Μετά την εξαίρετη και εξόχως διαφωτιστική εισήγηση του κ. Βουτουρή, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, αντικρίζοντας τα πράγματα από μιαν άλλη σκοπιά, εκείνη που επικαλείται και οικειώνεται το ποίημα ως άλλο μέσα από τη γλώσσα της ίδιας της ποίησης, αναλαμβάνοντας τη συμβαντολογική στιγμή της γραφής ως μια νέα εγχάραξη στο σώμα της γλώσσας.Έτσι θα προσπαθήσω, στο μέτρο του δυνατού, να αισθητοποιήσω εκείνη τη σχεδόν ασύλληπτη διαδικασία όπου ένα ποίημα εισβάλλει σε άλλα ποιήματα ή ένα βιβλίο εκβάλει σε άλλα βιβλία, σαν να ήταν, μέσα από έναν αδιάγνωστο τρόπο, ο αινιγματικός προπομπός τους ή η άρρητή τους ενδελέχεια. Ο για πολλά εύστοχος και χρήσιμος όρος διακειμενικότητα, όσον αφορά τη συνομιλία μεταξύ των κειμένων, θα ήταν σε σημαντικό βαθμό επαρκής, εάν θεωρούσαμε πως η ανάγνωση, όπως και η γραφή, είναι μια δραστηριότητα εξόχως σωματική, ότι μια ανάγνωση ξεκινά, ανταποκρινόμενη, εν πρώτοις, και διαπερνώμενη στη συνέχεια, όχι ακριβώς στο ίδιο το κείμενο, αλλά στο παραμιλητό του κειμένου, στο υπόγειο παραληρηματικό του κέλευσμα, στις λανθάνουσες αισθητηριακές του συμφύρσεις, από ένα ρεύμα δυσεξήγητης ώσμωσης, όπου δύο σώματα συναντώνται ανοιγόμενα το ένα στο άλλο, συμμετέχοντας, αμοιβαία, σε μια εκστατική συνακολουθία αγγιγμάτων, ήχων, θορύβων, ψιθύρων, σιωπών. Στο πεδίο εκείνο όπου, όπως έλεγε ο Πεσόα, οι λέξεις είναι κορμιά που μπορείς να τα αγγίξεις, ορατές σειρήνες, ενσαρκωμένες ηδυπάθειες. Στο κινούμενο και διαρκώς μεταμορφούμενο τοπίο αυτής τής, σχεδόν εδεμικής, ενσαρκωμένης ηδυπάθειας, βρέθηκα, εκών άκων, μέσα από την ανάγνωση του Ριμαχό, διερχόμενος εκείνη την επικίνδυνη, σε ταλαντεύσεις και κλυδωνισμούς, καμπή, όπου, από το να διαβάζεις, απλώς, ένα βιβλίο, γίνεσαι ο εν κινδύνω αναγνώστης του, όπου η ανάγνωση καθίσταται μια ενεργός κληρονομία, ο διάμεσος μιας μεταβίβασης στον χρόνο.
Είναι γεγονός πως, ανεξαρτήτως αναγνωστικών προτιμήσεων και εθισμών, σπάνια υπάρχουν βιβλία που να μην σου αφήσουν κάτι, μια σποραδική διέγερση, έναν ανεξιχνίαστο αναβρασμό, μια δυσδιάκριτη αμυχή, το ανεξίτηλο ίχνος μιας ανατομικής εγχάραξης. Κάποια, μπορεί να προχωρήσουν σ’ ένα ακόμη βαθύτερο επίπεδο, κατορθώνοντας να σε διαπεράσουν και να σε αναστατώσουν συθέμελα και κάποια (αυτής της κατηγορίας) να ιζάνουν μέσα σου τόσο καταλυτικά, ώστε να μοχλεύσουν την ίδια τη διεργασία του ποιητικού γεγονότος, την ίδια την επιθυμία της γραφής, όχι απλώς σαν μόχλευση μιας αόριστης επιθυμίας του γράφειν, αλλά ως ένα είδος επείγουσας ανταπόκρισης σ’ αυτό το συντελούμενο συμβάν, ως αντιφώνηση σ’ ένα διαρκώς επίμονο νεύμα που σε καλεί. Ένα τέτοιο βιβλίο, τουλάχιστον για τη δική μου αναγνωστική «ευπάθεια», είναι ακριβώς ο «Ριμαχό» του Παναγιώτη Νικολαΐδη (εκδ. Σμίλη, 2022). Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τη λέξη ευπάθεια, γιατί μόνο ως ευπαθής, εύθραυστος και τρωτός μπορεί να καταστείς ο προνομιούχος διάμεσος της δεξίωσης του άλλου, του άλλου λόγου, του άλλου κειμένου, προσφέροντάς του τις ευήλατες υποδοχές να εισχωρήσει ως επιτέλεση μιας χειρονομίας μνημείωσης, συνθήκη αυτού που ονόμαζε ο Ντεριντά ροπή του ποιήματος να στρέφεται προς εσένα, προτού στραφείς εσύ προς εκείνο – δύναμη, προφανώς, που μόνον τα μεγάλα έργα διαθέτουν. Και, όπως δείχνει ο Ντεριντά, φέρω το ποίημα, τη στιγμή που αυτό στρέφεται προς εμένα, σημαίνει «μπαίνω στη φορά του, το φέρω στον άλλο, δίνω στον άλλον να το φέρει».
Είχα την τύχη να διαβάσω το χειρόγραφο αυτού του σπουδαίου βιβλίου προτού ακόμα πάει στο τυπογραφείο. Ήξερα από εκείνη τη στιγμή ότι είχα στα χέρια μου ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα τα τελευταία χρόνια. Πέραν από την αξιοθαύμαστη εκφραστική του αρτιότητα, που από μόνη της συνιστά μια ισχυρή υποθήκη για την αμφίβολη, έστω, αθανασία των έργων, εγείρει μια σειρά κρίσιμων θεμάτων, που αφορούν την ίδια τη συγγραφική πρακτική, τη σχέση του ποιητικού λόγου με την ιστορία, τη διαλεκτική του ιστορικού παρόντος με την παράδοση, την ευθύνη του δημιουργού ως φορέα ακριβώς μιας ζώσας και ενεργού πνευματικής κληρονομιάς σε σχέση με το Εμείς και το Τώρα… Συνελόντι ειπείν, ένα βιβλίο που παράγει λογοτεχνική μνήμη, διανοίγοντας, ταυτόχρονα, τον ιστορικό ορίζοντα της γραφής. Ο Ριμαχό, πέραν από την καθαυτό ποιητική του αξία, επανατοποθετεί, ακριβώς, αυτήν την κυμαινόμενη και πολυσχιδή σχέση με την παράδοση, ως μια ποιητικο-κριτική απαίτηση του παρόντος, επανεμψυχώνοντας και μετακενώνοντας την persona του Ριμάκο, υπό το πρόσημο της οποίας συνορχηστρώθηκε μια από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης λογοτεχνικής μας ιστορίας, μια ποιητική, θα τολμούσα να πω, «αναμέτρηση» για το νόημα της ιστορίας εξόχως πολιτική, καθώς οι συμπλεκόμενοι, τρεις μείζονες ποιητές, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Παντελής Μηχανικός, Κώστας Βασιλείου, ενοφθάλμισαν το ποιητικό τους διακύβευμα στη διατομή, ακριβώς, της πολιτικής πράξης με την ιστορία, διαμορφώνοντας, στο πλαίσιο αυτό, τόσο τα μέσα όσο και τις ποιητικές στρατηγικές τους.
Ο Ριμαχό του Π. Νικολαΐδη έρχεται, ακριβώς, να μας υπομνήσει ότι, όπως επισημαίνει ο Γιάους, «η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια διαδικασία αισθητικής πρόσληψης και παραγωγής, που λαμβάνει χώρα με την επικαιροποίηση των λογοτεχνικών κειμένων από τον προσλαμβάνοντα αναγνώστη, τον στοχαστικό κριτικό και τον συγγραφέα που με τη σειρά του δίνει συνέχεια στην παραγωγή». Θεωρία η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα συνύπαρξης έργων τα οποία εμπίπτουν στον κατεστημένο ορίζοντα προσδοκιών με έργα νεωτερικά, τα οποία συμβάλλουν στην αμφισβήτηση ή και στην αναθεώρηση του κυρίαρχου λογοτεχνικού παραδείγματος. Στην περίπτωση του Ριμαχό, αυτός ο αναγνώστης, ο στοχαστικός κριτικός και ο συγγραφέας, συμφύρονται σ’ ένα πρόσωπο που επιτελεί αυτή την τριπλή λειτουργία της πρόσληψης με αξιοθαύμαστο τρόπο, καθώς, μάλιστα, προχωρεί κι ένα βήμα παραπέρα, διευρύνοντας, την προσλαμβανόμενη persona του Ριμάκο, για να της προσδώσει υπερτοπικά και οικουμενικά χαρακτηριστικά.
Απότοκο της συνομιλίας μαζί του, αλλά και της κοινής μας σύμπλευσης στο βιβλίο «Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο – Σονάτα για την αφαίρεση» (εκδ. Θράκα, 2017), είναι μια μορφή «Αντιφώνησης» στον Ριμαχό, μια σειρά ποιημάτων που συνιστούν μια «εκ του συστάδην» ποιητική διαλογική, μια σύνθεση που διαμορφώνεται εν προόδω, ως ένα αντιφώνημα προς τον ποιητή και το βιβλίο του. Προτού προχωρήσω στην ανάγνωση μερικών ποιημάτων από την εν λόγω αδημοσίευτη ποιητική ενότητα, θα ήθελα να πω, και ως έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον Παναγιώτη, πως από τότε που γράψαμε μαζί εκείνο το σύντομο, μα μεγάλο σε μόχθο, βιβλίο, κυλάει ανάμεσά μας το ρεύμα μιας ανοικτής και διαρκώς ζέουσας ποιητικής συνομιλίας που διαβρώνει τις όχθες της εγωτικής αυταρέσκειας, αποτινάσσει τις καθησυχαστικές μας βεβαιότητες, μας εκτροχιάζει από τους καθηλωτικούς μας ομφαλοσκοπισμούς. Κάνει, εν τέλει, να συγκλίνουν λίγο περισσότερο ο ποιητής προς τον άνθρωπο μέσα στο απερινόητο Εσύ, απαλύνοντας κάπως τα σκοτάδια.
Σημ.: Κείμενο που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Τεχνοδρόμιο, Λεμεσός, 20/4/2023
Ριμαχό – Ο θρύλος
Ο θρύλος λέει
πως γεννήθηκα από το ίδιο
το χέρι μου
σαν μπλεχτήκαν τα ονόματα
στη μήτρα ενός παρατονισμού
Όπως εκείνοι που γεννιούνται μόνοι
παρά θέλησιν Κυρίου
διαιρεμένος σε ποιήματα
Ο θρύλος λέει ακόμα
πως καρφώνοντας στη λήγουσα
τον τόνο
έφερα στο χείλος την αποκρημνίωση
την αποχέτευση στο σκότος
των άρρητων ρητών
Μόνο η Ριμαχόνα ήξερε
να με φωνάζει
Ριμάκο, Ριμάχο, Ριμαχό
ρυθμικό τριώνυμο της μάχης
στην ταραγμένη ομοιοκαταληξία
του Καιρού
Ας προσπερνάει όμως
καλόπιστα αυτή η φήμη
Εδώ μιλώ δαγκώνοντας
την ψίχα του χρόνου
Το ποίημα σφαδάζει
στο χορτάρι της αφής
…
Γράφοντας μαζί ένα βιβλίο
Τι θα γινόμασταν
αν γράφαμε πάλι μαζί
ένα βιβλίο
είπε ο Ριμαχό
Αυτοί που έπαψαν να περιμένουν;
Εκείνο που εξέρχεται
και λάμπει ανυπεράσπιστο στο φως;
Tο ζάμπλουτο Ένα
μες απ’ τη φωνή του άλλου;
Οι άγραφες σελίδες εκτίοντας
επίμετρα σχολαστικά;
Αυτοί που μιλούν με μοιρογνωμόνια
της στέπας;
Η γέφυρα προς το αδύνατο Εμείς
που ανοίγοντας μετατοπίζει όχθες;
Μια απεικόνιση του ανέμου;
Ένας θυρεός ευθυκρισίας;
Οι προγραμμένοι τού Δύο;
Σε άδεια θέατρα τραυλοί
και συγχρόνως οι παρακαθήμενοι απόντες;
Ή θα ‘μασταν στον λαβύρινθο
οι δυο μαριονέτες
που ‘θελε το ποίημα – σώνει και καλά
να βάζουμε τις λέξεις όπως πρέπει
μιλώντας μια εγγαστρίμυθη παντομίμα
Και τώρα βγαίνοντας έξω
από τον μαίανδρο της χάρτινης
πλεκτάνης του
πέταξαν τον μίτο του φοβερού
Μινώταυρου της Γλώσσας
στο αθησαύριστο τίποτα
* Παναγιώτης Νικολαΐδης, Ριμαχό, | εκδ. Σμίλη, 2022