδιος ασταμάτητος βήχας, η έντονη ζάλη που ένιωσα με φόβισε γι’ αυτό και πήγα στο μπάνιο, πέταξα το τσιγάρο στη λεκάνη και τράβηξα το καζανάκι μέχρι το αφρισμένο νερό να παρασύρει τη γόπα στον βόθρο. Άκουσα όμως τα τακούνια της γιαγιάς στον διάδρομο και πετάχτηκα αμέσως έξω.

Ενώ τρώγαμε για μεσημεριανό κοκκινιστό κόκορα με μακαρόνια χωρίς τον πατέρα που μας τηλεφώνησε πως είχε πάει στο γήπεδο της Ελευσίνας για να παρακολουθήσει την ομάδα του, τον Πανελευσινιακό, πρόσεξα πως τα μάτια της ήταν επικεντρωμένα επάνω μου.

«Μωρέ, τσιγαρίλα μου μυρίζεις… Ποιος σε λιβάνισε μπορείς να μου πεις; Πήγες πάλι σ’ εκείνο τον συμμαθητή σου, που πατέρας και μάνα έχουν κάνει τεκέ το σπίτι τους και το ντουμάνι ξεπερνάει και τα φουγάρα της “Τιτάν” και της “Χαλυβουργικής”;…. Α! καλά που το θυμήθηκα! Δεν πετάγεσαι στο ψιλικατζίδικο του Φάνη στην πλατεία, για να μου πάρεις ένα “Σαντέ;” Πέρασα προ λίγου, και ήταν η ασυμπάθηστη η Δώρα, η γυναίκα του, αυτή που όλο μου πετάει μπηχτές επειδή αγοράζω πακέτο με τη φωτογραφία της χορεύτριας Ζωζώς Νταλμάς, της αγαπητικιάς του Κεμάλ, που σίγουρα δεν ξέρεις ποιος είναι, και τι να σου λέω τώρα…. Αυτός που έσφαξε τους Έλληνες της Σμύρνης το 1922!.. Αλλά μια χαρά του την έφερε η Ζωζώ…»

Η Δώρα, κάνοντας ένα μορφασμό, μου έδωσε τα «Σαντέ», αλλά σκέφτηκα να αγοράσω δύο τσιγάρα χύμα.

«Χύμα; Ποιος τα θέλει;» ρώτησε και το πρόσωπό της συσπάστηκε από μια γκριμάτσα περιφρόνησης, ενώ ένα τρέμουλο διαπέρασε τα χαλαρά της στήθη.

«Είναι του νονού μου, του Νώντα», διευκρίνισα.

«Ο νονός σου δεν καπνίζει χύμα “Καρέλια” καπνίζει, όπως ο πατέρας σου… Λέγε ποιανού είναι τα τσιγάρα…Δεν το ‘χω σε τίποτε να ρωτήσω τον ίδιο τον Νώντα…»

«Να ρωτήσετε!» είπα σηκώνοντας τη φωνή. «Θα μου τα δώσετε, ή να πάω αλλού

«Όσο μεγαλώνεις, γίνεσαι φτυστός ο πατέρας σου! Αυτό έχω να πω…» σχολίασε μαζεμένα και συμπλήρωσε άγρια: «Ρίξε τώρα άλλα σαράντα λεπτά για τα τσιγάρα… του νονού σου…» τόνισε με ειρωνεία, επιβεβαιώνοντας την τιμή που είπε ο Θέμης στον περιπτερά στο Κεφαλάρι πως ίσχυε για τα χύμα τσιγάρα στην Αθήνα.

Έβγαλα και της έδωσα αυτά που είχα στην τσέπη μου, και όχι από τα ρέστα της γιαγιάς.

«Και πες του να μας λέει και καμιά “καλησπέρα” όταν περνάει από δω. Δεν τον ζορίσαμε ν’ αγοράζει από μας τσιγάρα!…» μου φώναξε ενώ ήδη διέσχιζα την πλατεία Ηρώων.

Έκρυψα τα τσιγάρα στην ίδια κρυψώνα. Ίσως να είχα πρόβλημα αν η γιαγιά άπλωνε τα ρούχα μπροστά τον τοίχο. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχα και κάνα ζόρι να καπνίσω, αλλά σκεφτόμουν κι αυτούς που υποστήριζαν πως το τσιγάρο σε χαλαρώνει – εμένα, από τι άραγε; Από τις έγνοιες και τα προβλήματα του σχολείου, που μόνο με τα Μαθηματικά και τη Φυσική είχα ιδιαίτερες δυσκολίες; Για μερικές μέρες άφησα τα τσιγάρα ανάμεσα στα τούβλα. Έπρεπε ο ηλίθιος να τα κρύψω στο συρτάρι του κομοδίνου μου και όχι στον τοίχο, γιατί θα μπορούσαν να με δουν η γιαγιά ή πατέρας από το παράθυρο της κουζίνας.

Ήταν καθημερινή και μόλις είχα επιστρέψει από το σχολείο. Με το που άνοιξα την πόρτα της αυλής, είδα τη λεκάνη της γιαγιάς (δεν ήταν φίσκα γεμάτο όπως τις άλλες φορές) με τα μαζεμένα ρούχα κάτω από το σκοινί. «Ώχ! Έχει γούστο να βρήκε τα τσιγάρα», σκέφτηκα, «αλλά πώς να σκύψει ίσαμε τη ρίζα του τοίχου, έτσι που τελευταία παραπονιόταν πως την πονούσε η μέση της;»

Τα τσιγάρα άφαντα! Δεν υπήρχαν στη θέση τους! Ένα μούδιασμα με συνεπήρε και άρχισε η καρδιά να χτυπάει σαν τρελή.

«Πάρε τη λεκάνη μέσα», με παρακάλεσε βγαίνοντας στην πόρτα της κουζίνας. «Κοίτα μην σου πέσουνε και λερωθούνε τα ρούχα, γιατί θα σε βάλω να τα πλύνεις εσύ μετά… Κι αυτά τα κατωσέντονα, έχει γούστο να μην καθαρίσανε… Σιγά μην τα βράσω, για να βγουν οι λεκέδες…. Σάμπως φαίνονται πάνω στο στρώμα με την κουβέρτα από πάνω τους;… Ε, με λίγο ταλκ, κάτι γίνεται…»

Πήγα να σηκώσω τη λεκάνη – ευτυχώς δεν ήταν ιδιαίτερα βαριά. Μου ήρθε όμως απότομη ζάλη.

«Κι αυτόν τον τοίχο οι βροχές τον έχουν ξεπαστρέψει – τα τούβλα του πια φαίνονται… Εδώ, στις λίγες τρύπες ανάμεσά τους, ο λεγάμενος ο πατέρας σου, όταν ήταν στην ηλικία σου, έκρυβε τσιγάρα. Αλλά τα ποντίκια του τα έκλεβαν τις νύχτες και βρίσκαμε το πρωί μαδημένο καπνό στην αυλή. Ξέραμε πού τα έκρυβε, αλλά αφήναμε τα ποντίκια να κάνουν κι αυτά ένα καλό, αφού οι γάτες ήταν και είναι πια άχρηστες… Πριν πεθάνει η μητέρα σου απ’ το ξορκισμένο, έπαθε το έμφραγμα κι αποφάσισε τότε να το κόψει… Είχε φτάσει τα τρία πακέτα ο πατέρας σου… Τότε, απ’ τη χαρά μου που ξεμπέρδεψε πια ο γιος μου απ’ το τσιγάρο, έμοιαζα με τη μαϊμού που όλο γαντζωνόταν απ’ το πολύφωτο κι έκανε κούνια πέρα δώθε… Ατυχία… Δύο χρόνια κράτησε η χαρά, γιατί στο τέλος ξανάπιασε το τσιγάρο…»

«Υπάρχουν ακόμα ποντίκια, γιαγιά;» διέκοψα, κι έδωσα μια στη λεκάνη κάτω απ’ το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας ίσαμε ν’ αγγίξει τον τοίχο.

«Έχω καιρό να βάλω παγίδες και ποντικοφάρμακο… Και να υπάρχουν, ίσως έρχονται τ’ αναθεματισμένα απ’ της κυρα-Μίνας το αχούρι, που κάθε καλοκαίρι περνάμε μεγάλη λαχτάρα μην και πάρουν φωτιά τα ξερά αγριόχορτα – βλέπεις, τα καθάρματα, οι περαστικοί όλο εκεί πετάνε τις γόπες τους – γι’ αυτό και ο πατέρας σου με την τσάπα και τα καθαρίζει. Αυτά όμως με τις πρώτες βροχές, να ‘σου και ξεπετάγονται… Γιατί ρωτάς όμως για τα ποντίκια; Επειδή σωστά λένε πως “Το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά”, μήπως άθελά μου σου ‘δωσα την ιδέα πού να κρύψεις κι εσύ κάνα τσιγάρο;»

Έλσα Κορνέτη

Φλαφ-φλαφ

Περπατούν σκυφτοί κρατώντας μπροστά τους μικρά άδεια τετράγωνα, έχοντας κορνιζωμένο μέσα τους το πρόσωπo με το κεφάλι τους να δεσπόζει φωτεινό και αψεγάδιαστο στο κέντρο του κάδρου.

Τα πορτρέτα, οι εικονιζόμενοι στο κάδρο είναι αυτοί, οι τετραγωνισμένοι κορνιζωμένοι άνθρωποι, που επάξια τετραγωνίστηκαν για να χωρέσουν να μπουν στο τετράγωνο που τους περιέχει και δια βίου τους τετραγωνίζει. Στο τετράγωνο απ’ όπου μιλάνε στους άλλους, μιλάνε μεταξύ τους, επικοινωνούν, δικτυώνονται και δραστηριοποιούνται περιφέροντας την εικόνα τους με αυταρέσκεια περισσή και ξέχειλο ναρκισσισμό ποζάροντας τόσο μα τόσο ερωτευμένοι με το περιεχόμενο του ζωηρόχρωμου πίνακα που με χάρη ψηφιακή τους τετραγωνίζει, αυτοί οι τετραγωνισμένοι κορνιζωμένοι χαριτωμένοι κάτοικοι της Φαφλατούπολης που όλοι μέρα εθισμένοι στην εθιστική τους συνήθεια να σκρολάρουν, να κλικάρουν, να φλυαρούν στα μικρά ψηφιακά τετράγωνα συνομιλίας, ακατάπαυστα πληκτρολογώντας, γράφοντας ή ηχογραφώντας λέξεις που εγγράφονται στο κενό χωρίς να έχουν τίποτα ουσιαστικό να πουν.

Οι ήρωες της Φαφλατούπολης που έχουν ξεχάσει από καιρό πώς είναι η φυσική τους υπόσταση, αλλά και η φυσική επικοινωνία, απρόσωπα κοντινοί και προσωπικά απομακρυσμένοι, επιδεικνύουν κομπάζοντας καθημερινά στα φωτεινά τους τετράγωνα τα κατορθώματά τους και τις ανεξάντλητες εκδοχές του προσώπου τους, σε κάθε πιθανή στάση και στιγμή και είναι τόσο εθισμένοι στην εικόνα του σώματος και του προσώπου τους που χαίρονται σαν ζωηρά παιδάκια με τις πράξεις τους αυτές τις κατά φαντασίαν σημαντικές και σαν ζαρκαδάκια χοροπηδούν στην απεραντοσύνη που τους προσφέρουν τα πράσινα ψηφιακά λιβάδια. Φλαφ-φλαφ τους ακούς όλη μέρα να συνομιλούν πληκτρολογώντας, ενώσω περπατούν, πίνουν, τρώνε και ξαπλώνουν. Φλαφ-φλαφ φωτογραφίζουν την κάθε στιγμή της επάξια κατασκευασμένης τους ευτυχίας, τον φαινομενικά ευτυχισμένο τους εαυτό, όπως και την περιέρρευσα κατασκευασμένη ατμόσφαιρα που φιλοξενεί τις προσωπικές στιγμές τους και που κι αυτή με τη σειρά της στριμώχνεται στο θεατρικό σκηνικό τους.

Φλαφ-φλαφ κάνουν οι συνομιλίες τους αυτές και τα κλικαρίσματα σαν να ήταν αλεύρι που μόνο του φουσκώνει χωρίς να δίνει ποτέ τα επιθυμητά αφράτα καρβέλια. Φλαφ-φλαφ κάνουν και οι εαυτοφωτογραφίες τους που πλημμυρίζουν τα κοινωνικά δίκτυα φαφλατίζοντας. Αυτοί οι κάτοικοι της Φαφλατούπολης από ασήμαντοι κομπάρσοι της ζωής, βρήκαν επιτέλους μέσω της προβολής τους, τον τρόπο να λάμψουν, να πρωταγωνιστήσουν σ’ έναν κόσμο κρυστάλλινο, διάφανο, αβαρή, έναν κόσμο εικόνων, που γεννοβολούν αυτοματικά εικόνες, εικόνες και μόνον, εικόνες πλούσιες ανεξάντλητες, εικόνες αμέτρητες, εικόνες σε εναλλαγή, εικόνες σε ακατάπαυστη αναπαραγωγή, όπου κάθε λογής ψέματα στήνονται στις επάλξεις της πραγματικότητας σαν αθέατοι φρουροί της αλήθειας.

Των φλαφ-φλαφ φαφλατάδων τα παιδιά -ας τα ονομάσουμε φαφλατόπαιδα- τα φαφλατόπαιδα λοιπόν με τα επιδέξια δάχτυλα που όλη μέρα αλευρωμένα πληκτρολογούν, έμαθαν να μην εκφράζονται, να μη μιλούν, ούτε τον λόγο να χρησιμοποιούν, μόνον εθισμένα στις εικόνες περήφανα να φαφλατίζουν μέσα σε περιβάλλον προσομοίωσης, αντιγραφής και μίμησης της πραγματικότητας της ζωής και της ζωής της πραγματικότητας, ένα περιβάλλον ψευδαισθητικό, φωτεινό κι ανυπόστατο, το υπερμεγέθες αυγό ενός πλάσματος εξωγήινου, ένα πελώριο αυγό χωρίς κρόκο, μόνο με το εύθραυστο λεπτό του τσόφλι, κάτω από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα πέραν από την φλαφ-φλαφ κούφια ηχώ του που όπως αντηχεί την ίδια στιγμή χάνεται στην άβυσσο του ψηφιακού κενού που χάσκει από κάτω.

Η ηχώ της αβύσσου του ψηφιακού κενού γεμίζει από μια ζύμη που απλώνεται ανεξέλεγκτα, φορτωμένη με τα σύγχρονα φουσκωτικά χημικά της εποχής της, μια ζύμη που φουσκώνει από έναν αέρα κοπανιστό, ενός κόσμου τετραγωνισμένου, κορνιζαρισμένου που αναβοσβήνει φαφλατίζοντας και που ακόμα δεν ξέρει αν ζει στη ρευστότητα ενός ονείρου ή ενός εφιάλτη, αν η ουσία του κόσμου περιέχει τους φαφλατάδες ή τους αγνοεί, αν η ροή της ύλης κυλά γύρω τους ατάραχη ή ταραγμένη, από τύχη ή από επιλογή, αν το γιατί των πραγμάτων ζει στο έτσι ή το έτσι στο γιατί, μέχρι τη στιγμή εκείνη που μέσα στην αέρινη οχλαγωγία των μαζών τους οι εθισμένοι ήρωες της Φαφλατούπολης που χωρίς το ολοήμερο και ολονύκτιο φλαφ-φλαφ δεν ζουν, δεν υπάρχουν, μήτε φαντάζονται τη ζωή τους, τυλιγμένοι με σάρπες διάφανες από αέρα κοπανιστό και βαριά παλτά από μια ζύμη που ολοένα μόνη της ανεξέλεγκτα φουσκώνει, σβήνουν, ξεφουσκώνουν, βουλιάζουν, χάνονται, βυθίζονται μέσα στον πνιγηρό, δυσώδη βάλτο με τους πυκνούς, αλγόριθμους που σαν καρκινικά κύτταρα ανεξέλεγκτα πολλαπλασιάζονται και τους οδηγούν από το όλα στο τίποτα.

Αυτή είναι η στιγμή, αυτή είναι η σωστή στιγμή που ήρθε στην ώρα της, συνεπής στο ραντεβού της, κορδωμένη και ευπαρουσίαστη, να συναντήσει ένα δάκτυλο άγνωστο, από ένα χέρι γιγάντιο, τερατώδες, που έρχεται με τη σειρά του κι αυτό και μ’ ένα αιφνιδιαστικό, σοκαριστικό μπλακ άουτ κατεβάζει δυναμικά και αποφασιστικά τον παγκόσμιο διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος και κατά συνέπεια όλων των ηλεκτρονικών ψηφιακών συστημάτων που συνδέουν τους κατοίκους της Φαφλατούπολης, τους διασυνδέουν, τους ελέγχουν, τους παρακολουθούν και τους κατευθύνουν, βάζοντας ένα τέλος οριστικό και βίαιο στον χρόνιο βασανιστικό, όσο και ανίατο εθισμό τους.

Κώστας Λογαράς

Μπαίνει στη φλέβα, κυλάει στο αίμα μου

Η συστηματική χρήση άρχισε πολύ νωρίς, στα 13 μου. Οι δικοί μου με είχαν στείλει στην Αθήνα, στον αδελφό του πατέρα μου και στα ξαδέλφια μου. Δεν ήθελαν να βρίσκομαι ανάμεσα στα πόδια τους, να ακούω τις φωνές τους και τους άγριους καυγάδες. Είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία του χωρισμού τους κι εγώ έμπαινα στο λούκι μιας εφηβείας δύσκολης.

Προμηθευτής, η ίδια μου η ξαδέλφη. Είχα ανάγκη τη φυγή απ’ την πραγματικότητα, τα φανταστικά ταξίδια, το ξαλάφρωμα της ψυχής, κι εκείνη μου έδειξε το δρόμο.

Την έβλεπα κάθε πρωί με ανακούφιση να βγαίνει επιτέλους απ’ το σπίτι, αργοπορημένη πάντα, γιατί στέκονταν μπρος στον καθρέφτη και σενιαριζόταν με τις ώρες μουρμουρίζοντας:

– «Σιχτίρ, δεν στρώνουνε», έβριζε κρεπάροντας τα μαύρα της μαλλιά, όρθια σαν πρόκες.

Φορούσε παντελόνι εφαρμοστό, ζώνη τεζαρισμένη στη μέση με αλυσίδες διακοσμητικές και χάλκινη αγκράφα, χαϊμαλιά στο λαιμό της – λαιμός κύκνου – μπλουζάκια που τόνιζαν τα στήθος της. Στον ώμο κρέμαγε τη δερμάτινη τσάντα της που έφτανε ως τους γοφούς της Καφετιά, φαρδιά σαν παλιό, χωριάτικο ταγάρι.

Της άρεσε να προκαλεί τα βλέμματα κι απολάμβανε το θαυμαστικά επιφωνήματα στη διαδρομή από την πλατεία Βικτωρίας, με τα πόδια, ως την Αιόλου, όπου δούλευε σ’ ένα μεγάλο «Βιβλιοπωλείο-Χαρτοπωλείο».

Επέστρεφε αργά το μεσημέρι κι ώσπου να ‘ρθεί, βρισκόμουνα στην τσίτα. Μέσα στην τσάντα κουβάλαγε το «πράμα», «τη δόση μου». Είχε εξασκηθεί το βλέμμα κι από τον όγκο καταλάβαινα, σαν τα σκυλιά του Παβλόφ, το μέγεθος της απόλαυσης και τη διάρκεια της καινούριας μου ΄εμπειρίας΄. Αναποδογυρίζοντας την τσάντα πάνω στο κρεβάτι άδειαζε το περιεχόμενο και βλέποντας τον κρυμμένο θησαυρό, τα μάτια μου διαστέλλονταν. Η ψυχική ευφορία, η ικανοποίηση άρχιζε απ’ τη θέα. Κι ευθύς κλεινόμουν στο δωμάτιο για να ταξιδέψω στο δικό μου παράδεισο, στην προσωπική μου ψυχεδέλεια.

Χανόμουν στους ωκεανούς της φαντασίας, περιπλανιόμουν σε εκτάσεις άγνωστες και κολυμπούσα σε νησιά μυστηριώδη. Πότε ταξίδευα στο κέντρο της γης κι άλλοτε πεταγόμουν απ’ τη γη στη μακρινή σελήνη. Κουβέντιαζα με ανθρώπους άθλιους κι απελπισμένους, ταυτιζόμουνα με αυτούς, πόναγα και χαιρόμουνα μαζί τους…

Και παρόλο που είχα ακούσει για εθισμένους ή εξαρτημένους άλλους (αλκοολικούς, ναρκομανείς χωμένους μέχρι το λαιμό μέσα στην πρέζα) ότι η ‘παραμύθα΄ τούς μπάζει σε δρόμους που δεν έχουν γυρισμό, ότι οι χρήστες γίνονται ράκη συντρίβονται σε αυταπάτες και μακάβριες χίμαιρες, εγώ, μετά τη χρήση, έβγαινα κάθε φορά πιο δυνατός, πιο ικανός να αντιμετωπίσω τη ζωή και τα προβλήματα της. Τα πάθη και τα λάθη μου.

Γι’ αυτό και λαχταρούσα να βρεθώ στον οπιούχο παράδεισο της γλωσσικής μου ευφορίας. Να χαθώ στα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης συνείδησης (και της δικής μου), να ερμηνεύσω το χάος που με περιβάλλει και να ξελαμπικάρει ο νους. Με τέτοια ερεθίσματα υψηλής ανταμοιβής και ντοπαμίνης βελτιωνότανε ο ψυχισμός μου. Είχα ανακαλύψει την παραμυθία ενός κόσμου διαφορετικού. Κι όταν «το ταξίδι μου» στους λειμώνες των λέξεων έφτανε στο τέλος, ένιωθα μιαν απογοήτευση. Σαν να αποχωριζόμουν την παρέα μου, τους φίλους που ήξερα πως θα μου λείψουν. Κι έπιανα τον εαυτό μου να καθυστερώ το χρόνο που ήμουνα μαζί τους για να μη φτάσει η ώρα του αποχωρισμού.

Είχα εθιστεί για τα καλά, είχα ανακαλύψει μία όαση πραγματική κι ελάχιστα επικοινωνούσα με τους άλλους, συγγενείς και φίλους. Δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό παρά τη ΄δόση΄ μου. Έβλεπα ν’ αλλάζει μέρα τη μέρα η σκέψη μου, ο τρόπος της ζωής κι ένιωθα ότι ο δρόμος που είχα πάρει, θα ήταν από δω κι εμπρός μονόδρομος.

*

Είχε περάσει κάμποσος καιρός κι ένα μεσημέρι γύρισε το ΄βαποράκι μου΄ στο σπίτι σαν βρεγμένη γάτα. «Τέλος» μουρμούρισε με σφιγμένα χείλη, φαρμακωμένη χωρίς να με κοιτάζει. Μούτρα κατεβασμένα, η δερμάτινη τσάντα πλάκα, κρεμασμένη από το ώμο σαν

αδειανό σακί. Την είχε πιάσει το αφεντικό στα πράσα, μου είπε, να κατεβάζει δυο τρία βιβλία από το ράφι και να τα ρίχνει βιαστικά στο δερμάτινο ταγάρι, «κι ανάμεσα τους τη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση», πρόσθεσε σιχτιρίζοντας την ατυχία της.

Ένιωσα να φεύγει το πάτωμα κάτω απ’ τα πόδια μου. Μ’ έπιασε πανικός όπως συμβαίνει με όλους τους εξαρτημένους, όταν αποκόβονται από την πηγή της ευφορίας τους. Το ίδιο χαμένος ήμουν κι εγώ. Στη σκέψη πως θα ξέμενα δίχως υλικό άρχισα να ιδρώνω ξαφνικά και καπάκι εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα της στέρησης. Γύριζε το στομάχι κι είχα μια ακατάσχετη τάση για εμετό. Τις επόμενες μέρες έπεσα σε κατάθλιψη…

Δεν ξέρω πού θα είχα καταλήξει, πώς θα ήταν η ζωή μου, αν δεν πέρναγαν απ’ το μυαλό μου τα ΄υποκατάστατα΄ σαν λύση. Ευτυχώς που υπήρχαν, ακόμα τότε, οι δανειστικές βιβλιοθήκες. Ανακουφίστηκα, η ψυχή μου γύρισε στη θέση της. Έκτοτε κάνω χρήση ανελλιπώς, αλλά με μέτρο.

Όμως ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μου συμβαίνει να υποτροπιάζω – ¨πρώτα η ψυχή και μετά το χούι¨ . Και με βρίσκει το ξημέρωμα προκειμένου να τελειώσω ένα βιβλίο. Ναι, ξημεροβραδιάζομαι άμα πέσω σε καλό χαρμάνι (ύφος, πλοκή, γλώσσα κεντημένη με ψιλό βελόνι, υπόθεση που με ιντριγκάρει – να φτάνω στο τέλος και να μη θέλω να τελειώσει). Με βρίσκει ξύπνιο το πρωί, αν συναντήσω συγγραφέα θεριακλή. Που με παίρνει απ’ το χέρι και με σεργιανάει σε δρόμους ασυνήθιστους, «σε λιμάνια πρωτοειδωμένα, με καλές πραμάτειες, σεντέφια και κοράλλια κ’ έβενους…». Αν ανταμώσω, λέω, μάστορα γραφιά, είμαι ικανός να μείνω ξάγρυπνος ως την αυγή. Κάθε φορά που συναντώ τέτοιους μαστόρους – όχι συχνά – σταυροκοπιέμαι και μουρμουρίζοντας τούς ευγνωμονώ σαν να την πρόσωπα αγαπημένα και συγγενικά που φεύγοντας μου άφησαν ανεκτίμητη κληρονομιά.

Ακόμα κι αν σβηστούν από τη μνήμη μου οι ήρωες, πρόσωπα και λεπτομέρειες, όμως η αίσθηση των γεγονότων, το ύφος, η ατμόσφαιρα μπαίνουν στις φλέβες μου, κυλάν στο αίμα μου, ριζώνουν στο μυαλό και γίνονται κομμάτι του εαυτού μου. Αυτή είναι η «πρέζα» μου, η εξάρτησή μου και δεν έχω ανάγκη άλλη καμιά.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη

Η κόρη των Σίμονς

Eκείνη τη νύχτα του φάνηκε πως είδε να βγαίνει από την έπαυλη των Σίμονς η χαμένη κόρη τους. Το λιγοστό φως έκρυβε τις λεπτομέρειες στον κήπο. Το φεγγάρι πότε κρυβόταν και πότε εμφανιζόταν. Εντούτοις, η μορφή που βάδιζε προς το μέρος του, θύμιζε την απαλότητα και τη χάρη που έκαναν την κόρη των Σίμονς να ξεχωρίζει.

Ξαναπήγε την επόμενη νύχτα και παραφύλαξε. Τα δέντρα σάλευαν ελαφρά. Ένα σκυλί γάβγισε. Άκουσε θόρυβο από λεπτά κλαδιά που σπάζουν, λες και κάποιος πατούσε προσεχτικά επάνω τους. Μετά σιωπή.

Κι όμως, την είχε δει. Ήταν αυτή. Η κόρη των Σίμονς. Από τότε που χάθηκε, όλοι μιλούσε για κείνη. Βλέπεις, τα ξαφνικά γεγονότα διακόπτουν τη ραθυμία των ημερών. Το τραγικό έχει μια απόλυτη γοητεία. Κανείς δεν μπορεί να του αντισταθεί. Εξάπτει τη φαντασία. Ξυπνά τους κοιμισμένους. Βάζει τη συνείδηση σε φασαρίες. Φέρνει τα πάνω κάτω στις συμβατικές ζωές.

Οι Σίμονς έφυγαν και δεν επέστρεψαν το επόμενο καλοκαίρι όπως συνήθιζαν τόσα χρόνια. Μετά από καιρό ξαναγύρισαν απλώς για να μαζέψουν τα μπαούλα τους. Μια φήμη διαδόθηκε, πως η κόρη τους τελικά βρέθηκε σε μοναστήρι. Λόγια του κόσμου. Πάντα φτιάχνουν ιστορίες από το πουθενά. Είναι κι αυτό ένα κόλπο που έχει εφεύρει η πλήξη.

Εκείνος κράτησε το στόμα του κλειστό. Όταν τον κάλεσαν στην αστυνομία, φρόντισε να είναι προσεχτικός, να πει μόνο τα στοιχειώδη. Τα κατάφερε καλά. Κανείς δεν τον υποπτεύθηκε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Την προηγούμενη της εξαφάνισης, την είχε συναντήσει κρυφά, όπως πάντα. Φορούσε το λευκό νυχτικό της. Περπάτησαν για λίγο στον κήπο αγκαλιασμένοι. Στο σημείο του φράχτη όπου φύτρωναν τα κυπαρίσσια, σταμάτησαν για να φιληθούν. Η κόρη των Σίμονς άφησε τo νυχτικό της να πέσει και το δέρμα της φώτισε τη νύχτα. Η γύμνια είναι μαγική στο σκοτάδι.

Το πρωί, η κόρη των Σίμονς χάθηκε. Την έψαξαν στον ελαιώνα και στα θερμοκήπια που διατηρούσε η οικογένεια. Οι υπηρέτες ανέβηκαν στον λόφο και φώναζαν το όνομά της με χωνιά. Οι Σίμονς ήταν ανάστατοι. Ο κύριος Τσαρλς, η κυρία Μάριαν, οι ηλικιωμένες θείες, ο γηραλέος σερ Άντριου. Η αστυνομία έκανε ανακρίσεις. Έγινε γνωστό ότι ο νέος που τη συνόδευε τελευταία στους περιπάτους της ήταν μακρινός συγγενής της οικογένειας, γόνος αριστοκρατών. Οι Σίμονς τον προόριζαν για σύζυγο της κόρης τους και οι αρραβώνες είχαν σχεδιαστεί για το ίδιο καλοκαίρι. Όπως αποδείχτηκε, ο ίδιος δεν είχε καμιά σχέση με την εξαφάνιση.

Οι έρευνες συνεχίστηκαν για μήνες. Κάποτε σταμάτησαν. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Το τραγικό κάποτε απομακρύνεται. Διαλύεται μέσα στον χρόνο που περνά. Χάνει τις διαστάσεις του. Μικραίνει. Είναι παράξενο πόσο ο χρόνος μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, τις σημασίες, τους ανθρώπους, την Ιστορία. Χωρίς να το καταλάβεις, σιγά σιγά όλα αλλάζουν. Οι Σίμονς δεν ξαναπάτησαν στην περιοχή. Η έπαυλη πνίγηκε στους κισσούς. Τα θερμοκήπια ρήμαξαν. Η σιωπή βασίλευε πλέον παντού. Και μόνο εκείνος συνέχισε να πηγαίνει κάθε νύχτα στο μέρος που τη συναντούσε. Κοιμόταν τη μέρα και τη νύχτα παραφύλαγε. Ίσως οι αταίριαστοι έρωτες είναι η πιο αληθινή όψη του τραγικού.

Αν συνεχίσεις έτσι θ’ αρρωστήσεις, του είπε ο Κ.. ‘Ήταν ο μόνος που ήξερε για την κρυφή του σχέση. Στην αρχή δεν τον είχε καν πιστέψει. Η κόρη των Σίμονς να ερωτευτεί ένα αγροτόπαιδο! Αλλά του έδειξε τα γράμματά της, τα ποιήματα του Κητς φυλαγμένα προσεχτικά μέσα στους ροζ φακέλους. Τα μόνα ίχνη μιας πολύτιμης τρυφερότητας. Μετά την εξαφάνιση, ο Κ. προσπάθησε πολύ θερμά να τον βοηθήσει: Πρέπει να τα ξεχάσεις όλα, φίλε μου. Παρ’ το απόφαση – μερικές ιστορίες απλώς δεν έχουν καλό τέλος.

Εκείνος σώπαινε. Έμοιαζε σαν υπνοβάτης. Ή σαν βρικόλακας που βγαίνει από τον τάφο του μόνο τη νύχτα. Ο Κ. ανησυχούσε όλο και περισσότερο: Θα σου το πω ξεκάθαρα, αυτή η ιστορία σου έχει γίνει έμμονη ιδέα. Η κόρη των Σίμονς δεν πρόκειται να ξανάρθει. Τι περιμένεις λοιπόν; Που πήγε η λογική σου;

Η καταστροφή. Μια ακόμη όψη του τραγικού. Ή μια τελεσίδικη λύση που ολοκληρώνει ανέφικτες υποθέσεις. Τι ξέρει αυτός από σπαραγμό, από τελειωμένες ζωές; σκέφτεται. Καλόκαρδος, αλλά επιδερμικός. Όχι, κανείς δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο του. Και κανείς δεν πρόκειται να μάθει τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Η κόρη των Σίμονς δεν θα εμφανιστεί. Είναι σίγουρο πως δεν θα εμφανιστεί. Είχε δει το σώμα της να βουλιάζει στο ποτάμι. Ο ίδιος είχε ορίσει το πεπρωμένο τους. Τα νερά απλώς τον βοήθησαν.

Μέσα σε μια στιγμή όλα χάνονται. Η ομορφιά γίνεται χίλια κομμάτια. Η τρυφερότητα διαλύεται. Τώρα πηγαίνει εκεί, όχι για να την περιμένει, όπως νομίζει ο Κ.. Θέλει να μοιραστεί τον τρόμο της. Και ίσως να προετοιμάσει μια τελευταία συνάντηση μαζί της μέσα στο νερό.

Όταν πίστεψε πως την είχε ξαναδεί στον κήπο, κατάλαβε πως η ώρα είχε φτάσει. Κι αυτή τη φορά λοιπόν θα έκανε τα δέοντα. Έτσι είναι η ζωή. Μερικά γεγονότα είναι αναπόφευκτα. Η μοίρα τσακίζει την ομορφιά. Η μοίρα έχει πάντα τα δικά της σχέδια. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί της. Το κακό γεννιέται ξαφνικά όταν το καλό μένει μόνο του χωρίς συμπαράσταση, χωρίς ανταπόκριση. Το φεγγάρι βγαίνει και μετά κρύβεται. Έτσι συμβαίνει πάντα με το φεγγάρι.

Νίκος Ξένιος

Έξις δευτέρα φύσις

Έχει ζέστη σ’αυτό το κελί. Ζέστη και υγρασία. Όλο το σώμα μου μια πληγή. Δεν ξέρω πόσον καιρό είμαι κλεισμένος εδώ μέσα. Δεν ξέρω πότε θα ξαναδώ ζεστό νερό, πότε θα ξανακάνω μπάνιο. Πότε θ’ αντικρίσω πάλι τον ήλιο… Τα έργα μου τα γράφω στο μισόφωτο, κι όσο πάει και χειροτερεύει η κατάσταση με τα μάτια μου.

Ααα, ο ήλιος θ’ ανατείλει όπου να’ναι…. Κάπου εδώ έχω ένα μαντίλι. Μα πού το’βαλα;

Θα σας πω το αμάρτημά μου: μια μέρα άνοιξα το οικογενειακό ερμάρι του οικοδεσπότη μου. Το ξέρω ότι δεν είχα δικαίωμα, αλλά το άνοιξα. Έχω εθιστεί στο να το κάνω αυτό…και μέσα εκεί βρήκα κάτι χειρόγραφα, που μου’δωσαν μια φοβερή ιδέα για συγγραφή! Να γράψω για – τι άλλο;- για τη ζωή ενός άτυχου ανθρώπου, που τον βίασαν και τον πέταξαν σ’ ένα κελί! Αλλά δεν σταμάτησα στο ερμάρι. Λίγους μήνες μετά, όταν το δημαρχείο του χωριού μας πήρε φωτιά, έτρεξα και βοήθησα τον βιβλιοθηκάριο να διασώσει πολλά βιβλία. Στο διάστημα εκείνο όπου φύλαξαν τα βιβλία σε μιαν αποθήκη, συνέχισα να κλέβω τις ιδέες άλλων. Η έξις είναι δευτέρα φύσις, βλέπετε.

Πάντα μού άρεσε να αντιπαραθέτω τη λογική στο πάθος, τη νόηση στο ένστικτο και την αντίληψη στη θέληση. Τι είναι η ζωή? έγραφα. Μια σκιά, μια φαντασία! Ο στίχος μου έγινε ορόσημο και οδοδείκτης πολλών ανθρώπων. Επηρέασε συγγραφείς που γράφουν για τις γυναίκες που κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης. Για τις γυναίκες που η ζωή τους είναι ένα όνειρο, που τα όνειρά τους μπερδεύονται με την πραγματικότητα και που η πραγματικότητα τούς είναι ανυπόφορη. Από συνήθεια και μόνο προσπαθώ ν’ αντιγράφω άλλους συγγραφείς. Είναι, το ξέρω, μια απαίσια μορφή εθισμού. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να αλλάζω ονόματα και τοπωνύμια, καταστάσεις και χρονολογίες. Όμως ξέρω πολύ καλά βαθιά μέσα μου πως όσα λέγονται στα δικά μου έργα είναι κουβέντες που έχουν ξαναειπωθεί. Κι όμως, τις επαναλαμβάνω με μεγάλη επιτυχία.

Το τοπίο της σκέψης μου είναι σκοτεινό…και καλά καλά δεν ξέρω ποιός είμαι. Δεν ξέρω ούτε από πού έρχομαι ούτε πού πηγαίνω…Τα πάντα τα κάνω στη βάση μιας σκηνοθεσίας. Γιατί, πάνω απ’όλα και πριν απ’όλα είμαι ένας επαγγελματίας ηθοποιός. Φαντάζομαι θα το καταλάβατε. Ένας ηθοποιός πρέπει να φοράει τα ρούχα του άλλου, τα παπούτσια του άλλου, το δέρμα του άλλου. Στερεμένη γνώση, στερεμένη εμπειρία, στερεμένη φαντασία. Στερεμένα όλα. Μια στέρφα γη η έμπνευση του συγγραφέα. Μια στέρφα γη η έμπνευση του ηθοποιού. Πού να βασιστεί κανείς; Ποιον να εμπιστευθεί; Ο ένας παίζει τον πατέρα του, ο άλλος τη μητέρα του, ο τρίτος παίζει τον ρόλο που θα’θελε να παίζει ο πατέρας του ή τον ρόλο που η μητέρα του θα’θελε να παίζει ο πατέρας του, και πάει λέγοντας… Απελπισία! Βούρκος! Όλοι στο ίδιο μοτίβο κινούμαστε.

Εγώ δεν τους θέλω τους κλασικούς ρόλους. Θέλω να υποδύομαι μόνο ένα πρόσωπο: τον εαυτό μου! Κι αυτό είναι, επίσης, μια μορφή εθισμού. Να ξέρετε, επίσης, πως στην ουσία δεν σας βλέπω. Και, αφού δεν σας βλέπω, για μένα δεν υπάρχετε! Η μισή ντροπή δική μου κι η μισή δική σας! Κατά βάθος, όλοι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως υπάρχουμε αυτόνομα, πως έχουμε ταυτότητα, δηλαδή. Κι εσείς κι εγώ. Ενώ, στην ουσία, όλοι, ΌΛΟΙ είμαστε γεννήματα της εποχής μας. Κι επειδή η σιχαμένη εποχή μας γίνεται όλο και πιο σιχαμένη, καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, ε; Επειδή ζούμε σε μιαν εποχή παρακμής, κι επειδή καθένας θα έκανε τα πάντα για να επιβιώσει, θα ξεπουλούσε το κορμί του στην πρώτη ευκαιρία, θα άρπαζε την πρώτη ευκαιρία, έ, να λοιπόν, αυτό έκανα κι εγώ. Μπορεί να μην είχα δικαίωμα, αλλά το έκανα. Έγραψα γι’αυτόν τον ήρωα κι έπλασα τον χαρακτήρα του ακριβώς με τον τρόπο που μου υπέδειξαν οι σημειώσεις ενός άλλου ανθρώπου. Εκείνος, ο πραγματικός συγγραφέας, ούτε που το υποψιάστηκε. Κοιτάξτε…ζούμε σε μιαν εποχή όπου κανείς δεν καταλαβαίνει. Πιστεύω, βέβαια, ότι σύντομα όλοι θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν. Είναι μόνο θέμα χρόνου. Το κελί του δικού μου ήρωα είναι το κελί καθενός μας, άλλωστε. Είναι η φύση μας τέτοια!

Τελευταία δεν βλέπω καλά, σαν να πετάει ένα έντομο μπρος στο αριστερό μου μάτι. Οι άνθρωποι έξω, στο φως, πώς αντικρίζουν το φως του ήλιου; Πώς μπορούν;Εμένα ο ήλιος με έχει ξεχάσει. Το φως του είναι ξένο, φτάνει όλο και πιο αχνό απ’το παράθυρο. Η όρασή μου σιγά σιγά χάνεται. Αν ποτέ βγω από ‘δω μέσα, θα είμαι πια ολότελα τυφλός. Αλλά τι σημασία έχει; Όλοι ψάχνουμε στα σκοτεινά. Θέλουμε να βρούμε ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Έτσι δεν είναι; Όμως αυτή η προσπάθεια είναι μάταιη. Είναι άγνωστο το από πού ερχόμαστε και το πού πηγαίνουμε. Γιατί, πέρα απ’όλα τ’άλλα, είμαστε τα συφοριασμένα παιδιά μιας άρρωστης εποχής. Αυτό το ξέρουμε καλά βαθιά μες στην ψυχή μας.

Γιατί αυτός είναι ο εθισμός μας. Γιατί η ψυχή μας έτσι έχει συνηθίσει να καταλαβαίνει τον κόσμο…

Νικόλας Περδικάρης

Γομολάστιχες

Τα ίχνη του λάθους είναι πάντοτε ορατά μετά από κάθε σβήσιμο. Όσο και αν θες να πεις ότι κάτι στραβό δεν έγινε ποτέ, όσο και αν προσπαθείς να διαγράψεις τα σημάδια του σφάλματος, υπάρχουν πάντα οι αχνές γραμμές κάτω από κάθε απαλοιφή να σου θυμίζουν όλα εκείνα που έκανες ή που δεν έκανες. Έπειτα υπάρχουν και τα απομεινάρια τριμμένης γόμας, αυτά που ξεφορτώνεσαι με ένα απαλό φύσημα πάνω από το χαρτί, αφήνοντας τις βρωμιές σου να πέσουν στο πάτωμα, λίγο πιο έξω από το καλαθάκι των απορριμμάτων, γιατί η απόλυτη καθαριότητα ποτέ δεν είναι ο στόχος. Δίχως υπενθυμίσεις της πρόσφατης δραστηριότητάς σου, το γραφείο σου, ο προσωπικός σου χώρος θα παρέμενε αποστειρωμένος, στερημένος από όλα εκείνα τα σημάδια που προδίδουν την παρουσία σου σε αυτό το σπίτι, μαρτυρώντας ότι είσαι ζωντανός.

Είναι ήδη πολύ αργά -μιλώ με όρους ρολογιού- και συνεχίζω να σφίγγομαι στην καρέκλα μου προσποιούμενος τον βαριά απασχολημένο. Στην πραγματικότητα, τραβάω μερικές επιπλέον γραμμές στην λευκή επιφάνεια της εργασίας μου. Δεν έχω, προς ώρας, καμία διάθεση να ζωγραφίσω ή να γράψω κάτι από τα παλιά. Γνωρίζω όμως πως η επιθυμία μου γεννιέται με την τριβή. Επιτρέποντας στον γραφίτη να πάρει θέση επί των πραγμάτων -επί του ατομικού μου παρόντος ή του παρελθόντος- είναι σαν να αυξάνω τις πιθανότητες ώστε να προκύψει ένα κείμενο ή ένα σχέδιο που θα με αλαφρώσει, που θα καθαρίσει την ψυχή μου από ένα σωρό αμαρτήματα. Βεβαίως αυτό είναι ένα ακόμα σφάλμα από μόνο του ότι σκέφτομαι δηλαδή για το ατομικό μου συνεχές στον χρόνο, σαν όλες τις στιγμές του τώρα ή του χθες να μην τις μοιράστηκα με άλλους ανθρώπους. Σαν να τις έζησα ολομόναχος και έτσι παράδοξα να αποκτά ο βίος μου σημεία αναφοράς όπου κανείς δεν υπάρχει έξω από μένα. Τι ψέμα!

Έχω έναν αδελφό, με τον οποίο δεν επικοινωνώ είκοσι χρόνια τώρα για λόγους που δεν είναι αρκετά προφανείς. Θέλω να πω, δεν είναι τα ζητήματα κληρονομιάς που μας κρατάνε σε απόσταση -εσύ το ξέρεις. Κοιμάσαι στο διπλανό δωμάτιο τώρα που σχεδιάζω τις αυθόρμητες ζωγραφικές μου αυθαιρεσίες στο χαρτί, γνωρίζοντας ότι εγώ -ο σύζυγός σου- ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για χρήματα: τι μας άφησε και τι δε μας άφησε η μητέρα. Λυπάμαι μόνο θανατερά, δηλαδή μέχρι το σημείο που δεν θα αρνιόμουν να πεθάνω από τη θλίψη μου, για το πώς αντιμετώπισε ο αδελφός μου τη μάνα μας καθώς εκείνη έφευγε από αυτόν τον κόσμο. Είχε αρχίσει, προφανώς, να τα χάνει μερικά χρόνια προτού εμείς αντιληφθούμε τη φθορά στον εγκέφαλο. Οι πλάκες αμυλοειδούς σχηματίζονταν -υποθέτω- μέσα στο κεφάλι της όπως οι νησίδες στους ωκεανούς. Το γεγονός ότι και τα δυο της παιδιά έκλαιγαν βουβά ακριβώς επάνω απ’ το μαξιλάρι της δεν ήταν, σε καμιά περίπτωση, αρκετό για τη μάνα προκειμένου να ανακάμψει. Και παρότι συμφώνησες, αδελφέ μου, να την πάμε – και την πήγαμε όντως- στους καλύτερους γιατρούς δεν είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβανόσουν πως η σκιώδης σταδιακή απόδρασή της από τα καθημερινά, τα εγκόσμια, θα σήμαινε κατά κάποιο τρόπο και το δικό μας τέλος. Ήμασταν πάντα διαφορετικοί, αγόρι μου, και ας μοιάζαμε σαν δυο σταγόνες νερό. Εσύ, ας πούμε, δεν ήθελες, δεν μπορούσες ποτέ να συγκινείσαι στα φανερά. Έμοιαζες ανέκφραστος μπροστά στα πιο τραγικά, ακόμη και στα πολύ προσωπικά σου∙ κάθε φορά που οι γονείς σε τουλουμιάζανε στο ξύλο, άχνα δεν έβγαζες. Για τίποτα δεν ξόδευες τα δάκρυά σου, όσο και αν πονούσες μέσα-έξω από το βαρύ χέρι των βιολογικών κηδεμόνων μας. Έτσι εξηγείται που, όταν η μητέρα μάς αποχαιρετούσε αθόρυβα αναχωρώντας για τους ουρανούς, εσύ ούτε τότε έδειξες να ταράζεσαι συναισθηματικά. Δεν είχε, δυστυχώς, καμία σημασία ότι γνώριζα πόσο πονούσες μέσα σου. Συνεπώς εγώ, όταν απομείναμε μόνοι φρόντισα να παντρευτώ, να ζωγραφίζω και να γράφω για τις αβλεψίες μου σαν να μην υπάρχει αύριο.

Θέλεις να μάθεις, αδελφούλη, ποιος είναι ο εθισμός μου ενάντια στην οικογενειακή μας οδύνη; Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν γεύομαι κανένα ναρκωτικό ή ψυχοτρόπο. Το μόνο που κάνω είναι να συλλέγω μανιωδώς γομολάστιχες για να διαγράφω αστοχίες. Ξεδιπλώνω περιγράμματα σχέσεων, συνθηκών και εσφαλμένων υποστάσεων εκεί που φωλιάζουν το μελάνι, το κάρβουνο, οι ταπεινές σκόνες μολυβιού. Ύστερα ανοίγω την κρυψώνα μπροστά από την πολυθρόνα μου, ένα μικρό συρτάρι γεμάτο γόμες κάθε λογής χρωματιστές, μαλακές, εύπλαστες, σκληρές. Διαλέγω μια και καθώς την χρησιμοποιώ, καθιστώ ευλαβικά πιο θαμπά τα παλίμψηστα της νύχτας. Για τότε που θρηνήσαμε χωριστά τις απώλειες, για τότε που βριστήκαμε, που δεν ανταλλάξαμε ξανά κουβέντα μεταξύ μας. Όμως ξέρεις τι γίνεται; Σου το είπα στην αρχή: Οι γραμμές φαίνονται κάτω από τα περιγράμματα, όσο και αν τρίβω. Περνάω τα βράδια μου σαν ένας εμμονικά αφοσιωμένος εργασιομανής ο οποίος πρόκειται να απολυθεί ακριβώς εξαιτίας αυτής της υπερβολικής του αφοσίωσης, εξαιτίας της εμμονής του. Τότε είναι που υποφέρω περισσότερο. Αντί να τα παρατήσω -να πέσω στο κρεβάτι δίπλα στη γυναίκα μου συμφιλιωμένος με την παραδοχή ότι τα λάθη της βιοπάλης δεν εξαφανίζονται ποτέ οριστικά- αγοράζω, την επόμενη κιόλας, καινούριες γομολάστιχες, με την ελπίδα ότι αυτές θα είναι πιο αποτελεσματικές, επιστημονικά ελεγμένες ώστε να απαλείφουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα μοιραία ανθρώπινα σφάλματα.

Σαν να σε ακούω εκείνες τις στιγμές να μου λες: η λέξη «γομολάστιχες» είναι παππουδίστικη. Να γελάς με τις μουτζούρες, τα σκισίματα στο χαρτί. Έχει ενδιαφέρον πάντως το ότι με ξέρεις αρκετά καλά, ώστε καταλαβαίνεις χωρίς να σου το πω με λέξεις το μόνο που θέλω είναι να μιλάμε πάλι, όπως πρώτα. Αν έρθεις εδώ να μου χαμογελάσεις, θα πάω αμέσως για ύπνο. Σου το βεβαιώνω. Θα πω στη γυναίκα μου ότι με αγαπάς, απαλλάσσοντάς την από το αδιανόητο βάρος του μοναδικού ανθρώπου που με νοιάζεται καθημερινά. Μα πρώτα απ’ όλα, αν μου μιλήσεις, σου υπόσχομαι ότι θα πετάξω στα σκουπίδια τις επτακόσιες γόμες μου. Δεν θα αγοράσω ποτέ ξανά καμιά καινούρια. Θα ξεφορτωθώ ακόμη και τα χνούδια από τα σβησίματα που έχουν πέσει στο παρκέ.

Σου το υπόσχομαι.

Εύα Στάμου

Ο Βιβλιοπώλης

Μόλις έφυγαν η Μάγδα και τα παιδιά, κλείδωσε πίσω του ανυπόμονα την πόρτα. Έφτιαξε τον καφέ του και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή. Λίγα λεπτά τού πήρε ώσπου να αποκοπεί από το περιβάλλον. Χωρίς να νοιάζεται για τον θόρυβο του κομπρεσέρ από τον δρόμο και τις φωνές των γειτόνων από το διπλανό διαμέρισμα, κουλουριάστηκε στην καρέκλα κολλώντας το πρόσωπό του στην οθόνη. Το μυαλό του ναρκώθηκε γρήγορα καθώς οι εικόνες γυμνών κορμιών σε συνηθισμένα ή παράξενα συμπλέγματα άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά του ακατάπαυστα.

Σηκώθηκε μηχανικά και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε το κουτί με τα γλυκά και κατάπιε σχεδόν αμάσητο ένα παστάκι σοκολάτας. Ο ερεθισμός τού προκαλούσε για κάποιον λόγο υπογλυκαιμία, ή έτσι νόμιζε· ένιωθε την ανάγκη να μασουλάει κάτι όση ώρα παρακολουθούσε -με τον ήχο χαμηλωμένο, για να μην τραβήξει προσοχή- την ένωση σωμάτων που προσποιούνταν ότι απολάμβαναν τον έρωτα, δίνοντας στον ίδιο την εντύπωση πως απλώς επιδίδονταν σε γυμναστικές ασκήσεις διαφορετικής έντασης και δυσκολίας.

Ο εθισμός στις γλυκές γεύσεις κρατούσε από την παιδική του ηλικία. Ο εθισμός στο πορνό, αντίθετα, ήταν κάτι πρόσφατο· ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες, όσο διαρκούσε η ανεργία του. Τις πρώτες μέρες συνόδευε εκείνος τους γιούς του στο σχολείο και ύστερα έβγαινε στους δρόμους προς αναζήτηση εργασίας σε κάποιο κατάστημα, ή τοπική εταιρεία – τίποτα δεν του φαινόταν ταπεινό για την αφεντιά του. Προθυμοποιήθηκε να δοκιμάσει ακόμα και τη θέση του ρεσεψιονίστα σε ένα σπα πολυτελείας, αλλά οι αιτήσεις του απορρίπτονταν η μία μετά την άλλη. Πλησίαζε τα πενήντα και η αλήθεια είναι ότι είχε υπερβολικά προσόνταγια τις θέσεις που προσφέρονταν· καταλάβαινε πως προτιμούσαν νέους και άπειρους ώστε με έναν πενιχρό μισθό να τους έχουν του χεριού τους.

Μετά από λίγες εβδομάδες επίμονης αλλά μάταιης έρευνας, αφέθηκε στη θλίψη. Σταμάτησε να κυκλοφορεί τα πρωινά, έμενε σπίτι και ανάλωνε την ώρα του κοιτάζοντας αγγελίες στο διαδίκτυο ή τηλεφωνώντας σε φίλους και γνωστούς.

Μια μέρα μπήκε τυχαία σε ένα σάιτ με γυμνές φωτογραφίες, το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκε να παρακολουθεί πορνό. Είχε δει μερικές αισθησιακές ταινίες στα νιάτα του -με φίλους, πάντα, για να σπάσουν πλάκα-, αλλά αυτού του είδους η ψυχαγωγία ήταν έξω από τα ενδιαφέροντά του, όπως άλλωστε και οι επισκέψεις σε οίκους ανοχής. Τον ικανοποιούσε η εντύπωση ότι ήταν αλλιώτικος ή μάλλον ανώτερος από τους περισσότερους άντρες που από τη μία φαίνεται πως δεν σημείωναν τόση επιτυχία στο γυναικείο φύλο όση ο ίδιος, από την άλλη δεν είχαν φροντίσει να καλλιεργήσουν την αισθητική τους σε κανένα τομέα – και ο έρωτας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Την επόμενη μέρα μπήκε πάλι στο ίδιο σάιτ, κάτι που άρχισε να επαναλαμβάνει σε στιγμές κόπωσης και μοναξιάς. Λίγο η σπανιότητα της ερωτικής επαφής με τη Μάγδα τα τελευταία χρόνια, λίγο η απουσία νέου σεξουαλικού ενδιαφέροντος, έφτασε να επιζητά τέτοιου είδους συγκινήσεις καθημερινά. Τον κυρίευε ο ίλιγγος του βυθίσματος σε έναν κόσμο πρωτόγονο, ίλιγγος που τον συνέδεε αυτόματα με τα πιο αρχέγονα ένστικτα που δεν είχαν ακόμα περάσει στο στάδιο της βούλησης, και στον οποίο δεν γινόταν να αντισταθεί. Η εναλλαγή των κορμιών σε επαφή, μούδιαζε το μυαλό πυροδοτώντας την επιθυμία του, λειτουργούσε σαν ναρκωτικό που καταλάγιαζε το άγχος και τον λύτρωνε από τον ίδιο του τον εαυτό. Σε αυτή την ηλικία ήρθε ξαφνικά αντιμέτωπος με την αληθινή του φύση που δεν ήταν τελικά και τόσο διαφορετική από των υπόλοιπων αντρών.

Δώδεκα χρόνια κράτησε το βιβλιοπωλείο, αντέχοντας στην οικονομική κρίση σε μια χώρα που διαβάζουν ελάχιστοι. Στο πέρασμα των ετών, όμως, οι δυσκολίες έκαμψαν τις δυνάμεις του. Παρά τις αιματηρές θυσίες, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αναγκάστηκε να δανειστεί λεφτά από τα αδέρφια και τους φίλους του. Την ίδια στιγμή, η γκρίνια της γυναίκας του ροκάνιζε σταθερά τον δεσμό τους όπως το σαράκι το ξύλο.

Παραιτήθηκε. Έπαψε να είναι επιχειρηματίας, σταμάτησε να είναι εραστής. Κάθε φορά που έβλεπε τη γυναίκα του γυμνή, αισθανόταν τα πόδια του να λυγίζουν, τον πλημμύριζε ανείπωτη τρυφερότητα. Είχε την ανάγκη να κρυφτεί στην αγκαλιά της και να βάλει τα κλάματα. Ήξερε πως η Μάγδα και εκείνος δεν γινόταν πια να δουν ερωτικά ο ένας τον άλλο, μετά από τόσα χρόνια κοινής ζωής ένιωθαν σαν αδέρφια. Δεν τραυματίστηκε, όμως, μόνο η επαφή με τη σύντροφό του, αλλά και η σχέση του με τη λογοτεχνία· δεν άντεχε πλέον να διαβάζει, αυτός που υπήρξε τζάνκι της ανάγνωσης.

Έτσι οδηγήθηκε στον κατ’ οίκον περιορισμό που επέβαλε στον εαυτό του και κατέληξε να ξοδεύει τον χρόνο του χαζεύοντας τα πορνογραφικά σάιτ. Η επικοινωνία με τους φίλους και τους δικούς του περιορίστηκε στα στοιχειώδη· λες και στέρεψαν μέσα του οι λέξεις, αναζήτησε παρηγοριά στην εικόνα. Οι σεξουαλικές σκηνές με τα υποτυπώδη σενάρια, ο ψυχρός, μηχανικός τρόπος με τον οποίο ενώνονταν κορμιά κάθε φύλου, χρώματος, ή φυσικής διάπλασης, όχι μόνο στερούσε το θέαμα από κάθε αισθησιασμό, μα του προκαλούσε συνήθως απώθηση στα όρια της ναυτίας. Παρόλα αυτά, κατάφερνε σχεδόν πάντα να ερεθιστεί.

Κάποιες μέρες ο ερεθισμός του κρατούσε ώρες, δίχως να νιώθει την επιθυμία να ολοκληρώσει, αποφεύγοντας να αγγίξει τον εαυτό του. Σπάνια αυνανιζόταν, και αυτό μόνο όταν αναπολούσε προσωπικές στιγμές με γυναίκες που είχαν περάσει από τη ζωή του. Μπορεί οι ερωτικές εμπειρίες του να μην ήταν πολλές, αφού αφοσιώθηκε στη Μάγδα σε νεαρή ηλικία, μα στη μνήμη του είχαν καταχωρηθεί ως κάτι το ξεχωριστό, που είχε φυλάξει μέσα του για πάντα.

Με τα χρόνια οι σκηνές αυτές είχαν ξεθωριάσει, το περιεχόμενό τους είχε αντικατασταθεί από όνειρα και φαντασιώσεις με τρόπο που, από ένα σημείο και μετά, ήταν λες και έκανε έρωτα με την ίδια γυναίκα ή ίσως με τον εαυτό του. Βυθίστηκε με τον καιρό σε μια λυτρωτική μοναξιά.