Με την έβδομη καλαίσθητα εκδοτική ποιητική του κατάθεση που τιτλοφορείται ευφυώς Ερημίτης όμβριος (Οξύτονα για τον Καρούζο), ο Μιχάλης Παπαδόπουλος με κυρίαρχα μέχρι σήμερα θεματικά διακριτικά της ποίησής του τη διακειμενικότητα και την αυτοαναφορικότητα, εισάγει αισθητικά δικαιωμένα, αλλά κυρίως ποιητικά και μορφολογικά καινοτόμα τη μορφή του ποιητικού δοκιμίου, γεγονός που μας αναγκάζει να δούμε το σύνολο της ποίησής του ως έργο εν προόδω. Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητής εστιάζει στον ποιητή Νίκο Καρούζο, που αγάπησε και θαύμασε βαθιά, συνομιλώντας δημιουργικά πρωτίστως με το έργο του, αλλά και φωτίζοντας ταυτόχρονα στοιχεία του βίου του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Παπαδόπουλος οικειώνεται μαστορικά τη φωνή του ποιητή που επιλέγει να συνομιλήσει, χωρίς να χάνει, ωστόσο, από την άλλη, τη δική του προσωπική φωνή, η οποία συνυπάρχει αδιαλείπτως μαζί με τη φωνή του προπάτορα ποιητή-καλλιτέχνη, αναδεικνύοντας την «ακτημοσύνη των λέξεων»[1] ως βασικό συστατικό της δικής του ποιητικής, αλλά και της ποίησης εν γένει.
Δεν είναι, επομένως, καθόλου τυχαίο πως η καινοτόμα αυτή ποιητική σύνθεση έχει πρωτίστως μια ισχυρή κριτική αναγνωστική βάση, καθώς ο δημιουργικός και ποιητικός διάλογος που αναπτύσσεται δεν περιορίζεται στα αυτονόητα ή πολύ γνωστά, αλλά αποκαλύπτει άγνωστες και αγνοημένες πτυχές του έργου του προκάτοχου ποιητή. Δεν είναι, μάλιστα, άνευ σημασίας ότι το ύφος και ήθος γραφής του Παπαδόπουλου συνομιλεί συχνά και δημιουργικά με συγγραφείς και καλλιτέχνες που παραμένουν στο τυφλό σημείο του υφιστάμενου λογοτεχνικού κανόνα, όπως εν προκειμένω ο Νίκος Καρούζος. Σημειώνω, λοιπόν, εξαρχής, ότι το ανά χείρας βιβλίο Ερημίτης όμβριος, είναι γραμμένο από έναν ποιητή που γνωρίζει και εκτιμά την ποίησή του Καρούζου όσο ελάχιστοι, αφού αποτέλεσε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Παπαδόπουλο, τον κυριότερο λόγο ενασχόλησής του με την ποίηση και καταδεικνύει την εκλεκτική του συγγένεια με το έργο του Ναυπλιώτη ποιητή. Για τούτο ίσως οικοδομείται κλιμακωτά στη συλλογή μια δυναμική, κατά την άποψή μου, γέφυρα επικοινωνίας, πάνω στην οποία τροχοδρομείται αφενός μια βαθιά και δημιουργική ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου-ποιητή, και αφετέρου μια εξαιρετικά πρωτότυπη ποιητική πρόταση.
Πέραν τούτων, η ανά χείρας συλλογή εντάσσεται στην εναγώνια ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη να αναζητεί συνεχώς οχυρώσεις και αναχώματα για την ανάσχεση της επικείμενης φθοράς, της λήθης και του διαμελισμού. Το πεδίο της μάχης μετατοπίζεται συνεχώς σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: την ύπαρξη, τον χρόνο και τη γλώσσα. Κυριότερη και βαθύτερη εκ των τριών και σε αυτή τη συλλογή (που όχι τυχαία αφιερώνεται στον λεξίφλεκτο Καρούζο) είναι η βασανιστική αίσθηση της γλώσσας, καθότι και οι δυο ποιητές την αντιλαμβάνονται ως επίκεντρη όχι μόνο του χρόνου και της γραφής, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης, προσδίδοντας φιλοσοφική διάσταση στην έννοια του βάθους και της αντιφατικότητας του φαινομένου. Γι’ αυτό στην ύψιστη βαθμίδα η ποίηση του Παπαδόπουλου έχει κάτι από την αφαίρεση ή την πύκνωση της μουσικής και της φιλοσοφίας, που αμφότερες τις ενστερνίστηκε και ακολούθως τις θεματοποίησε θαυμαστά ο Καρούζος, ως χοροπηδήματα προς το άυλο.
Εστιάζοντας περισσότερο στον διάλογο του Παπαδόπουλου με τον κατεξοχήν ποιητικό του πρόγονο, παρατηρούμε αρχικά ότι, όπως και στον Καρούζο, η μυθική σκηνοθεσία του συνθετικού αυτού ποιήματος-δοκιμίου έχει τέτοια μορφή ώστε να περικλείει μέσα στον χώρο και τον χρόνο της το δρων πρόσωπο (ενδοκειμενικό ποιητή ή ποιητικό υποκείμενο) ως συστατικό στοιχείο της πλοκής, εν προκειμένω τον ίδιο τον Νίκο Καρούζο και πιο πίσω τον Μιχάλη Παπαδόπουλο. Κι όπως στην ποίηση του Καρούζου, έτσι και στην παρούσα συλλογή, αλλά και γενικότερα στην ποίηση του Παπαδόπουλου, η οργάνωση του ποιητικού μύθου επικεντρώνεται κυρίως αποκαλυπτικά στη μοναχική και καταδιωγμένη από την κοινωνία ύπαρξη του προικισμένου ήρωα-ποιητή, ενώ τοποθετεί παράλληλα στο κέντρο μια μάσκα κλόουν ενός υπερευαίσθητου εγώ. Και πάνω σε αυτήν τη μάσκα διακρίνουμε αχνά ένα διακριτικό μειδίαμα εναρμονισμένο με την όλη παράσταση που δίνεται πάνω στην ποιητική σκηνή, ενώ πίσω από το παραπέτασμα συνειδητοποιούμε πως πρόκειται τελικά για ένα αντεστραμμένο υπαρξιακό και γλωσσικό δράμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, ό,τι αντικειμενικοποιείται στην ποίηση του Καρούζου, αλλά και του Παπαδόπουλου είναι τελικά η διαλεκτική αντιπαράθεση του πνεύματος με τη γλώσσα ως βάση, λειτουργία και ορίζοντας κάθε οικείωσης του κόσμου. Η ποιητική γλώσσα αποβαίνει, λοιπόν, και για τους δύο ποιητές, ο μόνος τρόπος να γνωρίσουν, να δώσουν σχήμα και ύπαρξη στη δική τους τραυματική και συνάμα λυτρωτική αλήθεια, κοινωνώντας την στον αναγνώστη. Και οι δύο ποιητές, πάντως, δεν μπορούν παρά να διακρίνουν μιαν εξ ορισμού εχθρική και καταστροφική συνθήκη, ένα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο η κυριαρχία μιας άτεγκτης και φύσει αποξενωμένης και αποξενωτικής πραγματικότητας σπρώχνει τα πάντα στην απουσία και στον θάνατο, μεταφορικό ή αληθινό.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, η κοινωνική περιθωριοποίηση του ποιητικού υποκειμένου, η ανέκκλητη φθορά του σώματος και η εξαχρείωση των αισθημάτων αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του παραλόγου. Η συνεπακόλουθη υμνητική από τη μια στάση (προς τον προπάτορα ποιητή), αλλά και σκωπτική ή ειρωνική από την άλλη διάθεση συνδυάζεται σε όλο το μήκος και πλάτος της συλλογής-ποιητικού δοκιμίου με μια διάχυτη πικρία και έντονη αντισυμβατική στάση, που διαμορφώνουν τον αντίλογο του ποιητικού υποκειμένου στην καθημερινή φθορά και στην πολιτιστική, ηθική έκπτωση. Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να πούμε ότι τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής συνθέτουν ένα είδος ποιητικού ηθικού θεάτρου, όπου ο έρωτας, η ελπίδα, η ποίηση από τη μια και η ματαιότητα, το αναπότρεπτο και το αναπόφευκτο που καραδοκεί από την άλλη, καλύπτουν όλο το αναγνωστικό πεδίο ∙ και το φυσικό προσκήνιο, αλλά και το μεταφυσικό του βάθος.
Μέχρι τώρα έχω χρησιμοποιήσει τόσες φορές τον όρο ποιητικό δοκίμιο για να εξηγήσω αυτό που επιχειρεί να πετύχει ο Μιχάλης Παπαδόπουλος σ’ αυτό το βιβλίο, που αισθάνομαι ότι πρέπει να εξηγηθώ καλύτερα. Υπακούοντας στον ορισμό του δοκιμίου ως λογοτεχνικού κειμένου, μιας προσωπικής σκέψης με υποκειμενική διατύπωση πάνω σε ποικίλα θέματα, αλλά και υιοθετώντας την ελευθερία που το λογοτεχνικό δοκίμιο, ειδικότερα, επιτρέπει στον συγγραφέα του ως μια δημιουργική γραφή, η οποία αρθρώνεται μεθοδικά, εν προκειμένω, πάνω στη γραφή του Καρούζου, θεωρώ ότι το πολύμορφο και πολυσήμαντο αυτό είδος βρίσκει εδώ μια ιδιαίτερα γοητευτική ποιητική αξιοποίηση, καθώς τα επιμέρους ποιήματα του βιβλίου τα οποία και συνθέτουν, εντέλει μια ποιητική σύνθεση, ενσωματώνουν και μετουσιώνουν αισθητικά σχόλια, προβληματισμούς, από όπου αναδύεται ανενδοίαστα η ποιητική φύση του συγγραφέα, αλλά και του προπάτορα ποιητή, προσφέροντας διττή αναγνωστική εμπειρία στον αναγνώστη.
Εισχωρώντας, λοιπόν, στη συνθετότητα της δοκιμιακής γραφής μέσω ενός ποιητικού λόγου, ο Παπαδόπουλος αναδεικνύει ως βασικό συστατικό στοιχείο της ποιητικής του Καρούζου, αλλά και της δικής του, τη διακειμενικότητα και τον μεταγλωσσικό, αυτοαναφορικό προβληματισμό, ο οποίος συνεπάγεται τον ευρύ διάλογο με όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, τη φιλοσοφία, τις τέχνες, τον μύθο, την ιστορία, την καθημερινότητα. Παράλληλα, επιχειρεί να φωτίσει τα βαθιά σκοτάδια της ποίησης του Καρούζου, να υπερβεί τις αντιστάσεις του ποιητικού λόγου, στοχεύοντας στη διείσδυση της ποιητικής του Άλλου. Και μέσα σε αυτό το υβριδικό ειδολογικό πλαίσιο ο Παπαδόπουλος επιχειρεί με αναγνωστική και συνάμα ποιητική ευαισθησία και μαστοριά να συλλάβει το έλλειμμα, το άρρητο, το κενό, τόσο της ποίησης του πατέρα ποιητή, όσο της ίδιας της γραφής του ανά χείρας ποιήματος-βιβλίου, οδηγώντας τον αναγνώστη του εξελικτικά και μυητικά χέρι με χέρι.
Οικειώνοντας, επομένως, τον καρουζικό λόγο και αναγνωρίζοντας την αυθεντικότητά του, ο Παπαδόπουλος αποδέχεται από τη μια τη μεταγραφική διαδικασία (ο ίδιος αυτοαποκαλείται γραφιάς) και τη δευτερογενή λειτουργία του δικού του ποιητικού δοκιμίου, από την άλλη, όμως, εκφέρει έναν τόσο άρτιο και υψηλό ποιητικό λόγο, που επιβεβαιώνει ξανά την ωριμότητά του με μια αξιοσημείωτη σιγουριά και, ταυτοχρόνως, εγρήγορση, όπως ακριβώς ταιριάζει σε καλλιτέχνες με συγκροτημένη συνείδηση της δουλειάς τους, επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά το ότι κατατάσσεται μέσα στους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές.
Συνοψίζοντας, στην ανά χείρας ποιητική σύνθεση-ποιητικό δοκίμιο, παρατηρούμε την εξέλιξη μιας ποιητικής που δεν παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό της πυρήνα όσον αφορά τόσο την εκλογή των θεμάτων και το βιωματικό απόθεμα όσο και την τεχνική τους διάπλαση και την υφολογική τους αποτύπωση, αλλά εξακτινώνεται μόνιμα από την ίδια μήτρα, το ίδιο μυθοποιητικό κέντρο. Με άλλα λόγια, στις σελίδες του ανά χείρας βιβλίου εξελίσσεται ένα αισθητικά δικαιωμένο παιχνίδι αγαπητικής ετερότητας με διπλή κατεύθυνση: τη συνάντηση με τον Άλλο, τον πατέρα ποιητή, αλλά και την ανάδυση του εν δυνάμει αυθεντικού ποιητικού εγώ που βροντοφωνάζει μέσα στον ίδιο. Αυτήν τη σιωπηλή και στριμωγμένη φωνή επιχειρεί να αγγίξει ο Παπαδόπουλος, ώστε ο αναγνώστης να γίνει συμμέτοχος σε μια ιδεατή ποιητική συλλογικότητα, να γίνει μέλος μιας μυστικής αναγνωστικής αδελφότητας, μιας διαχρονικής κοινοκτημοσύνης. Και με αυτό τον τρόπο ο Μιχάλης Παπαδόπουλος μας παραδίδει ένα εξαίρετο και πρωτότυπο βιβλίο το οποίο σηματοδοτεί τον συγχρονισμό της ποιητικής του ωρίμανσης με τα κύρια θεματικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά της γραφής του. Πρωτίστως, όμως, παραμένει, όπως και ο Καρούζος, ερημίτης και όμβριος, όρθιος ποιητής ανάμεσα στο κάλλος και στην ελλειπτικότητα του νοήματος.
[…]
Μακάριος αυτός
που τον επήρε αμελαγχόλητο
κορμί γυναίκας
και της έδωσε την ψυχή του να παίζει
μην έχει έγνοια του πια
την κακία του κόσμου
Μακάριος αυτός που μπόρεσε
επαναστάτης στο σώμα ενός αγίου
να φιλιώσει σάρκα και φως
προκαλώντας δυο φορές το αδύνατο
Μακάριος αυτός που μόνος μπορεί
να σωθεί και να σώσει
παρότι ναυαγός από ένστιχτο
Μακάριος αυτός
που με ψυχή πιο άδεια
από τον ουρανό
καρποφορεί όπως δέντρο
Μακάριος αυτός
που σαν πρέπει να σηκωθεί να μιλήσει
βαράει τη γλώσσα
και μαλώνει με τ’ Άπιαστο
Μακάριος σε δίεση προσευχής
στ’ Ανάπλι ο Νίκος
ερημίτης όμβριος
[…]
Είδα τη σελήνη
ανάμεσα στα δέντρα
πάνω από το δάσος της καρδιάς μου
Είδα το πρόσωπο
ανοικτό στη χλόη της αγωνίας να σφαδάζει
Αναπεπταμένα τα χέρια να πάλλουν
στη ρυθμική δόνηση του ανέκφραστου
Χείλη π’ άνοιξαν σαν χάσματα του ανέμου
για να περάσουν πόθοι
Τα πόδια της φυγής σ’ έναν δρόμο
στρωμένο βάσανα, απορίες και κόπους
Είδα το χνάρι ενός ανθρώπου
απ’ την άλλη πλευρά να φωτίζει
και δεν ήταν θάνατος ή ανάσταση
Ώσπου γύρισα τυφλός
στη φωτεινή πλευρά των ονομάτων
πράγματα χαμένων τόπων
να ψελλίζω
[…]
[1] Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι το επόμενο ποιητικό βιβλίο του ποιητή εκδόθηκε πολύ κοντά χρονικά στο βιβλίο Ερημίτης όμβριος (Οξύτονα για τον Καρούζο) και τιτλοφορείται Η Ακτημοσύνη των λέξεων (εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία, Ιανουάριος 2023).
* Μιχάλης Παπαδόπουλος, Ερημίτης όμβριος (Οξύτονα για τον Καρούζο) / Bibliotheque 2022