Scroll Top

Γεωργία Δρακάκη “Ο Τάσος πέθανε” | Μια προσέγγιση του Δημήτρη Τσεκούρα

 Γεωργία Δρακάκη, Ο Τάσος πέθανε, Κάκτος, 2024

Μια προσέγγιση του Δημήτρη Τσεκοήρα

Ο Τάσος πέθανε: ‘’Να τον απολαύσεις, καμάρι μου, τον θάνατο’’

Με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ γραφικός, πράγμα για το οποίο εννοείται πως δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, θα υπενθυμίσω για μια ακόμη φορά την πιο αγαπημένη μου φράση-ορισμό για ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα ως προς τη χρήση τους ρήματα της Γλώσσας.

Σαφώς και αναφέρομαι στο ρήμα Αγαπάω. Όχι στη συνηρημένη εκδοχή του ρήματος, ήτοι Αγαπώ, αλλά στην ασυναίρετη εκδοχή του, την πρώτη, αυτή με όλα της τα γράμματα παρόντα και ορατά: ΑΓΑΠΑΩ. Λέει, λοιπόν, αυτός ο Ορισμός-Χρησμός-Απόσταγμα: Αγαπάω σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο. Είναι από τον Εχθρό του Ποιητή του Γιώργου Χειμωνά· ο οποίος, αμέσως μετά, συνεχίζει γράφοντας: Είναι η μοναδική δόξα που θα γνωρίσει ο άνθρωπος αυτός σ’ ολόκληρη τη ζωή του.  

Αφορμή για να θυμηθώ, για την ακρίβεια όχι να θυμηθώ, καθότι δεν τον έχω ξεχάσει ποτέ, αλλά να ανασύρω εκ νέου από τη Μνήμη μου τον ορισμό αυτό, στάθηκε το βιβλίο της Γεωργίας Δρακάκη Ο Τάσος πέθανε. Τον τίτλο του βιβλίου συνοδεύει ο υπότιτλος: ΕΝΑΣ ΑΝΤΙ-ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ.

Η Δρακάκη γράφει το εν λόγω (αυτοβιογραφικό) βιβλίο μετά τον Θάνατο ενός Αγαπημένου (της)[1]. Ενός ολιστικά Αγαπημένου, διότι αυτός ο Αγαπημένος είναι-ήταν-θα είναι Φίλος, είναι-ήταν-θα είναι Εραστής, είναι-ήταν-θα είναι, επίσης, Ομότεχνος κατά μία έννοια. Η Αγάπη, η ολιστική Αγάπη, έχει, συν τοις άλλοις, τη μαγική ιδιότητα να καταργεί τους ενίοτε ανεπαρκείς και γελοίους χρόνους της Γραμματικής.

Όταν πεθαίνει κάποιος που έχουμε αγαπήσει, πενθούμε. «Ο καθείς και ο ρυθμός της θλίψης του» γράφει, μεταξύ πολλών άλλων σοφών ρήσεων, ο Ρολάν Μπαρτ στο Ημερολόγιο Πένθους. Το Πένθος και το βίωμά του έχει τόσους ρυθμούς όσοι είναι και οι άνθρωποι που το βιώνουνε. Προσωπικά, εάν έχω «να προσθέσω» κάτι σε σχέση με την έννοια του Πένθους (το ρήμα «προσθέτω» το θέτω σε εισαγωγικά διότι σίγουρα θα υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο αλλά το αγνοώ) είναι ότι με το Πένθος βρισκόμαστε κατ’ ουσίαν αντιμέτωποι με την πιο ακραία Γλωσσική Κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος. Κι αυτό διότι αίφνης ανακαλύπτουμε ότι αυτή η περιβόητη πάμπλουτη Γλώσσα δεν επαρκεί για να εκφράσει το συναίσθημα, για την ακρίβεια τον καταιγισμό των αντιφατικών συναισθημάτων που ένας Θάνατος πάντοτε πυροδοτεί. Και η Δρακάκη με το βιβλίο της αυτό (μου) δίνει την αίσθηση ότι είναι η Γλώσσα με την οποία προσπαθεί να έρθει αντιμέτωπη προκειμένου μέσω αυτής να πενθήσει. Η ακόμη καλύτερα: Να Υπερ-Πενθήσει, ήτοι να το καταλαγιάσει το Πένθος της, να το κάνει παρέα, να κατανοήσει το ακατανόητο, να θυμηθεί την τεράστια Ποσότητα Ζωής που έχει προηγηθεί του Πένθους.

Ο κύριος κορμός του βιβλίου αποτελείται από δέκα μηνύματα κι ένα ακόμη που, όπως καταγράφει η ίδια η συγγραφέας, ίσως περιττεύει αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα ενδέκατο μήνυμα. Όλα τα μηνύματα μαζί διαβάζονται, κατά τη γνώμη μου, ως ένας μονόλογος. Ένας θεατρικός μονόλογος. Και όχι, δεν είναι καθόλου παραληρηματικά μηνύματα. Κάθε άλλο: Διακρίνονται από μία επιστημονικής ακρίβειας ποιητική λογική συνοχή. Ένας μονόλογος που, από ένα σημείο και μετά, ξεχνάς εάν απευθύνεται στον εκλιπόντα ή στην ίδια τη γράφουσα. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, μήπως δεν είναι κι αυτό ίδιον της ολιστικής Αγάπης; Αυτά που λέμε σε ποιον και για ποιον, αλήθεια, τα λέμε; Για τον άλλον ή για εμάς; Αλλά αυτό το διαζευκτικό ή -σε περιπτώσεις σαν κι αυτή- ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ. Διότι το διαζευκτικό ή αυτομάτως μετατρέπεται στον συμπλεκτικό σύνδεσμο ΚΑΙ.  

Ελάχιστα από τα πάμπολλα σημεία των μηνυμάτων που απευθύνονται στον Τάσο· σημεία στα οποία στάθηκα και ξαναστάθηκα.

«Κανείς δεν είναι πουθενά ποτέ, Τάσο / Κανείς δεν πέθανε ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο που υψώνει ανάστημα / Στη φαντασία μας μονάχα» (σ.39)

«Επειδή σ’ αγαπώ, σ’ ερμηνεύω παράλογα» (σ.44)

«Στα μαλλιά μου θα βυθίζονται πρόκες / Από εδώ και στο εξής. / Και πρόκες σημαίνει εκκρεμότητες» (σ.48)

«Ο θάνατος δεν χρειάζεται καμία τέχνη, δεν χρειάζεται καμία παραμυθία. Να τον απολαύσεις, καμάρι μου[2], πλατύτερος καθώς είσαι, σημαντικότερος, από κάθε ποίηση» (σ.71)

Έγραψα και δημοσίευσα αυτό το μικρό κείμενο όχι για να σταθώ στη λογοτεχνική αξία του βιβλίου η οποία, κατ’ εμέ, είναι δεδομένη και για την οποία επιχειρηματολογεί -βρίσκοντάς με απολύτως σύμφωνο σε όλα- ο ποιητής και ψυχίατρος Σωτήρης Παστάκας, ο οποίος υπογράφει το επίμετρο του βιβλίου. Έγραψα και δημοσίευσα αυτό το μικρό κείμενο από ΖΗΛΙΑ. Από την πιο καλοπροαίρετη -εννοείται- Ζήλια. Προς τον Τάσο. Που κάποιος τον αγάπησε τόσο πολύ που, ναι, τον έκανε Ένδοξο. Γιατί, ναι, η πραγματική Δόξα μόνο μέσω της Τέχνης επέρχεται.

Διαβάστε αυτό το βιβλίο. Γιατί το Πένθος είναι ό,τι πιο συνδετικό μεταξύ των ανθρώπων εις τους Αιώνας των Αιώνων· αφήστε που το Διάβασμα δεν βγαίνει ποτέ σε κακό.


[1] Οι δύο λέξεις που βρίσκονται εντός παρενθέσεως δεν βρίσκονται καθόλου τυχαία εντός παρενθέσεως. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι ένα βιβλίο τόσο αυτοβιογραφικό ΠΑΥΕΙ να είναι αυτοβιογραφικό. Όσο πιο αυτοβιογραφικό είναι κάτι, τόσο εγγύτερο είναι ή τείνει να είναι στο Οικουμενικό.

[2]Τα «μαύρα γράμματα», ο οπτικός επιτονισμός, δικός μου. Θαρρώ πως πρόκειται για μία από τις ερωτικότερες, άρα ποιητικότερες, «παραινέσεις» που έχω διαβάσει να απευθύνει Άνθρωπος σε Άνθρωπο..

Βιογραφικό Γεωργία Δρακάκη