Γιάννης Πάσχος, Παραδείσια Πουλιά, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ, 2024
Γράφει η Ελένη Θωμά
Τα Παραδείσια Πουλιά του Γιάννη Πάσχου
Το Γιάννη τον Πάσχο τον «γνώρισα» από το διαδίκτυο στην καραντίνα και από κάποια βιβλία του. Έχει χιούμορ, είναι απλός, εκκεντρικός. Όταν μου τηλεφώνησε για να μιλήσω στην παρουσίαση, ξαφνιάστηκα. Έκανα τη δύσκολη, αλλά ο Γιάννης έχει μια φωνή ζεστή, έναν τρόπο… με έπεισε και στρώθηκα στο διάβασμα.
Από την αρχή σκέφτηκα, τι δουλειά έχω εγώ τώρα ( ένα καλό κορίτσι) με αυτό το βιβλίο;
Κι αυτά τα παλικάρια; Ο Ιεροκλής, ο Μαρκήσιος, καλά παιδιά, από σπίτι. Τι δουλειά έχουν με τις πουτάνες, τους νταβατζίδες, τις γκομενοδουλειές, τα πορνό, τους βιασμούς, τη βία, τα μπουρδελοσάιτ.
Εγώ, θέλω να υπάρχει διέξοδος σε αυτά τα παιδιά… ένα φως.
Ξαφνικά φωνάζω:: «ιιιι ντροπή! Τι έκανες στη μάνα του κολλητού σου μωρέ!»
Στην 63 σελίδα, τη βρίσκω. Μπα σε καλό μου!.
«Τη στρώνω» λέει ο Ιεροκλής, « – ένα εβδομήντα- σε κόκοματ- και αρχίζω με την κλειτορίδα τα πήγαινε έλα. Τρελάθηκε, μου κρατά το κεφάλι στα χαμηλά με το χέρι της και πετούσε και κάτι ξενόγλωσσα βογκητά που με άναβαν»… Απολαμβάνω τη σκηνή, με ηδονή. Αλλά ποιο κάτω, γίνεται χυδαίος. Καλά δεν ντρέπεται;
Την ίδια αγωνία με μένα έχει και η γιαγιά του Ιεροκλή. Φοβάται η κακομοίρα μήπως έχει μπλέξει. « Να ρε παιδάκι μου» – για να πάει στην τουαλέτα ντύνεται κα-νο- νι- κά!
Φοράει σώβρακο, παπούτσια, πουκάμισο και δεν φτάνει αυτό, όταν βγαίνει, ξεντύνεται! Κάθεται με το σώβρακο να συνεχίσει το διάβασμα»
« Δεν είναι τίποτα « λέει ο Χρήστος ο αδερφός της μάνας μου,« θα τον παίζει στο μπάνιο.»
Απολαυστική η σκηνή, κάτω από τα σεντόνια με τη θεία Τούλα. « Άχ, τι θες μωρό μου νυχτιάτικα ……….΄Ελα ένα δεύτερο, ποιο βαθύ, έλα μωρό μου».
Ο Ιεροκλής είναι ο αφηγητής και ο Μαρκήσιος, στη φυλακή. Μαζί γράψανε το βιβλίο, «καλοκαιρινός κήπος». Ονειρεύονται και ελπίζουν σε κάτι καλύτερο, μπλέκουν με παρέες, «που ζουν μόνο τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, που τρέφονται από το σκοτάδι, το μίσος, την εκδίκηση, και μεταλλάσσονται από άνθρωποι…. σε άγρια μοναχικά ζώα, χωρίς αναστολές». Όπως ο Τζόνυ.
Όταν ο Μαρκήσιος έφυγε για το Λονδίνο, ο Ιεροκλής αισθάνεται απέραντα μόνος.
« Αναζητούσα κάπου να χωρέσω ολόκληρος», περιγράφει, «έναν διάδρομο απογείωσης για να μπορώ να πετάω, να ονειρεύομαι να μπορώ να αντιστέκομαι σε όλα όσα αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούν πραγματικότητα. Δηλαδή αυτό που εγώ ονομάζω αθλιότητα και αδιέξοδο.»
Έχει σκληρές εικόνες το βιβλίο. Η νύχτα, η ζωή -πίσω από αυτή που εμείς λέμε κανονική, έχει κανόνες άγραφους, είναι ποιο σκληροί από τους γραμμένους. Θέλει κότσια και να τους ακολουθείς κατά γράμμα. Ο Ιεροκλής και ο Μαρκήσιος, είναι λούμπεν κουλτουριάρηδες. Το παντρεύει ωραία αυτό ο Γιάννης… επιστήμονες, σινεφίλ, αναλύσεις λογοτεχνικών έργων, αναλύσεις ταινιών, δημοσιεύσεις σε εφημερίδες.
Σκέφτομαι, μιλάω σαν μάνα, σαν ψυχολόγα.
Υπάρχει ένα τραύμα εδώ.. του λείπει το χάδι της μάνας, η αγκαλιά του πατέρα, αλλά, κανείς τους δεν κάνει κάτι για αυτό. Λες και φοβούνται. Η γιαγιά ο παππούς ήταν ένα ασφαλές «καταφύγιο, μια παρηγοριά, μια αγκαλιά μεγάλη αδιαπραγμάτευτη, σταθερή.
Παρηγοριά, όχι πάντα σεξουαλική- τα μπουρδέλα της Φυλής. Βρίσκουν θαλπωρή στις πουτάνες, στην Μπέλα, την Αρτεμισία, τη Λιλό… «Οι κοπέλες,» όπως λέει ο Ιεροκλής-« οι μάνες μου, οι αδερφές και οι ερωμένες μου».
Ο εκδότης τους για την παρουσίαση του βιβλίου κλείνει ένα κεντρικό καφέ-κουλτουρομάγαζο.
Ο Μαρκήσιος και ο Ιεροκλής οργανώνουν την παρουσίαση, στο στούντιο της Κορίνας στον περιφερικό του Λυκαβηττού. Εκεί δεχόταν τους πελάτες με κύρος και κοινωνική επιφάνεια που δεν ήθελαν να μπαινοβγαίνουν στο μπουρδέλο.
Σου- ρε- α- λι- στι- κή και η παρουσίαση ……
Μακελειό έγινε.. Τέτοιο λογοτεχνικό ξεπαρθένεμα, δεν έχει ξαναγίνει- Οι πουτάνες με τους νταβαντζίδες από τη μια, οι κουλτουριάρηδες από την άλλη, ο εκδότης, που χάρηκε γιατί ότι θα έχει επιτυχία το βιβλίο με αυτόν τον χαμό, το βιολί, το ποτήρι με το κονιάκ που εκτοξεύτηκε, ο αγαπητικός της Μόνικας, που ήθελε ο πιανίστας να παίξει το» Αυτοκολλητάκι» του Τόλη. Ο Τζόνυ. Χωρίς τον Τζόνυ, η ιστορία θα είχε άλλη εξέλιξη..
Δεν το απόλαυσα μπορώ να πω στην πρώτη ανάγνωση το βιβλίο. Αρνιόμουν να δω τι συγκίνησε τον Γιάννη και το έγραψε. Όπως λέει η κυρία Παπαδημητρίου, -καθηγήτρια του Ιεροκλή. «Η φαντασία σου σε σώζει, η ερμηνεία σε σκοτώνει».
Το διάβασα δεύτερη φορά, χωρίς ερμηνείες.
ο Γιάννης… Περιγράφει χαρακτήρες και πρόσωπα λεπτομερειακά. Μήπως κι εγώ, αυτό δεν κάνω μπροστά σε μια γραμματέα, έναν κύριο, έναν οποιονδήποτε που συνδιαλέγομαι;… τι φοράει , τι μου θυμίζει , αν παίζει το ματάκι του… Δίπλα μου δεν έχω τον Γιώργο τον πρεζάκια, τον Τάκη που έγινε Τούλα, την κυρά Μαρία που άνοιγε την πόρτα της κι έβαζε από πίσω ζευγαράκια; Μετά το Χάραμα, δεν βρισκόμαστε ξημερώματα σε μαγαζιά με τους ανθρώπους της νύχτας να τρώμε πατσά και ομελέτα μαζί;
Στα «Παραδείσια πουλιά», είδα κάτι που δεν τόλμησα στην αρχή να παραδεχτώ. Είδα ανθρώπους σαν εμένα και τους γύρω μου..
Ο Γιάννης δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
«Τι συγγραφέας θα γίνεις άμα ντρέπεσαι « του λέει η κ. Παπαδημητρίου.. πρέπει να είσαι τολμηρός στο γράψιμο…
Και ο Γιάννης είναι τολμηρός…
Είναι ένα βιβλίο όπως λέει ο ίδιος «όχι μόνο για τη φιλία, αλλά και για μία κοινωνία που δεν αποδέχεται εύκολα ορισμένα πράγματα, παρ’ όλο που θεωρητικά λέει, ότι αποδέχεται τα πάντα».
Ο Μαρκήσιος μας την έκανε από το κελί του. Ο Ιεροκλής, ίσως στον έρωτα να βρει το καταφύγιό του… »Τα Χριστούγεννα θα έρθω», του είχε γράψει η Στέλλα, «ανυπομονώ, μετρώ τις μέρες».
Πήρε το δρόμο για το σπίτι με το σακάκι στον ώμο. Τα γιασεμιά κρατούσαν ακόμα το άρωμά τους.