Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: “Με λένε Εύα”, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 59.
Τις νύχτες γεννώ νοήματα
Γράφει η Χρύσα Φάντη
Η γυναικεία μορφή που πρωταγωνιστεί στην ποιητική σύνθεση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, Με λένε Εύα, είναι γήινη και ταυτόχρονα θεϊκή, σύγχρονη και παγκόσμια, αρχέγονη και αρχαϊκή, μακριά από κάθε στερεοτυπικό αντρικό ή γυναικείο μοντέλο. Στην Καϊτατζή η Εύα είναι η Άνθρωπος που δεν διστάζει να προτάξει τον δικό της λόγο στον κυρίαρχο λόγο της πατριαρχίας, δεν φοβάται να πει την αλήθεια της αφού πρώτα διερωτηθεί και διερευνήσει τον εαυτό της σκάβοντας βαθιά μέσα της ─ εξ ου και η προμετωπίδα από τη ρήση του Ηράκλειτου: «Εδιζησάμην εμεωυτόν». Η ματιά της μπορεί να θέτει στο επίκεντρο τη γυναίκα, δεν είναι όμως γυναικοκεντρική ούτε φεμινιστική με τη στενή έννοια του όρου. Ξεκινώντας από τις απαρχές του κόσμου και της δημιουργίας και πολύ πριν από τη γέννησή του, έχει πολλά πρόσωπα και ακόμη περισσότερα προσωπεία, βρίσκεται παντού, είναι τα πάντα.
Είναι η Γαία «γυναίκα γόνιμη/ γαζέλα», διαχρονική περσόνα με θάρρος και αυτοεπίγνωση, που δεν διστάζει να αυτοσυστηθεί: «Με λένε Εύα και είμαι μισή/ […] και να σκεφτείς όλοι τους έχουν εξέλθει από τη μήτρα μου/ και ο πρωτόπλαστος και ο Άβελ και ο Κάιν και οι θεοί και τα δαιμόνια» («με λένε Εύα»)∙ «στο κορμί μου κοχλάζει ο πόθος/ είμαι η απωθημένη επιθυμία το μήλο και το δέντρο/ […] προϋπάρχω της ύπαρξης/ γεννήθηκα πολύ πριν τον κήπο της Εδέμ/ πριν το προπατορικό πριν το ταμπού της αιμομιξίας/ με όρισαν εράστρια του Εωσφόρου/ με αποκαλούν Λίλιθ η όφις εγώ με λέω Λιβιδώ/ βαριέμαι Αρχόντισσα στο Σκοτάδι/ ανέραστη γερνάω από ανία/ θέλω να γευτώ την αλήθεια μου/ να νιώσω το άγγιγμα/ να ξαναγεννηθώ ολόκληρη […] ο Αδάμ πλέον βαυκαλίζεται με cybersex/ εγώ ανορεκτική πνίγομαι στην εικόνα» («Λίλιθ η όφις ή Λιβιδώ»)∙ «είμαι το άχρονο σύμπαν το χάος και η ρωγμή του/ είμαι η άμωμος η αμαρτωλή η νύχτα της αυγής η μητέρα/ είμαι η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο/ […] είμαι η Ανθός του Εσύ του Εμείς η ρίζα/ είμαι εγώ η Άνθρωπος» («είμαι η Αφροδίτη του Χόλε Φελς»).
Εδώ η συμβατική σύνταξη αναθεωρείται και η γλώσσα παραχωρεί τη θέση της σε νοήματα, φράσεις και λέξεις που ξεπερνούν μονόπλευρες σηματοδοτήσεις και σημαίνουν πολλά και πολύ διαφορετικά από αυτά που έχει επιβάλει στενή και εκ των άνω, αυθαίρετα παγιωμένη αντίληψη. Πρόκειται για μια τολμηρή κατάθεση που αναποδογυρίζει και επαναπροσδιορίζει ποιητικά μύθους παλιούς και έργα από τη νεώτερη τέχνη και γραμματεία: «ο Μποτιτσέλι με αναγεννά ποίημα/ ο Πετράρχης με υμνεί με σονέτα / ο Βοκάκιος στο Δεκαήμερο/» («φλέγομαι στο σώμα της Ιλδεγάρδης»), «είμαι ο Τζορντάνο Μπρούνο… / με έριξαν ιεροεξεταστές στη φωτιά // γράφω ποιήματα με το καψαλισμένο αίμα μου» («η ιδιότυπη μοναξιά του Τζορντάνο Μπρούνο»), «Έμιλι αποζητώ την έκσταση στις λέξεις/ έγκλειστη» («αιώνες τώρα Αριάγνη ψάχνω τον μίτο»)∙ μια ποίηση που περιγράφει με τρόπο ρηξικέλευθο τη γέννηση και τη γένεση, με τους εναρκτήριους στίχους να επαναλαμβάνονται αντίστροφα στην κατάληξη, κλεισμένοι μέσα σε ένα γιγάντιο Ωό∙ ένα μητροειδές συμπαντικό κουκούλι που περικλείει την αρχή και το τέλος: «έρχομαι // […] φύτρα αρχέγονης σπηλιάς / φέρω τη μνήμη του κόσμου / πορεύομαι στο παρόν / στην αρχή της αρχής/ στην υπερκόσμια κοίτη // έρχομαι ενώ επιστρέφω».
Η γυναίκα που ακούει στο όνομα Εύα είναι μια ύπαρξη με άπειρα χαρακτηριστικά και πολλές προεκτάσεις, εξεγερμένη, πληθωρική, φωτεινή αλλά και μέχρι κεραίας καυστική και αμετανόητη, αισιόδοξη και σουρεαλιστική∙ μια γυναίκα που δεν γνωρίζει έμφυλες διακρίσεις, εξυμνεί και ρίχνει το βάρος στον έρωτα που γεννά τη δημιουργία, ενδυναμώνει και εμψυχώνει την/τον άνθρωπο ανανεώνοντας την ελπίδα για κατανόηση και αλλαγή, διευρύνοντας τα όρια μιας συμβατικής πραγματικότητας και σπάζοντας τα καλούπια κάθε κοινωνικού θεσμού μέσα στον οποίο στανικά συνυπάρχουν, δρουν, διαγκωνίζονται και διαιωνίζονται εγκλωβισμένα από καταβολής του κόσμου οι φυλές και τα φύλα.
Σ’ αυτή την πολύτροπη αφήγηση, η δομή και το πνεύμα της οποίας παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στην αρχαία τραγωδία αλλά και σε σύγχρονες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που φανερώνουν τη γόνιμη και μακρόχρονη μαθητεία της ποιήτριας στο έργο του Φρόιντ και κυρίως του Γιουνγκ, με τους χειμαρρώδεις, σπαρακτικούς και βαθιά εξομολογητικούς μονολόγους των προσώπων να διακόπτονται ─δίκην εσώτερου χορού─ από τις πέντε φωνές και τις αντίστοιχες στον αριθμό αντιφωνήσεις: «όταν ο Αδάμ εννόησε τη φύση του / την έκανε ξιφολόγχη/ μετά έκοψε τον λαιμό του Άβελ / μετά απόκτησε γη / μετά σήκωσε σημαία / μετά έκτισε γυναικωνίτη / μετά έπλασε θεό» («αντιφώνηση ΙV»)─, σ’ αυτό, λοιπόν, το συνειρμικό και εμφανώς ανατρεπτικό έργο, το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι αντρικό προνόμιο, είναι ταυτόχρονα αρσενικό και θηλυκό, συναισθάνεται, δημιουργεί, αντιπροσωπεύει, υποδύεται, ενδύεται και συνυπάρχει και στα δύο φύλα, είναι αδιαχώριστα άντρας μαζί και γυναίκα, ο διττός ανδρόγυνος τύπος που κρύβεται μέσα σε κάθε αληθινό δημιουργό, σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Είναι ότι και οι μαστοί του Τειρεσία στη μυθολογία μας, έτσι όπως τους ερμήνευσε, επεξεργάστηκε τη φύση και το νόημά τους και τα επανέφερε στην επικαιρότητα της εποχής του ο πρώτος διδάξας σουρεαλιστής και θεμελιωτής του μοντερνισμού Γκιγιώμ Απολλιναίρ, στο δίπρακτο σουρεαλιστικό δράμα του Οι Μαστοί του Τειρεσία (1917), θέλοντας να ευθυμήσει αλλά και να αφυπνίσει τους θεατές του, να εξάψει το ενδιαφέρον τους και να διευρύνει τη φαντασία τους, καταρρίπτοντας τα μυθεύματα για το γυναικείο φύλο (δεν είναι τυχαίο ότι ο σοφός μάντης φέρει μαστούς), και αποκαλύπτοντας τη διαχρονική καταπίεση και τη στρέβλωση της εικόνας του∙ αυτά όλα πολύ πριν από τη σημερινή εξέλιξη του φεμινισμού και σε συνάρτηση με όσα τα προκαλούν: την απληστία και τη βία της εξουσίας, τους πολέμους, τα εγκλήματα των δυνάμεων κατοχής, τη διαφθορά και τη μισαλλοδοξία των κυβερνητών και των «πνευματικών ταγών», αλλά και τη φτώχεια, την προσφυγιά, τον ρατσισμό, το άδικο, την ανισότητα. Ως εκ τούτου και το ποιητικό υποκείμενο στο έργο της ελληνίδας ποιήτριας είναι μια «φουρκισμένη Αφροδίτη»: «ήταν ωραία τότε που αναδύθηκα ποθητή/ [στα σπλάχνα μου παφλάζει η θάλασσα/ ας είναι καλά ο Μποτιτσέλι αναγεννήθηκα// […] είμαι μια ακρωτηριασμένη γυναίκα αλίμονο/ αισθητική άποψη του κατακερματισμένου Εγώ σας/ ψάχνω τα κομμένα χέρια μου ν’ ανασυνθέσω τη μορφή μου/ συχνά φαντάζομαι πως σωριάζομαι ντόμινο/ τα πρωινά επανέρχομαι αθόρυβα στον αφρό// όμως μέσα μου αιμορραγώ φουρκισμένη Αφροδίτη/ πληγή κλειτοριδεκτομής∙ φοβάμαι θα πνιγούμε στο αίμα»∙ μια γυναίκα που ομολογεί: «“Τώρα είμαι η Μήδεια”/ μια φυγάδα μια ετερότητα/ το αφόρητο φορτίο η φονέας της φύσης μου» («Τώρα είμαι η Μήδεια»). Είναι αυτή η ίδια «Θεία κωμωδία», «ανδροειδές», «η Νάρκισσος» και «ο Νάρκισσος», ο Σίσυφος που συνειδητοποιεί πως: «έγινα πλέον το φορτίο μου», αυτή που «μεταμορφώνεται σύνδρομο της Περσεφόνης» και «Αριάγνη που αιώνες τώρα ψάχνει τον μίτο», μια «κουρασμένη Καρυάτιδα» που «από το κουρασμένο χέρι της κρέμεται η μοίρα του κόσμου», η Έμιλυ Ντίκινσον και η Σαπφώ: «τις νύχτες γίνομαι Σαπφώ/ συνουσιάζομαι με τις λέξεις/ γεννώ νοήματα» (αντιφώνηση ΙΙ).
Βιογραφικό Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη