Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη | Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη

της Σταυροπροσκυνήσεως

Ο ήλιος βυθίζεται ραβδίζοντας τη στέγη της απέναντι πολυκατοικίας. Οι σκιές μακραίνουν. Γερνάς. Ανέβηκες με τα πόδια. Λαχάνιασες λίγο. Αντέχεις ακόμη. Κάθε φορά μετράς τα σκαλοπάτια. Δεν είναι πολλά ως το δεύτερο όροφο. Δεκαεπτά ή δεκαοκτώ κάθε όροφος. Το πάτωμα, αντιστοιχεί στο μηδέν ή στο ένα; Στην αντίθετη κατεύθυνση έχεις τον ίδιο προβληματισμό για το πλατύσκαλο. Μηδέν ή ένα; Ένα λεμόνι έδεσε η λεμονιά σου φέτος και υπέβαλε αίτημα για αλλαγή τόπου. Ισχυρίζεται πως η μπουκαμβίλια δίπλα την παραπλάνησε με ματιά λοξή και τεμπέλικη. Ένα μικρό λεμόνι, σα ρόγα σκληρή σταφυλιού ή κοριτσιού και οι λεμονανθοί ανάσκελα κάτω, ένα βρώμικο και ολισθηρό ιβουάρ χαλί. Έχουν και τα φυτά τον αναμεταξύ, το δικό τους ανταγωνισμό, σκέφτεσαι. Τους δικούς τους νεκρούς. Ρίχνεις τα κατακάθια του καφέ στη γλάστρα με τη γαρδένια, σου έχουν πει πως είναι πρώτης τάξεως λίπασμα. Επιστρέφεις στην καρέκλα σου, σβήνεις το τελευταίο, για σήμερα, τσιγάρο στο μεταλλικό τασάκι. Μόνο στη βεράντα καπνίζεις.  Θα το κόψεις. Το τραπεζάκι κουνάει. Αν είχε τρία πόδια κι όχι τέσσερα δε θα κουνούσε, σκέφτεσαι ενώ σκύβεις για να βάλεις ένα πλακουτσό βότσαλο στο κουτσό πόδι. Έτσι σκυμμένος όπως είσαι παρατηρείς μια σημαία να κυματίζει μεσίστια για τις νεκρές φρέζες σου, για τους νεκρωμένους έρωτες, για τις γυναίκες που αγάπησες μετά το θάνατο τους. Σηκώνεσαι και πίσω από τα απλωμένα σεντόνια, στο απέναντι μπαλκόνι, η πωλήτρια του υαλοπωλείου, η κόρη του φούρναρη, η νεαρή κομμώτρια, στιγμιαία και με περισσή αναίδεια σε προκαλούν με στάσεις και χειρονομίες άσεμνες. Μερικές φορές τραβούν τα σεντόνια για να φαίνονται όλες οι καμπυλότητες. Σκύβουν και τα στήθη τους ακολουθούν το νήμα της στάθμης, οι ρόγες τους σκουραίνουν. Αποστρέφεις το πρόσωπο. Αντιστέκεσαι. Αντιστέκεσαι. Αντιστέκεσαι στους πειρασμούς. Δε θα χαρεί ο σατανάς. Αυτός χίλιες μορφές αλλάζει ώσπου να βρει περάσματα. Εσύ έβαλες πλώρη για αλλού. Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; Κυριακή Γ των Νηστειών σήμερα, της Σταυροπροσκυνήσεως. Αυτό το απόγευμα του Απρίλη έχει τη θλίψη Μεγάλης Παρασκευής. Δεν την άντεχες ποτέ την άνοιξη. Αγαπούσες το φθινόπωρο όταν είχες τη μελαγχολία για χόμπι. Τώρα είσαι ήρεμος. Δεν αγαπάς πια. Κυρίως δεν ερωτεύεσαι πια. Κουράστηκες. Τα γυμνά κλαδιά σε ανάταση, κατευθείαν απαιτούν, δεν προσδοκούν, ανάσταση. Στον ουρανό κομμένο νυχάκι ασημίζει το όγδοο του φεγγαριού. Γέρνει και γέρνεις προς τη δύση. Σφαλίζεις τα παντζούρια. Αφήνεις έξω το θόρυβο των φύλλων. Αύριο πάλι. Ξαπλώνεις με τα παπούτσια στον καναπέ. Ανοίγεις τηλεόραση. Λυπάσαι τους αμάχους. Λυπάσαι. Λυπάσαι δίχως λύπη. Βουτάς ένα παξιμάδι στο τσάι σου και καταπίνεις το Xanax 0,50 με εντολή γιατρού. Ο γάτος τριγυρνάει, ανεβαίνει κι αυτός στον καναπέ και τρίβεται στα πόδια σου. Δεν πέθανε ακόμη. Ας τον έχωσες, πριν πέντε μήνες, βαθιά στο χώμα μέσα σ’ ένα κουτί παπουτσιών. Οι θεοί που κήδεψα στη ζωή μου θα με συντροφεύουν ως το θάνατό μου* Σηκώνεσαι από τον καναπέ. Τι κάνω αναρωτιέσαι; Περιμένεις μέχρι να έρθουν να σε πάρουν και να σε βάλουν σ’ ένα κουτί παπουτσιών; Φοράς τη μπλε καρό ρόμπα σου. Την τυλίγεις γύρω και δένεις σφιχτά τη ζώνη. Στις τσέπες κουδουνίζουν τριάκοντα αργύρια.  

* στίχοι από το ‘Η παραφορά Ερωταφίου’ του Ι.Ν. Κυριαζή.

Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

Με λένε Κάκο Ακάκιο και

Με λένε Κάκο Ακάκιο της Κάκιας επί της Μελενίκου και κάποιου αγνώστου Αγνώστου και […] και, τέλος πάντων,  είχα μια δύσκολη γέννα, καθότι τα λαγόνια της μάνας μου στενά.  “Μη με γεννάς”, της έλεγα, χτυπώντας την ελαφρά στο υπογάστριο ήδη από την 67η μέρα. “Είμαι καλά εδώ μέσα”. Γύρω ψαλίδια για δαντέλες, ταφτάδες και τον λώρο μου, κάποιες πανάκριβες κρέμες κατά των ραγάδων [προ πάντων ο υποδόριος ιστός μου] και μια ανεπαίσθητη ρωγμή από το σοβατεπί ως το πρέκι της εξώπορτας. Στα πέριξ, λευκές στολές και κάτι κοπίδια με λαβές [σπρώξτε λίγο ακόμα]. Και ένας νιπτήρας από νίκελ  [λίγο ακόμα, είστε υπέροχη]. Όταν με βγάλανε ήτανε πάγος. Αυτό εμένα μου άφησε μια κρυάδα εξωστρεφή και μια ανασφάλεια  – δεν κυκλοφορώ ποτέ χωρίς το παλτό μου [σκέπασέ με, μαμά]. Ειδικά όταν περνώ μπροστά από τις τζαμαρίες της Σταδίου που καθαρίζω για το ζην και το ευ. Ενώ εγώ θέλω απλά να τις κάνω σμπαράλια. Γοερά σμπαράλια και κλαίγοντας [ουά, ουά και φυσήματα μύτης]. Γιατί έχω γίνει κακός, συναισθηματικός και ευαίσθητος [έχεις γίνει υπερβολικά κακός και ευαίσθητος, άρον το παλιό σου παλτό και δίνε του από τη Μελενίκου]. Και δις εβδομαδιαίως συγκινούμαι και κλαίω [ουά, ουά, κλπ]. Ειδικά όταν βλέπω ειδήσεις [παντού σκόρπια παπούτσια]. Και όταν κλαίω, βαριέμαι. Και όταν βαριέμαι, θέλω να κάνω πράγματα. Γοερά επίσης και εκκωφαντικά. Να σπάσω π.χ. ένα μπαλόνι στα αυτιά ενός ανυποψίαστου περαστικού [μπαμ, μπαμ] ή μιας γυναίκας στο μήνα της. Και ύστερα να της τρίψω τα χέρια να της τα συνεφέρω [ζέστανέ μου τις φάλαγγες]. Δεν είδα ποτέ τα χέρια της Κάκιας όταν με βγάλανε. Όταν με βγάλανε τα είχε σκεπάσει. Τα δικά μου τα γυμνάζω επιμελώς. Τους κοιλιακούς μου λιγότερο, τελευταία βαριέμαι να είμαι εγώ και να τρέφομαι [χώνεψέ με]. Επίσης βαριέμαι να πλένομαι [καθάρισέ μου τα νερά]. Το παλτό μου το πήραν για απολύμανση δυο μέρες πριν την επίδειξη. Στις τσέπες του υπήρχαν προνύμφες, ένα τσόφλι αυγού και ένα ταριχευμένο ποντίκι μήκους 15 περίπου εκ. μαζί με την ουρά. Το ποντίκι το βάφτισα Κάφκα. Το Κα από το Κάκος και το Φ από το Φαίνεσθαι – “είσαι και φαίνεσαι και από τη μύτη κρέμεσαι” του πετούσα όταν ψαχνόμασταν τις νύχτες.  Μια μέρα “τέρμα οι μεταμορφώσεις”, του είπα, “καιρός για έξοδο κινδύνου”. “Ηρωική ή παιγνιώδη;” με ρώτησε σαν έτοιμος από καιρό. Πήρα ένα πλαστικό κορδελάκι και τον έδεσα στο μοναδικό κουμπί που είχε απομείνει στο παλτό μου – όταν περπατούσα, κουνιόταν διακριτικά και με χάρη. Καθώς ανηφόριζα τη Σταδίου προς τη Βουκουρεστίου, οι συνοδοιπόροι μου έκαναν πέρα να περάσω. Ένας σταυροκοπήθηκε, κάποιος κόρναρε και ένας μόδιστρος, ίσως ο Άγνωστος, ίσως και όχι,  φώναξε “Εύρηκα”. “Εσύ θα κλείσεις την επίδειξη”, είπε, και “πάμε αμέσως στα γραφεία της εταιρείας για τις υπογραφές”. “Και δεν πάμε;”, είπα. Μια άλλη μεταμόρφωση, αυτό θα ήταν, καθησύχασα τον Κάφκα. Άλλωστε θα είχαν και βουτήματα. Όπως παλιότερα στης μάνας μου, της Κάκιας επί της Μελενίκου. Την επίδειξη θα την έκλεινα με το γκρι μου παλτό και αυτόν στο κουμπί του, περπατώντας ακριβώς όπως μπροστά από τις τζαμαρίες που καθάριζα για το ζην και το ευ, ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τις κάνω σμπαράλια. Την επομένη θα έπαιρνα την αμοιβή μου, ένα καινούργιο παλτό και τον Κάφκα μου. Το δικό μου θα παρέμενε στην Κάκια επί της Μελενίκου. Τα πάντα υπό έλεγχο, εκτός από τα λαγόνια της. Όπως και τότε που επέμενε να με γεννήσει, ενώ εγώ της έλεγα μη [είναι καλά εδώ μέσα]. Κάθεται στην πρώτη σειρά και τα ανοιγοκλείνει με στυλ. Στο τέλος της πασαρέλας, στο τέταρτο ακριβώς δευτερόλεπτο, την ακούω να αγκομαχεί και να σπρώχνει. “Σπρώξε”, μου φωνάζει με γρέζι και σπρώχνει. Οι γόβες της και τα δετά μου παπούτσια γεμίζουν νερά [καθάρισέ μου τα νερά]. Ξεκουμπώνω το μοναδικό κουμπί του παλτού μου, προσεκτικά μη βρεθεί ο Κάφκα χαμαί, γυρνάω προς την πλευρά της κάμερας και τη δική της, βγάζω τα χέρια μου αρχικά από τα μανίκια και ξετυλίγω το σώμα μου, σαν μόλις να έχω βγει από μέσα της. “Είμαι και φαίνομαι”, της απευθύνομαι γυμνός. Ό,τι ακολούθησε, ήταν όντως γοερό και εκκωφαντικό.

“Το παλτό ήταν γυμνό”, έγραψε ως τίτλο ένα κανάλι. “Η Κάκια επί της Μελενίκου με κομψό total black”, σχολίασε ένα άλλο. “Γονάτισε μπροστά της, της άνοιξε τα πόδια και χώθηκε μέσα της”, πρόσθεσε  ένα τρίτο. “Πανικόβλητη η Κάκια επί της Μελενίκου. Άπλωσε τη μάξι φούστα της από ταφτά και τον σκέπασε. Από μακριά φαινόταν σαν να ήταν στο μήνα της”, συμπλήρωσε. “Καμία δήλωση”, ψέλλισε η Κάκια επί της Μελενίκου. “Δεν κρυώνω”, δήλωσε ο γυμνός συλληφθείς. “Όχι πλέον”.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου