“Έλα να παίξουμε” | Δημήτρης Χριστόπουλος | Εκδόσεις Ροδακιό
Η ποιητική του τοπίου στο “Έλα να παίξουμε” από την Ελένη Αράπη
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος στο πρόσφατο μυθιστόρημά του με τίτλο «Έλα να παίξουμε!» μας κλείνει το μάτι και μας προτρέπει να μπούμε στο παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, στο παιχνίδι της εύρεσης της αλήθειας. Μας προειδοποιεί βέβαια ότι η αλήθεια δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αφού κρύβεται μέσα στα ερμητικά στόματα, πίσω απ’ το δάχτυλο που σφίγγει τα χείλη, ελλοχεύει μέσα στους φόβους και τις ντροπές μας, πίσω από τα κλειδωμένα παράθυρα, πάνω στο σώμα και στις πληγές μας, μα κυρίως η αλήθεια ενεδρεύει μες στη σιωπή που σαν το σαράκι τρώει την ψυχή και το σώμα μας.
Για να μας κάνει όμως λίγο πιο εύκολη την πρόσβαση σε αυτή την ακριβοθώρητη κυρά φτιάχνει μια σκαλωσιά. Μας βάζει να ανεβοκατεβαίνουμε την ηρακλείτεια οδό από τα ουράνια στα βάθη της ψυχής του πρωταγωνιστή του, ο οποίος λαχταρά να λυτρωθεί απ’ τη «βλέννα», να φέρει στο φως τις πληγές του, να τις απλώσει στην ακροθαλασσιά και να τις κάνει να μην πονάνε τόσο.
Η ιστορία ξεκινάει στη Σίφνο τη δεκαετία του 90 με πρωταγωνιστή τον Στέργιο, έναν αγροτικό γιατρό, που προσπαθεί σαν τον αρχαιολόγο ή τον ντεντέκτιβ αποκαλύπτοντας τις ιστορίες των κατοίκων του νησιού, να ανακαλύψει τη δική του οικογενειακή ιστορία, να ξεστομίσει τα δικά του ανείπωτα έσω-τραύματα και να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που ταλανίζουν την ύπαρξή του.
Όλο το μυθιστόρημα αποτελεί έναν βουβό λυγμό και είναι κατάμεστο με αλήθειες. Ο Χριστόπουλος διαμέσου των ηρώων του θίγει την κατάντια της εποχής μας, την αποξένωση από τη φύση, από το συνάνθρωπο, από τον ίδιο μας τον εαυτό. Στηλιτεύει τη διαφθορά των πολιτικών, την απώλεια της παιδικότητάς, την κουλτούρα της πατριαρχίας που τρώει τα σωθικά μας («η πολλή αντρίλα στο τέλος καταλήγει σκέτη ανανδρία» σελ.116). Μα πάνω από όλα καταγγέλλει τη σιωπή, αυτήν την κινούμενη άμμο που χτυπώντας τα δόντια της μας καταπίνει τροφοδοτώντας και αναπαράγοντας τη βία.
Η αναδρομική αφήγηση και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες βοηθούν στην αποκάλυψη της αλήθειας, αφού το παρελθόν έρχεται και στοιχειώνει το παρόν, αποτελώντας ζώσα πραγματικότητα. Ο αφηγητής αν και τριτοπρόσωπος σε πολλά σημεία χρησιμοποιεί την τεχνική της ομοδιήγησης κάνοντας πιο ζωντανό και άμεσο το ύφος του καθιστώντας και εμάς τους αναγνώστες-συμπαίκτες του κομμάτι της αφήγησης, κομμάτι του λογοτεχνικού παιχνιδιού.
Η γλώσσα του Χριστόπουλου είναι υπαινικτική και συνυποδηλωτική χαρίζοντας μας υπέροχες μεταφορές και παρομοιώσεις που μας ξαφνιάζουν και μας αποδεικνύουν, όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του το «Τζίντιλι», ότι κατά βάση ο λόγος του Χριστόπουλου είναι ποιητικός. Η διάλεκτος της Σίφνου όχι μόνο δεν δυσκολεύει την ανάγνωση αλλά μαγεύει τον αναγνώστη και τον βοηθάει να εγκλιματιστεί στο υπέροχο τοπίο της κυκλαδικής ιδιαιτερότητας.
Αυτό το τοπίο, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συγκεκριμένη παρουσίαση, κατέχει ιδιαίτερη σημασία στην αφήγηση αφού πολλές φορές προσωποποιείται και λειτουργεί ως συμπρωταγωνιστής που συμπάσχει με τους ήρωες. Χαρακτηριστικά, όταν το «κτήνος» πλησίαζε τον Σέργιο μας λέει ότι: «η κάμαρα μίκραινε κι έτριζαν τα δοκάρια της οροφής» (σελ 21), προφανώς σαν τα δόντια του παιδιού που τρέμει από τον φόβο. Σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι: «τα σπίτια παλιά ζούσαν με τη μοναξιά και το παρελθόν τους, σαν τους κατοίκους τους κι αυτά» για να δώσει έμφαση στη μοναξιά και την εγκατάλειψη (σελ38). Συνεχίζει αναφέροντας ότι: «το σπίτι ημέρευε έτσι βουβό σαν το νεκρό παιδί στο φέρετρο» (σελ. 47) αισθητοποιώντας πλήρως τα συναισθήματα του Στέργιου, ο οποίος έρχεται και εξομοιώνεται με το σπίτι τις νύχτες που «οι ανεπαίσθητες ρωγμές βάθαιναν εντός του».
Ως άξιος ψυχογράφος ο Χριστόπουλος δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο σκηνικό από το υπόγειο, στην περίπτωση του Πατριαρχέα, για να τοποθετήσει τη σκαλωσιά στα μύχια της ψυχής του ήρωα του και να αποκαλύψει την αλήθεια. Ακόμα και το Σπυριδωνάκι ως το στοιχειό του βουνού λειτουργεί σαν προέκταση του τόπου, της φύσης, της φωνής του ανέμου, ενός ανέμου που διεκδικεί να ουρλιάξει την αλήθεια, να γίνει λαλιά ή έστω γραφή.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο τόπος είναι μείζονος σημασίας στο ράγισμα της σιωπής, μοιάζει να εξιστορεί κι αυτός τα ακατάγραπτα συμβάντα, τα μη ειπωμένα, σαν να ανοίγει διάπλατα και να βοηθάει τον αφηγητή να περάσει σε χρόνους περασμένους, μα ακόμα ζωνταντούς. Αυτό μας θυμίζει ένα άλλο μυθιστόρημα˙ το αριστούργημα του Zebald, «Αούστερλιτς», στο οποίο ο ομότιτλος πρωταγωνιστής επισημαίνει ότι: «ο χρόνος δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο διάφοροι χώροι, κλεισμένοι ο ένας μέσα στον άλλον σύμφωνα με μια ανώτερη στερεομετρία, και ανάμεσά τους κυκλοφορούν οι ζωντανοί και οι νεκροί αναλόγως με τα κέφια τους». Εδώ ακριβώς στηρίζεται και όλη η αφήγηση του Χριστόπουλου, αφού και στο μυθιστόρημά του οι νεκροί πηγαινοέρχονται και συναντιούνται με τους ζωντανούς, τόσο στο όνειρο όσο και σε χρόνο μεταιχμιακό, ζητώντας τους επιτακτικά να ειπωθεί η αλήθεια και να αποδοθεί το δίκιο, για να μπορέσουν να γαληνέψουν. Αυτή την αλήθεια διεκδικούν και οι ζωντανοί όχι τόσο για να αποδοθεί η δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι, αφού όπως φαίνεται το «αντιπεπονθός» είναι κυρίαρχο σε όλο το έργο, όσο για να λυτρωθούν από τη σιωπή και τη ντροπή και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, υφαίνοντας το δικό τους σώμα, ξηλώνοντας πάνω απ’ τη σάρκα τους τα δάχτυλα και τα χέρια που τους «σύλησαν».
Στο «Έλα να παίξουμε» δεν είναι μόνο ο τόπος που προσωποποιείται και θέλει να μιλήσει μα και τα ίδια τα μέλη του σώματος του πρωταγωνιστή διεκδικούν τη φωνή τους: «τα πόδια του, τα χέρια του, η πλάτη του σκούξανε από πόνο στη θέα της ζώνης και άρχισαν να εξιστορούν την περιπέτειά του». Όλα τα μέλη του, το ίδιο το τοπίο, η φύση με τον κυρίαρχο άνεμο (αγαπημένο μοτίβο του Χριστόπουλου που συχνά επανέρχεται ) ωθούν τον πρωταγωνιστή μέσω της σκαλωσιάς να κατέβει στο υπόγειο, να αντικρίσει τα σπλάχνα του, να σκίσει τη ντροπή και τη δειλία του και ελευθερώνοντας τη φωνή-γραφή του να λυτρώσει και να λυτρωθεί. Ωθώντας έτσι κι όλους εμάς να χτίσουμε τη δική μας σκαλωσιά, να δαγκώσουμε το δάχτυλο που φράζει τόσα χρόνια το στόμα μας και να ψιθυρίσουμε τις δικές μας ανείπωτες ιστορίες-αλήθειες.
Αν είναι να μας μείνει μια φράση από όλο το έργο ας είναι αυτή:
«Άνθρωπος δίχως φωνή, λυχνάρι δίχως λάδι»
Ιδίως εμείς οι γυναίκες ας μην επιτρέψουμε ποτέ στη σιωπή να λειτουργήσει σαν ξυράφι στη γλώσσα μας. Να τις μιλάμε τις σιωπές μας. Να αγαπήσουμε τον πόνο μας. Να παίζουμε συχνά το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, του θησαυρού της δικής μας έσω αλήθειας.