Δήμητρα Χριστοδούλου, Σε αβαρές φαλτσέτο, ΘΡΑΚΑ 2024.⁕
Η αρχική πρόθεση της Δήμητρας Χριστοδούλου, της κυρίας των Γραμμάτων μας η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση στην ποιητική γενιά του ’70 και κοσμεί την νεοελληνική ποίηση, ήταν, όπως δήλωσε, να δημιουργήσει ένα βιβλίο ανάλαφρο, «αβαρές», κατά το δυνατόν …διασκεδαστικό . Κι επειδή τίποτε στον κόσμο γύρω μας δεν είναι πια χαροποιό κι ελπιδοφόρο, αποφάσισε να παίξει τουλάχιστον με τους ρυθμούς. Με την εναλλαγή τους. Με τα παιχνίδια της μουσικής. Έτσι στην νέα της ποιητική συλλογή, στο Αβαρές Φαλτσέτο, εναλλάσσονται ποιήματα σε στίχο ελεύθερο – κυρίως- με ποιήματα έμμετρα, «τραγουδάκια», τα χαρακτηρίζει (Εγώ τα καταλαβαίνω ως ιντερμέδια ή στάσεις σημαντικές που λειτουργούν ως δομικό υλικό απαραίτητο για το ποιητικό σώμα) και άλλα πεζόμορφα, στον τύπο του μικροδιήγηματος, τις «ιστοριούλες». Αυτές εξάλλου είναι οι βασικές μορφές οι οποίες όπως σημειώνει, αξιώθηκε να δουλέψει μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν.
Παρακολουθώ από χρόνια, πιστεύω συστηματικά, την ποιητική διαδρομή της Δήμητρας Χριστοδούλου. Με γοητεύει ο λόγος της με τη συνέπεια και τη δύναμη να προκαλεί συγκίνηση, το ζητούμενο της δημιουργίας και να ’μαι ακόμη μια φορά μπροστά σ’ αυτήν την σπουδαία προσωπική της κατάκτηση να μεταμορφώνει το απλό και καθημερινό σε καθολικό. Η ποιητική της, με τους αυστηρούς όρους που η ίδια καθορίζει κάποιες φορές, αναδεικνύει και στοχεύει στον άνθρωπο, τα πάθη, τις πληγές, τους φόβους, αλλά και τα παιχνίδια του τα οποία ονοματίζει ζωή.
Έγραφα πριν από μερικά χρόνια για την ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου: Ποίηση είναι και η φωνή των άλλων… Με τη σκέψη αυτή ξαναπιάνω το νήμα κι επιστρέφω σ’ ό,τι αποκόμισα από το ταξίδι στον ποιητικό λόγο της Δήμητρας Χριστοδούλου. Θα μπορούσε να είναι προτροπή, ή σύνθημα, ανάμεσα στα τόσα που φυλλορροούν κι εναποτίθενται στη εύφορη πεδιάδα του νου για να εκκολαφτούν και να καρπίσουν ως όροι ζωής. Όμως η διαδρομή, είναι ένας χρόνος που μετριέται αντίστροφα και χτίζει το τέλος, τη σιωπή, αφού η φυσική θλίψη, είναι ο θησαυρός του καθενός, κι αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτηση καμιά. Όμως, πώς φτάνουμε ως εκεί και τι να σημαίνουν οι χτύποι, μήπως είναι η ηχώ των καθημερινών πραγμάτων, ή το κολαστήριο της πραγματικότητας; Η ποιήτρια με τους ποιητικούς της τρόπους καταφέρνει να συγκινήσει και να αποδιοργανώσει τις όποιες σίγουρες απαντήσεις. Μας αφήνει να αισθανθούμε και να κουραστούμε στο πέλαγος κι όχι σε κάποια απάνεμη ακτή. Η ζωή μας λέει είναι αλλού, εκεί που αναγνωρίζεις την αλήθεια και κατακτάς τη συγκίνηση.
Το Αβαρές Φαλτσέτο καθώς έχει και έναν απολογιστικό χαρακτήρα εγκιβωτίζει το παιχνίδι της ζωής και όλες τις διαθέσεις των ανθρώπων. Καταφέρνει, η ποιήτρια, να αποδώσει τις εξάρσεις και τις υφέσεις της σύντομης διαδρομής με τρόπο θαυμαστό διασκεδάζοντας και η ίδια, άλλοτε ως θεατής κι άλλοτε ως μέτοχος. Εξασφαλίζοντας το μερίδιό της σε ένα καθόλα ασφαλές ποιητικό περιβάλλον. Στο διαλογικό ποίημα, ΤΟ ΦΛΕΡΤ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ, γράφει:
Ένας : – Βγαίνοντας από τον τάφο μιας ημέρας
( Σκληρή δουλειά, τηλεφωνήματα… )
Φορτώνω πάλι σε διάφανο σκέλεθρο
Την ύλη, την πνοή, το πανωφόρι μου.
Και ευπρεπισμένος διαπερνώ περαστικούς,
Υπαλλήλους στο μετρό, συνεπιβάτες,
Ποιος ξέρει από πού βγήκαν κι εκείνοι.
Και μόνο μια γυναίκα με κοιτάζει
Με βλέμμα λίμνης που στεγνώνει
Αλλά ακόμη δεν την εγκατέλειψαν
Οι ερωδιοί κι οι κορμοράνοι.
Οι μικρές ανεπαίσθητες σχεδόν, στιγμές της ζωής τροφοδοτούν τις υπαρξιακές αγωνίες και το θαύμα που συντελείται για να υπάρχει συνέχεια. Πόσο όμορφα τα περιγράφει όλα στον υπέροχο παπαγάλο της:
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ
Το άγραφο χαρτί μ’ ένα «Μηδέν»
Ένας γέρο-θεός βαθμολογούσε
Κι όλο έπνιγε μες στα μουστάκια και τα γένια του
Τα προαιώνια χασμουρητά.
Το σκάει τότε απ’ το κλουβί ο παπαγάλος μου
Και στο πολύφωτο σκαρφαλωμένος αρχίζει
Να ξαναλέει «Μηδέν! Μηδέν! Μηδέν!».
Έξω χτυπούσε επίμονα το τζάμι
Η κλάρα μιας ροδακινιάς.
Πώς την κατάπιε την καταγωγή την παραδείσια
Η φύση του η μιμητική, συλλογίζομαι,
Καθώς γλιστράω μες στην προσευχή.
Και να! Σωπαίνει πια στον ώμο μου
Όσο κι εγώ απ’ την τυραννία κουρασμένος:
Να γρατζουνάς τα θεία τεφτέρια μάταια
Και να βουίζουνε οι πλάκες της γης
Η μια την άλλη πλησιάζοντας,
Να γράφονται στα τζάμια ιδεογράμματα
Από τους κρότους μιας άφαντης άνοιξης
Κι ατσαλάκωτο σαν ρούχο πεθαμένου
Ν’ απλώνεται κάτω από τόσα μάτια το χαρτί.
Τον φτωχό μου τον χρυσοπράσινο σκλάβο!
Με την γαμψή του μύτη θα προσυπογράψει
Το κενό της θεϊκής εντολής.
Η διάθεσή της να αναδείξει εν πλήρει συνειδήσει και να ενσωματώσει στον ποιητικό της λόγο τους συμβολισμούς των στιγμιότυπων σκηνοθετεί την καταγραφή στο προσωπικό της ημερολόγιο με σκοπό να διαλαλήσει, όπως το αηδόνι, της πιο βαθιάς ραγισματιάς του την αλήθεια. Αποκαλύπτει τα λόγια του κόσμου, τα πάθη και τους μύχιους πόθους των θνητών μέσα από εικόνες της φύσης τις οποίες η βία της βιωτής τις καθιστά ανενεργές. Η αριστουργηματική εικόνα της χελώνας με τα αγκαθάκια στο καβούκι της από το ολιγόλεπτο παρελθόν της μέσα στα χόρτα με το ακάματο σύννεφο να συμπαρίσταται και αναβάλει κάθε υποψία δυνατής βροχής, νομίζω πως συμπυκνώνει τις αρχές της ποιητικής της Δήμητρας Χριστοδούλου. Ο μεταφορικός της λόγος με τη λιτότητα του την αυστηρότητα της σύνθεσης, μας οδηγούν στο πολυεπίπεδο σύμπαν των ποιημάτων της και σηματοδοτούν την αισθητική της. Η σκοτεινότητα και η αρρυθμία δεν απασχολούν την ποιήτρια ούτε οι ευτελείς επινοήσεις και τα ευρήματα, αλλά καθαρά και μόνον η διαφάνεια των λέξεων που συνιστούν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Καταφέρνει να αποσαθρώνει κάθε επίπλαστη βεβαιότητα και να προβάλλει την αμφιβολία των ειδών, μιλώντας ανοιχτά για τα ενδεχόμενα και τα δεδομένα. Τα σχόλιά της και ο υπαινικτικός της λόγος υποσκάπτουν τα αναχώματα και διασκεδάζουν τις μικρότητες και τα συμφέροντα.
ΜΙΣΗ ΑΡΧΟΝΤΙΑ
Οι ξαφνικές δυνατές βροχοπτώσεις έγδαραν το καμένο βουνό και η λάσπη έπνιξε την κωμόπολη και κατέστρεψε τα παραλιακά μαγαζιά της. Ενόσω ακόμη οι αρμόδιες αρχές προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν κάπως τη λειτουργία της τάξης και να εντοπίσουν τυχόν αγνοουμένους, ένα δεύτερο κύμα νερού, απρόβλεπτου από τη Μετεωρολογική Υπηρεσία, ξέσπασε πάνω σε σκεπές και τοίχους, σαν κάποιος που έκανε αθέατος τη μπουγάδα του εκεί ψηλά, στον ουράνιο θόλο, να άδειασε με μια σίγουρη κίνηση τον κουβά του με τα μπουγαδόνερα καταπάνω στα σαστισμένα κεφάλια. Δυο αντιδήμαρχοι, η τοπική πυροσβεστική και τριάντα εθελοντές διασώστες αισθάνθηκαν βαθιά ταπεινωμένοι που έγιναν μούσκεμα από μια τέτοια αστρική σαπουνάδα. Αλλά τι μπορεί να πει κανείς μπρος στην ολοφάνερη νοικοκυροσύνη του υπερτάτου όντος; Αν κάποιοι επιζούν και σε λάσπες, αυτό δεν σημαίνει πως δεν ξέρει ο Κύριος τι είναι η καθαριότης.
Όμως δεν της είναι αρκετή η κοινωνική κριτική και ο σχολιασμός της επικαιρότητας για να επισημάνει τα κακώς κείμενα και να αποκωδικοποιήσει το θλιβερό και συνάμα ενδιαφέρον παιχνίδι της ζωής. Η Δήμητρα Χριστοδούλου σε αυτήν την ποιητική συλλογή δείχνει να θέλει να επιστρέφει σε μια ηλικία κατά την οποία μετά την έκπληξη, ο άνθρωπος αντικρύζει τον κόσμο και προετοιμάζει τον αγώνα του. Η διαρκής αγωνία της ποιήτριας καθώς η οπτική της αλλάζει στη διαδρομή και η ωρίμαση δυναμώνει αφήνει την ποιητική της διάθεση να εισχωρήσει στο τρομακτικό παρόν ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΕΛΗ . Διαβάζουμε:
Έβαλα μπρος μου ένα ποτήρι κρύο νερό κι ένα πιάτο κρουστά, καλοπλυμένα σταφύλια. Καθώς δεν ήμουν συνηθισμένος να προσέχω τον εαυτό μου, ενθουσιάστηκα με την πρωτοβουλία μου αυτή. «Καταφέρνω να διψώ και να πεινώ όπως κάθε άνθρωπος», σκέφτηκα, « καταφέρνω να εξυπηρετώ ο ίδιος και τη δίψα και την πείνα μου, επιλέγω φρούτα εκλεκτά, με σερβίρω απλά κι ολοκάθαρα! Τώρα πρέπει να συγκεντρωθώ σ’ αυτές τις θεμελιώδεις ανάγκες μου και μετά θα δοκιμάσω προσεχτικά και τη χρήση του τηλεφώνου!» Άκουσα τότε, ακαθόριστο από πού, ένα υπόκωφο γρύλισμα, σαν κατοικίδιο κλεισμένο έξω απ’ το σπίτι, γάτα ή σκύλο που κρυώνει. Ένα γρατζούνισμα ποδιού στην πόρτα, το κλάμα κάποιου που του έχουν πατήσει την ουρά. «Δεν θα ενδώσω», συλλογίστηκα, «αν με εγκαταλείψω πάλι, θα καταντήσω σαν κι αυτά, να περιμένω να με περιμαζέψουνε και να μ’ ανοίγουνε γατοκονσέρβες.» Αλλά πλέον δεν κατέβαινε μπουκιά. Σηκώθηκα και άνοιξα αναστενάζοντας. Τα πεινασμένα ζώα όρμησαν μέσα σηκώνοντας ψηλά με θυμό τις τραυματισμένες ουρές τους.
Η ικανοποίηση των απλών καθημερινών αναγκών αναγορεύονται σε μια ποιητική συνθήκη μέσα από την οποία η Δήμητρα αναδιανέμει τους συνειρμούς και οι ταπεινές πράξεις γίνονται λόγος αιχμηρός. Στο συγκλονιστικό ποίημα ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ γίνεται πιο αναλυτική μιλώντας για την προσωπική της ιστορία υπαινισσόμενη πολλά περισσότερα, αφού,
Μόνο το αηδόνι που ακόμη θυμάται
Ξηλώνει κλαίγοντας το σάβανο
Γύρω από ανθρώπους και λύκους
Και τυφλό από της φωνής του τ’ αρώματα
Φέρνει ως εδώ το φως της νύχτας.
Και καταλήγοντας ανατρέχω στα παλιά μου γραπτά ως μια πράξη ματαιόδοξης επιβεβαίωσης. Έγραφα τότε: Η Δήμητρα Χριστοδούλου ζει στην ποίηση τη ζωή που θυμάται κι επανέρχεται. Έτσι θεωρεί ιερό καθήκον της να παλέψει με το λόγο της για να της δοθεί η χάρη να ταπεινωθεί με τα ταπεινά και να επιστρέψει στις αυλές και στα κρησφύγετά μας, να αλώσει τις βεβαιότητες και την παράφρονη ησυχία μας.
Δήμητρα, σου εύχομαι να αργήσει η εξιλαστήρια μουτζούρα.
Βαγγέλης Τασιόπουλος
⁕Ομιλία – βιβλιοπαρουσίαση στην 20η ΔΕΒΘ, 16 Μαΐου 2024
Βιογραφικό Δήμητρα Χριστοδούλου
Βιογραφικό Βαγγέλης Τασιόπουλος