Μαίρη Χάψα, Ίμερος, Εκδόσεις Βακχικόν, 2024
Γράφει η Ελένη Αράπη
Η Μαίρη Χάψα στην δεύτερη ποιητική της συλλογή «Ίμερος» (εκδόσεις Βακχικόν) επιλέγει ως μέσο έκφρασης την εξαιρετικά σύντομη και περιεκτική μορφή των χάικου, μια μορφή αντλημένη από την ποιητική παράδοση της Ιαπωνίας. Τα σκίτσα που κοσμούν την ποιητική της συλλογή ανήκουν στον εικαστικό Βασίλη Καψή και ως προς τη λιτότητά τους δένουν άριστα με τη μορφή των χάικου.
Ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Ρούσκας, ο οποίος είναι επιμελητής της παρούσας ποιητικής συλλογής ορίζει το χάικου ως «τη μέγιστη συγκέντρωση της ουσίας αυτών που θα έλεγε σε εκατοντάδες σελίδες ένα συγγραφέας ή σε λίγους στίχους ένας ποιητής, συμπυκνωμένη ακριβώς στο ελάχιστο κύτταρο των δεκαεπτά συλλαβών με μια χθόνια μουσικότητα… Είναι η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν».
Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο του «Χοϊκά Χάικου και Δεπέλλιχοι στο δοκίμιο» (εκδόσεις Κοράλλι, 2021) επισημαίνει ότι: «το χάικου συμβαίνει όταν μια απρόβλεπτη σεισμική δόνηση στην ψυχή του ποιητή σπάσει τα στεγανά και βγάλει ακαριαία στην επιφάνεια μια Αλήθεια. Αυτή μπορεί να δονήσει χιλιάδες ακόμη, προκαλώντας σεισμούς στων αναγνωστών τις ψυχές, ενεργοποιώντας τα βαθιά ρήγματα του έσω τους κόσμου». Αυτή, λοιπόν, η δόνηση στην ψυχή του ποιητή, η οποία κατά τη γνώμη μου προσομοιάζει με αυτό που ο Λόρκα ονομάζει ως κατάληψη από το “Duende”, κάτι σαν την κοσμική διονυσιακή επιφάνεια, λαμβάνει χώρα στην ψυχή της ποιήτριας μέσω του Ίμερου, ενός πραγματικού σεισμού που όταν βρεθούμε κάτω απ’ την επιρροή του η λογική εξασθενεί και βγαίνουν στην επιφάνεια τα έσω τοπία μας.
Ξεκινώντας από τον ίδιο τον τίτλο της ποιητικής συλλογής πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ίμερος στην αρχαία ελληνική μυθολογία παρουσιάζεται ως ο πιστός ακόλουθος της Αφροδίτης μαζί με τον Πόθο, την Πειθώ και τον Έρωτα και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ιμείρω» που σημαίνει «ποθώ». Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο[1] διαχωρίζει τον Ίμερο από τον Πόθο, σε σχέση με την εγγύτητα του ερωτικού υποκειμένου. Όταν, λοιπόν, το αντικείμενο της επιθυμίας είναι παρόν, τότε κυριαρχεί ο Ίμερος, ενώ, όταν είναι απόν, ο Πόθος. Επιπλέον, στην Ιλιάδα στη ραψωδία Ξ[2] (214-217) παρουσιάζεται ως μέρος των θελκτηρίων της Αφροδίτης τα οποία είναι κεντημένα στον «κεστόν ιμάντα» της, στην κεντημένη ζώνη της και εμπερικλείει όλα τα δώρα (φιλότης, ίμερος, οαριστύς, πάρφασις) με τα οποία μπορεί κανείς να σαγηνέψει ακόμα και του θεούς.
Επανερχόμενοι στο ποιητικό σύμπαν της Μαίρης Χάψα ο Ίμερος λαμβάνει τρεις εύθραυστες διαθλάσεις (ενότητες), όπως η ίδια η ποιήτρια μας επισημαίνει στο εισαγωγικό της σημείωμα.
Αρχικά, τον παρουσιάζει ως χρονοφυή, που γεννιέται και σβήνει στην κάθε στιγμή. Αυτό «το σώμα της ώρας» το ποιητικό υποκείμενο το προστάζει να γίνει σταγόνα, για να το γευτεί, λέει χαρακτηριστικά: «σώμα της ώρας/φωτιά σκόρπισε γύρω˙/γίνε σταγόνα». Επιπλέον κυρίαρχη είναι η λαχτάρα του ποιητικού υποκειμένου να ζήσει την πλεύση του έρωτα «πρώτη Μοίρα, πες,/θα τη ζήσω άραγε/ αυτή την πλεύση;» και να θηλάσει απ’ τους μαστούς της ζωής την αλήθεια που λησμόνησε, του έρωτα την αλήθεια «ζητώ μαστούς να/θηλάσω αλήθειες/που λησμόνησα». Νιώθει υπόλογη απέναντι στις ίδιες της τις στιγμές, στα έσω τοπία της που την ανακρίνουν «τα φιλομμειδή/ τοπία των στιγμών μου/ με ανακρίνουν» και συνειδητοποιεί ότι ο άνθρωπος πρέπει να αφεθεί να γευτεί τους λωτούς της στιγμής.
Κυρίαρχη στα περισσότερα χάικου είναι η προστακτική, εν είδει επιτακτικής εντολής και η προτρεπτική υποτακτική. Επιπλέον, η Χάψα παίζει με τις αντιθέσεις της θάλασσας και της φωτιάς, του φωτός και της σκιάς. Μάλιστα, ζητά από το ερωτικό υποκείμενο να γίνει σκιαλύτης, υπονοώντας ότι μόνο ο Ίμερος μπορεί να σβήσει τις σκιές από το παροδικό μας τοπίο και να χαρίσει στα χείλη, έστω για μια στιγμή, τη γλυκιά του ανάσα. Οδηγείται στην ένωση του αγγελικού με το πάθος, για να εξυψώσει την ερωτική ένωση στη θεϊκή της ουσία «αγγέλου φτερά/ προμηνύουν δροσερά/ μυστικά πάθη».
Η μνήμη, η λήθη, η μέθη και η πλάνη απασχολούν, επίσης, το ποιητικό μας υποκείμενο. Η ενδοσκόπηση κυρίαρχη «σκαλώνουμε στα/ ηλιοβασιλέματα/ των γκρι ρωγμών μας». Μήπως αυτός δεν είναι και ένας από τους μέγιστους καρπούς του έρωτα, αντικρίζοντας τα μάτια του ποθούμενου Άλλου, ουσιαστικά αντικρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, ο Άλλος γίνεται καθρέφτης της δικής μας αβύσσου και μας κάνει δυνατούς να αλέσουμε ακόμα και πέτρες, όπως μας λέει χαρακτηριστικά. Αυτή η περιπλάνηση και η καταβύθιση προς τα έσω τοπία μπορεί να σκορπίσει τη γύρη της και να μας αναγεννήσει.
Στη δεύτερη ενότητα ο Ίμερος παρουσιάζεται ως νημερτής εκπροσωπώντας την αλήθεια. Παρομοιάζεται με ένα αέναο ποτάμι που ρέει συνεχώς «σαν αέναο/ ποτάμι ο Ίμερος/γεννά φαρέτρες», θυμίζοντας μας τόσο τον Ηράκλειτο, όσο και την Πλατωνική προσέγγιση του Ίμερου στον Κρατύλο που τον παρουσιάζει[3] να ρέει εφορμώντας από τα πράγματα και εφελκόμενος από αυτά. Μέσα σε αυτό το ποτάμι το σώμα και ο πόθος φιλιώνουν. Η ποιητική φωνή ζητά επιτακτικά από το ερωτικό υποκείμενο το αρχέγονο ανταποδοτικό νεύμα «αγάπησέ με/ με αρχέγονη ματιά/ στο έσω είναι». Όλο το σύμπαν συνωμοτεί σ’ αυτή την ένωση «έναστρη σπορά/ ακατάπαυστα καλεί/ ό,τι δικό σου», «σε πνοές κορμιών/ο ήλιος κεραστής/ το φως ξοδεύει» και οδηγεί σε μια αγχιβασία, όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος, επί ξυρού ακμής «ακροπατώ στα/ «ναι» και τις λάγνες λάμψεις/ που μου χάραξες».
Ο χρόνος και η στιγμή και σε αυτή την ενότητα ανακαλούνται από την Χάψα και προστάζουν το ερωτικό υποκείμενο να γίνει αγέρας, σταγόνα, πέτρα και σκιαλύτης της, να γίνει ο ποταμός της, η ζωογόνος δύναμη και το σώμα που θα τη θηλάζει ζωή. Όλο αυτό το ερωτικό ταξίδι, η περιπλάνηση-καταβύθιση στα έσω τοπία εντέλει την οδηγούν στο να δει την αλήθεια της κατάματα: «διέγερση της/ αλήθειας μου σε βλέπω/ κατάματα πια».
Στην τελευταία ενότητα γευόμαστε τους γλυκείς καρπούς του Ίμερου, τη δίψα την ανεξάντλητη του ποιητικού υποκειμένου για φως «ανεξάντλητη/ μια Μικρή μεθόριος/ φως ξεδιψάει». Πρέπει να επισημανθεί ότι σε αυτή την ενότητα είναι έκδηλες οι υπερρεαλιστικές εικόνες και η ανοικείωση. Η Μαίρη Χάψα κατέχοντας άριστα την ελληνική γλώσσα δεν διστάζει να σπάσει τις νόρμες και να μας προσκαλέσει να δούμε αλλιώς τις ίδιες τις λέξεις, προσδίδοντας ήχο στην αγκαλιά «χύνεται ήχος/ αγκάλης σε γιοφύρια/ ανενόχλητα», ρευστότητα στην αφή «κοίτα η αφή/ πώς ατέρμονα ζητά/ υετό να βρει», φωτιά στην πνοή «στον ωκεανό/ μικρά πηγάδια πνοών/ γεννούν κρατήρες» και βάζοντας ακόμα και τα ψάρια να βουτούν σε πύρινα λιβάδια χλιμιντρίζοντας: «ψάρι βουτάει/ σε πύρινα λιβάδια/ χλιμιντρίζοντας».
Εντέλει, η ποιητική της περιπλάνηση μας κάνει να νιώσουμε το ίδιο το σώμα του Ίμερου μέσα στο πετσί μας, να γίνουμε «Οδυσσεύς» και να αναζητήσουμε νέες πατρίδες, αδιαφορώντας για το «αν» και το «πότε» θα βρούμε την Ιθάκη μας.
Είθε η Φιλότητα, ο Ίμερος και ο Έρωτας να νικήσουν το νείκος των καιρών!
[1] «πόθος» ἐπωνόμασται ὃς τότε, ὅταν παρῇ οὗ τις ἐφίετο, «ἵμερος» ἐκαλεῖτο· ἀπογενομένου δὲ ὁ αὐτὸς οὗτος «πόθος» ἐκλήθη. Πλάτων, Κρατύλος, 420.
[2] ««ἦ καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα ποικίλον, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο·
ἔνθ᾽ ἔνι μὲν φιλότης, ἐν δ᾽ ἵμερος, ἐν δ᾽ ὀαριστὺς
πάρφασις, ἥ τ᾽ ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων».
«Είπε, απ’ τα στήθη έλυσε την κεντημένην ζώνη, την θαυμαστή, που όλες εκεί τις πλάνες είχε κλείσει˙ χάρις και πόθος είναι αυτού, γλυκόλογα είναι μέσα, συνομιλία καλή τον νου να κλέψη και φρονίμων» (Μετάφραση Πολυλά)
[3] «ὅτι γὰρ ἱέμενος ῥεῖ καὶ ἐφιέμενος τῶν πραγμάτων» Κρατύλος, Πλάτωνας (420)