Στην ποίηση της Κικής Δημουλά, βρέχει συνεχώς φύλλα που πέφτουν, από τα δέντρα των βεβαιοτήτων και από τις προφάνειες όσων αξιωματικά- συγνωστή η λαχτάρα των σταθερών στα ανθρώπινα πράγματα – βαπτίζονται «αλήθειες», ενώ δεν είναι παρά χλωμές αναλαμπές του φθαρτού. Πέφτουν σα φύλλα φθινοπωρινά, σε τούτη την ποιητική επικράτεια, όλα τα είδη των προσχημάτων. Θα’λεγες, ότι η ποιητική της ταλαντεύεται ανάμεσα στη θρηνητική συντριβή και τη συντετριμμένη πιστοποίηση. Συντριβή για την ανθρώπινη παροδικότητα. Και πιστοποίηση της ασκητικής προσήλωσης – ακριβέστερο θα ήταν να γράφαμε αγκύλωσης – στην οδυνηρή σπουδή: στην απογυμνωμένη και απογυμνωτική μελέτη θανάτου πέραν της αυταπάτης. Εάν μιλούσαμε με στίχους Καρυωτακικούς, θα έρχονταν στη μνήμη και στα χείλη μας, δύο έρρυθμοι στεναγμοί από την Πρώτη σειρά των Ελεγείων του αυτόχειρα της Πρέβεζας: « Δέντρα μου, δέντρα μου ξέφυλλα στην νύχτα του Δεκέμβρη» , θρηνεί, αλλά συνάμα αποδέχεται την αναπότρεπτη αναγκαιότητα αυτοσυνειδησίας, που μας χαρίζεται σε επόμενο ποίημα: «Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει, / το πρόσχημα του βίου σου και θ΄απογυμνωθείς…»
Στην ποίησή της η Κική Δημουλά μιλά με την αυτοδίδακτη λύπη της, απαντώντας στα ερωτήματα της αδίδακτης ύλης του θανάτου. Προεκτείνοντας μάλιστα την σολωμική θέση, πως ”πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδία θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε[…]”. Γιατί στην ποίησή της αλληλοτροφοδοτούνται και καταλάσσονται σε τεταμένη διασταύρωση η καρδία και ο νους. Το λυρικό αποτέλεσμα-ακριβώς επειδή είναι τέτοιο- ποτέ, σχεδόν, δεν μορφοποιείται ούτε ως εγκεφαλικό κατασκεύασμα ούτε ως άπλαστη και ανεξέλεγκτη κραυγή. Με εντελώς ενστικτώδη και προσωπική κλίμακα γλωσσικών επινοήσεων-θεραπαινίδων της αρχέγονης πληγής της, επιτυγχάνει την εξισορρόπηση, δρέποντας άρρητο, την στιγμή που εκείνο οδεύει προς τον εντάφιο χαμό του. Και ανοίγει καινούργιες περιοχές, αποκαλύπτοντας τις εσώτερες συνιστώσες των πραγμάτων.
Συνομιλεί πάντως με τα άδηλα και τα κρύφια με το πρόβλημα του θανάτου και του ανθρώπου ως προς τον Θεό. Η συνομιλία της αυτή καταργεί την αυθαίρετη αντίληψη που κυριαρχεί , ότι στην νεωτερική ποίηση ο απηυδισμένος από τα κλειστά συστήματα δημιουργός δεν αφήνει χώρο για την εκκόλαψη των κεφαλαιωδών για την ύπαρξη, αρεσκόμενος και ικανοποιούμενος από τις εναλλασσόμενες εκφάνσεις του φθαρτού και της χρονικότητας. Η ποίησή της επιβεβαιώνει ότι μπορεί να υπάρξει σύγχρονη τέχνη, όπου τα ρήγματα του ανθρώπινου προσώπου, θα ανοίγουν τα κενά και την απελπισμένη διάσπαση μαζί με την αμυδρή ή εντονότερη ελπίδα για την δυνατότητα επανεύρεσης και επανασυγκολλήσεως του αληθινού προσώπου.
Ο Ρώσος ποιητής Joseph Brodsky σ’ ένα δοκίμιό του μίλησε για την φυσική ροπή του σύγχρονου ανθρώπου να μεταθέτει τις ευθύνες προς κάτι έξω απ΄ αυτόν, προς τρίτους: “Η ίδια η πραγματικότητα μας οδηγεί πάντα στην αναζήτηση ενός ενόχου, ακριβέστερα ενός αποδιοπομπαίου τράγου, τα κοπάδια του οποίου βόσκουν στα πνευματικά λιβάδια της ιστορίας.” (πρβλ. Joseph Brodsky, On grief and Reason, Essays,ed.Penguin Books, England,1995). Η ποίηση της Δημουλά, ανεπτυγμένη μέσα στα πλαίσια που αυτή η συλλογιστική του μοντερνισμού καθόρισε, ακολουθεί την αντίστροφη πορεία. Η αναγωγή από την στάχτη της καθημερινότητας στην εμπειρία του γύρω θανάτου, στρέφει την εναγώνια εκφραστική της στην διερεύνηση του Προς τι; Με αυτόν τον πυρήνα, οι γλωσσικές της αυθαιρεσίες στοχεύουν στο άγγιγμα του καθολικού της ανθρώπινης κατάστασης . Από την λεπτομέρεια μιας κίνησης ή από την εστίαση στην φευγαλέα για την παρατηρητικότητα των πολλών πολυσημία των αντικειμένων, απελευθερώνονται οι δυνατότητες για το αντίκρυσμα των πολλαπλών καθρεφτισμάτων της φθοράς άλλοτε μέσω των πτυχώσεων του χρόνου, άλλοτε μέσω των συσσωρευτών της μνήμης, που είναι λόγου χάριν οι φωτογραφίες κι άλλοτε μέσω της προσωποποιήσεως των εννοιών.
Οι νεκροί στην Δημουλά δεν αποτελούν ένα κατηγόρημα γενικότητος, άρα μιαν αφηρημένη αοριστία. Αντιθέτως η παρουσία τους είναι τόσον εναργής ώστε φθάνει – αυτή η υπομένουσα την κατακρήμνιση όλων των βεβαιοτήτων- στην βεβαιότητα της μη τελεσιδικίας του θανάτου: «… Ναι θα συναντηθούμε. Ευανάπνευστα, κρυφά / από την έλξη. Κάτω από δυνατή βροχή / ραγδαίας έλλειψης βαρύτητας. Σε κάποιαν / ίσως εκδρομή του απείρου στο επ΄ άπειρον / στην τελετή απονομής απωλειών στο γνωστό, / για τη μεγάλη προσφορά του στο άγνωστο[…]» (Χαίρε Ποτέ , 1988, στο ποίημα « Απροσδοκίες»)
Η συνομιλία με τους νεκρούς σε μια ποίηση που από την απαρχή της έως και την τελευταία της φανέρωση αποτελεί σπουδή θανάτου, βρίσκει την καταλλαγή, σαν νεροσυρμή παρρησίας και δίψας σχέσεως. Στον διάλογο με τον Χριστό, ο τόνος της εκτείνεται από το παράπονο μέχρι την επίπληξη και την παράκληση. Πρόκειται για την κραυγή του έρημου όντος. Κι είναι αυτή η διττή σημασία της ερημίας ως ορφάνιας του όντος, αλλά και ως κουβουκλίου για την ψηλάφηση του πληρώματος της ζωής. Πένθος και ορφάνια, είναι το μάθημα ότι περνούμε και φεύγουμε. Ως χνους όν εκρρίπτει ο άνεμος. Όμως στην ποιητική έκφρασή του, αυτός είναι ένας ζωηφόρος άνεμος.