Scroll Top

Στέλλα Δούμου “Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει” | Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Στέλλα Δούμου, Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει, εκδόσεις Κουκκίδα

Γράφει η Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Η Στέλλα Δούμου επανέρχεται με μια ακόμα ποιητική συλλογή, τέσσερα χρόνια αργότερα μετά την τελευταία της (Το άλογο που έγραφε, Σμίλη 2020) παραμένοντας πιστή σε ένα υπερρεαλιστικό περιβάλλον, το οποίο καλλιεργεί με συνέπεια, ενώ στους στίχους της αναγνωρίζει κανείς στοιχεία που συνδιαλέγονται ακόμη και με τον φουτουρισμό. Καθώς η τεχνική της και το ποιητικό της σύμπαν εμπλουτίζεται, η Δούμου εργάζεται εντατικά σπάζοντας τις φόρμες και καταφέρνει να αποτυπώνει ονειρικές εικόνες οι οποίες αγγίζουν έως και τα όρια ενός μαγικού ρεαλισμού, στα πλαίσια ενός νεοφορμαλισμού που εξελίσσεται και εκείνη δηλώνει παρούσα ως άξια εκπρόσωπός του. Η συλλογή αποτελείται από οκτώ ενότητες οι οποίες εισάγονται ποιητικώ τω τρόπω, με πρωμετωπίδες υπό τη μορφή στίχων που περιλαμβάνουν την κάθε θεματική. Οι θεματικές της ακολουθούν την τάση μιας εποχής η οποία αναζητά διέξοδο στο φως, καταβυθιζόμενη στο βαθύ σκοτάδι της ύπαρξης, ανασύροντας τραύματα, οδυνηρές αναμνήσεις, επικοινωνεί με το επέκεινα και συνδιαλέγεται με τον έρωτα και την όποια απώλεια μπορεί να συνδέεται με το εσώτερο Εγώ.

Το ποιητικό σύμπαν της Δούμου μεταφέρεται, ενίοτε και πέραν των συνόρων άλλοτε για να ταξιδέψει υποσυνείδητα «Τα ποιήματα, ας πούμε, είναι γυάλινες σφαίρες boule de neige που κάθε φορά και γίνονται θρύψαλα./Η μεταφυσική θα είναι ένα ακόμα τέχνασμα/Για ν’ ανασάνεις./Και ν’ ανασάνω.» (σ.15) κι άλλοτε για να καταγράψει, να επικοινωνήσει με αέρινες υπάρξεις που διεκδίκησαν μέσω της τέχνης τους ό,τι αγάπησαν περισσότερο και δικαιωματικά τους ανήκε, «Χαμίντ, δροσιά μου/Ο χρόνος σφουγγίζεται με μέλλοντα/Θα έρθω/Με βουνά στις τσέπες και βρεγμένα φεγγάρια/Δίχως να έχω γεννηθεί, θα έρθω.» (Η εκκρεμότητα της Μπελβίλ, σ. 16). Στην ενότητα που προαναγγέλλεται ως «Φτερά που καίγονται», στο ποίημα με τίτλο «Ρίζα επιτάφια», γίνεται σαφής αναφορά σε ένα «κοινωνικό» έγκλημα, καθώς αναφέρεται στην ανθρωποκτονία του Ζακ Κωστόπουλου από ιδιοκτήτη κοσμηματοπωλείου πέριξ της πλατείας Ομονοίας.

Το ποιητικό υποκείμενο και σε αυτήν τη συλλογή ανιχνεύει τις γονεϊκές απολήξεις, ιχνηλατώντας προγονικές ρίζες στην υπαρξιακή αναζήτηση, καθώς ταυτίζεται με το θηλυκό «Άλλο», ως μάνα που καλείται να θρηνήσει το σπλάχνο της και το πράττει με άλλη μια κοινωνικό – πολιτική αναφορά. Η αδικία είναι το διακύβευμα και στο επόμενο ποίημα της, το οποίο αναφέρεται σε μια ακόμα δολοφονία, αυτή του Αλέξη Γρηγορόπουλου, «Σε θυμάμαι μητέρα, να ψάχνεις όνομα και τόπο να σταθείς.», όπου ο τίτλος αποτελεί από μόνος του ένα ολοκληρωμένο ποίημα, η ακόμα κι ένα Flash fiction μικροδιήγημα  (σ. 50).           

Ταυτόχρονα, συνδέεται με την οικουμενική ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς ενώνει τη φωνή της με ό,τι εκφράστηκε, ως διαμαρτυρία, διατηρώντας πάντα την επαφή της με την τέχνη. Η Δούμου αγαπά τις λέξεις και η ποιητική της δεν διαφέρει από έναν καμβά, όπου ο λόγος της ισορροπεί έντεχνα μεταξύ της λόγιας έκφρασης, αποπνέοντας ταυτόχρονα κάτι από τη γαλλική φινέτσα που συναντούσε κανείς στα σαλόνια ποίησης του Γκυγιώμ Απολλιναίρ, και της απλής καθημερινής γλώσσας της επικοινωνίας. Μετατρέπει τις συνθέσεις της σε υπερρεαλιστικές πανδαισίες που θυμίζουν συχνά πίνακες του Νταλί, καθώς καταφέρνει να διαλύσει τις φόρμες δημιουργώντας έναν κόσμο όπου το ασυνείδητο αντανακλάται δεν αποτελεί πια παρασκήνιο. Γίνεται πρωταγωνιστής μιας προσπάθειας να θεραπεύσει, να αιτιολογήσει, να συμφιλιωθεί με κάθε υπαρξιακό ερώτημα. «Ο Εκείνος, ο Αυτός, ο Διεστώς/Μελαχθονίως τα χαράματα/Ονειρεύονται μικρούς ζηλιάρηδες θεούς/Και ψάρια στης μασχάλης τη σπηλιά/Που τους ξυπνούν μ’ ένα χρυσό χαμόγελο μετάνοιας.» (σ.19).

Ο έρωτας, ο θάνατος και η υπαρξιακή αγωνία είναι οι βασικότεροι άξονες των θεματικών της, καθώς η απώλεια πρωταγωνιστεί στα ποιήματα αυτής της συλλογής. Ενώ, τα όνειρα και η νύχτα είναι ο χρόνος και ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ποίηση της Δούμου. Το τέλος και η αρχή την απασχολούν, ενώ το ενδιάμεσο αποτελεί για εκείνην τον καμβά όπου υφαίνει τις ζωντανές της εικόνες και μεταφέρει τον αναγνώστη στα άδυτα της ψυχής. «Όλα γίνονται τη νύχτα…/Στην άλλη όχθη αφρίζουν οι μέλανες δρυμοί/Που χύνονται στα φλυτζάνια των ματιών.» (σ. 25) Η Δούμου χειρίζεται με χειρουργική ακρίβεια τη δύναμη των συμβόλων για να υπονοήσει κρυπτικά όσα πονούν και απαιτούν διαλεύκανση. Ρήματα κίνησης, επίθετα, κυρίως επιρρήματα, ενίοτε επιτηδευμένα (Μελαχθονίως), περιγράφουν τον έσω κόσμο. «Στα δάχτυλα του ζωγράφου είχαν καθίσει πινελιές σαν περιστέρες…/Ο Ζωγράφος κάθε νύχτα μ’ έσβηνε γιατί με έβρισκε πάντα μεθυσμένη, γυμνή κι ολόχρυση. Ήταν εξαντλητικό όσο κράτησε. Κάποτε μας βαρέθηκε…/Έκτοτε τα πίνουμε σοβαροί στο βάθος μιας χρόνιας πραγματικότητας κρατώντας τα προσχήματα της στατικής προβολής.» (σ. 34). Το ποιητικό υποκείμενο και σε αυτήν τη συλλογή ανιχνεύει τις γονεϊκές απολήξεις, ιχνηλατώντας προγονικές ρίζες στην υπαρξιακή αναζήτηση, καθώς ταυτίζεται με το θηλυκό «Άλλο», ως μάνα που καλείται να θρηνήσει το σπλάχνο της και το πράττει με άλλη μια κοινωνικό – πολιτική αναφορά.

Ο θάνατος για τη Δούμου αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Συμφιλιώνεται με την απώλεια και σαν ένας σύγχρονος Διγενής Ακρίτας τον αψηφά συμπεριλαμβάνοντας τον, χωρίς μεταφυσικές ερμηνείες, υποτιμώντας τον φόβο που κραδαίνει. «Κάποτε ανάβει αίμα ο θόρυβος/Της τελευταίας ώρας…/Κένταυρος ο Αρχάγγελος μ’ ένα κερί/Κι απ’ τις μασχάλες μας αρπάζει-/μ’ ένα κρακ/Φιλώντας μας στα μάτια. Αυτό./Και τίποτ’ άλλο./Μα τι να πει κι ο θάνατος/που από ζωή δεν ξέρει;» (σ. 43).

Μετά την προτελευταία ενότητα, η οποία περιγράφεται στην προμετωπίδα ως «Μπλε γέλια υπόγεια», όπου αν το ποιητικό υποκείμενο «επιμένει» ρεαλιστικά στη μελαγχολία μιας υπαρξιακά κοινωνικής απογοήτευσης, το πρώτο ποίημα της ενότητας περιέχει στον τίτλο του τον επιρρηματικό προσδιορισμό Λευκότερα για να ορίσει τον χρόνο, ένα ακόμα από τα θεμελιώδη στοιχεία που δομούν το ποιητικό περιβάλλον αυτής της συλλογής. Προϊδεάζει για την επόμενη, και τελευταία, ενότητα που τιτλοφορείται ως «Κλειδώσεις του λευκού», όπου ο λόγος, η ίδια η ποίηση προαναγγέλλουν, σχεδόν απρόθυμα  – μα είναι στη φύση του ανθρώπου ετούτη η αρετή, η ανάγκη του να ελπίζει – μια άνοιξη παράλυτη η οποία, «…στο τέλος θα γεννήσει/Άνθη, μύγες κι άλλα φερτά υλικά,/Η ισημερία των αστικών συνηθειών/Θα μετρηθεί με μικρές φόρμες ουρανού/ατάκτως ερριμμένες/Και εισπνοές ελατόριζας…» (σ. 63). Για να καταλήξει στο «Μύρο», το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, όπου η ποιήτρια καταθέτει σαφώς την ελπίδα της και συμβολίζει την νίκη του εαρινού θροΐσματος έναντι του θανάτου, με ένα ρητορικό ερώτημα, αφού πρωτίστως χρησιμοποιεί έναν «νεολογισμό» στη χρήση ενός ρηματικού επιθέτου «αναμμένων» -εκ του ανάβω- για να περιγράψει τα ρήματα:

[…]
«Πάντα υπάρχει ένα κλαδί φεγγίζει υπό γωνία
Να ’χεις να πιάνεσαι χλιμιντρίζοντας, εκεί
Στα αδέσποτα των αναμμένων ρημάτων.

Υπάρχει καλύτερος καιρός
Για το μέγα έλεος του αφάτου
Πού παραλλάσσει τον θάνατο;»

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Βιογραφικό Στέλλα Δούμου