Scroll Top

«7 + 1 διηγήματα για τον Μάρτιο του 2023 στο Culture Book»

Toν Ιούνιο του 2015, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ ανέφερε, σε σχετική της έρευνα, ότι «ο παγκόσμιος ξεριζωμός έφτασε σε ποσοστά ρεκόρ όλων των εποχών καθώς αυξάνονται οι πόλεμοι και οι διώξεις.» Τον ίδιο μήνα του 2022, επτά χρόνια αργότερα, ο ίδιος οργανισμός ανέφερε ότι «ο αριθμός των ανθρώπων που εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους αυξήθηκε κάθε χρόνο κατά την τελευταία δεκαετία και στέκει στο ψηλότερο επίπεδο από τότε που ξεκίνησαν να κρατούνται αρχεία.» Ο εικοστός πρώτος αιώνας, που εγκαινιάστηκε με το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και την εισβολή στο Αφγανιστάν, έχει ως τώρα όλα τα σημάδια ενός αιώνα ξεριζωμού και προσφυγιάς σε επίπεδα που συναγωνίζεται σε αριθμούς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ίδια στιγμή που ανοίγει, για μια σειρά χωρών όπως τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος, παλιότερες και τραυματικές μνήμες τόσο προσφυγιάς (1922, 1974) όσο και μαζικής μετανάστευσης (δεκαετίες 1950-1970, και ξανά μετά το 2010): όσο κι αν η γενιά του 30 κατάφερε να οικοδομήσει πειστικές και αισθητικά άρτιες νέο-μυθικές εκδοχές της «εντοπιότητας» και του ανήκειν, οι τελευταίες δεκαετίες έφεραν στο προσκήνιο παλιές πληγές και αναζωπύρωσαν προβληματισμούς, φιλονικίες και πολώσεις που για κάμποσο καιρό έμοιαζαν θαμμένες στη λήθη. Στο επίκεντρο, τέλος, παλιών και νέων ροών ξεριζωμού στέκεται η εργασία, τόσο ως μοναδικός σχεδόν πόρος επιβίωσης σε νέα περιβάλλοντα όσο και ως ματαιωμένη ελπίδα για κάποιους, απειλή συναγωνισμού για άλλους, άπιαστο όνειρο και σκληρή, συχνά υποαμειβόμενη πραγματικότητα.Η συλλογή αυτή διηγημάτων από συγγραφείς σε Ελλάδα και Κύπρο έχει ως στόχο να αποτυπώσει τον παλμό της λογοτεχνικής ανταπόκρισης στη ζοφερή αυτή συνθήκη του εικοστού πρώτου αιώνα, να αναδείξει διαλόγους ανάμεσα σε ιστορικές στιγμές εισόδου και εξόδου πληθυσμών από τους δύο αυτούς τόπους αλλά και διεθνώς, και να αφουγκραστεί τα μέσα με τα οποία πεζογράφοι των δύο χωρών επιχειρούν να αναμετρηθούν με τις ιστορίες ζωής ανθρώπων που πολύ συχνά παρουσιάζονται ως άνθρωποι χωρίς ιστορία, άνθρωποι που πολλές φορές μετρούν μόνο ως πρόβλημα προς επίλυση από τις κοινωνίες όπου τους φέρνει το συχνά ριψοκίνδυνο ταξίδι τους—ένα ταξίδι εξαναγκασμένο από τον πόλεμο, τη φτώχεια, την περιβαλλοντική καταστροφή.

Παρουσιάζονται εδώ, για τον μήνα Μάρτιο, οι αφηγήσεις της Γεωργίας Τάτση (Ελλάδα), Νόρας Νατζαριάν (Κύπρος), Τασίας Βενέτη (Ελλάδα), Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου (Κύπρος), Κώστα Κουτρουμπάκη (Ελλάδα), Μαρίας Α. Ιωάννου (Κύπρος), Φωτεινής Βασιλοπούλου (Ελλάδα) και του γράφοντος (Κύπρος-Ελλάδα).

Αντώνης Μπαλασόπουλος 

Walker Evans | Floyd Burroughs’ Work Shoes, 1936

Γεωργία Τάτση

Suite No 2 Sarabande

Θέλω να γράψω για σένα αλλά δεν μπορώ. Δεν σε ξέρω καθόλου και δυσκολεύομαι αφόρητα.
Γι’ αυτό ακριβώς θέλεις να γράψεις για μένα, επειδή δεν με ξέρεις καθόλου και δυσκολεύεσαι αφόρητα, αν και είναι σίγουρο πως γνωριζόμαστε.
Γνωριζόμαστε;
Αυτό είναι βέβαιο.
Πώς γνωριζόμαστε, δεν έχω εικόνα, δεν έχω καμμιά μνήμη από σένα.
Με γνωρίζεις αλλά δεν με αναγνωρίζεις γιατί έχω πολλά πρόσωπα. Είμαι πολλές γυναίκες μαζί. Μπάμπουσκα. Η μία μέσα στην άλλη.
Δείξε μου ένα πρόσωπό σου.
Αυτή που μπαίνει στο δωμάτιό σας με την ηλεκτρική σκούπα και βγαίνει κρατώντας στο ένα χέρι τη σφουγγαρίστρα και στο άλλο τα πανάκια του Jumbo για το ξεσκόνισμα, που ξέρει ακριβώς ποια σημεία του δωματίου σας πιάνουν σκόνη και τι κλείνετε μέσα στα ντουλάπια σας, που ξεβρωμίζει τα σπίτια σας και ξεσκατίζει τους γέρους σας, που ζει δίπλα στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα σας και παραλαμβάνει την ψυχή του για να τη στείλει στον τελικό της προορισμό. Η Courier.
Ψυχοπομπός εννοείς.
Πες το όπως θες. Εσύ είσαι ο συγγραφέας.
Συνέχισε.
Ο γέρος πατέρας σας δυο τρεις μέρες πριν του βγει η ψυχή, πέφτει σε ακατάσχετη φλυαρία και την τρελαίνει, κι αυτή που τώρα πια έχει προϋπηρεσία στο άθλημα, αντιλαμβάνεται πως η φλυαρία δεν είναι φλυαρία αλλά παραμιλητό. Μην κοιτάζεις που δεν ξέρει τη γλώσσα σας. Καταλαβαίνει. Σε όλες τις γλώσσες το παραμιλητό είναι ίδιο. Αυτός ξέρει πως ήρθε η ώρα του κι αυτή του κρατάει το χέρι παρακαλώντας τον να ζήσει λίγο ακόμα ώσπου να πάρει την άδεια εργασίας όμως αυτός δεν την ακούει πια, έχει ήδη φύγει κι αυτή πέφτει στο στήθος του και κλαίει τον εαυτό της.
Τα ξέρουμε αυτά. Γνωστά και τετριμμένα. Βαρετές κοινοτοπίες. Μελοδραματισμοί. Μπορείς να μου πεις κάτι ενδιαφέρον;
Λέγε ό,τι θες εσύ. Δεν το παίρνω προσωπικά, αλλοίμονό μου αν δεν μπορούσα να διαχειριστώ την απόρριψή σου.
Εννοώ πως όσα λες δεν μου αρκούν. Είσαι σκιά. Διαχέεσαι στο χώρο. Είσαι ακαθόριστη μορφή, χωρίς πρόσωπο ακόμα.
Κάνω ό,τι μπορώ. Μην τα περιμένεις όλα από μένα, βάλε και τη φαντασία σου να δουλέψει.
Θέλω στοιχεία, γεγονότα, συμβάντα για να δω καθαρά το πρόσωπό σου. Από πού είσαι, από πού έχεις έρθει;
Από την Αλβανία, από τη Βουλγαρία, από τη Ρουμανία, από την Ουκρανία, από τη Γεωργία από τη Ρωσία.
Δεν με βοηθάς. Γενικότητες. Για να σε επινοήσω με τρόπο που να σε αναγνωρίζει ο αναγνώστης, θέλω την ιστορία σου. Δεν πάμε πουθενά χωρίς ιστορία. Κατ’ αρχάς, έχουμε συναντηθεί ποτέ εμείς οι δύο;
Αν έχουμε λέει.
Πού; Πότε;
Στο σπίτι σου. Πολλές φορές. Με παραγγέλνεις μέσω ίντερνετ, όπως την πίτσα κι έρχομαι όταν η γυναίκα σου που σου τον πιάνει μόνο με χαρτοπετσέτα, πάει με τις φίλες της εκδρομή για να σ’ αφήσει απερίσπαστο να γράψεις.
Λαρίσσα…
Το Λαρίσσα είναι της δουλειάς. Εσύ μπορείς να με λες με το όνομα μου. Άννα η μάνα μου αγαπούσε πολύ τον Τολστόι. Τώρα δεν αγαπάει τίποτα. Είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Ντονέτσκ κι απ’ όταν πέθανε ο πατέρας μου όλο σκάβει. Φυτεύει πατάτες, αγγουράκια, άσπρο λάχανο. Μπορεί να έσκαβα κι εγώ αν δεν είχα φύγει. Μπορεί κι εγώ να φύτευα πατάτες. Ίσως μαζί της να έφτιαχνα τουρσί με τα αγγουράκια και το άσπρο λάχανο που θα είχαμε μαζέψει. Αλλά έφυγα. Είμαι τσελίστα. Είμαι δασκάλα μουσικής κι ήρθα να δουλέψω στα ωδεία σας. Μα πού τέτοια τύχη. Σφουγγάρισα πολλές πολυκατοικίες μέχρι να βγω στη δουλειά ως Λαρίσσα. Με τη μάνα μου μιλούσαμε κάθε μέρα στο skype. Με έβλεπε και την έβλεπα, τίποτα δεν κατάλαβε, δεν είχε αγωνία για μένα. Από κοντά την είδα ένα χρόνο πριν τον πόλεμο. Επέστρεψα και της άφησα τα λεφτά που είχα μαζέψει για να φτιάξει το σπίτι. Για να τα βγάλω από την Ελλάδα, τα έραψα μέσα σ’ ένα διπλωμένο ύφασμα σα ζώνη και τα έδεσα στη μέση μου. Φόρεσα τα ρούχα μου από πάνω.Σε βοήθησα καθόλου; Βλέπεις το πρόσωπό μου τώρα ή θέλεις να πω κι άλλα; Δεν θέλεις, φαντάζομαι, να πω στους αναγνώστες σου τι με βάζεις να κάνω για να καυλώσεις;
Για σένα μιλάμε όχι για μένα.
Για μένα μιλάω. Μου βγάζεις την πίστη μέχρι να σου σηκωθεί. Με εξουθενώνεις. Με εξαντλείς, αλλά και ποια δουλειά είναι ξεκούραστη. Για να είμαι ακριβής μόνο το σώμα μου κουράζεται, μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Εγώ είμαι απούσα. Δίνω συναυλία. Παίζω τσέλο στη μεγάλη αίθουσα του μυαλού μου. Σουίτες για ασυνόδευτο τσέλο. J.S. Bach Suite No 2 Sarabande. Είμαι τσελίστα, στο ξαναλέω. Την ώρα που εσύ αγκομαχάς, εγώ βρίσκομαι στο φόρτε μου, την ώρα που εσύ χύνεις, εγώ υποκλίνομαι στους θεατές. Με χειροκροτούν, με αποθεώνουν. Συγκινημένοι στην πρώτη σειρά η μάνα μου και ο πεθαμένος μου πατέρας. Όρθιος. Με σώζει ο Bach. Δεν πονάω πια. Κομμάτι ολόκληρο να κόψεις με τα δόντια σου από το σώμα μου, δεν το νιώθω. Δεν αισθάνομαι. Είμαι πια νεκρή γι’ αυτό μπορώ να σου μιλάω όπως σου μιλάω. Ό,τι είχα να σου πω σου το είπα. Τι θα γράψεις εσύ, είναι δικό σου θέμα.

John C. Dollman | The Immigrants’ Ship, 1884

 

Νόρα Νατζαριάν

Η Άλλη Γυναίκα (απόσπασμα)

Ότι μπορεί να βλέπει και να ακούει πράγματα που κανείς δεν ξέρει, κάνει τη Γιασμίνα να χαμογελά μέσα της. Τον τελευταίο καιρό κάνει αυτές τις τρελές σκέψεις, σκέψεις που δεν πρέπει να κάνει μια ενήλικη γυναίκα. Διόρθωση… Που δεν πρέπει να κάνει μια παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά.
Κάποιες φορές, τελευταία, ξεχνά και πόσων χρονών είναι. Είναι η ίδια γυναίκα, κι όμως είναι κάποια άλλη, κοιτάζει στον καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι είναι ακόμα εκεί. Ναι. Το ίδιο πρόσωπο που είχε εδώ και πολλά χρόνια, τα μεγάλα μάτια με τους μαύρους κύκλους κάτω από αυτά, τα πυκνά φρύδια, τα σαρκώδη χείλη και τα ψηλά ζυγωματικά που την κάνουν να φαίνεται εξωτική και, έπειτα, το χλωμό της δέρμα. Σίγουρα δεν είναι από εδώ γύρω, και πρέπει πάντα να απαντά στην ίδια ερώτηση: «Από πού είσαι; Όχι, αλλά σοβαρά τώρα, από ποιο μέρος του κόσμου είσαι;»
‘Ισως εννοούν από ποιον πλανήτη; Ποτέ δεν ήταν καλή στις κουβέντες, ειδικά όχι στην αρχή, όταν δε μιλούσε σχεδόν καθόλου αγγλικά.
– Είναι τόσο ντροπαλή.
– Όχι, δεν είμαι.
– Η γυναίκα σου, είναι τόσο ντροπαλή.
– Η γυναίκα μου; Α, ναι, είναι.
– Όχι, δεν είμαι.
Άρχισε να κάνει συζητήσεις στο κεφάλι της για να βελτιώσει τις κοινωνικές της δεξιότητες. «Πώς είσαι; Καλά ευχαριστώ. Όμορφη μέρα, έτσι δεν είναι; Ναι, ναι, ευχαριστώ, είναι μια υπέροχη μέρα. Αγαπητή μου, ω, καλή μου, ναι».
Αν ο άντρας της τα άκουγε όλα αυτά;
Όλα άρχισαν πριν από μερικές εβδομάδες, όταν περίμενε στη στάση του λεωφορείου. Ήταν νωρίς το πρωί και δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω. Στεκόταν με το παλτό και το μάλλινο καπέλο της, τρίβοντας τα χέρια της, βρίζοντας από μέσα της το κρύο, μέχρι που μια γυναίκα που κουβαλούσε βαριές τσάντες με ψώνια εμφανίστηκε στη γωνία και άρχισε να περπατά προς το μέρος της. Δεν υπήρχε τίποτα το εξαιρετικό στην εμφάνιση της γυναίκας. Έμοιαζε να είναι περίπου στην ίδια ηλικία με τη Γιασμίνα. Είχε κοντά, έντονα κόκκινα μαλλιά, δέρμα με φακίδες, σκούρα μπλε μάτια και το τολμηρό βλέμμα κάποιας που δεν νοιαζόταν πραγματικά τι σκέφτονταν οι άλλοι για αυτήν. Φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα και σανδάλια. Η Γιασμίνα ανατρίχιασε μόνο που έβλεπε τη γυναίκα να στέκεται εκεί χωρίς να τρέμει.
Σκέφτηκε ότι έβλεπε οράματα, μέχρι που μίλησε η γυναίκα. «Είσαι παντρεμένη;», ρώτησε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, πρόσθεσε «Μοιάζεις σαν να είσαι».
Η Γιασμίνα δεν ήξερε πώς να το πάρει αυτό. Στην Αγγλία κανείς δε σου άνοιγε κουβέντα σε στάση λεωφορείου. Κανείς δεν σου έκανε προσωπικές ερωτήσεις. Κανείς δε νοιαζόταν αν ήσουν παντρεμένος ή χωρισμένος, νεκρός ή ζωντανός. Δεν ήξερε πώς να απαντήσει. Στο μεταξύ, η ουρά είχε αρχίσει να μεγαλώνει και η Γιασμίνα την εντόπισε ξανά στο λεωφορείο, να κάνει ελιγμούς με τις τσάντες της και να προχωρά. Το λεωφορείο ξεκίνησε με ένα τράνταγμα και η Γιασμίνα σχεδόν έπεσε πάνω σε έναν επιχειρηματία που γύρισε απότομα για να της ρίξει ένα περιφρονητικό βλέμμα.
– Συγγνώμη, είπε η Γιασμίνα.
–Για ποιο λόγο; ρώτησε η άλλη γυναίκα.
Η Γιασμίνα κοίταξε γύρω της, αλλά η γυναίκα δε φαινόταν πλέον πουθενά.
Απόψε η Γιασμίνα κάθεται απέναντι από τον σύζυγό της και μπορεί να μυρίσει το άρωμα του, καθώς αυτός ελέγχει τα μηνύματα στο κινητό του. Το φίδι γλιστράει στο μπράτσο του, στο λευκό του πουκάμισο που σιδέρωσε η Γιασμίνα χθες. Το μαύρο φίδι ανεβαίνει στο χέρι του, κάτι σκοτεινό και ζωντανό και επικίνδυνο.
Στο χαλί, το περσικό χαλί με όλα τα περίπλοκα σχέδια σε σκούρο μπλε και βυσσινί και χρυσό κάτω από τα πόδια της, το σκηνικό αλλάζει κάθε μέρα. Κυρίως τα ζώα. Το μεγαλοπρεπές χαλί, η μόνη ζωντανή υπενθύμιση του παρελθόντος της που έχει περάσει από γενιές και τώρα βρίσκεται στο παρκέ αυτού του αγγλικού σπιτιού.
Σήμερα είναι μια σκηνή κυνηγιού και της αρέσει που στην πάνω δεξιά γωνία υπάρχει μια γυναίκα σε ένα γκρι άλογο με έντονο ύφος – τα μακριά, κόκκινα μαλλιά της πετούν πίσω της, ενώ κυνηγάει ένα τρομαγμένο ελάφι ή μια γαζέλα. Στην κάτω δεξιά γωνία είναι ένας άνδρας σε ένα μαύρο άλογο, φορώντας ένα τουρμπάνι, που καρφώνει το σπαθί του σε δύο παγώνια. Πώς μπορεί ένα κυνήγι να είναι τόσο πλούσιο και πολύχρωμο;
Χτυπάει το κινητό του συζύγου της. Η Γιασμίνα σηκώνεται για να καθαρίσει το τραπέζι.
Εκείνη η γυναίκα στο γκρίζο άλογο, το άλογο που καλπάζει, τα χέρια της δυνατά και ανυπόμονα, είναι η άλλη γυναίκα, σκέφτεται, ενώ στοιβάζει τα πιάτα στον νεροχύτη. Αναρωτιέται, τι μπορεί να συμβεί αν ταΐσει τον σύζυγό της με περισσεύματα κάθε βράδυ, αν δεν καθαρίσει ποτέ ξανά το τραπέζι; Εκείνος έχει ανάψει ένα τσιγάρο και έχει ένα μισό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Γιατί δεν της χαμογελάει ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο; Θέλει να διώξει τις σκέψεις από το κεφάλι του, από αυτό το βαρυφορτωμένο δωμάτιο, να τον κάνει να τη ρωτήσει πώς είναι, πώς ήταν η μέρα της, ποιο είναι το αγαπημένο της λουλούδι. «Θέλω ένα φωτεινό δωμάτιο», σκέφτεται. «Ένα δωμάτιο που λούζεται από το φως του ήλιου». Υπερισχύει τώρα αυτή η επιθυμία της να μιλήσει σε κάποιον, να ανοίξει την καρδιά της σε εκείνη τη γυναίκα.
«Κι αν είχα φίλο». Ακούγεται σαν μια νέα λέξη, κι αν, κι αν, κι αν.
Έχει μπει η λέξη στο μυαλό της. Έχει μείνει εκεί και επαναλαμβάνεται.
Ο σύζυγός της είναι απόμακρος ακόμα και στο κρεβάτι εκείνο το βράδυ, τα χέρια του γλοιώδη όταν την αγγίζει.
   «Λοιπόν, πόσο καιρό ανέχεσαι το κακό σεξ;», ρωτάει η άλλη γυναίκα. Η Γιασμίνα γελάει, σαν μαθήτρια, πολύ ντροπιασμένη για να απαντήσει. «Πολύ καιρό, πάρα πολύ», λέει η γυναίκα, που ξέρει όλες τις απαντήσεις.
Μετά το ντους της το επόμενο πρωί, η Γιασμίνα μελετά το πρόσωπό της στον καθρέφτη του μπάνιου και αναρωτιέται αν ένας εραστής θα μπορούσε να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τα μακριά, μαύρα μαλλιά της ενώ τη φιλά στο πρόσωπο, τον λαιμό, στο στόμα.
«Όχι, αλλά σοβαρά από πού είσαι την ρωτάει.

Theresa Bernstein, The Immigrants, 1923

Τασία Βενέτη

Με πίστη και επιμονή

Αγόρασε την πιτσαρία στον κεντρικό δρόμο μιας πόλης.
Μαγαζί κακόφημο και μπαταρισμένο, που μέχρι να το στρώσει, πολλές φορές απελπισμένος ο πατέρας πέταγε το φτυάρι πάνω απ’ τους φούρνους φωνάζοντας «Σκόπια να γίνετε!» — εννοώντας τον κάποτε καταστροφικό σεισμό στα Βαλκάνια, καταριώντας προς στιγμή να συμβεί το ίδιο και σ’ εκείνη την άχαρη πόλη, να ισοπεδωθούν και να πλακωθούν όλα, μαζί με τα λεφτά που είχε ρίξει και τα όνειρα που είχε επενδύσει.
Πήγαινε στο τζουκ- μποξ, όπου ο προκάτοχος του μαγαζιού είχε αφήσει τρία-τέσσερα ελληνικά τραγούδια — και άκουγε κανένα, περιμένοντας πεινασμένους πελάτες.
Άρχισε με δύο σταθερούς μεσήλικες πελάτες. Έναν μέθυσο ρακένδυτο, που προτιμούσε μακαρόνια με σάλτσα και τυρί –και επειδή έλεγε το σπαγγέτι, «πασκέτι», ο πατέρας τον είχε ονομάσει «Πασκέτη», και άλλον έναν σαλεμένο, από το Ίδρυμα της πόλης.
Αυτοί ερχόταν κάθε μέρα, νωρίς το απόγευμα. Πρώτα ο μεθυσμένος.
Τρεπελιές και τραυλίζοντας έδινε την παραγγελία, που μέχρι να ετοιμαστεί, κρατιόταν απ’ το πάσο ή απ’ την κολόνα ή κι απ’ τα δυό, μη σωριαστεί. Απ’ όταν τα παραζαλισμένα του δάχτυλα άδειασαν την παραγγελία στο πάτωμα, ο πατέρας τον σέρβιρε στο τραπέζι. Με σέβαση του πήγαινε το ψωμί, το «πασκέτι», του έριχνε πάνω στη σάλτσα μπόλικο τυρί και του άφηνε και μπόλικες χαρτοπετσέτες, και μέχρι ο Πασκέτης να καθίσει και να σταθεροποιηθεί, ο πατέρας στεκόταν έτοιμος να προλάβει την όποια απρόοπτη καταστροφή. Μετά τον άφηνε, αλλά είχε και το νου του —μη τον πάρει ο διάολος πάλι σαν εκείνη τη φορά, που εκεί που έτρωγε—αποκοιμήθηκε; Τον βρήκε με τα μούτρα μες τα μακαρόνια και ούτε τα μάτια δε φαίνονταν απ’ τη σάλτσα!
Ο μεθυσμένος, λες κι είχε γανωμένα στόμα λαιμό και στομάχι, καταβρόχθιζε το φαΐ ζεματιστό αφήνοντας τραπέζι καρέκλα και πάτωμα γεμάτο τρίμματα και το πιάτο στην κυριολεξία γλυμμένο, και πιασμένος απ’ την πόρτα, άρχιζε φεύγοντας: Βέρι γκουντ, θένκιου … Θένκιου. Βέρι γκουντ.. Βέρι- βέρι γκουντ.
«Όκέι μάι φρεντ, θένκιου», τον ευχαριστούσε κι ο πατέρας.
«Θένκιου…Θένκιου! … Βέρι γκουντ»—συνέχιζε ο Πασκέτης κρεμασμένος στην πόρτα.
Ό,τι να’ λεγες, σε όποια γλώσσα, ο μεθυσμένος το ίδιο καταλάβαινε οπότε κι ο πατέρας μετά τις πολλές ευχαριστίες, του έλεγε και μισά ελληνικά. «Ναι, θένκιου φίλε μου Πασκέτη! Μπάμπάι νάου!» —προσπαθούσε να τον διώξει, κι ο άλλος με το μάτι κολλημένο στο απροσδιόριστο ξανάρχιζε τραυλίζοντας «Θένκιου, βέρι γκουντ… Βέρι- βέρι γκουντ! Θένκιου!»
«Έ ωρέ, θένκιου. Λύκος να σε φάει μάι φρέντ!» έλεγε γελώντας ο πατέρας—γέλαγε κι ο άλλος—
«Άιντε, έχω κι άλλη δουλειά μάι φρεντ, άι, φεύγα, άι, μπάι- μπάι τώρα!».
Ο πατέρας τον χαιρετούσε κουνώντας το χέρι και έφευγε προς την κουζίνα, μπας και ξεκολλήσει κι άλλος απ’ την πόρτα.
Δεν πέρναγε μισή ώρα, να κι ο σαλεμένος. Άφηνε το ποδήλατο στη γωνία του δρόμου κι ερχόταν γκρακ- γκρούκ.. Ένας θεόψηλος, με κάτι μεγάλα καρό στο παντελόνι ίσα με πλακάκια και κίτρινο καναρινί πουκάμισο, ζωσμένος και δεμένος πατόκορφα με χοντρές αλυσίδες και κλειδαριές, που σίγουρα ζύγιζαν το μισό του βάρος.
Έτρωγε το ίδιο κάθε μέρα κι αυτός —ένα «λάρτζ μίτμπολ» (μεγάλο σάντουιτς με κεφτέ τυρί και σάλτσα). Πλήρωνε, κι ώσπου να φτάσει στο ποδήλατο το ξετύλιγε και το κατάπινε σαν γλάρος—άλλος γανωμένος λάρυγγας. Ξανάρχονταν με την ίδια φούρια, με υπολείμματα σάλτσας γύρω απ’ το στόμα, έπαιρνε άλλο ένα ίδιο, πλήρωνε, και εμφανιζόταν με το ποδήλατο την επομένη.
Ήταν πολύ πάνω από δυό μέτρα—και κακάσχημος. Με όλο εκείνο το χοντρό αλυσιδομάνι που αρκούσε να σύρεις τραίνο, περασμένο στο λαιμό σαν κολιέ, διασταυρωμένο στο στήθος και δεμένο στην πλάτη, τυλιγμένο στην κοιλιά και χιαστί ως τους αστραγάλους, στολισμένο και με έξι εφτά μεγάλα λουκέτα—λες και δένεται η τρέλα και κλειδώνεται—έγερνε απ’ το ύψος του και απ’ το βάρος των «δεσμών» του προς τα μπρος.
Ο πατέρας τον περιεργάστηκε καλά-καλά.
-«Γουάτς γιορ νέιμ μάι φρέντ», τον ρώτησε μια φορά.
-«Χάρρυ» Ο σαλεμένος έβγαλε μια βαθιά απόκοσμη φωνή από τα έγκατά του.
-«Α;»
-«Χάρρυ», ξανάπε ο σαλεμένος.
– Α.. ΧΑΡΟΣ! —ο πατέρας ενθουσιάστηκε με την παρομοίωση— «Νάις νέιμ! Γιού νόου ‘Χάρος’; Τζαστ λάικ γιού! Σαν εσένα!»
Πήγε στο τζουκμπόξ και έριξε ένα κέρμα — «Ένα τραγουδάκι, φορ γιου μάι φρέντ! Γκρικ! Γκρικ σονγκ γιου! Γιου μάι φρέντ!»-τον έδειχνε.
«Ο, για;» — τον κοίταγε παραξενεμένος ο «Χάρος».
«Γιές μάι φρεντ—όλη η Ελλάδα, ‘εσένα’ τραγουδάει! Ο -Χάρος – βγήκε- βγήκε παγανιά- μες τη δική – ή-μου γειτονιά- Ακούς; Χάρος λέει! ‘Χάρος’! Γιου, μάι φρεντ!»
Από τότε ο «Χάρος», μετά το πρώτο «μίτμπολ» και μέχρι να γίνει το δεύτερο, γκρακ-γκρουκ με αλυσίδες και κλειδωνιές, κατευθυνόταν σαν μαγνητισμένος στο τζουκ-μποξ. Με χέρια ανοιχτά και ακουμπισμένα στα πλαϊνά του τζουκ μποξ, με λαιμό και κεφάλι κάτω σαν καμηλοπάρδαλη που σκύβει να ξεδιψάσει, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι, δεν κουνιόταν. Έριχνε πάλι κέρμα και το ξανάβαζε-ερχόταν με μεγάλα βήματα στον πάγκο, έπαιρνε το δεύτερο σάντουιτς στο χάρτινο πιάτο, καθόταν στο τραπέζι και ξανάτρωγε μετά μουσικής.
Σηκωνότανε, ξανάριχνε κέρμα, ξανάβαζε το τραγούδι -και το ξανάβαζε και το ξανάβαζε, μέχρι που ο πατέρας έβγαινε απ’ την κουζίνα μουρμουρίζοντας ..
«Ω να σ’ είχε φάει το φίδι και σένα και μένα αντάμα..” , και μιλώντας του δυνατά και στις δύο γλώσσες έλεγε: «Ό-κέι μάι φρεντ, φτάνει τώρα! Λίγο το ‘χαμαν, μας το πήρες!»
«Γιές, θένκιου!» — έλεγε ο «Χάρος» -γκρακ- γκρουκ οι αλυσίδες, πέταγε τα σκουπίδια του στον κάδο καβαλούσε το ποδήλατο κι έφευγε σαν κυνηγημένος.
Φεύγοντας ο κάθε μετρημένος πελάτης, ο πατέρας κοιτούσε την κρεμασμένη ταμπέλα OPEN που χόρευε στην πόρτα, σιγοτραγουδώντας στο άδειο μαγαζί «Φυλακή χωρίς αμπάρες και σιδεριές», και σαν μάνα με κακότροπο μωρό, συνέχιζε με πίστη και επιμονή να «κουναράει» τις μπίζνες.
«…Πού θα πάν’ κι οι άλλοι, εδώ θα ‘ρθουν να φάνε!…»
Χάρη στον «Χάρο» και στον «Πασκέτη» που έφερναν γύρους στην πόλη πασαλειμμένοι με σάλτσα γύρω από το στόμα, μονολογώντας και ομολογώντας στην τρέλα και στο μεθύσι «Βέριγκουντ-Βέρι γκουντ»—χάρη στην πίστη και την επιμονή του πατέρα, ήρθε μια μέρα όλο το Ίδρυμα για φαΐ, και γέμισε κόσμο το μαγαζί—και βεβαίως, όπου τρώει Ίδρυμα, το φαγητό είναι εξαιρετικό!
Απλώθηκαν τα «Βέρι γκουντ» νέα σαν τη σάλτσα στο ζυμάρι, και ήρθαν και τα Νοσοκομεία της πόλης και άλλες Υπηρεσίες, και η δουλειά πήρε ανήφορο.
Και πήρε και η καρδιά του αέρα, πως κάποτε θα κατάφερνε να αντικρύσει ξανά τον ουρανό της πατρίδας του.

Bruno Catalano, “Οι ταξιδιώτες” (γλυπτό)

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Ένα παρδαλό χαμόγελο

Ανθρωπομάνι και ουρές στην τράπεζα. Το χρήμα πρωταγωνιστής και η ανάγκη ασθμαίνοντας να το κυνηγάει. Τα βαριότανε αυτά τα πήγαινε-έλα για λογαριασμό άλλων, για τα κέρδη των άλλων. Πολύ πλούσιο αφεντικό είχε στο κεφάλι του κι αυτός υπαλληλάκος της βιοπάλης που έκοβε κι έραβε αναλόγως τον μισθό κάθε μήνα για να του φτάσει ως την τελευταία μέρα. Για άλλη μια φορά, σπρώχνοντας την πόρτα με την πράσινη σήμανση, αναρωτήθηκε τι πήγε τελικά στραβά και καμιά δουλειά που πάσκισε να στήσει δεν του βγήκε σε καλό. Βουτήχτηκε δυο και τρεις φορές στα χρέη και τώρα στα πενήντα και βάλε άρχιζε πάλι από την αρχή.
Γύρισε και κοίταξε ένα-ένα τα πρόσωπα στον χώρο. Οι περισσότεροι προχωρημένης ηλικίας. ΄Aνθρωποι που είχαν αράξει πια κι έβγαινε αυτό στο πρόσωπο, στο βλέμμα που έσβηνε, στα μάγουλα που αποχρωματίζονταν, στον λαιμό που πρόδιδε και δεν συγκρατούσε με αξιοπρέπεια το κεφάλι.
Βλαστήμησε σιωπηρά την τύχη του. Πού βρέθηκαν τόσοι πολλοί σήμερα, στα μέσα του μήνα, στα μέσα της βδομάδας! Στάθηκε πίσω από μία ηλικιωμένη γυναίκα. Έβλεπε μόνο την πλάτη της. Ώμοι που ζούληξε βίαια ο χρόνος και σκύβανε να στηριχτούν από το στήθος, μαλλί κοντό αλλά βαμμένο κατάμαυρο. Μια ατίθαση μόνο χωρίστρα μαρτυρούσε τη ρίζα του λευκού και τη νίκη της φθοράς. Κάθε τόσο ανασήκωνε το σώμα, ανάγκη ίσως και αυτή να μην παραδοθεί. Γρήγορα, όμως, υπερίσχυε η κόπωση της ηλικίας και το σώμα βούλιαζε στη μοίρα του.
Μέτρησε με το βλέμμα τον χρόνο αναμονής μέχρι να φτάσει στο ταμείο. Μισάωρο και βάλε, με τον ρυθμό που προχωρούσαν. Έξω είχε αρχίσει ένα ψιλόβροχο, μέσα ανακατευόταν η δυσφορία με μισοκουβέντες των πελατών, με τυποποιημένες ευγένειες των υπαλλήλων.
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη, βούτηξε στο διαδίκτυο και στην εποχή του. Παρέλασαν ειδήσεις, αστέρες, ανησυχίες, φόβοι, ενθουσιασμοί, αγώνες, εφησυχασμοί. Η ζωή ολάκερη. Ένα μικρό βήμα στην ουρά και πάλι ο κόσμος του διαδικτύου να τον απομακρύνει από το πεδίο γύρω του. Είχε σχεδόν ξεχάσει πού βρισκόταν. Έκανε μόνο κάποια μηχανικά βήματα, όταν αποχωρούσε ο πελάτης στο ταμείο, παραχωρώντας τη θέση στον επόμενο. Στην αρχή δεν κατάλαβε ότι μιλούσε σε εκείνον, συνέχισε το σερφάρισμα. Η φωνή της, όμως, έφτασε μέχρι την απομόνωση του μυαλού, διαπέρασε τα τοιχώματα.
Ένα θολό ποτάμι κατηγόριες τον παρέσυρε. Η γυναίκα μπροστά του, χωρίς να κατεβάσει τη μάσκα από το στόμα, έδειχνε πια να είναι εκτός εαυτού, έξαλλη με τον υπερήλικα που προπορευόταν. Συνέχισε να μην της δίνει σημασία, μέχρι που εκείνη ακούμπησε άγρια το χέρι της στο κινητό του, διέκοψε άγαρμπα την περιπλάνησή του στον ψηφιακό κόσμο. Μα δεν έβλεπε; Δεν καταλάβαινε; Κινδύνευε η υγεία ολονών εκεί μέσα. Αυτός ο αναίσθητος μπροστά, που τόλμησε να έρθει στην τράπεζα, μέσα σε τόσο κόσμο, χωρίς μια μάσκα. Κι όλο βήχει βήχει, χώνοντας κάθε τόσο το πρόσωπο στις χούφτες του. Που δεν σκέφτεται πού είναι και τι κάνει, που θα τους πεθάνει όλους εκεί μέσα. Και τι νομίζει; Πως έχουν περιθώρια να αρρωστήσουν; Αυτή όπου να’ ναι, με το τελευταίο κουδούνι, θα πάει να πάρει τα εγγόνια της από το σχολείο. Μέχρι τις έξι που σχολνάει η κόρη της, να έχουν φάει, να έχουν διαβάσει, να έχουν τελειώσει και με τα αγγλικά τους στο φροντιστήριο. Γιατί πού πάει κανείς σήμερα χωρίς μια ξένη γλώσσα; Και τι θα γίνει αν την κολλήσει αυτός ο ηλίθιος μπροστά και κολλήσει κι εκείνη τα παιδιά; Εδώ είναι ακόμα αυτός ο κορονοϊός, με ένα σωρό άλλα και δύσκολα. Η μικρή μόλις την περασμένη βδομάδα ξεπέρασε την ίωση. Κι ο μικρός ευάλωτος σαν τη μάνα του. Όχι σαν τον πατέρα του το ρεμάλι, που μόλις βρήκε τα δύσκολα στα οικονομικά, εγκατέλειψε γυναίκα και παιδιά και πήγε τάχα μου στα καράβια, να βγάλει γρήγορα λεφτά. Να δεις, με γυναίκες θα έχει μπλέξει και δεν γυρνάει, και δεν στέλνει τακτικά αυτά που έταξε.
Ασυναίσθητα, έκανε ένα τεράστιο βήμα μπροστά, σχεδόν την έσπρωξε, διέκοψε τον μονόλογό της. Μα γιατί αργούσαν τόσο πολύ; Πέρασε με τα μάτια πάνω από τα κεφάλια μπροστά του, στάθηκε στο ταμείο, στον τελευταίο πελάτη.
‘Ενας νεαρός, λεπτοκαμωμένος άντρας, μελαμψός, ολοφάνερα με καταγωγή από μια αφρικανική χώρα, άνοιγε κάποια χαρτιά, κάτι προσπαθούσε να εξηγήσει. Αδύνατο πρόσωπο, λιανό κορμί, ίχνη από γένια στο σχεδόν εφηβικό του πρόσωπο. Το παρδαλό, κοντομάνικο πουκάμισο έπεφτε σαν τσουβάλι στο σώμα του. Κοίταζε χαμογελαστός την υπάλληλο στο ταμείο. Δεν μπορούσε να ακούσει τι της έλεγε, αλλά ήρεμος την κοίταζε, με ήρεμες κινήσεις προσπαθούσε να πει τι ζητούσε. Έβαλε το κινητό στην τσέπη, αφέθηκε να τον χαζεύει. Πώς έφτασε άραγε εδώ; Λαθραία ή με τη σιγουριά της νομιμότητας;
Και πώς έγινε άξαφνα και μια θάλασσα μπήκε από την πόρτα ασφαλείας της τράπεζας, σήκωσε κύμα, χτύπησε το παρδαλό πουκάμισο με τη μανία της, το στριφογύρισε στα μάτια όλων σαν σπασμένο μπαλόνι, μάζεψε λογιών λογιών συναισθήματα από μέσα του. Έκανε να ξαναβγάλει το κινητό, μετάνιωσε. Δεν ήξερε αν είχε απομείνει άδειος ή γεμάτος.
– Μα κοίταξέ τον, κοίταξέ τον, διαπέρασε και πάλι τον χώρο η φωνή της. Τον βλέπεις, δεν τον βλέπεις; Σου φτύνει στο στήθος, στα χέρια. Πες του να γυρίσει μπροστά, πες του καλύτερα να φύγει!
Δεν την κοίταξε, δεν της απάντησε, μετακινήθηκε απότομα μια θέση προσπερνώντας την. Στάθηκε πίσω από τον αίτιο της γκρίνιας της, έβαλε την πλάτη του οδόφραγμα, της έκλεισε τον δρόμο και το στόμα. Την προσοχή του τράβηξε και πάλι ο νεαρός στο ταμείο με το παρδαλό πουκάμισο. Κάποια στιγμή τον είδε να απομακρύνεται, να αφήνει όμως όλα τα έγγραφα μπροστά στην υπάλληλο. Πήγε κι ήρθε για λίγο σε ένα μικρό σαλονάκι στον χώρο, κουβαλώντας κάθε φορά κι ένα καινούριο χαρτί. Μία γυναίκα καθότανε εκεί, με τη χαρακτηριστική ενδυμασία μιας αφρικανικής χώρας, το μαντίλι στο κεφάλι, ακάλυπτο μόνο το πρόσωπο και τα χέρια από τον καρπό ως τα δάχτυλα. Με την άκρη τους άφηνε σαν πουλί να φεύγει κάθε τόσο από την επαφή του σώματός της ένα κοριτσάκι στα πρώτα πεταρίσματά του.
Θα΄ταν δεν θα΄ταν δυο χρονών. Κελαηδούσε σε γλώσσα ακαταλαβίστικη, μόνο η μάνα και το παρδαλό πουκάμισο άκουγαν, μόνο οι δυο τους καταλάβαιναν και χαμογελούσαν. Κι ο λεπτός άντρας με το εφηβικό παράστημα χάιδευε το κοριτσάκι με μια σιωπή τόσο γαλήνια, τόσο τρυφερή, που ήρθε και τον βρήκε σαν βελούδο και σκέπασε όλη του τη μέρα, όλη του τη σκέψη.
Ένα παρδαλό χαμόγελο χαράκτηκε στο βλέμμα του, βγήκε από την πόρτα με την κόκκινη σήμανση και ανέμισε διάπλατα μες στο ψιλόβροχο.

Jacob Lawrence | από τη σειρά “Μετανάστευση”

Κώστας Κουτρουμπάκης

Λεχώνες

Μέρες παρατηρούσαμε. Μέρες, αλλ’ όχι εξαρχής. Το πρότερο ζευγάρωμα, τη συνακόλουθη μολπή* του αρσενικού για την αίρεσι* της κατάλληλης θέσης, δεν τα νιώσαμε. Ούτε και επρόκειτο. Εκτός που κατ’ ουσίαν μάς ήταν άγνωστα –αργότερα τα εννοήσαμε και δη ηλεκτρονικά– ήταν και το μάτι μας –μουδιασμένο απ’ τις οθόνες –τυφλοί τον τε νουν τα τ’ όμματα*.
   Μέρες παρατηρούσαν. Στα καρφιά. Πότε να κόψει, πότε να σκάσει ο δικός τους στο έμπα.
   Μια μικρή κεραία στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας –έχασκε μισοσκουριασμένη και ζαβή πάνω απ’ το φαιό τσιμεντένιο φαράγγι, επίδοξος σιδερένιος αυτόχειρας– προκρίθηκε ως τόπος επώασης. Το αρσενικό έφερε στο ράμφος του όλα τα χρειαζούμενα απ’ τα κοντινά μπαλκόνια ξερά κλαράκια, ρίζες, κομμένα σχοινιά, καλώδια. Η φωλιά, φτιαγμένη άτσαλα, έδινε μια αίσθηση αιώρησης λες κι ήταν κρεμάμενη από νήματα αόρατου ιστού, ταγμένου στη διαιώνιση του είδους –άοκνες της θείας οικονομίας αράχνες. Tα βράδια –και τώρα ακόμη– η ίδια κυκλική οπτασία το αυγό να αναλαμβάνεται αναμμένο, μικκύλο* ζωφόρο φεγγάρι.
   Φωλιάσαν αγκαλιά σε μια γούβα, άφανοι. Το σπίτι μπιρ παρά. Εκείνη στον ένατο, με τη θηλιά –μην αλμυρίσει η γέννα. Ο Θεός είναι μεγάλος.
   Το ζευγάρι καθόταν πάνω του εναλλάξ ένα τους πάντοτε φύλαγε. Στοιχηματίζαμε πάνω στην προχειρότητα της κατασκευής και στων πουλιών την αντοχή. Προχωρημένος Μάιος, σγούραινε ο βασιλικός, κι εκείνα παντέρμα διακονούσαν τη φύση τους, παραδομένα ολημερίς στα χούγια της άνοιξης και σ’ εκείνης της χρονιάς το πρώιμο λιοπύρι.
   Γυρισμό δεν είχε. Πίσω χαλασμός. Μπροστά χειμώνας.
   Κι ωστόσο έστεκαν πάνω από καιρό κι ανθρώπινες προβλέψεις. Κι η φωλιά τους, φάτνη μετεωριζόμενη, λίκνιζε νοερά κι ανέφελα τον εκκολαπτόμενο νεοσσό κι ο πρόλοβός* τους γέμιζε με την πρώτη του τροφή –γάλα περιστεριού το λένε –η οθόνη το μαρτύρησε.
   Κι ωστόσο σπαργούσαν* –πιότερο εκείνη –νέας ζωής προσμονή.
Μόνο που ήρθανε οι γλάροι. Ήταν απ’ αυτούς τους θρεμμένους, των χωματερών – τα πάντα εν σοφία. Το αρσενικό, Δαυίδ πετούμενος, έκανε να διώξει τον πρώτο. Μα ήταν καμιά δεκαριά, κοπάδι. Η μάνα πρότεινε τραχιά τη φτερούγα σαν ασπίδα. Η φωλιά σκόρπισε. Το αυγό έσκασε υπόκωφα στον ακάλυπτο. Τα αρπακτικά έφυγαν άπραγα.
   Σκλήθρα άξενη, σ’ άλλα βράχια ψημένη, πιο κοφτερά. Αλεπούδες. Ένα κοπάδι, καμιά δεκαριά, πλάκωσε να σπρώχνει τον κόσμο στα φουσκωτά. Σκόνταψε εκείνη. Λίγο μετά σπάσαν τα νερά –φουρτούνα. Το παιδί μελανό. Τσαμπιά βρισιές και μοιρολόγια. Τ’ απόκοψαν. Πιασμένο επέπλεε στο παραγάδι του λώρου. Στη βάρκα αλμύρα, αίματα κι αμνιακό υγρό.
   Το αρσενικό, ψάλλοντας, πήρε πάλι να συνάζει άοκνα –ίδια αράχνη που της χαλάσαν τον ιστό– τα χρειαζούμενα για τη νέα φωλεά, αποθέτοντάς τα σε άλλη, παρακείμενη, κεραία. Η μολπή του, απαράλλαχτη, ερχόταν ρυθμικά, λίκνισμα της θάλασσας, που οι γλάροι είχαν πίσω τους νωρίτερα αφήσει κου-ΚΟΎΟΥ-κου, κου-ΚΟΎΟΥ-κου, που σύμφωνα με τον μύθο πάει να πει δεκαοχτώ –εξού και τ’ όνομα. Δώδεκα μέρες είχαμε μετρήσει ως τότε. Ίσως στη δέκατη όγδοη το ράμφος του νεοσσού να έσπαγε τη σιωπή του κελύφους. Η επώαση διαρκεί από 14 έως 19 μέρες –είπε η οθόνη.
   Μόλις πατήσανε στεριά «Ο Θεός είναι μεγάλος» –εκείνος.

Εκείνες κώφευαν άπραγες ποιος χαροκάθεται ξανά; –πείρα πότε* κατισχύουσα* των ενστίκτων.

   Το βλέμμα τους φωλιά, με τούφες και πούπουλα ασαράντιστων αγγέλων.

————————–

*μολπή: τραγούδι
*αίρεσι: επιλογή
*τυφλοί τον τε νουν τα τ’ όμματα: τυφλοί και στον νου και στα μάτια (παραλλαγή της φράσης “Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα” από τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή)
*μικκύλο: μικρογραφικό, μινιατούρα
*πρόλοβος: διεσταλμένο τμήμα του οισοφάγου των πτηνών, όπου αποθηκεύεται η τροφή πριν να περάσει στο στομάχι
*σπαργώ: είμαι γεμάτος σφρίγος και ζωή
*πότε: κάποτε
*κατισχύω: νικώ, επικρατώ πλήρως

Έργο μαθητών στην Κύπρο

Μαρία Α. Ιωάννου

Κοίτα να δεις, πέφτουν

Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, θα έπεφταν συνεχώς από τα σύννεφα. Θεαματικά. Με κραυγές, όχι αστεία. Τα αίματα και τα μυαλά τους θα εκσφενδονίζονταν σχεδόν αθόρυβα σε παράθυρα, αυλές κι όπου προκύψει. Όμως, δεν θα τους αδικούσα. Ποιος άλλωστε θέλει να ονομάζεται Γιδοβύζι ή Μυγοχάφτης. Κι η φράση «μου ‘κοψαν τα φτερά» θα αποκτούσε τελείως άλλο νόημα και θα μπορούσε να αποβεί, στο ελάχιστο, μοιραία. Θα ‘χανε τη μεταφορικότητά της, σαν ένας άνθρωπος να ουρλιάζει κοκαλωμένος «με σκότωσαν» μα να ζει ακόμα. Και ανθρωποπούλια μπορεί να ήμασταν, αν και αναμενόμενο, με φάτσα κάτασπρη σε σχήμα καρδιάς, φωνή ανατριχιαστική και πέταγμα αλαφροΐσκιωτο, εξού και χαροπούλια.
Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, δεν θα μπορούσαν να κρυφτούν με τίποτα, ούτε καν κάτω από το δέρμα τους. Θα τίναζαν τις κουτσουλιές τους παντού, θα κάθονταν τρεις τρεις, κι αν ήταν έξυπνοι θα πιάνονταν κι από τις μύτες, οξύς πόνος, ιπτάμενος.
Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, θα έκραζαν και κόσμο, καρακάξες, και θα πετούσαν και στα σύννεφα, πόση κυριολεξία πια, και θα γελούσαν τεντώνοντας τα φτερά τους προς τα πάνω, ίσως, ή με τον ήλιο να λαμποκοπάει στα κεφάλια τους. Μυγοχάφτης, είπαμε, γιδοβύζι, σταχτομυγοχάφτης, larus ridibundus. Και θα ‘φερναν στο τραπέζι και νεολογισμούς, π.χ. πουλοκατάσταση, ή πουλλοκοινωνία, με δύο λάμδα, γιατί όχι, και κάποια στιγμή μάλιστα θα πέθαιναν κι από καρδιά, καρδιά πουλιού. Bye bye, motherfucker. Σπίτι σου. Σπί-τι σου! θα ‘λεγε ο σπιτοσπουργίτης, άλλως passer domesticus, κι η λευκοσουσουράδα στους μαυροσκούφηδες και σ’ άλλα αποδημητικά ή μη είδη. Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά.
Φάγατε ποτέ καρδιά πουλιού; Ρουφήξατε τα ζουμιά της; Φφφ! Λίγο αλατάκι, λεμονάκι, ξέρετε εσείς, μεζές. Μια χαψιά, τέλος.
Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, η επανάληψη ναρκώνει, σε κάνει να βλέπεις μόνο τα πόδια σου, αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, θα ‘πεφταν ο ένας στο κεφάλι του άλλου, μπαμ, πτώματα. Θα ξεπουπουλιάζονταν, θα τεμαχίζονταν, θα μαρινάρονταν, θα τηγανίζονταν κι άλλα πολλά που δεν είναι της ώρας γιατί θα πεινάσουμε κι εμείς.
Νανομυγοχάφτη, work no, πέρνα αύριο. Αύριο. Αν είναι. Motherfucker. Σπί-τι σου!
Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, δεν θα χρειάζονταν προσωπικά αντικείμενα πριν το ταξίδι, κι η λέξη «αποδημητικό» θα ταίριαζε ξεκαρδιστικά με το «αποδήμησε εις Κύριον».
Αν οι άνθρωποι ήταν πουλιά, θα φούσκωναν με λίπος το σώμα τους και θα το παραγέμιζαν με έντομα, κάμπιες κι όλα τα συναφή, για να αντέξουν. Κι οι κάμπιες με τη σειρά τους, εκείνες τις νύχτες τις αναμαλλιασμένες με οδηγούς κάτι καπετάνιους ψυχοβγάλτες, θα στριφογύριζαν μέσα στα στομάχια τους, μπας και γαργαλήσουν λίγο τη ναυτία. Πριν γίνουν όλα ένας κόμπος τελικά, σφιχτός, που επιπλέει.
Ώρα ν’ ανοίξετε τα φτερά σας! Άντε να χαθεί καμιά τσιχλοποταμίδα, κανένας νυχτοκόρακας, σιγά το πράμα, στο διάστημα σας πάμε, στο διάστημα, λίγο πάνω απ’ τη στρατόσφαιρα, ένα πέταγμα δρόμος!
Μα λάθος τους τα είπανε.
Μόλις το έχουν καταλάβει.
Κοίτα να δεις, πέφτουν.

Felix Nussbaum | The Refugee, 1939

Φωτεινή Βασιλοπούλου

Μπαλκονάκι με θέα

Άπλωνε ρούχα στο καυτό αυγουστιάτικο λιοπύρι, όταν τους πρωτοείδε να κάθονται σε μια κουβέρτα, κάτω απ’ το πεύκο στην πίσω αυλή του σχολείου απέναντι απ’ το σπίτι του.
Από τότε που πέθανε η μάνα του, έτρωγε μόνος, πότε στο τραπέζι, πότε όρθιος πάνω απ’ τον νεροχύτη, μα σήμερα λόγω καύσωνα –μπορεί και λόγω των καινούργιων γειτόνων– έβαλε το λιτό του γεύμα –ένα πιάτο τηγανητές μελιτζάνες και μια ντοματοσαλάτα– στο μαύρο στρογγυλό τραπεζάκι στο πίσω μπαλκόνι. Έτρωγε μια το φαΐ του, μια -με τα μάτια- τους δυο μελαμψούς άντρες κι αναρωτιόταν για την εθνικότητά τους και για το αν έχουν σκάσει με τέτοια ζέστη, όπως κι αυτός.
Καθώς ο ήλιος στάλιζε κατακόρυφα μαζεύοντας κάθε σκιά, οι νιόφερτοι τράβηξαν την κουβέρτα τους κατά το μισογκρεμισμένο σπιτάκι, που παλιά εκτελούσε χρέη τουαλέτας, ακουμπώντας τον γυμνό κορμό τους στον γεμάτο σκορπιούς τοίχο. Συνέχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις τους κι έστησε αυτί για την πρώτη τσιρίδα.
Αν και οι μελιτζάνες ήταν το αγαπημένο του καλοκαιρινό φαΐ, εκείνη τη μέρα κατέβαιναν με μιαν ασυνήθιστη δυσκολία, αλλά κατέβαιναν. Κάτι λιγότερο ταπεινό, ένα φρέσκο ψάρι για παράδειγμα, θα είχε φουντώσει για τα καλά τις τύψεις μέσα του. Τα δύσκολα άρχισαν από την ώρα που έβαλε στο μικρό μεταλλικό τραπέζι, που ζεμάταγε, το μπουκάλι με το παγωμένο νερό και τα λαχταριστά σταφύλια.
Του κόπηκε κάθε όρεξη για φαΐ ή δροσιά. Ξαναμπήκε μέσα. Ξαναβγήκε αμέσως. Δυο, τρεις φορές. Οι άντρες εκεί. Λιπόσαρκοι σαν καψαλισμένοι σκουράντζοι. Άραγε θα ‘χαν φάει τίποτα; Πήρε το νερό και τα σταφύλια χωρίς να το πολυσκεφτεί. Κατεβαίνοντας τη σκάλα, αναρωτήθηκε πώς θα συνεννοηθεί μαζί τους με τα ισχνά αγγλικά του.
Δεν του χρειάστηκαν. Μπράδερ, μπράδερ. Θένκγιου, μπράδερ. Μόνο που δεν του φίλησαν τα χέρια. Δεν τον άφηναν να φύγει. Πόση ώρα έμεινε; Όταν γύρισε, τα ρούχα είχαν ξεραθεί σαν απλωμένα χταπόδια στο σύρμα παραθαλάσσιας ψαροταβέρνας. Το απόγευμα ξανά παγωμένο νερό και σύκα αυτή τη φορά.
Η κατάσταση συνεχίστηκε για καμιά βδομάδα. Μια μέρα τους πήγε γιουβέτσι. Σκέφτηκε να τους καλέσει σπίτι. Αν ήταν τίποτα Γερμανοί, ίσως να το ‘κανε από την πρώτη στιγμή, αλλά τελικά περιορίστηκε στο να βάλει μια μερίδα παραπάνω κι έξω απ’ το σπίτι. Μήπως ήταν ψιλορατσιστής; Εδώ είχε καλέσει τόσους Αλβανούς για φαΐ, τι τον κρατούσε τώρα; Η άγνωστη πατρίδα τους; Το χρώμα τους; Η απροσποίητη οικειότητα; Ούτε καν τα ονόματά τους δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Τους έλεγε Αλή, που ήταν εύκολο.
Οι Αλή δεν άργησαν να βρουν τα πρώτα τους περιστασιακά μεροκάματα, μα όταν άνοιξαν τα σχολεία, άφησαν το προσωρινό τους κατάλυμα και τους έχασε. Έμαθε πως διανυκτέρευαν σ’ ερειπωμένα σπίτια. Ποιος να προσφέρει στέγη σε Πακιστανούς; Ένα βραδάκι του πήγαν όσα χρήματα είχαν μαζέψει να τους τα φυλάξει. Φοβόντουσαν να τα κρύψουν στην ερημιά. Ούτε μπορούσαν να τα παίρνουν κάθε μέρα μαζί τους στο μεροκάματο. Κανείς δεν τον είχε εμπιστευτεί έτσι. Συγκινήθηκε. Τους είπε κι εκείνος μπράδερ. Θένκγιου μπράδερς. Ήθελε να τους δώσει χαρτί, μιαν απόδειξη. Αρνήθηκαν.
Κατόπιν εορτής, έμαθε πως τους εκμεταλλεύονταν στο χωριό. Ένα αφεντικό τους είχε απλήρωτους για βδομάδες. Όταν ζήτησαν επίμονα τα δουλευτικά τους, σήκωσε χέρι πάνω τους. Πριν προλάβουν ν’ αντιδράσουν, τους κατήγγειλε στην αστυνομία, ως λαθρομετανάστες. Τους συνέλαβαν. Ακούστηκε πως τους πήραν στην πρωτεύουσα και τους έκλεισαν φυλακή. Κι από τότε άφαντοι.
Όσο κι αν ρώτησε, μετά από μέρες, που έμαθε για την κακοποίησή τους, κανείς δεν ήξερε τίποτα. Μα κι αν το μάθαινε έγκαιρα, θα τους βοηθούσε ή απλώς θα μίλαγε συγκαταβατικά γι’ αυτούς στο καφενείο; Θα πήγαινε στ’ αφεντικό να διεκδικήσει τα χρήματα των παιδιών, σαν να ‘ταν τα δικά του παιδιά; Θα παρακάλαγε τον διοικητή στο τμήμα της περιοχής να τα βγάλει, όπως τον παρακάλαγε να σβήσει πρόστιμα φίλων του; Δεν ήξερε. Πραγματικά δεν ήξερε πώς θ’ αντιδρούσε.
Κάθε φορά που η μεγάλη του αδερφή τον καλεί για γιουβέτσι, προφασίζεται υψηλή χοληστερίνη. Οι μελιτζάνες συνεχίζουν να είναι το αγαπημένο του φαΐ, κι όσο συχνά κι αν τις τρώει -βιαστικά στο τραπέζι της τυφλής κουζινίτσας του-, πάντα τους ξαναφέρνει στη μνήμη του. Τα καλοκαίρια τους περιμένει να φανούν. Να τους επιστρέψει τα καλά φυλαγμένα χρήματα — μόνο στον Μάκη έχει αποκαλύψει την κρυψώνα, σε περίπτωση που του τύχει κάτι. Θέλει να κάνει γι’ αυτούς όσα δεν έκανε.
Ήδη τα πρώτα καλοκαιρινά σύκα έχουν φανεί. Όπως και πολλοί Αλήδες, διαφορετικού χρώματος και εθνικότητας, με άλλα ονόματα, μα κατά βάθος το ίδιο φοβισμένοι, το ίδιο ταλαίπωροι, το ίδιο ή και περισσότερο περιφρονημένοι. Μόνο που εκείνος δεν τους βλέπει και περιμένει να ξανάρθουν οι δικοί του ξένοι.

Dorothy Kay | Portrait of Cookie Annie Mavata, 1956

Αντώνης Μπαλασόπουλος

Ένας άνθρωπος που φωνάζει τον Θεό του

Ένας άνθρωπος που φωνάζει τον Θεό του είναι, όπως και να ‘χει, κάτι ασυνήθιστο. Είναι, πρώτ’ απ’ όλα, ασυνήθιστο στις μέρες μας. Είναι ασυνήθιστο στα αεροδρόμια. Και είναι ασυνήθιστο αν είσαι Μουσουλμάνος.
Να όμως που σήμερα, μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα, συμβαίνει στο αεροδρόμιο της Βιέννης και μάλιστα στην πτέρυγα για πτήσεις προς Ηνωμένες Πολιτείες.
Υπό κανονικές συνθήκες, τίποτε δε θα είχε συμβεί στον Τσιμπουζόρ Αμπντουλλαχί, μηχανικό από τη Νιγηρία, κατά το ταξίδι του προς το Νιου Τζέρσεϊ ˙ ένα ταξίδι, ουσιαστικά, επιστροφής, μιας και είχε αποφοιτήσει δώδεκα χρόνια νωρίτερα απ’ το Rutgers.
Κανονικές συνθήκες θα ήταν, με τη σειρά σπουδαιότητάς τους πριν μπλεχθούν σε μια τεράστια συμπαιγνία: να μην είχε λάβει το μήνυμα στο κινητό του, να μην ήταν στο διεθνές αεροδρόμιο της Βιέννης, πτέρυγα αναχωρήσεων για ΗΠΑ όταν το έλαβε, να μην ήταν μουσουλμάνος και να μη φώναζε.
Πάνε άλλωστε αιώνες που πολλοί άνθρωποι δε φωνάζουν τον Θεό τους, είτε γιατί δεν έχουν Θεό, είτε γιατί προτιμούν να τον σκέπτονται μονάχα σιωπηλά. Άλλοι πάλι μπορούν να τον φωνάζουν με τον δικό τους τρόπο, διαβαίνοντας ανενόχλητοι τα αεροδρόμια ενώ παραμάσχαλα, με το ελεύθερο από τη χειραποσκευή χέρι τους, κρατούν τα οικονομικά νέα της εφημερίδας ή το ποδοσφαιρικό ένθετο.
Ωστόσο, ο Τσιμπουζόρ Αμπντουλλαχί δεν ήταν ένας από αυτούς, αφενός λόγω οικογενειακής κατάστασης, που τον ανάγκαζε τώρα, πατέρα τριών παιδιών και ετών τριάντα εφτά, να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ όπου τον περίμενε μια δουλειά σε κατασκευαστική εταιρεία, και αφετέρου επειδή δεν του άρεσε, ούτε καν όταν ήταν μικρός, το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο άρεσε σε πολλούς, όχι όμως στον Τσιμπουζόρ, που ενδιαφερόταν για τις διάφορες κατασκευές και έφτιαχνε μόνος του ό,τι έβλεπε αλλά σε μικρό μέγεθος, με μοναδικά υλικά το ξύλο και το σύρμα—όποτε κατάφερνε να βρει λίγο και να το κρύψει από τους γονείς και τ’ αδέρφια του.
Όπως και να έχει λοιπόν, και για οποιουσδήποτε λόγους που διαφεύγουν των ορίων αυτής της αφήγησης, ο Τσιμπουζόρ Αμπντουλλαχί, στις 5.23 μ.μ. ώρα Αυστρίας και αφού μόλις είχε διαβάσει το μήνυμα στο κινητό του, το οποίο αφορούσε μια έκρηξη στο σχολείο όπου πήγαιναν τα δύο νεότερα παιδιά του, δεν μπόρεσε να πνίξει στο λαρύγγι του ένα σπαραχτικό, μακρόσυρτο Αλλαχού Ακμπάρ, ούτε και να σταματήσει το κεφάλι του απ’ το να κοιτάξει προς τον ουρανό από λάμπες φθορίου εντός του αεροδρομίου, ούτε και τα χέρια του απ’ το να υψωθούν και να πιάσουν τα μαλλιά του.
Το επόμενο πράγμα που συνέβη ήταν να βρεθεί στο πάτωμα από τρεις εύσωμους αυστριακούς με πλήρη εξάρτυση, που τον γρονθοκοπούσαν ανηλεώς ώσπου να του περάσουν χειροπέδες και να τον συνοδεύσουν εκτός της πτέρυγας αναμονής πτήσεων για ΗΠΑ, στον αστυνομικό σταθμό του αεροδρομίου. Ένας εκ των τριών είχε την αστυνομική προνοητικότητα να συλλέξει το κινητό του Τσιμπουζόρ —ένα παλιό Nokia, κατασκευασμένο αρκετά πριν την έλευση των έξυπνων συσκευών— το οποίο ήταν σε αξιοθρήνητη και ανενεργή κατάσταση αφότου έπεσε από τα χέρια του καθώς δεχόταν τα πρώτα χτυπήματα με αστυνομικά γκλομπ.
Στον αστυνομικό σταθμό, ο Τσιμπουζόρ, ο οποίος ένιωθε, πέρα από ισχυρούς πόνους στα πλευρά και τα πόδια, πως όλα είχαν τελειώσει γι’ αυτόν και πως το τελευταίο πράγμα που είχε διάθεση να δει ήταν το Νιού Τζέρσεϊ, αρνήθηκε να συμμετάσχει στο τελετουργικό της ανάκρισής του, δηλώνοντας στον αξιωματικό που κοίταζε τα στοιχεία του στο διαβατήριό του και τα διασταύρωνε στον υπολογιστή πως το όνομά του ήταν Personne.
   Τα γαλλικά των αυστριακών δεν ήταν επαρκή ώστε να κατανοήσουν τη δήλωση του Τσιμπουζόρ, κι έτσι επέμεναν να ρωτούν με τα κάπως τευτονικά αγγλικά τους “Yes, you are a person, but what person? What is your name?” Ούτε θα μπορούσε κανείς να αναμένει ότι θα γνώριζαν κάτι τόσο λεπτά ειρωνικό όπως το γεγονός ότι στο οικογενειακό δέντρο του Τσιμπουζόρ υπήρχε, 200 χρόνια πριν, ένας μακρινός πρόγονος που ονομαζόταν Ulysse, και για τον οποίο θρυλούνταν ότι μετά την απαγωγή του ηγήθηκε ναυτικής ανταρσίας, αποτρέποντας το δουλεμπορικό απ’ το να φτάσει ποτέ στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Ούτε και πως, όταν τα τεχνικά τους μέσα θα τους επέτρεπαν να μπουν μέσα στο παλιάς τεχνολογίας Nokia του Τσιμπουζόρ, δε θα έβρισκαν τίποτε πιο ενδιαφέρον απ’ το ότι ήταν πια πατέρας ενός μόνο αγοριού, γιατί το σχολείο του γιου του βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο της πόλης. Όσο για τους διαφορετικούς τρόπους και λόγους που ο άνθρωπος φωνάζει τον Θεό του, αυτό δεν ενέπιπτε στη σφαίρα αρμοδιότητας των αστυνομικών.