Νίκος Φιλντίσης, Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου, 2021
Μια ποιητική της αφής
Γράφει ο Γεράσιμος Βουτσινάς
Είτε το επιθυμούμε συνειδητά είτε όχι, είμαστε το κέντρο του κόσμου, κι οι άλλοι χρησιμεύουν ως καθρέφτες μας. Η πραγματικότητα όμως αγνοεί τη παιδική απαίτησή μας, κι έτσι δημιουργείται η πρωτογενής σύγκρουση που μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή, όντας πηγή άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο έντονων συναισθημάτων. Σ’ αυτό τον κόσμο λοιπόν, όπου κυριαρχούν καταιγίδες γεγονότων, ταχέως εναλλασσόμενα συναισθήματα, και φευγαλέες αντιλήψεις, το παρόν δεν είναι παρά η ρευστή στιγμή που μας χωρίζει απ’ το παρελθόν, το οποίο, καλώς ή κακώς, αναπλάθεται από τις δημιουργικές διαθέσεις της μνήμης. Σε μια βάση αυθαίρετης σύνθεσης ενός μωσαϊκού κατασκευασμένου από θραύσματα της προσωπικής μας εμπειρίας, που, έστω και παραλλαγμένα, κατάφεραν να αφήσουν ίχνος στη συνείδηση ή το υποσυνείδητό μας, το ποίημα αποτελεί ζωντανό κομμάτι του ιστορικού μας χρόνου, και τελικά του ίδιου του κόσμου μας, γεγονός που επαληθεύει και το γνωστό απόφθεγμα του Mallarmé. Στο πλαίσιο αυτό, ο ποιητής Νίκος Φιλντίσης, στο βιβλίο του «Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου» (εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2021), μας επιτρέπει να περιπλανηθούμε στον ιδιωτικό του χώρο, να συντονιστούμε με τα συναισθήματα που τον δονούν, και να νοιώσουμε τις εντάσεις του, στη χαρά, τη θλίψη, το παράλογο, τον πόνο.
Η συλλογή αυτή του Νίκου Φιλντίση χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, που αντιστοιχούν στις αντιλήψεις του ποιητή σχετικά με την οντολογία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον ερωτισμό, και την ποιητική. Τα μεγαλύτερα ποιήματα ακολουθούνται από ένα ή δυο, χάικου, σε ρόλο Entr’acte, όπως γινόταν παλιότερα με την εκτέλεση ενός σχετικά σύντομου μουσικού κομματιού ανάμεσα στις πράξεις ενός θεατρικού έργου. Τα χάικου είναι έντονα λυρικά, και διόλου άσχετα με τα μεγαλύτερα ποιήματα που προηγούνται και έπονται. Αντίθετα, συνομιλούν με αυτά, με τη δύναμη των στιγμιαίων ιστοριών τις οποίες αφηγούνται, και δεν πρέπει κανείς να τα παραβλέψει ή να τα υποτιμήσει: είναι εξαιρετικά. Τα περισσότερα ποιήματα μεταφέρουν συναισθηματική φόρτιση. Χαρακτηριστικά τους, ευαισθησία, θλίψη, αμφιβολία, σαρκασμός, χιούμορ, πνεύμα. Αρκετά από αυτά, περιέχουν νύξεις δυσοίωνες, διηγούνται ιστορίες με αβέβαιη ή δυσάρεστη κατάληξη ή είναι ποτισμένα με το άγχος κάποιας δυσμενούς έκβασης. Πρόκειται για αφηγήσεις πραγματικών ή ενδεχομένως φανταστικών συμβάντων, για απολογισμούς ή φόβους, στους οποίους ο χρόνος δεν μοιάζει να είναι λειτουργικά παρών. Η μορφή δένει με τη γλώσσα και το περιεχόμενο, που μεταφέρουν ιδέες και συναισθήματα του ποιητή με αποτελεσματικότητα. Η γραφή είναι σαφής, ουσιαστική, και πνευματώδης. Πού και πού, μπορεί να εντοπίσει κανείς επιλογές μιας γλώσσας πιο σκοτεινής, που όμως δεν κάνουν τον λόγο δυσνόητο. Ήδη λοιπόν, στην τρίτη του συλλογή, ο ποιητής έχει κατακτήσει σημαντική τεχνική ωριμότητα, δημιουργώντας έναν ασφαλή λυρικό χώρο για αληθινή εσωτερική ζωή.
Αρχικά, στο πλαίσιο μιας «οντολογικής διακήρυξης», ο ποιητής δηλώνει: είμαι ο ων και ο κόσμος, βλασταίνω και παράγω σπόρους, σκεπάζω τον κόσμο με ηδονή και λύπη, είμαι ένα εκκρεμές ανάμεσα σε ελπίδες και ματαιώσεις, ενώ στη συνέχεια μας ενημερώνει ότι, για να υπάρξουν οι ιστορίες, πρέπει να έχουν τέλος, κι έτσι η ομορφιά δεν διαρκεί. Το ποίημα αποτελεί εργαλείο μοναδικό για τη λείανση του κέντρου της λύπης. Η λύπη, μας λέει, είναι το κενό, που μεγαλώνει πίσω από την ευαισθησία, η οποία αργά και σταθερά χάνεται, καθώς βυθίζεται στην επανάληψη, εκεί όπου χέρι και βλέμμα γίνονται διστακτικά, παύουν ν’ αγγίζουν, σκεπάζονται από πέπλο μετέωρης σιωπής, κι εμείς δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Όταν δε σκέψεις, ορέξεις και πράξεις, βγαίνουν από την κεντρική λεωφόρο, κι έρχονται να περιπλανηθούν στα στενά, σιγοτραγουδώντας σκοπούς απαλούς, της χαράς, μόνο η μητέρα κατανοεί, συντονίζεται, συντρέχει. Ευγνωμοσύνη. Τι κρίμα όμως. Συνήθως, είμαστε φυλακισμένοι σε απόψεις στεγανές, η διακοπή της επικοινωνίας είναι ο κανόνας. Οι φοβίες μας συρρικνώνουν. Φοβίες για τις ιδέες, τις βεβαιότητες, το ίδιο το εγώ, και το σώμα, φορέα του εγώ. Μετά, εμφανίζεται κάποιο χέρι, ως εκτελεστικό όργανο της «κοινοτοπίας του κακού». Το σκοτάδι του κόσμου απλώνεται και γεμίζει αιχμές, τις οποίες όλοι χρησιμοποιούμε ως αξεσουάρ στις σχέσεις μας. Εδώ ο ποιητής, σαρκάζει τους σωτήρες, τους παντογνώστες και τους νάρκισσους, που θεωρούν ίδιο καθήκον την καθοδήγησή μας, παρωδεί έθιμα που συγκρούονται με την πραγματικότητα, και ελπίδες που αποδεικνύονται απατηλές. Η τρίτη ενότητα, εκτός από δέκα χάικου, περιλαμβάνει εννέα όμορφα ερωτικά ποιήματα. Διαβάζουμε για εφήμερους ή αδύνατους έρωτες. Σώματα έρμαια, ντυμένα με λέξεις, παρανοήσεις, με αφέλεια που πληρώνεται, και με το βαρύ τίμημα της αγάπης. Πόσους έρωτες μπορεί ν’ αντέξει ένα σώμα, όταν το τέλος έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του στον ορίζοντα; Στην τέταρτη ενότητα, βρίσκουμε απόψεις, προβληματισμούς και φόβους του ποιητή σχετικά με την τέχνη του. Μήπως στο τέλος της τροχιάς βρίσκεται ο τοίχος; Έχει η ποίηση δυνατότητα κοινωνικής παρέμβασης; Λες οι σταγόνες των άστρων και του φεγγαριού ν’ αραιώσουν το νόημα των στίχων μου; Τέλος, μας βεβαιώνει πως οι φλόγες του έρωτα και της ποίησης μέσα μας, δε σβήνουν ποτέ. Όμως, όσο κι αν μας καίνε, δεν έχουν την ικανότητα να μας αποτεφρώσουν. Συνεχίζουμε απλώς να ζούμε φλεγόμενοι.
Βιογραφικό Γεράσιμος Βουτσινάς