Λίλα Τρουλινού, Μύρων η Αράχνη. Μεταμορφώσεις ΙΙ, εκδ. Περισπωμένη, 2024
Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου
Η άνοδος, σαν της αράχνης, στην οροφή
Η Λίλα Τρουλινού γνωρίζει να μπαίνει άψογα στην ψυχή της εφηβικής ηλικίας. Το είδαμε στην πρώτη νουβέλα της Στον κάμπο στροβιλίζονται τ’ αγκάθια (εκδ. Περισπωμένη, 2016), στο μυθιστόρημα Το ίδιο χώμα (εκδ. Παρισπωμένη, 2021), στη νουβέλα Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης, (εκδ. Παρισπωμένη, 2023).
Οι έφηβοι προσπαθούν να ανακαλύψουν τη δική τους αλήθεια. Το παρόν μπερδεύεται με το παρελθόν, η φαντασία με την πραγματικότητα, το ρεαλιστικό με το μαγικό.
Με εντυπωσίασε πολύ η δίδυμη νουβέλα της Λίλας Τρουλινού. «Δίδυμη» με την προηγούμενη νουβέλα της Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης», εκδ. Περισπωμένη, 2023, με την οποία μοιράζεται και τον κοινό υπότιτλο Μεταμορφώσεις – αντλώ τα στοιχεία αυτά από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Και στα δύο βιβλία έχουμε παιδιά με δύσκολη εφηβεία, από τη δική τους ιδιαιτερότητα αλλά που κυρίως την κάνουν δυσκολότερη εξωγενείς, πολιτισμικοί παράγοντες, προκαταλήψεις και ταμπού. Η Χρυσοβαλάντη και ο Ονούφρης εκεί, ο Μύρων εδώ.
Η συγγραφέας προχωρεί σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, και σκοτεινότερα. Παρ’ όλη τη σκοτεινότητα όμως, η αφήγηση δεν βαραίνει. Το ύφος, η γλώσσα της Τρουλινού δίνουν τη χροιά σκοτεινού παραμυθιού, που θέλγει και γοητεύει τον αναγνώστη. Στο αποτέλεσμα αυτό συντελεί και η μείξη του πραγματικού με το φανταστικό και το μαγικό.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας παρόμοιο πλαίσιο, παρόμοια υλικά θα έλεγα με την προηγούμενη νουβέλα (έφηβοι μαθητές, καθηγήτριες με κατανόηση, διαφορετικότητα των παιδιών, ιδιαιτερότητες του κοινωνικού περίγυρου) καταφέρνει να δώσει κάτι εντελώς διαφορετικό, και στους χαρακτήρες και στην αφήγηση.
Ο τρόπος που απεικονίζεται η προσωπικότητα του Μύρωνα, όπως διαμορφώνεται μέσα στον χρόνο: Σε μικρή ηλικία, στα οχτώ του χρόνια, έχουμε περιστατικά από τη σκληρή συμπεριφορά του πατέρα εφημέριου. Την περιφρόνησή του στο παιδί που έχει προβλήματα, στο φάσμα του αυτισμού (επιλεκτική αλαλία, ελλιπή βλεμματική επαφή, τάση για απομόνωση). Το παιδί που παράλληλα έχει κλίση στη ζωγραφική αλλά, σταδιακά, δείχνει το ταλέντο του στον σχεδιασμό ρούχων και στη ραπτική. Τον εγκλεισμό του μικρού από τον πατέρα στο υπόγειο και τον φόβο του, με τις διάφορες μορφές που παίρνει και με τις διάφορες μορφές που ο μικρός προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει, οι πρώτες «μεταμορφώσεις».
Στα 15 χρόνια του Μύρωνα συμβαίνει ο θάνατος της αδερφής του, από δικό του κατά κάποιον τρόπο φταίξιμο, από δική του ευθύνη, όπως θεωρεί ο ίδιος αλλά και οι άλλοι. Τότε είναι που «χάνει» και τη μητέρα, η οποία βυθίζεται στον εαυτό και στην κατάθλιψή της και δεν τον στηρίζει πλέον.
«Λάθος παιδί, Θεέ μου, μου πήρες, λάθος παιδί», θα πει ο πατέρας. Και η μητέρα που του έδειχνε ως τότε αγάπη, «Φύγε τώρα, μου σπας τα νεύρα, δεν μ’ αφήνεις ποτέ σε ησυχία», πριν κλειστεί στο δωμάτιο και στην κατάθλιψή της.
«Είμαι δεκαπέντε χρονών και δεν έχω γονείς, θα πει ο Μύρων και τα λόγια αυτά θα επαναλαμβάνονται με παραλλαγές, σαν ρεφραίν, σε διάφορα σημεία της εξέλιξης.
Και το απόσπασμα που δίνει όλο το φάσμα της απελπισίας και της εμμονής του:
Είμαι δεκαπέντε χρονών και δεν έχω μητέρα, δεν ξέρω αν είμαι σώμα ή αν είμαι πνεύμα, δεν ξέρω αν είμαι ο εαυτός μου ή έχω γίνει κάποιος άλλος, ξέρω όμως κάποια που βλέπει τα πάντα χωρίς να μισεί, κρεμασμένη ανάποδα από μια κλωστή (σ. 47)
Κομβικό πρόσωπο η θεία Βγενιώ και η ραπτομηχανή της. Στο δικό της σπίτι μετακομίζει μετά την κηδεία της αδελφής. Εκεί ακουμπά ο Μύρων τον Άγιο Μύρωνα που ήταν ράφτης και απαγχονίστηκε άδικα.
Και η αφήγηση του μύθου της αράχνης σχετίζεται με τη Βγενιώ. Αυτή του αφηγείται τον οικογενειακό μύθο για την Αράχνη, την «προγιαγιά» τους, την όμορφη κοπέλα που κάποια θεά τη ζήλεψε για την υφαντική της ικανότητα και τη μεταμόρφωσε στο έντομο με τη μεγάλη κοιλιά. Από την κοιλιά αυτή θρέφει τα παιδιά της με τα σπλάχνα της, ώσπου να την κατασπαράξουν και την ίδια, κρεμασμένη από ένα νήμα φτιαγμένο από το ίδιο το σώμα της. Ο Μύρων ταυτίζεται με τον μύθο αυτό, της αράχνης, γιατί εκεί πιστεύει πως βρίσκεται η πραγματική μεταμόρφωση, το ξαναγέννημα.
Όταν σταματάει η Βγενιώ, ράβει ο Μύρων. Διπλά τα ρούχα που ράβονται, της Βγενιώς γι’ αυτή και την κούκλα της, του Μύρωνα για τον ίδιο και τη –νεκρή – αδελφή του. Μια περίεργη συμπεριφορά που υποδηλώνει έναν ιδιαίτερο ψυχισμό.
Κάθε ρούχο προοριζόταν για δύο, ήταν η Βγενιώ και η κούκλα, ο Μύρων και η αδελφή του, κάθε ρούχο ήθελε και την κόπια του, παρατήρησε η Σμαραγδή κι ένιωσε μια ανησυχία, κάτι πολύ επικίνδυνο παιζόταν εκεί μέσα, το δωμάτιο με τη ραπτομηχανή είχε διπλή ζωή, ή μάλλον τετραπλή, σκέτη τρέλα, πώς να βρεθεί άκρη μέσα στην τόση εκχείλιση όπου παράδερνε και εξώκελλε η ανθρώπινη φύση, ποιο ήταν το φόρεμα και ποιο το αντίγραφο, ποιο το ον και ποια η αντανάκλαση (σ. 46)
Από το σπίτι της Βγενιώς ξεκινά για το μνημόσυνο, ντυμένος με φόρεμα και γόβες, η πρώτη μεγάλη, διαφορετική μεταμόρφωση. Από εκεί και μετά, με τις αντιδράσεις του πατέρα και των συντοπιτών, την ανυπαρξία της μητέρας, ξεκινά η απελπισμένη προσπάθειά του να ξεφύγει από τα κοινωνικά δεσμά, με διάφορους σταθμούς: επίσκεψη στο Τμήμα Ψ του Νοσοκομείου, φοίτηση στην Εκκλησιαστική σχολή και βασανισμός από συμμαθητές, η καταφυγή του σε αμφιλεγόμενα πρόσωπα για κάποια αποδοχή και προστασία, η προβολή του στον αστραφτερό αλλά σκοτεινό κόσμο κάποιων σόου. Η απομόνωση, τέλος, και η δυνατή αλληλεπίδρασή του με τη φύση. Ταυτόχρονα έχει αρχίσει η πορεία του προς τη μία και μοναδική βαθιά επιθυμητή του μεταμόρφωση, σε Αράχνη.
[…] θα τον μεταμόρφωνε σε αυτό που ήταν πραγματικά, ήταν θέμα ζωής και θανάτου, πρωτογενώς οντολογικό, που ξεπερνούσε τις διερωτήσεις πάνω στις έμφυλες ταυτότητες, την αποδοχή ή την άρνηση προσδιορισμού από τα φύλα, τις λεπτές αποχρώσεις των σεξουαλικών προσανατολισμών, τη ρευστή ή παγιωμένη σεξουαλικότητα, ήταν κάτι σαν πρωταρχική ενόρμηση ζωής, μια αιθέρια δημιουργική πνοή που μετά από τόσες ματαιώσεις ήθελε επιτέλους να εμφιλοχωρήσει σε ένα νέο σώμα, να ενσαρκωθεί (σ. 76)
Φυσικά, κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία αλλά και στη λύση της αποτελεί η Σμαραγδή, καθηγήτρια αισθητικός στο Επαγγελματικό Λύκειο. Με την ανοιχτοσύνη του μυαλού της θέλει να παρακολουθεί την εξέλιξη του Μύρωνα, ενδιαφέρεται για την πορεία του. Εκείνος θα εκλάβει το ενδιαφέρον αυτό ως διαθεσιμότητα: Η Σμαραγδή μπορεί να είναι η ιδανική μητέρα που, σαν την αράχνη, θα τον θρέψει με αυταπάρνηση από τα σπλάχνα της, ώσπου αυτός να γίνει Αράχνη. Γι’ αυτό και η απαγωγή της, με την οποία ανοίγει η νουβέλα, και με την έκβαση της οποίας κλείνει.
Η Σμαραγδή αιχμάλωτη του Μύρωνα μεταφέρεται στο απόλυτα ερημικό του καταφύγιο. Καταλαβαίνει γρήγορα ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Έτσι μαθαίνουμε από την αρχή της νουβέλας. Στην έκβαση, βρίσκουμε πάλι τη Σμαραγδή ανήμπορη να βοηθήσει, και να βοηθηθεί – ένας αφηγηματικός κύκλος. Ο Μύρων αρχίζει να ελπίζει πως ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί η ύψιστη μεταμόρφωσή του. Ζει καταστάσεις μέσα σε φαντασίωση. Γιατί οι σοβαρότερες μεταμορφώσεις του Μύρωνα συμβαίνουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασίωση. Εκεί που πιστεύει ότι ενώνεται με τη φύση. Και η υποτιθέμενη τροφή του από τα σπλάχνα της μητέρας-αράχνης-Σμαραγδής τον οδηγεί στον δικό του ιστό, δεμένο με τον ομφάλιο λώρο της μητέρας, στη μία και μοναδική του άνοδο, σαν της αράχνης, στην οροφή.
Εκπληκτικές οι περιγραφές από τις «μεταμορφώσεις» του παιδιού σε πλάσματα της φύσης. Όπως κα οι λεπτομέρειες από διάφορους τομείς που άπτονται της αφήγησης, από υλικά, συστατικά, χρώματα και γεύσεις, από εικόνες της φύσης, από συμπεριφορά ζώων, που πότε δίνουν μια τρυφερότητα αλλά συχνά αποδίδουν τη σκληρότητα των περιστάσεων.
Αν οι μεταμορφώσεις της Χρυσοβαλάντης και του Ονούφρη αφήνουν ένα άνοιγμα ελπίδας, η σχέση του Μύρωνα με την Αράχνη και τον μύθο της μοιάζει να οδηγεί νομοτελειακά στην τελική του «μεταμόρφωση». Με την αδήριτη ανάγκη για την κατανόηση της δύσκολης εφηβείας και για το γκρέμισμα πολλών στεγανών και στερεοτύπων. Η Τρουλινού αντιμετωπίζει το διαφορετικό, σε διαφορετικές εκφάνσεις του, με εξαιρετικά αποτελεσματικό αφηγηματικά τρόπο. Τη διαφορετικότητα νέων κυρίως προσώπων στα έργα της, λόγω της οποίας θα βιώσουν δύσκολες καταστάσεις και πολλές φορές θα εγκλωβιστούν σε αυτές. Τα παθήματα των νέων ανθρώπων στα έργα της Τρουλινού ίσως φέρνουν με το τέλος μια κάθαρσι στην ψυχή των αναγνωστών, με την έννοια ότι μπορεί να συνειδητοποιούν τη σκληρή πραγματικότητα που πρέπει να αλλάξει. Με μια γλώσσα στιβαρή που υποστηρίζει όλο το αφηγηματικό εγχείρημα. Η γραφή της Λίλας Τρουλινού αποδεικνύεται από τις πιο ιδιαίτερες και δυνατές στην πεζογραφία των ημερών μας.