Scroll Top

“Δρολάπι” του Ευάγγελου Αυδίκου | Παρουσίαση από τον Κώστα Λάνταβο

Ευαγγέλος  Αυδίκος, Δρολάπι, μυθιστόρημα. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2023[1]

Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι ένας πρώην ακαδημαϊκός επιστήμων, ο οποίος παράλληλα με την ακαδημαϊκή του πορεία ως καθηγητού Λαογραφίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας , ασχολείται εδώ και κάμποσα χρόνια με την «καθαρή Λογοτεχνία» -ας μου επιτραπεί ο όρος-, και συγκεκριμένα με την πεζογραφία, υπηρετώντας κυρίως το μυθιστόρημα αλλά και το διήγημα. Διάβασα μόνο το τελευταίο του μυθιστόρημα –πριν το Δρολάπι εννοώ- την Οδό Οφθαλμιατρείου, στο οποίο πρωταγωνιστεί η ένδοξη μεν, αλλά πολύ ταλαιπωρημένη μορφή του Κώστα Κρυστάλλη, του σπουδαίου ποιητή από το Συρράκο της Ηπείρου. Από το ίδιο αυτό χωριό έλκει την καταγωγή του και ο Ευάγγελος  Αυδίκος  αν και γεννήθηκε στην Πρέβεζα που δόξασε με το θλιβερό του τέλος ο Κ. Καρυωτάκης.

Θα εξομολογηθώ εδώ, πως όταν ακούω ή διαβάζω για ποιητές ή πεζογράφους-καθηγητές πανεπιστημίου, κουμπώνομαι, γίνομαι επιφυλακτικός, καθώς πολύ συχνά, πολλοί απ’ αυτούς εζήλωσαν δόξαν ποιητή ή πεζογράφου χωρίς το χάρισμα του λογοτέχνη και με πενιχρά όντως αποτελέσματα. Πιστεύουν μάλλον, ότι αφού αξιώθηκαν να γίνουν καθηγητές Α.Ε.Ι μπορούν να γίνουν τα πάντα.

Ο Ε. Αυδίκος, δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία. Προσωπικά, και όσο δικαιούμαι να έχω λόγο, είναι όντως λογοτέχνης, με έκδηλο το χάρισμα της αφήγησης. Το είδα στην Οδό Οφθαλμιατρείου, και τώρα στο Δρολάπι. Ο αφηγηματικός λόγος του Ε.Α. ρέει αβίαστα, με γνήσια φυσικότητα, σαν την αναπνοή που επισυμβαίνει ερήμην μας, ρέει με εξαιρετική σαφήνεια και διαύγεια, σαν το γάργαρο νερό του Άραχθου και του ποταμού Χρούσια, παραπόταμου του καλαρρύτικου ποταμού, κάτω απ’ το Συρράκο. Ο λόγος του καλλιεπής και επιμελημένος, παίρνει μορφή προφορικού λόγου, ενώ βέβαια δεν είναι, που συχνά γίνεται σχεδόν ασθματικός, αφού οι ήρωες, καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, βιάζονται, θέλουν να πουν τα όσα λόγια τους «πριν η ψυχή τους αύριο κάνει πανιά.» Τα τρία ζευγάρια του μυθιστορήματος, οι έξι δηλαδή ήρωες του βιβλίου, δεν είναι «πρόσωπα μυθιστορηματικής κατασκευής», είναι άνθρωποι κοινοί, αναγνωρίσιμοι σε κάθε μήκος και πλάτος της γης, είτε είναι άνθρωποι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι που λέει ο Ντοστογιέφσκι, είτε είναι μικροαστοί ή μεσοαστοί. Είναι δηλαδή καθημερινοί άνθρωποι, κάποιοι –με την πρώτη ματιά-ασήμαντοι, με φτωχή ζωή, λιμνάζουσα και πληκτική, έως θανάσιμα πληκτική και επίπεδη, κάποιοι άλλοι με καλύτερη παιδεία και κοινωνικό επίπεδο, όλοι όμως με έντονη και κοχλάζουσα εσωτερική ζωή, με λογισμό και συνειδητότητα για το πώς πορεύεται η ζωή και πως υφαίνει συχνά γύρω τους –χωρίς «ποτέ ν’ ακούσουν ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον»- καταστάσεις και γεγονότα που τους εγκλωβίζουν, τους παγιδεύουν, ή και τους στέλνουν στο περιθώριο.

Οι ήρωες αυτοί, και κυρίως οι γυναίκες, διερευνούν με τόσο φυσικό τρόπο, σαν να αναπνέουν, και τόσο διεισδυτικά τον εσωτερικό τους κόσμο, τα συναισθήματά τους δηλαδή, τις αγωνίες τους, τις ανασφάλειες τους, τις αντοχές τους, τη μοναξιά τους, κάνουν ταμείο με κάποιον τρόπο, και προσπαθούν συγχρόνως να αντλήσουν κουράγιο απ’ όπου προσφέρεται, ακόμα κι από τα πετεινά του ουρανού. Εξαιρετικά τρυφερή η απόπειρα της ηρωίδας Αρσινόης να συνδεθεί συνομιλώντας με το κοράκι που πεταρίζει έξω στην αυλή της, κρώζοντας τον γνωστό αδιάφορο και ενοχλητικό ήχο. Ειδικά με το κοράκι που λόγω χρώματος και διαιτητικών προτιμήσεων δεν είναι αγαπητό στον πολύ κόσμο, καθώς ο Μωσαϊκός Νόμος θεωρεί το κοράκι «ακάθαρτο ζώο» , ενώ γενικά το κοράκι θεωρείται στις περισσότερες κουλτούρες κακός οιωνός… Το κοράκι που από σύμβουλος γρουσουζιάς γίνεται συνομιλητής, συντροφιά (καθώς η μοναξιά δεν έχει παραλήπτη), δάσκαλος και αρωγός την ώρα της δυστυχίας της και εξομολόγος της συμφοράς της. Εδώ να προσθέσω και την επιτυχημένη σύνδεση του κορακιού της αφήγησης με το Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Ειλικρινά, διαβάζοντας το Δρολάπι, σκέφτομαι αν αυτοί οι ήρωες του μυθιστορήματος του Ε.Α., αυτοί οι απλοί τρέχοντες άνθρωποι της καθημερινότητας σκέπτονται και αισθάνονται  με τόσο γόνιμο και ουσιαστικό τρόπο, τότε αυτοί δεν είναι διόλου καθημερινοί άνθρωποι, είναι οι αυτοδίδακτοι μαχητές της ζωής, είναι οι επί του πρακτέου φιλόσοφοι της ζωής. Οι ήρωες του Ε. Α. είναι τόσο ζωντανοί, τόσο ενδιαφέροντες που κατά την διάρκεια της ανάγνωσης, είχα την εντύπωση πως ήταν δίπλα μου, στο ίδιο σαλόνι, στον ίδιο χώρο, στην ίδια πόλη, ένιωθα τον παλμό των σκέψεών τους και των δράσεών τους. Σαν να συμμετείχα ως βουβός συνέστιος και ομοτράπεζος αυτών των ανθρώπων.

Μια συνθήκη που διατρέχει το βιβλίο και αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται σχεδόν όλη η αφήγηση είναι το δρολάπι, που στην μετεωρολογία σημαίνει την ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, το ανεμοβρόχι . Μια ισχυρή επέλαση δρολαπιού μπορεί να επιφέρει καταλυτική αλλαγή στην ισορροπία της φύσης. Σε μια τέτοια επέλαση ο Κώστας, ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, προσπαθώντας να σώσει τη ζωή ενός κατσικιού διακινδυνεύει σοβαρά τη ζωή του. Στο βιβλίο που μας απασχολεί το δρολάπι άλλοτε είναι πραγματικό, ως φυσικό φαινόμενο καταστροφής και άλλοτε είναι συμβολικό, υπονοώντας το δρολάπι των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών, που ανατρέπει κοινωνικές και οικονομικές κατακτήσεις ετών και διασαλεύει το όποιο κοινωνικό συμβόλαιο είχε συνομολογηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η σχετικά πρόσφατη θεομηνία με τις πλημμύρες στη Θεσσαλία ολάκερη, μας βάζει σε μια ευκολότερη, δυστυχώς, κατανόησης της σφοδρότητας και της ανελέητης επέλασης ενός δρολαπιού.

Ένα δρολάπι πέρασε κι απ’ τη ζωή του ζεύγους Αρσινόης-Μάχου, καθώς μετά από ένα σφοδρό τροχαίο ατύχημα στην Ασπροβάλτα, επιζούν μεν, σε αναπηρικό αμαξίδιο εκείνος, πιο λειτουργική εκείνη, αλλά, το χειρότερο, δεν θυμούνται τίποτε από τον προηγούμενο βίο τους. Delete. Ξέχασαν ποιοι υπήρξαν, λησμόνησαν την πρότερη ζωή τους,  τους συγγενείς τους και αν είχαν, τον τόπο τους, και επειδή κάηκαν όλα στο αυτοκίνητο που επέβαιναν, δεν έχουν κανένα έγγραφο που να πιστοποιεί την ύπαρξή τους. Για το Κράτος και όλους τους συμπολίτες τους επίσημα δεν υπάρχουν! «Είμαστε λαθραίοι στη ζωή. Ξεφύγαμε απ’ τον θάνατο, μας αγνοεί η ζωή. Ο νόμος μάς εντόπισε, είναι σκληρός όταν θέλει. Αλλιώς τον περιμέναμε. Να ανοίξει την πόρτα του σκοταδιού, να μας δανείσει φως»! Και ο Λευτέρης, ο ψυχολόγος τους να τους λέει κατάμουτρα: «Είστε λαθραίοι,  μην το ξεχνάτε. Υπάρχετε χάρη στην ελεημοσύνη των άλλων.» Ζουν μια ζωή δανεική , όπως γράφει ο συγγραφέας.

Το δεύτερο ζευγάρι είναι η Ρήνα, κόρη πολιτικού πρόσφυγα και ο Κώστας. Είναι το ζευγάρι που αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα για να στήσει έναν ξενώνα στα Τζουμέρκα. Και το τρίτο ζευγάρι είναι η Μίκα και ο Κρίστ . Η Μίκα έχει ελληνικές ρίζες και το ζευγάρι ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που συνεχώς μετακινούνται, από χώρα σε χώρα και από πόλη σε πόλη. Τα έξι αυτά πρόσωπα που κινούν όλη την δράση του μυθιστορήματος,  ο συγγραφέας τα σκιαγραφεί με περισσή επιμέλεια και λεπτομέρεια, και μας τα χαρίζει ως ολοκληρωμένους χαρακτήρες με τα δυνατά και τα αδύνατά τους σημεία, με τα πλεονεκτήματα και τα τρωτά τους, μας παραδίδει πρόσωπα απτά, γνήσια, σαν αυτά που ζουν και κινούνται γύρω μας. Πρόσωπα που προσπαθούν και αγωνίζονται να βρουν τον δικό τους δρόμο σε μια κοινωνία που δέχεται απανωτά χτυπήματα, σαν χτυπήματα από αλλεπάλληλα δρολάπια. Η ιστορία τοποθετείται στην εποχή της οικονομικής κρίσης, σε εποχή που «όλα πουλιούνται, η νοσταλγία εμφιαλώνεται, προσφέρεται με διάφορους τρόπους», όπως λέει ο αφηγητής στη σελίδα 42.

Θέλω, σ’ αυτό το σημείο, να καταστήσω σαφές, ότι ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι ένας γνήσιος πεζογράφος, ένας γλαφυρότατος αφηγητής, που γνωρίζει καλά να στήνει ιστορίες, να τις δομεί με ευφάνταστο και στέρεο τρόπο, να φιλοτεχνεί με πατρική σχεδόν στοργή τους ήρωες του μυθιστορήματος. Ξέρει να χρησιμοποιεί τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις με μέτρο και εκεί μόνο όπου εξυπηρετούν την εξέλιξη της δράσης και κυρίως την αισθητική της αφήγησης.

Αυτό όμως που διατρέχει όλες τις επί μέρους ιστορίες των ηρώων του βιβλίου είναι η θαυμαστή ικανότητα του συγγραφέα να δίνει ζωή στο ασήμαντο. Αυτή την ικανότητα την πιστώνει ο Ε.Α. στην ηρωῒδα του Ιρένε. Όμως είναι η δική του ικανότητα. Και επιπλέον ο συμπατριώτης μου συγγραφέας από τα Βόρεια Τζουμέρκα, προικισμένου διαθέτει έναν λοξό τρόπο να κοιτάζει όσα συμβαίνουν. Κι αυτό είναι ένα ακόμα προσόν και όπλο στη φαρέτρα του πεζογράφου.

Ολοκληρώνοντας , θα παραθέσω  ένα απόσπασμα που αναφέρεται στον Άραχθο ποταμό. Είναι ένα εξαιρετικό δείγμα εμπνευσμένης γραφής. Η ροή του ποταμού με τις τόσες εναλλαγές της, τις οποίες ο εμπνευσμένος συγγραφέας τις παρομοιάζει με τους ελληνικούς χορούς, τον συρτό, τον τσάμικο, τους ποντιακούς χορούς και με τον κρητικό πεντοζάλη, μου έφεραν συνειρμικά στον νου τους ελληνικούς χορούς του Ν. Σκαλκώτα…

«Κάθεται στην πολυθρόνα του Ηφαίστου, ακούγεται ο αχός του ποταμού. Τα νερά του Αράχθου ορμητικά, ο ήχος φθάνει στα αυτιά της απειλητικός. Σηκώνεται όρθια, αριστερά το ποτάμι, είναι θολό, αφρίζει, το νερό χτυπιέται με δύναμη στις πέτρες, έχει θυμώσει, μπορεί να ξεχωρίσει την οργή του από τον ήχο. Σε καλούς καιρούς γίνεται νανούρισμα, αθόρυβο, δεν θέλει να χαλάσει την ηρεμία που υπάρχει, το ίδιο μοιάζει να έχει πάρει έναν υπνάκο, έχει δικαίωμα στην ξεκούραση, να ερωτευθεί κι αυτό, ξέχασε όλο τον χειμώνα τι σημαίνει να φλερτάρει με τα δέντρα, με τις γέφυρες αλλά και με τις κυρίες που ανεβαίνουν να κάνουν ράφτινγκ, ντυμένες με τις φόρμες τους και τα πορτοκαλί σωσίβια, ποταμίσιες νεράιδες. Άλλες φορές, μετά από βροχές, το ποτάμι κυλάει σταθερά, είναι ήρεμο, στήνει κουβέντα, κι αρχίζει το δικό του τραγούδι, που είναι συρτός αργός κι άλλοτε τσάμικος. Όμως ο σημερινός του ήχος είναι πολεμικός. Κατεβαίνει ανταριασμένος, τα κύματα μοιάζουν να επιχειρούν άλματα, και πιρουέτες σαν τους ποντιακούς χορούς. Το φλέρτ με τα δέντρα γίνεται άχτι, οργή. Στη δική της πλευρά, τη δυτική, τα νερά σπάνε με σφοδρότητα, πάνω σ’ ένα πλατάνι, παλεύει να κρατηθεί όρθιο, έχει φαγωθεί το χώμα, και η ρίζα του, πλεγμένη σε κάποιες πέτρες, δίνει τον αγώνα της να κρατηθεί, να αντέξει στη μανία του νερού που γίνεται μαινάδα. Ένας υδάτινος πεντοζάλης, σαν εκείνον που χόρευε για πολλά χρόνια με τον Κρητικό πρώην σύντροφό της.»

[1] Διαβάστηκε ως προλόγισμα στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στη Λάρισα (Λογοτεχνική Γωνία), 26 Φεβρουαρίου 2024.

Βιογραφικό Κώστας Λάνταβος