Τεχνοτροπική και θεματική ανάλυση στην ποιητική συλλογή τού Αντώνη Χαριστού “Φίλωνος & Νοταρά – τα στιχάκια τής Τρούμπας, 1950-1970“, Εκδόσεις Γράφημα
Η πρώτη ποιητική συλλογή τού Αντώνη Χαριστού, με τίτλο «Φίλωνος & Νοταρά – τα στιχάκια τής Τρούμπας, 1950-1970», αποτελεί καταβύθιση στο ιστορικό παρελθόν, όπου ανασύρονται μνήμες και βιώματα από τις γειτονιές τής Τρούμπας τού Πειραιά, την περίοδο 1950-1970, και αναβιώνει, λογοτεχνικά, τη μορφή ολόκληρης της κοινωνικής πραγματικότητάς. Τις απαραίτητες πληροφορίες για την αναπαράσταση της εποχής και την απόδοση των ειδικών συνθηκών που επικράτησαν στις συγκεκριμένες τοποθεσίες, ο δημιουργός, τις άντλησε από έργα του Βασίλη Πισιμίση, «Βούρλα – Τρούμπα. Μια περιήγηση στον χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840 – 1968) και «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι. Χώρος και μνήμη του Πειραϊκού περιθωρίου στον 20ό αιώνα», καθώς και από αρχειακό υλικό τηλεοπτικών εκπομπών, συνεντεύξεων στον έντυπο Τύπο, αλλά και προσωπικές μαρτυρίες.
Στα δεκαεπτά (17) ποιήματα της συλλογής, η γραφή του Α. Χαριστού, διακρίνεται από ρεαλιστική τραχύτητα κι έναν υποδόριο σκωπτικό τόνο, που αποτρέπει κάθε λυρική παρέκκλιση, για να αποδώσει, με αξιοζήλευτη καθαρότητα, ιδιαίτερες καταστάσεις και γεγονότα, που χαρακτηρίζονται από ηθική διάβρωση και απαξία, μέσω εμπλοκής σε φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας (πορνεία, βία, εγκληματικότητα κλπ). Τιθασεύοντας απόλυτα τον όποιο υποκειμενικό συναισθηματισμό και αποφεύγοντας τις ηθολογικές αποτιμήσεις, ο δημιουργός, ορίζει ως σημείο αναφοράς, για τις καταστάσεις που μας περιγράφει, τη φανέρωση των συνθηκών που τις διαμόρφωσαν και θέτει ως σκοπό τη διερεύνηση των αιτιών που τις προκάλεσαν.
Εκκινώντας από -εκ πρώτης όψεως, τυχαία και ασήμαντα- μικροσυμβάντα, κατασκευάζει έναν καμβά καταστάσεων, καταλήγοντας σε έναν διευρυμένο λογοτεχνικό ορίζοντα, εκτεινόμενο σε ολάκερο τον κόσμο που περιβάλλει τους ήρωές τους. Σε κάθε ποίημα, αναπαράγει πλευρές τής ζωής, με τρόπο, όχι απλώς προσιτό στη σκέψη, αλλά και απαλλαγμένο από κάθε περιθώριο ερμηνείας και παρερμηνείας. Με στίχο ανομοιοκατάληκτο, άνισα στροφικά σύνολα, και απορρίπτοντας κάθε επιδίωξη μετρικής μουσικότητας, οδηγείται στη μουσικότητα του δομημένου λόγου και τις καθάριες εικόνες που εκείνος γεννά· υπενθυμίζοντας τη θέση του Ανδρέα Καραντώνη, πως: «Ο αληθινός ποιητής, είναι μουσικός όχι του φωνητικού ήχου, μα του ουσιαστικού λόγου».
Εν πολλοίς, πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που γράφτηκε εφαρμόζοντας την τεχνοτροπία του «δομημένου ρεαλισμού», και στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστούν πολλά. Ένας πνευματικός δημιουργός, που αξιοποιεί την τεχνοτροπία του «δομημένου ρεαλισμού», έχει πολύ συγκεκριμένες επιδιώξεις κι εκ των πραγμάτων πολλούς περιορισμούς, που επιβάλλονται από τις αρχές τής τεχνικής, την οποία επέλεξε να υπηρετήσει. Το αποτέλεσμα: η κοινωνική ζωή βρίσκει το πιο πλέριο αντικαθρέφτισμά της. Χωρίς εμφανή ιδεολογική τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα που απεικονίζονται, ώστε να μην αποκαλύπτεται άμεσα η σχέση τού δημιουργού με αυτά, αποτυπώνεται λογοτεχνικά μια ολάκερη ιστορική περίοδος και το χρέος τής αξιολόγησης των γεγονότων το αναλαμβάνει ο αναγνώστης.
Οι περιγραφές των ποιητικών στίχων, ξεδιπλώνουν, δίχως συναισθηματική παραμόρφωση, το ήθος και τη νοοτροπία των ανθρώπων τής επιλεγμένης εποχής, σε αυτό που ξεκινά ως αναπαράσταση ενός μικροπεριβάλλοντος μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, για να εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο. Το όποιο «σήμερα», άλλωστε, διαμορφώνεται από το περασμένο «χθες», κι εμείς, αντικρίζουμε με χρονική απόσταση και ηθολογική διαφοροποίηση τα πεπραγμένα, όχι με αυτοσκοπό να αποκτήσουμε (στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό) αντικειμενική κατανόηση των ειδολογικών χαρακτηριστικών μιας αλλοτινής εποχής, αλλά -με όλους τους περιορισμούς τής υλικής δέσμευσης- να μετατραπεί η κατανόησή μας σε εργαλείο εμβάθυνσης του εκάστοτε «σήμερα» (του «σήμερα», που ξεψυχώντας προαναγγέλλει το «αύριο») και των ιστορικών χαρακτηριστικών τής «δικής» μας εποχής· εργαλείο, για τη διερεύνηση των στοιχείων που διαμορφώνουν «τώρα» την ανθρώπινη ατομικότητα, ώστε να προβούμε σε πληρέστερη ανακατασκευή τής ανθρώπινης ανατομίας καθολικά.
Η ποιητική συλλογή τού Α. Χαριστού, δεν αποβλέπει σε ανούσια αναπόληση, μπολιασμένη με συναισθήματα νοσταλγίας ή απέχθειας, ή, στη μετάπλαση μιας περασμένης εποχής προς χάριν συμβολισμού και αντιστοίχισης με το «σήμερα»· αντιθέτως, πρόκειται για ρεαλιστική αναπαράσταση μιας «λησμονημένης» κατάστασης πραγμάτων, μέσα στην οποία, τα κοινωνικά υποκείμενα ενεργούν στο φευγαλέο «παρόν» τους -όπως τους επιτρέπει η ιστορική συγκυρία και η επικρατούσα ιδεολογική συνθήκη-, προς ικανοποίηση των αναγκών τους (με βάσει τον τρόπο που τις αντιλαμβάνονται και είθισται να τις ικανοποιούν στο χρονοτοπικό πλαίσιο που εκείνες εκφράζονται). Η κατανόηση μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης κατάστασης και η αντίληψη μιας πεπερασμένης ιστορικής περιόδου, όμως, καταλήγει βήμα για την κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης συνολικά και εφόδιο για την αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας στη συνεχή και ασυνεχή της ολότητα (Με έναν παρόμοιο τρόπο, που μια στιγμιαία κατανόηση του φυσικού κόσμου, γίνεται μορφή κατανόησης του κόσμου συνολικά, στην εξελικτική του διαδικασία. Όπως υποστήριξε, πριν από δύο αιώνες ο Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος Laplace «Πρέπει να θεωρήσουμε την παρούσα κατάσταση του σύμπαντος ως το αποτέλεσμα του παρελθόντος και, ταυτόχρονα, ως την αιτία τού μέλλοντος»).
Η ρεαλιστική λογοτεχνική απεικόνιση, άλλωστε, ενός οποιοδήποτε στιγμιαίου παρόντος, θα αποτελεί πάντοτε εφόδιο για να αναλυθεί το εκάστοτε «παρόν», καθώς, εκείνο που τίθεται ως σημείο αναφοράς, δεν είναι τυχαία γεγονότα, αποσπασμένα από το περιβάλλον τους, πρόσωπα ή η ιδιοτυπία αυθαίρετων καταστάσεων, ανεπανάληπτων ιστορικά, αλλά, η κοινωνική υπόσταση του υλικού κόσμου, τη στιγμή τής λογοτεχνικής αποτύπωσης και η εξεύρεση των αιτιωδών σχέσεων που καθιστούν την παρούσα μορφή τού υλικού κόσμου δυνατή. Μέσα από την εξωτερική περιγραφή τής κοινωνικής ζωής, αλλά και από την αποκάλυψη του τρόπου που αυτή προσλαμβάνεται από το εκάστοτε υποκείμενο, το οποίο γίνεται αντικείμενο εστίασης, παρουσιάζεται τόσο το εξωτερικό σχήμα τού κόσμου, όσο και το δυναμικό αποτέλεσμα της εσωτερίκευσής του στη συνείδηση του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο δημιουργός τού «δομημένου ρεαλισμού», μοιάζει να ιάχει τον στίχο τού Κωστή Παλαμά, «Ακούστε με, είμαι του καιρού μου και όλων των καιρών».
Σε πρώτο πρόσωπο, η βιωμένη πραγματικότητα, ως αλληλεπίδραση του υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο, τη στιγμή που το εν λόγω υποκείμενο φέρει ήδη εντός του την αποτύπωση της πραγματικότητας (και την ιδεολογική νοηματοδότηση αυτής) -αφομοιωμένης μέσω τής γλώσσας και των συλλογικών πεποιθήσεων-, και δρα επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας τις αντιλήψεις του, αναδιαμορφώνοντας την πραγματικότητά μέσω τής δράσης του, δεν αποτελεί απλώς μια δοσμένη οπτική θέασης των πραγμάτων (αξιωματικά περιορισμένη και μεροληπτική). Αντιθέτως, η πρωτοπρόσωπη εστίαση, όπως αναπτύσσεται στα πλαίσια του «δομημένου ρεαλισμού», δεν αποτελεί καν ατομοκεντρική προσέγγιση, καθώς, το δρών υποκείμενο, είναι, παράλληλα, και αντικείμενο της αναπαράστασης, ανίκανο να προσδιοριστεί εκτός τού υλικού πλαισίου μέσα στο οποίο τοποθετείται (Υπάρχει σε διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον του και δεν θα μπορούσε να υπάρξει πέρα από αυτό).
Απεικονίζοντας τον άνθρωπο ως ανεπανάληπτη προσωπικότητα, αλλά και ως φορέα των τυπικών χαρακτηριστικών που καθορίζουν οι ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, αναπαράγοντας με κάθε στροφή και εικόνα, ουσιαστικές πλευρές από τη ζωή των ηρώων του, σκιαγραφώντας δεξιοτεχνικά, με τον πιο απέριττο τρόπο, λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις τής σκέψης και τής συνειδησιακής τους ταυτότητας, η λεκτική εικονοποιία του Α. Χαριστού, κατορθώνει κάτι περισσότερο, και μακράν δυσκολότερο, από την αναπαράσταση της ρέουσας πραγματικότητας· την αποσαφηνίζει στην πολυεδρικότητα και την ιστορική της πολυμέρεια. Η ενάργεια του λόγου του, αποτέλεσμα της αταλάντευτης δέσμευσης στην τεχνοτροπία του «δομημένου ρεαλισμού», καθιστά αχρείαστο εκείνο που τόσο συχνά σήμερα είναι αναγκαίο· να γνωρίζουμε, δηλαδή, προσωπικά στοιχεία για τον δημιουργό και τις συνθήκες δημιουργίας τού έργου (παραφιλολογικής διάστασης, βιογραφικές πληροφορίες κλπ), ώστε να μπορέσουμε να «νιώσουμε» το τί θέλει να μας μεταφέρει νοηματικά· προβαίνοντας, αναπόφευκτα, σε αυθαίρετες προσωπικές ερμηνείες. Το μόνο που χρειάζεται για την κατανόηση και την αισθητική τέρψης τής παρούσας συλλογής, είναι να σταθούμε στην ιστορική περίοδο που αναπαρίσταται, και να τη μελετήσουμε· ύστερα, να αναστοχαστούμε αξιοποιώντας τον νοηματικό πλούτο που κομίζει το ποιητικό έργο, εξετάζοντάς το, παράλληλα, ως ιστορικής μαρτυρίας κοινωνιολογική μελέτη επάνω στην περίοδο και τον χώρο τής εστίασής του.
Στην προσπάθειά του, ο δημιουργός, να αντικαθρεφτίσει, όσο το δυνατόν πιο πολύπλευρα, τα φαινόμενα της ζωής, περιγράφει τους ήρωές του (ως εξωτερικά σχήματα εντός σχήματος) μέσα στον προσδιορισμένο τόπο όπου δρουν, καθώς και τον καθαυτό τόπο, τόσο μορφολογικά, όσο και ως αντανάκλαση εντός τού εσωτερικού κόσμου των υποκειμένων. Προσδίδοντας υλική υπόσταση στα προσωπικά βιώματα και ιστορικό υπόβαθρο στους χαρακτήρες, εκφράζει τα αισθητικά ιδανικά και το ηθικό πλέγμα τής δοσμένης εποχής, προβάλλοντας τις στερεοτυπικές της πλευρές, αλλά, και την ανεξάντλητη πολυμορφία που διακρίνουν τον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, για να αναπαραστήσει την ατομική και κοινωνική ζωή με τρόπο τόσο λαγαρό, που ο αναγνώστης δύναται απευθείας να συγκρίνει, να επαληθεύσει ή/και να διαψεύσει, να αποφανθεί, εν τέλει, για όσα διαβάζει, δίχως να ταλανίζεται από αισθήματα αβεβαιότητας ως προς την πρόσληψη των νοημάτων που περικλείει το κείμενο· ενώ, δύναται να αναπαράξει νοερά τα περιστατικά που περιγράφονται, στην οπτική τους μορφή, και, με βάσει την προσωπική του πείρα και ιστορική γνώση, να τα αξιολογήσει.
Μέσα από τις μικρές στιχομυθίες -παρούσες, σχεδόν, σε κάθε ποίημα της συλλογής-, οι χαρακτήρες δεν προβάλλονται μονάχα ως εξωτερικές μορφές ή ως σύνθεση συνειδησιακών ροών (καθώς αναλογίζονται τα όσα βιώνουν), αλλά αποκαλύπτονται στη δημόσια διεπαφή τής ιστορικής σύνδεσης του εξωτερικού με το εσωτερικό, του ιδιωτικού με το δημόσιο, και διαχέονται στη διεργασία τής ιστορικής ώσμωσης, καταλήγοντας διακριτοί, αλλά και αδιαχώριστοι, από τον περίγυρό τους, μέσω τής αλληλεπίδρασής τους με τα άλλα κοινωνικά υποκείμενα και της εκφοράς τού λόγου τους, όπως αυτή καθορίζεται από τη λογοτεχνική γλώσσα που πλάθει το λεκτικό πορτραίτο τού εκάστοτε χαρακτήρα. Η ποιητική γλώσσα τού Α. Χαριστού, αποδίδει επιτυχώς την κοινωνική κουλτούρα τού λόγου τής εποχής, όχι μόνο αποσπασματικά -μέσα από την ομιλία των ίδιων των χαρακτήρων-, αλλά εντάσσοντας την προσωπική εκφορά λόγου των υποκειμένων, στην ενιαία και δομημένη σύνταξη του ποιητικού λόγου, όπως οργανώνεται από τη λογοτεχνική γλώσσα τής συλλογής, εν συνόλω.
Ο φορέας τού λόγου, ο αφηγητής, ως μεσολαβητής ανάμεσα στον αναγνώστη και τα γεγονότα που περιγράφονται, δεν είναι κάποιος αφηρημένος παντογνώστης ή κάποιος αμέτοχος εξωτερικός παρατηρητής, είναι το ίδιο το δρών υποκείμενο, εντός των γεγονότων -τα οποία σχηματίζονται, μέσω τής δράσης του-. Ο δημιουργός, λοιπόν, διαμορφώνει τους όρους μέσα στους οποίους εξατομικεύεται η συλλογική ταυτότητα, εμβαθύνοντας στους παράγοντες που διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Πέρα από μια απλή εξωτερική περιγραφή συμβάντων (όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση των κλασικών ρεαλιστών τού 19ου αιώνα), προχωρά στη διερεύνηση των αιτιών μιας ενέργειας, και της δέσμης των υλικών αναγκαιοτήτων που της επιτρέπουν να εκδηλωθεί, εστιάζοντας τόσο στις εξωτερικές συνθήκες, που ωθούν τον άνθρωπο να αναπροσαρμοστεί στο περιβάλλον του δρώντας, όσο και στις εσωτερικές διεργασίες του υποκειμένου, οι οποίες οφείλουν να αποκαλυφθούν, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε το πέρασμα από το σχηματισμό τής επιθυμίας στην τέλεση πράξεων που κατασκευάζουν συμπεριφορές.
Εν ολίγοις, η λεπτομερή απόδοση της συμπεριφοράς, από βιωματική εστίαση, σε χρόνο ενεστώτα, επιτρέπει στον ήρωα των ποιημάτων να γίνεται, ταυτόχρονα, αντικείμενο παρατήρησης και υποκείμενο των ενεργειών που πραγματοποιεί και περιγράφει. Φανερώνονται έτσι, οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις τής ζωής, που επιδρούν επάνω στον άνθρωπο και καθορίζουν τη θέση του μέσα στην κοινωνία και αντικαθρεφτίζονται οι καταστάσεις, ως συνέπεια των δοσμένων κοινωνικών συγκρούσεων. Απογυμνώνεται η ανεξάντλητη πολυμέρεια της ανθρώπινης πρακτικής και η πολυσυνθετότητα της κοινωνικής ζωής, όπου διαμορφώνονται και φανερώνονται οι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Ενώ, με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, προβάλλεται η ιστορικότητα, οποία, με τη σειρά της, καθορίζει κάθε παραστατικό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας.
Ο Α. Χαριστός, δίχως να επενδύσει διόλου στη συναισθηματική ταύτιση του αναγνώστη, επιτυγχάνει μια μορφή ταύτισης που πραγματοποιείται σε επίπεδο πέραν τού θυμικού. Ήρωας και αναγνώστης, γίνονται μάρτυρες κοινών γεγονότων (ο ήρωας άμεσα, υποτιθέμενα με τη «φυσική» του παρουσία), ο αναγνώστης έμμεσα, με τη διαμεσολάβηση του αφηγητή· ενώ, παράλληλα, ο αναγνώστης, γίνεται και αποδέκτης των εσωτερικών συναισθηματικών αποκρίσεων και ψυχολογικών μεταπτώσεων του ήρωα, καθώς, ο τελευταίος, διεξάγει μια ακολουθία ενεργειών που συνθέτουν τη συμπεριφορά του μέσα στο δοσμένο χρονοτοπικό πλαίσιο της ποιητικής αφήγησης, όπου λαμβάνει χώρα το καταγραφόμενο γεγονός. Τελικά, χρησιμοποιώντας την τεχνοτροπία τού «δομημένου ρεαλισμού», ο Α. Χαριστός, συμπυκνώνει εικόνες που συνθέτουν γεγονότα, ωσάν να είναι ο δημιουργός εκείνος που εισέρχεται στην κατάσταση που περιγράφει, δίχως, βέβαια, να ανατρέπει ποτέ το ιστορικό πεπραγμένο ή να ετυμηγορεί περί αθωότητας και ενοχής, παρουσιάζοντας πορίσματα περί δικαίου ή ηθικού.
Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας του χώρου και του χρόνου, που επέλεξε ως θεματική εστίαση, αναπλάθει το δοσμένο περιβάλλον, όχι απλώς για να το περιγράψει σχηματικά, αλλά για συνθέσει, μέσω τού ποιητικού λόγου, ζωντανές εικόνες που αποκαλύπτουν την πραγματολογική υφή καταστάσεων και προσώπων, ως πρόσωπο -ο ίδιος- που βρίσκεται ενώπιων των εξελισσόμενων γεγονότων και που, δια της εξατομικευμένης πρόσληψης αυτών, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πληρέστερα τις αιτιώδεις σχέσεις και τη δέσμη υλικών αναγκαιοτήτων οι οποίες επέδρασσαν στον σχηματισμό τής κατάστασης που καταγράφεται. Κι αυτό, κατορθώνεται μέσω τής αυτονόμησης του λόγου από το καθημερινό πλαίσιο της δημώδους έκφρασης και της ανανοηματοδότησης των λεκτικών σημείων, μέσα από την ίδια τους τη χρήση.
Παίρνοντας, ως παράδειγμα, το 4ο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Ολύμπικ», διαβάζουμε: «Κάθομαι δέκατη τέταρτη σειρά, έβδομη θέση, // στην αίθουσα τού σινεμά // Παραδίπλα, στ’ αριστερά μου, // ένας άνδρας, κοντά στα εξήντα, // πασπατεύει με τις παλάμες // τα μπούτια τής Σούλας» και παρατηρούμε, πως, με τη χρήση τού ρήματος «Κάθομαι», απευθείας συστήνεται το δρών υποκείμενο και αφηγητής, ως σημείο αναφοράς που καθορίζει ποιός δρα και με ποιόν τρόπο περατώνεται η ενέργεια. Ύστερα, με τον άμεσο προσδιορισμό τού χώρου «…δέκατη τέταρτη σειρά, έβδομη θέση, // στην αίθουσα τού σινεμά», διαλύεται η όποια αφαιρετικότητα, καθώς, το σινεμά δεν είναι ένας χώρος αφηρημένος, αλλά η υπαρκτή κινηματογραφική αίθουσα του «Ολύμπικ» (όπως πληροφορεί ο τίτλος τού ποιήματος), που στεγαζόταν αρχικά επί της λεωφόρου 2ας Μεραρχίας. Κατόπιν, εξελίσσεται το περιστατικό που περιγράφεται, όπου, δίπλα στον ήρωα, ένας άντρας ερωτοτροπεί με τη Σούλα. Οι λέξεις «πασπατεύει» και «μπούτια», ενώ χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητά μας (επισύροντας ένα ρευστό σημειωτικό νόημα, που θα μας εξανάγκασε σε διευκρίνηση των δηλώσεων και συμπαραδηλώσεων των συγκεκριμένων λεκτικών σημείων), στην προκειμένη περίπτωση, μέσω τής γλωσσικής διατύπωσης εντός τού νοηματικού πεδίου τού ποιήματος, και τής συλλογής συνολικότερα, αποκτούν αυστηρώς συγκεκριμένη σημασία, απαλλάσσονται από κάθε αμφισημία και, τελικά, το γλωσσικό σύμπλεγμα, που απαρτίζεται από αυτές, καταλήγει νοηματικά μονοδιάστατο και ανεπίδεκτο ερμηνείας.
Η αυθαιρεσία τής γλώσσας (ως, δήθεν, ουσιώδες χαρακτηριστικό τής εγγενούς της αδυναμίας για τη σύσταση μοναδικής σημασίας, που καθιστά τη γλώσσα διττά σχετική· σχετική, ως προς το λεκτικό της σημείο και σχετική ως προς τα αντικείμενα) καταλύεται. Η νοηματική ροή είναι ξεκάθαρη, η εικόνα είναι αδιαμφισβήτητη και η δράση τού ήρωα μέσα στον χώρο δοσμένη με γλωσσική και οπτική ενάργεια. «Κοιτώ τριγύρω· είμαστε οι μόνοι θαμώνες // Η προβολή τής ταινίας δεν άρχισε ακόμη» είναι οι στροφές που ακολουθούν, αποδίδοντας τις συνθήκες της χρονικής στιγμής και την αντίδραση του υποκειμένου, που χωρίς να δρα δεν θα μπορούσε να υφίσταται, και, συνεπώς, αποκαλύπτεται δρώντας, και δρώντας αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον του και το ανασχηματίζει· μέχρι, την ίδια στιγμή, να αναιρεθεί ως κατασκεύασμα του δημιουργού, που εξυπηρετεί τον ρόλο τεχνητής διεπαφής ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, η οποία οικοδομείται μέσω τού δομημένου ποιητικού λόγου.
Αυτή η υποστατική αναίρεση είναι που διασφαλίζει τον απεγκλωβισμό από την υποκειμενική περιχαράκωση και την αποστασιοποίηση από κάποια ανακηρυγμένη σε «αληθινή» βιωματική καταγραφή των γεγονότων. Άλλωστε, ο φορέας τού λόγου, ο αφηγητής (ως το δρών υποκείμενο του κάθε ποιήματος της συλλογής), δεν αποτελεί, απόλυτα, μια οντότητα ιστορικά τοποθετημένη στο χρονοτοπικό πλαίσιο, που λαμβάνει χώρα το εξελισσόμενο γεγονός, ώστε να προβαίνει σε κάποια θετικά έγκυρη εκφορά λόγου, που, τελικά, θα έφθινε και θα έσβηνε στην ηχώ τής ιστορικότητάς της, ούσα περίκλειστη στις ιδιοτυπίες τού γλωσσικού της ιδιώματος· αντίθετα, είναι ο φορέας τής δράσης που μορφοποιεί τα γεγονότα, ενώ, παράλληλα απουσιάζει, αποτελώντας εργαλείο τού δημιουργού, καθώς ο τελευταίος συνομιλεί με το ιστορικό «παρελθόν» για να νοηματοδοτήσει το «παρόν», ατενίζοντας το «μέλλον». Ένα εργαλείο, που μέσω τού δομημένου, ιστορικά εκτεταμένου, ποιητικού λόγου (που υπερβαίνει τόσο τη γλωσσική εκφορά τού ήρωα, όσο κι εκείνη τού ίδιου τού δημιουργού, ως υποκειμένου εντός τού πλαισίου τής καθημερινότητάς του), δεν αποδομείται μέσα στο ρευστό άθροισμα πιθανών εκδοχών, καθοριζόμενο από το αστάθμητο της ενδεχομενικότητας, αλλά περικλείει απαράλλαχτα τα νοήματά του, και αυτή η μονοσήμαντη επικύρωση του λογοτεχνικού λόγου, αποτελεί το ύστατο ζητούμενο στον «δομημένο ρεαλισμό» και το μέγιστο επίτευγμά του.
Η επιτευχθείσα ενότητα δημιουργού/αφηγητή, όπως διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσια του «δομημένου ρεαλισμού», θεμελιωμένη στο ιστορικό πλαίσιο και των δυο, παρέχει τη δυνατότητα επιβεβαίωσης της, ιστορικά, εξατομικευμένης συνείδησης ως «ιστορικό Εαυτό», που επικυρώνει την αντικειμενική ουσία τού ατόμου· γεγονός, που επιτρέπει τη σύνδεση ανάμεσα στο «παρόν» τής αφήγησης και το «παρόν» της δημιουργίας. Σύνδεση, που πραγματοποιείται δια μέσου ενός καθορισμένου χρονικού σημείου, για να αποτελέσει μερική πραγμάτωση της ατομικής ουσίας, οδηγώντας την σε αυτο-αναίρεση (άλλωστε, η μερικότητα είναι χαρακτηριστικό τής εξατομικευμένης συνείδησης), που θα καταστήσει εφικτή την αυτοποίηση του «ιστορικού Εαυτού», ως απαραίτητη σκευή για την κατανόηση της σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν, και δίοδος, για τη διερεύνηση αμφότερων των ιστορικών χρόνων.
Εν κατακλείδι, η ποιητική συλλογή «Φίλωνος & Νοταρά – τα στιχάκια τής Τρούμπας, 1950-1970», τού Αντώνη Χαριστού, αποτελεί έξοχο δείγμα ποιητικής γραφής «δομημένου ρεαλισμού», η οποία φανερώνει περίτρανα τις αρετές τής τεχνοτροπίας, που κατέστησαν εφικτή τη σύλληψη, την προπαρασκευή και τη δημιουργία της.
Κωνσταντίνος Λίχνος
Βιογραφικό Κωνσταντίνος Λίχνος