Η ύστατη απόπειρα να ερμηνευτεί το ανεξήγητο ή έστω να σκιαγραφηθεί η πρόθεση του Αθέατου όταν μετρά την αντοχή των φόβων μας, ορίζει το υπέδαφος της γραφής της Κικής Δημουλά.
Η απαίτηση μιας απάντησης εγείρει πλήθος ερωτήσεων σε μια αδιάλειπτη και εναγώνια πρακτική στο πλαίσιο της οποίας μάχεται να απασχολήσει το προδιαγεγραμμένο, να το αποπροσανατολίσει μήπως και κερδηθεί ο χρόνος κάποιας έστω μικρής αναβολής στην ειλημμένη απόφαση περί του μέλλοντός μας.
Η Δημουλά γνωρίζει καλά την τραγικότητα της ύπαρξης που με τόση ακρίβεια απέδωσε ο Γιάννης Βαρβέρης με τον στίχο: το μόνο μέλλον μου είναι / να γίνουν όλα γύρω παρελθόν. («Εγώ κοιτάζω το μέλλον μου», Πιάνο βυθού, 1991). Ως εκ τούτου, γράφει ποιήματα μικρές επιστολές και διαμαρτυρίες, μηνύσεις και υπομνήματα σε μια διαρκή διαπραγμάτευση με τον θάνατο, προκειμένου να εκμαιεύσει κάποια λογική εξήγηση για το αδιανόητο της θνητότητάς μας ή ακόμα και να του προκαλέσει μια κάποια σύγχυση και αστοχήσει.
Ο θάνατος, ωστόσο, δεν αστοχεί, και βέβαια το «αλτ» που ακούει η ποιήτρια από το πρώτο ποίημα της συλλογής της Άνω τελεία, (Ίκαρος, 2016) δεν είναι απλώς ήχος εκφοβισμού και απειλής που ανακόπτει την ελεύθερη διέλευση. Είναι ο ήχος που ακούει η ίδια η ύπαρξη από την πρώτη κιόλας μέρα ερχόμενη σε επαφή με τη μοίρα των βροτών. Εντούτοις, δεν εκπυρσοκροτεί η διατύπωση της φοβέρας. Μόνο σιγή απόλυτη, πιο εύγλωττη κάποτε κι απ’ την προειδοποίηση.
Στο μεταξύ ο άνθρωπος κάνει πως δεν ακούει το «αλτ» και αισιόδοξος μέσα στην αμεριμνησία του βάζει στόχους και δημιουργεί, καταφέρνοντας κάποτε να ξεχάσει πως είναι εκείνος ο κατεξοχήν στόχος. Μια παράταση η ζωή λοιπόν ήδη από τη γέννησή της ή μάλλον μια αναβολή θανάτου κι εμείς απλώς ψυχές που τις ακινητοποιεί ο τρόμος κι ας προσποιούνται διαρκώς ότι κινούνται μες στην υποσυνείδητη λαχτάρα τους να μην τους βρει το τέλος, να αστοχήσει. Προϊόντος του χρόνου ωστόσο το σώμα κατεβάζει ταχύτητες σε μια άτυπη συμφιλίωση με το αμετάκλητο. Θα πει λοιπόν: μες στην ακινησία προ πολλού / με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει […]
Η αδυναμία του όντος να εννοήσει τον κόσμο ως η κύρια προβληματική της ποίησης αφού σύμφωνα με τον Νίκο Καρούζο: Γεννιέσαι και μπαίνεις μεσ’ στο αίνιγμα / πεθαίνεις και τ’ αφήνεις ανέπαφο δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη γραφή της Δημουλά η οποία ουδόλως αυταπατάται:
[…]τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω / ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει / το ανεξήγητο // κι άντε να το συλλάβεις. («Δεν αστοχεί»)
Έγνοια της η ανάδειξη των αθέατων και παραμελημένων, η δεύτερη ζωή των αγνοημένων και ελάχιστων, λες και ταυτίζει το πεπρωμένο τους με εκείνο του ανθρώπου που έχει ανάγκη το βλέμμα και την προσοχή ή αλλιώς την κερδισμένη μικρή στιγμή αθανασίας μες στις γραμμές του ποιήματος.
Θαρρείς πως με την πράξη της αυτή αποσκοπεί να δώσει κάποιο μάθημα στο Άγνωστο μήπως και σεβαστεί την ταπεινή ζωή μας. Υποψιάζομαι ωστόσο και έναν επιπρόσθετο λόγο για αυτή την τάση της να σκύβει επάνω από τα αθέατα χωρίς να τα προσπερνά. Η σχολαστική της ενασχόληση με όσα μας διαφεύγουν, όπως, ας πούμε, με τα πνεύματα του πολυτονικού, που ερμηνεύει τη στάση τους ως αντιπαλότητα της δασείας με την ψιλή το ένα πνεύμα / γυρίζει περιφρονητικά / την πλάτη του στο άλλο, («Το πολυτονικό») ενδεχομένως να θεωρηθεί μια ευκολία που η ευφυΐα της την αξιοποιεί αριστοτεχνικά. Εντούτοις, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, καθώς, όταν ενσκήπτει με φακό μεγεθυντικό στα ασήμαντα, η Δημουλά εκείνη τη στιγμή θεραπεύεται και μας θεραπεύει.
Εξηγούμαι: Στο μονόπρακτο του νομπελίστα Λουίτζι Πιραντέλλο Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, παρακολουθούμε στο καφενείο ενός σιδηροδρομικού σταθμού τον μεταμεσονύχτιο διάλογο ανάμεσα σε έναν άνδρα που ξέρει ότι του μένουν λίγοι μήνες ζωής και έναν «φιλήσυχο πελάτη» που έχασε το τρένο και περιμένει το επόμενο. Ο πρώτος ζει έντονα την κάθε στιγμή, εικάζει για τη ζωή των περαστικών προσπαθώντας να φανταστεί ακόμη και τη μυρωδιά του σπιτιού τους, ενώ ο δεύτερος, «σκοτώνει» την ώρα του περιμένοντας το τρένο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το εγχειρίδιο του έξυπνου ασθενή, ο οποίος, ενεργοποιώντας τη φαντασία επιστρατεύει και τη συγκέντρωση του νου στο τώρα, εστιάζοντας σε ασήμαντα και αδιάφορα για τους άλλους πράγματα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να απολαμβάνει τη ζωή στις λεπτομέρειές της αλλά και να βάζει φρένο στο ατίθασο μυαλό που το σφυροκοπά η επίγνωση του τέλους.
[…] Πρέπει να τριγυρίζω στους δρόμους, να βλέπω τα μαγαζιά, να θαυμάζω τις βιτρίνες, την επιδεξιότητα των πωλητριών, γιατί, καταλαβαίνετε ε; καταλαβαίνετε… Αν αφήσω ένα λεφτό το μυαλό μου άδειο, μπορώ πολύ εύκολα να τραβήξω το πιστόλι μου[…] λέει ο ήρωας τού Πιραντέλλο.
Κάτι ανάλογο υποκινεί και τη Δημουλά. Επιμένει να συνδιαλέγεται, να προτείνει και να διαπραγματεύεται για τη φθαρτότητά της με χίλιους τρόπους. Πολεμώντας όπως και ο Ελύτης το «Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου», στρέφεται στο απίστευτο και το επικαλείται να τη συντρέξει στην ιδιάζουσα ανταλλαγή που του προτείνει:
[…] αντίθετα εγώ που στ’ απίστευτα / φανατικά πιστεύω / ευχαρίστως ανταλλάσσω / το σκληρό έδαφος που μου αναλογεί / για ένα δύο πόντους αφράτο ουρανό // ικέτευσα της φαντασίας / την πέρα για πέρα του κεφαλιού της / τέχνη: // Δώσε σε μένα τα φτερά / αρκεί να είναι ίδια με τα δικά σου // κι όπως εσύ κατέστησες πετώντας / όλα τ’ αδύνατα δυνατά / κι εγώ να το μπορέσω. // Μα η φαντασία μού το ξέκοψε // Σε πόσα και σε ποια χαρίζομαι / η φύση επιλέγει. / Γραμμένα ένα ένα μού τα δίνει // μα ο δικός σου άνεμος / δεν ήτανε στη λίστα.
(«Δώρο πανάκριβης σημασίας»)
Με πνεύμα ανήσυχο που δεν βολεύεται με γενικεύσεις ισοπεδωτικές της ξεχωριστής ατομικής περίπτωσης θέτει εν αμφιβόλω τα προδιαγεγραμμένα και τα οριστικά και αναζητά τις μικρές εκείνες πιθανότητες που κλονίζουν τις βεβαιότητες αλλά και τις αρνήσεις. Ο σκεπτικισμός της προβάλλει ως ανάχωμα στο τίποτα των άθεων που δεν προσβλέπουν σε μια ζωή μετά. Έχει ανάγκη να αμφιβάλλει όχι γιατί είναι αδύναμη να αντέξει τη σκληρή θέση του αφανισμού αλλά γιατί σύμφωνα με τον Μπόρχες «Η αμφιβολία είναι ένα από τα ονόματα της ευφυΐας», κάτι που έβρισκε σύμφωνο και τον Μανόλη Αναγνωστάκη όταν δήλωνε: «Γηράσκω αεί αναθεωρών».
Γράφει σχετικά:
Μικροκαμωμένη είσαι / μια σταλιά λέξη Ίσως // κατάτι πιο ανεπτυγμένη / από την πλήρη άγνοια και μοιάζεις / με υπόσχεση μισοφαγωμένη. // Κι όμως εκπροσωπείς / του κάθε ανεξακρίβωτου / τη μυστηριώδη ύπαρξη / της κάθε αγωνίας / τ’ αναπάντητα / της κάθε μιας ζωής / τις διαφορετικές και όμοιες / εκκρεμότητες που φεύγοντας αφήνει.[…]
(«Ύμνος στη λέξη ίσως»)
Οι απειροελάχιστες πιθανότητες να μην επισυμβεί το τέλος μπαίνουν στο τραπέζι της σελίδας και γίνονται η πρόταση μομφής που καταθέτει. Στον αγώνα της αυτό αναζητά συμμάχους και μοιάζει να θέλει να προσεταιριστεί ακόμα και τον Ιησού υποδεικνύοντάς του το επαναλαμβανόμενο δράμα που παίζεται εις βάρος του καθώς αναγκάστηκε να στερηθεί τον έρωτα υπακούοντας τη σκληρότητα του πατέρα του. Μάλιστα φτάνει στο σημείο ακόμα και να τον παρηγορεί για τη σκηνοθετική επανάληψη του δράματός του κάθε Πάσχα.
[…] Εσύ, Χριστέ μου, μην τρομάζεις / δεν πονάς / άλλη μια σκηνοθέτης επέτειος είναι /σαδιστικά ντοκιμαντέρ πάλι σε σταυρώνουν / μόνον η ανάμνηση δέρνεται θρηνεί […] Προπάντων, μην το παίρνεις προσωπικά / το ακάνθινο στεφάνι στο μέτωπό σου / όλοι μας το φέρουμε // εσύ επειδή είσαι υιός του Θεού / εμείς επειδή δεν είμαστε.
(«Ούτως ή άλλως»)
Εμμέσως, πλην σαφώς, τού εξηγεί τις αδικίες και τις παραλείψεις, τα ατελή και ακατανόητα που μας προικοδοτήθηκαν άμα τη αφίξει μας στον κόσμο, βάζοντάς του αμφιβολίες ακόμα και για την τελειότητα της δικής του μοίρας. Η ίδια η ύπαρξη ως πρόβλημα άλυτο, ως δώρον άδωρον και ως αμφισημία ταλανίζει τη Δημουλά με τον ίδιο τρόπο που παίδευε και τον Καρούζο, όταν στο άτιτλο ποίημά του μας έδινε τον πλέον συμπαγή και ολοκληρωμένο ορισμό του ανθρώπινου δράματος:
«– Δεν σε βλέπω απόψε καλά τι έχεις;
– Έχω ύπαρξη».
Η Δημουλά αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ως δοκιμασία. Αέναη αγωνία του παιδιού που πιστεύει πως θα κερδίσει στο κρυφτό, τραγική περίπτωση παίκτη που κάποιοι τον αφήνουν να νομίζει πως νικά.
Η δική της νίκη, ωστόσο, συνίσταται και πάλι στα ανεπανάληπτα τεχνάσματά της και συγκεκριμένα στην επινόησή της να συνεχίσει να μιλά τον λόγο που είναι η ζωή και να μιλά τη ζωή μέσα απ’ τον λόγο συλλαβιστά και με φειδώ όπως θα έκανε οικονομία στην ανάσα. Μια ασταμάτητη εκφορά του πάθους που από κεκτημένη ταχύτητα θα συνεχίσει να εκπέμπει τη φλόγα του ακόμα και όταν όλα γύρω θα τα έχει καλύψει το ψύχος του τέλους.
κι όσο οι λέξεις θα μ’ αφήνουν
ακόμα να μιλώ, θα το υπενθυμίζω
φωναχτά ότι οι λέξεις φταίνε
αν όχι για όλα
πάντως για τ’ αξεπέραστα
σκέψου τη λέξη «φεύγω»
πόσα «θα μείνω» γκρέμισε
και πόσα λες στοίχειωσαν
από τις λέξεις ξεχασμένα.
Ένοχες λέξεις δεν το συζητώ
ας μην επαναφέρω
τι αδικοχαμένα πήγανε εξαιτίας τους
χιλιάδες «σ’ αγαπώ»
τι λίγα που σωθήκανε σε μια φωτογραφία
κι αυτά δεν είναι τίποτα
σε σχέση με το αίφνης θα πάψω να μιλώ
όταν διαμιάς θα φύγουν όλες