Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Το άγνωστο Αριστούργημα, Πιερ Γκρασού.
Μετάφραση, επίμετρο, εικονογράφηση Βασιλική Σιαφάκα (ΑΩ εκδόσεις)
Το όμορφο βιβλίο του Μπαλζάκ που κρατάω στα χέρια μου, επιμελημένο από τις ΑΩ εκδόσεις και προσωπικά φροντισμένο από τον Πέτρο Μιχάλη, περιλαμβάνει δύο νουβέλες, Το Άγνωστο Αριστούργημα (1831) και τον Πιερ Γκρασού (1839), σε μετάφραση και εικονογράφηση της Βασιλικής Σιαφάκα.
Το Άγνωστο Αριστούργημα, το είχα διαβάσει πριν πολλά πολλά χρόνια, φοιτήτρια ακόμη, σε μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, από τις εκδόσεις Άγρα. Με τη συγκίνηση και τη νοσταλγία, λοιπόν, της ανεπίστρεπτης νεότητας, το ξαναδιάβασα. Όπως πρωτοδιάβασα και τον Πιερ Γκρασού. Και οι δυο νουβέλες ήταν μικρά θαύματα. Σε μια ρέουσα μετάφραση, άρχισαν να εκδιπλώνονται φιλοσοφικά, ηθικά και εν τέλει υπαρξιακά ζητήματα που σχετίζονται με την Τέχνη στη διαχρονία της, προβληματίζοντας δημιουργούς και κοινό. Από τη μια, στο Άγνωστο Αριστούργημα, η καλλιτεχνική αγωνία της τελειότητας και της αναζήτησής της, το ερώτημα εάν είναι εφικτή η τελειότητα στην Τέχνη ή αν – με βάση την ετυμολογία της λέξης τελειότητα– προσημαίνεται το τέλος της Τέχνης, η εμμονή του καλλιτέχνη να προσεγγίσει το απόλυτο, γεγονός που, ενίοτε, τον οδηγεί στην μοναξιά και την τρέλαˑ και από την άλλη, στη μεταγενέστερη νουβέλα Πιερ Γκρασού, ο μέτριος καλλιτέχνης, ο imitation αλλά προσαρμοστικός, ο οποίος πλουτίζει και φαινομενικά ευτυχεί από τα «εύγε» του ακαλλιέργητου Δήμου, αλλά ποθεί την αποδοχή των σοφιστών-ομοϊδεατών του. Ο ζωγράφος Φρενχόφερ του Άγνωστου Αριστουργήματος που κυνηγά το ιδεατό και καταστρέφεται και στον αντίποδα ο Πιερ Γκρασού, που υποκύπτει στους νόμους της αγοράς και ανέρχεται, γνωρίζοντας την ασημαντότητά του, πράγμα που τον καταθλίβει. Και το δίπολο αυτό υφαίνεται με φόντο την καλλιτεχνική ζωή του Παρισιού στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Οι δύο νουβέλες είναι τυπωμένες αντίστροφα στο βιβλίο. Πρόκειται για ένα ευφυές τέχνασμα –προφανώς– του εκδότη, τέχνασμα που κατορθώνει να λειτουργήσει αντιθετικά αλλά και συμπληρωματικά. Ο Φρενχόφερ, ταλαντούχος και αυτοκαταστροφικός και ο Πιερ Γκρασού, μέτριος και πρόσκαιρα επιτυχημένος ζωγράφος, που είναι δυστυχισμένος γιατί ξέρει πως δεν προσεγγίζει καν τη μεγάλη Τέχνη. Διαφορετικές αφετηρίες, κοινός στόχος: η κατάκτηση του απόλυτου, του ιδανικού στη ζωγραφική –και γενικότερα στην Τέχνη– που δεν είναι παρά ουτοπία. Στα κείμενα αυτά τίθενται, μεταξύ άλλων, ερωτήματα για τη φύση του καλλιτεχνικού έργου, τον ρόλο της Τέχνης, την ιδιοπροσωπία και αποκλίνουσα συμπεριφορά του καλλιτέχνη, τη νοσηρή ταύτιση με ένα εξωπραγματικό καλλιτεχνικό όραμα, τη σύγκρουση Τέχνης-Ζωής αλλά και Τέχνης-Έρωτα, την αντιπαράθεση του Ρομαντισμού με τον αρχόμενο Ρεαλισμό και το κοινό της Τέχνης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Και όλα αυτά δοσμένα με το ρεαλιστικά αναλυτικό και ακριβές ύφος του Μπαλζάκ, που περιγράφει και ταυτοχρόνως στοχάζεται με μια λεπτή ειρωνεία.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν γίνεται να μην αναφερθεί πόσο αγαπούσε ο Πικάσσο – όπως και ο Σεζάν– το Άγνωστο Αριστούργημα. Μάλιστα ο Πικάσσο –καλλιτέχνης μεγαλομανής, που ταυτίζεται αρκετά με τον φανταστικό ζωγράφο Φρενχόφερ– το 1930, σε μια έκδοση που επιμελήθηκε ο έμπορος τέχνης Βολάρ, εικονογραφεί τη νουβέλα του Μπαλζάκ με 12 σχέδιά του. Και τα σχέδιά του τα φτιάχνει στο ίδιο σπίτι όπου υποτίθεται ότι διαδραματίζεται το Άγνωστο Αριστούργημα – απόδειξη της αχαλιναγώγητης, ακραίας καλλιτεχνικής φύσης του αλλά και του μαξιμαλιστικού ζωγραφικού του οράματος, κάτι ανάμεσα στην τρέλα και τη μεγαλοφυΐα.
Και οι δύο νουβέλες περιλήφθηκαν στην Ανθρώπινη Κωμωδία, το εμβληματικό έργο του Μπαλζάκ που αποτέλεσε τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα με τεράστια επιδραστικότητα – ας μην ξεχνάμε πως ο Μαρξ και ο Ένγκελς ασχολήθηκαν με το έργο αυτό που τους έδινε πλούσιο υλικό για να στοιχειοθετήσουν τη θεωρία τους. Η παλινόρθωση ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση, η Βιομηχανική Επανάσταση που εξελισσόταν δυναμικά προκαλώντας, αφενός συνθήκες ανεξέλεγκτου πλουτισμού για τη μεγαλοαστική τάξη, αφετέρου απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στην κατώτερη τάξη, όλα αυτά, που θεματοποιούνται στην Ανθρώπινη Κωμωδία, έκαναν τον Ένγκελς να πει ότι «ο Μπαλζάκ με δίδαξε περισσότερα απ’ ό,τι όλοι οι επαγγελματίες ιστορικοί, οικονομολόγοι και στατιστικολόγοι μαζί».
Επίμετρο κατατοπιστικό και εικονογράφηση πολύ όμορφη ολοκληρώνουν την καθ’ όλα άρτια έκδοση, δίνοντάς μας ένα γοητευτικό βιβλίο κι έναν Μπαλζάκ στα καλύτερά του.