Ανταύγειες
Ομολογουμένως η περίοδος του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του covid-19, υπήρξε για πολλούς μια περίοδος αναστοχασμού και αυτοπροσδιορισμού. Η υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι και η απαγόρευση κυκλοφορίας και συναναστροφής με ανθρώπους, οδήγησε πολλούς να στραφούν προς τον μέσα τους κόσμο και να αντιπαλέψουν και να αντιμετωπίσουν μνήμες και τραύματα του παρελθόντος, που βγήκαν ανεξέλεγκτα ίσως στην επιφάνεια μετά από χρόνιες αναβολές, υπεκφυγές και δικαιολογίες. Ο εγκλεισμός σε έναν περιορισμένο χώρο και την υποχρεωτική συμβίωση με άλλους ανθρώπους του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, άλλους τους οδήγησε να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους με την οικογένεια και τους συντρόφους τους, και άλλους να συγκρουστούν με χρόνια καταπιεσμένα συναισθήματα και να ξεκαθαρίσουν τις επιθυμίες τους και τις επιλογές τους, προσδιορίζοντας έτσι πιο ουσιαστικά τον εαυτό τους μέσα και έξω από τον κόσμο που ζούμε και μοιραζόμαστε.
Η Γεωργία Μακρογιώργου πάντως είναι από τους συγγραφείς που τους ευνόησε, νομίζω, ο εγκλεισμός της πανδημίας, με την έννοια ότι, πέραν από τις όποιες δυσκολίες και ανασφάλειες προκάλεσε η απειλή του θανατηφόρου ιού, εκείνη εκμεταλλεύτηκε τον διαθέσιμο χρόνο δημιουργικά, ώστε να αναστοχαστεί και να επαναπροδιορίσει αξίες και να καταγράψει στο μυθιστόρημα της, όλες εκείνες τις αντανακλάσεις, όλες εκείνες τις ανταύγειες του φωτός, που έλαμψαν μέσα στα σκοτάδια ενός σπιτιού και μιας οικογενειακής ιστορίας. Τρόπος του λέγειν “μιας” οικογενειακής ιστορίας, καθώς η ιστορία μιας οικογένειας είναι ένα ψηφιδωτό που συναποτελείται και συναρμολογείται από τις ιστορίες-ψηφίδες όλων των μελών της οικογένειας.
Οι σχέσεις των ανθρώπων δύσκολες από μόνες τους, πόσο μάλλον όταν πιέζονται και από εξωγενείς, μη ελεγχόμενους, παράγοντες, όπως είναι μια πανδημία. Μέσα στο σπίτι τρεις γυναίκες, από τρεις διαφορετικές γενιές, μεγαλωμένες σε τρεις διαφορετικές εποχές. Η Αντιγόνη, η αφηγήτρια του μυθιστορήματος, κόρη της Ματίνας και εγγονή της Φιλιώς, προσπαθεί να ανασυνθέσει το ψηφιδωτό της δικής της οικογένειας, καταγράφοντας τις αναμνήσεις της γιαγιάς, που δυσκολεύεται να θυμηθεί λόγω Αλτσχάιμερ, και της μάνας που δυσκολεύεται να θυμηθεί λόγω άρνησης. Και οι τρεις τους έρχονται αντιμέτωπες με τις δικές τους φοβίες και ενοχές, καλούνται να αντιμετωπίσουν χρόνιες παθογένειες που τρώνε σαν σαράκι τον νου και την καρδιά. Ματαιωμένα όνειρα, μετανιωμένες επιλογές, βιωμένοι και ανεκπλήρωτοι έρωτες, ο πόνος της απώλειας, ο θάνατος, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, το γήρας και η άνοια, η μοναξιά, αλλά και η απογοήτευση της συνειδητοποίησης ότι ο άνθρωπος πάντα βρίσκονταν και πάντα θα βρίσκεται στο μάτι ενός κυκλώνα, όπου το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παρακολουθεί τον στροβιλισμό του.
Η Μακρογιώργου φωτίζει μέσα από τις αφηγήσεις και τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας Αντιγόνη, πολλές από τις κοινωνικοπολιτικές πτυχές κάθε εποχής των τριών γενεών, πάντοτε όμως υπό το υποκειμενικό πρίσμα του βιωμένου χρόνου. Έτσι η γιαγιά Φιλιώ, μεγάλωσε σε ακραία φτώχεια λόγω της Κατοχής, έζησε από κοντά τον εμφύλιο πόλεμο, ενηλικιώθηκε σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, όπου τα κορίτσια εκπαιδεύονταν για να εξυπηρετούν άντρα, σπιτικό και παιδιά, καταχωνιάζοντας προσωπικές επιθυμίες για μόρφωση και καλλιέργεια, μεταθέτοντας αυτή την επιθυμία ως προσδοκία στην κόρη Ματίνα. Η μαμά Ματίνα, μεγαλωμένη σε μια εποχή, όπου η χειραφέτηση της γυναίκας μόλις που ανέτειλε στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, πάντα όμως σε συγκρουσιακή σχέση με τα προστάγματα της κοινωνίας, που ήθελε τη γυναίκα ναι μεν μορφωμένη και εργαζόμενη, αλλά ταυτόχρονα να υποτάσσεται στις κοινωνικές συμβάσεις του γάμου και της οικογένειας, αποφάσισε ως μεσήλικη πια να επιλέξει τον τρόπο ζωής που της ταιριάζει και μέσα από την ζωγραφική της να εκφράσει συναισθήματα και να απελευθερώσει αισθήσεις. Και τέλος, η κόρη Αντιγόνη, που εκπροσωπεί μια γενιά που έχει απομονωθεί μέσα στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, που δυσκολεύεται να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από την εικονική πραγματικότητα, μια γενιά που έχει απελευθερωθεί σεξουαλικά διεκδικώντας τον σεβασμό και την αποδοχή της διαφορετικότητας, να προσπαθεί να εκπληρώσει προσωπικά όνειρα και να ισορροπήσει το μέσα με το έξω της. Και φυσικά δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός, ότι η Γεωργία Μακρογιώργου στο παρασκήνιο του μυθιστορήματος της, παραθέτει όλη την επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων, όπως η καταδίκη του φασιστικού-νεοναζιστικού μορφώματος “Χρυσή Αυγή”, οι γυναικοκτονίες που έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα, το κίνημα me too, η φυλάκιση επιφανών αντρών της δημόσιας και πολιτιστικής ζωής για σεξουαλικά εγκλήματα, η τεράστια πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια, ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Οι προτάσεις της συγγραφέας είναι σύντομες και περιεκτικές· ο λόγος της κοφτός, σε πολλά σημεία σχεδόν ποιητικός. Οι αφηγήσεις της πάνε και έρχονται στον χρόνο, εναλλάσσονται με διαλογικά σημεία, διασταυρώνονται διακειμενικά με στίχους από ποιήματα και τραγούδια, πίνακες ζωγραφικής και θεατρικά έργα, με αποκορύφωμα το παιχνίδι μεταξύ κόρης-Αντιγόνη και μάνας-Ματίνα, όπου η κόρη λέει κάποια ατάκα από το έργο του Τσέχοφ «Τρεις αδερφές» και η μάνα δίνει την δική της απάντηση-προέκταση στην ατάκα.
Εν κατακλείδι στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας κατορθώνει με την πλοκή και την αληθοφάνεια των χαρακτήρων και την αλληλουχία των γεγονότων, να κρατήσει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Πράγμα που από μόνο του θαρρώ συνιστά μεγάλη επιτυχία.