Ένα κριτήριο το οποίο θεωρώ οδηγητικό, κάθε φορά που ‒έτσι ή αλλιώς‒ καταπιάνομαι με την ποίηση του καιρού μας, και όχι μόνο, δεν είναι άλλο από τη γνησιότητα του αισθήματος, όπως αυτή εγγράφεται στο εκάστοτε κειμενικό σώμα. Δεν μπορώ δε να σκεφτώ διαφορετικό τρόπο ελέγχου της, παρά μέσω μιας διαδικασίας μεταβίβασης: τί ανακινεί μέσα μου εκείνο που αποκρυσταλλώνεται στο γραπτό. Πρόκειται για μια αντανάκλαση που ξυπνά μνήμες, περισσότερο ή λιγότερο κοντινές, στο πεδίο της δικής μου εμπειρίας. Η διαισθητική μέθοδος για την οποία μιλώ, διόλου δεν υποτιμά τις τεχνικές πλευρές του ζητήματος, απλώς αναζητούνται δρόμοι που κινούνται και πέρα από αυτές. Η σύγχρονή μας ποίηση, όταν δεν αυτο‐παγιδεύεται σε ιδεολογικά σχήματα, λάμπει δια της παρουσίας μιας καλλιέργειας εσωτερικής, μιας επικέντρωσης στο βίωμα και την αισθαντικότητα που το περιβάλλει. Με ενδιαφέρουν πάντοτε κομμάτια που σφύζουν από τις αγωνίες της ύπαρξης, κομμάτια που ζητούν ν’ ανοίξουν τη διερώτηση γύρω από τα προβλήματα του εαυτού, αλλά και πέρα από αυτά, εκεί που φαίνονται αχνά τα φώτα μιας κάποιας υπερβατικότητας. Όποτε αναλαμβάνω τον κατά τ’ άλλα άχαρο ρόλο του κριτικού, η επιθυμία μου είναι ακριβώς να χαρτογραφήσω αυτές τις περιοχές, φέρνοντας κάποτε στην επιφάνεια τους θησαυρούς της λεπτότητας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΤΟΠΙΟ, 1926
ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ
Είχα κι εγώ έναν φίλο που πέθανε νωρίς.
Για χρόνια αρνιόταν τη ζωή
ώσπου στο τέλος
μετά από δοκιμές σχοινιών
μαχαιριών και πτώσεων
τον έσβησε τον ήλιο του.
Ματαίως –μου έλεγαν–
καλείς στο φως όποιον δεν θέλει.
Μα εγώ επέμενα.
Και τώρα που τον έχασα
ακόμη τον καλώ όπως και πριν.
Ανώφελη συνήθεια –μου λεν– να συνεχίζεις.
Μα εγώ επιμένω γιατί θυμάμαι εσένα
πώς έβγαλες τον φίλο σου απ’ το μνήμα.
Τώρα το ξέρω:
τα θαύματα σταμάτησαν
ή συντελούνται μυστικά.
Γι’ αυτό σε ικετεύω
φέρε ξανά τον φίλο μου
στον τόπο εκείνο
που είναι ακόμη εφικτός:
να μου τον φέρεις μέσα σε όνειρο
νέο και γελαστό
–κι αν γίνεται– να νιώσω το άγγιγμά του
το χέρι το ζεστό που έτρεμε
και τον ελάχιστο ιδρώτα στις παλάμες του.
Το ξέρω εσύ μπορείς
να διαβείς μαζί του
τις πύλες του ύπνου μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΕΛΠΙΣ, 1934
ΛΕΝΑ ΚΑΛΛΕΡΓΗ
ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΦΥΛΟ
Ας υπήρχε ένα φύλο
να μην ορίζεται από ορμόνες
από μέλη του σώματος
αλλά
από τρυφερότητα
ευαισθησία.
Μ’ αυτές τις αρετές
ας γεννιόταν
κι όταν θα ωρίμαζαν καλά
ας γεννούσε.
Κι ας μην έκανε μωρά
ούτε φύλα
ας έκανε παρέα σ’ ένα λουλούδι
ως το πρωί.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ, ΠΑΣΤΕΛ 1974
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΡΟΥΤΣΟΣ
Καθώς θα έπρεπε,
Θες όνειρα που ζήταγαν να ξαποστάσουν
Και πρόσφερα στρωμνή το άγρυπνο κορμί,
Θες που κρατούσα δίκρανο για να λιχνίσω
Τον Άδη στη ζωή
Ή που μεθούσα στον οίνο αλκοόλ
Σελίδες πίνοντας τα Σάββατα.
Κι αν έπραξα κακώς,
Δεν υπογράφω Λαΐδα, Σβιντριγκάιλωφ!
Δεν λογαριάζω πόνο στον αυχένα
Κι αφήνω άδειο το κεφάλι πια,
Δεν ωφελεί το βάρος για τους ώμους,
Καλύτερα γαβάθα για τ’ αδέσποτα
Αφότου στο κρανίο κάθε μου προσδοκία
Εξαλείψω.
Ως εμπρηστής των προσταγών
Θα ρίξω ένα χαστούκι σ’ όποιο μου ποίημα
Κοιτάζει προς το μέλλον
‒Εδώ το θέλω, στο παρόν‒
Κι ας κοκκινίσουν χέρια
Ας κουραστούν ταΐζοντας Ιβύκου τα πουλιά.
Μπορεί το σώμα μου να μην το φρόντισα
Αφού κοιμόταν σε πιθάρι
Μα γυάλισα επιμελώς οστά
Ώστε όταν τα δει ο θάνατος
Να τσούξουνε τα μάτια του
Και να πειστεί ωσάν θνητός
Το δέρμα πάνω τους να ξαναρίξει.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΤΟΠΙΟ, 1926
ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ
ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ
Με χτύπησαν,
απ’ την αρχή του παιχνιδιού.
Είμαι η άσπρη μπάλα
του μπιλιάρδου.
Ετάχθηκα
να οδηγώ τις άλλες μπάλες
προς τη θέση τους.
Όλα εν-τάξη
Θα μείνω στο παιχνίδι
ως το τέλος.
Η δική μου θέση
είναι στη μοναξιά
του απέραντου
πράσινου τραπεζιού.
Δεν ζευγαρώνω
με τις άλλες μπάλες,
μόνο η μαύρη,
μοναχική όσο κι εγώ,
σμίγει μαζί μου, λίγο
πριν απ’ το τέλος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ, 1950
ΕΛΕΝΑ ΠΟΛΥΓΕΝΗ
ΦΩΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
Στον Ανδρέα
Φωτιά στην πόλη που γεννήθηκα, φωτιά
μέσα στο κάστρο που οχυρώθηκε το
παρελθόν μου όλο κι οι εφιάλτες του
φωτιά στα αναχώματα που έστησαν
παλιοί συμμαθητές, για να μου ετοιμάσουν
υποδοχή ντροπιαστική, με τα μωρά τους μες
στη μούρη, καρότσια ανάποδα στων θάμνων
το παλιό μαρτύριο, όταν παιδί
τον έβλεπα να σέρνεται με τα γυαλιά στις πέτρες
με το σπασμένο βλέμμα με τους ώμους χαμηλά
κάτω απ’ τη θάλασσα, στις στάχτες τούτες θα φιλώ
τα μάτια του που ούτε ερμηνεία πια δεν τα σηκώνει
κι ούτε φωνή καμιά από τα χαιρετίσματα κι από τη
λύπη, μόνο βαθύ ρυάκι, ούτε γιορτινό, απ’ άλλα μέρη
κατεβαίνει και το κυνηγάνε, με όπλα χάρτινα –το παρελθόν
του είναι, ξέρω πως με νικάνε και νικημένη πάντα θα γυρνώ
εκεί όπου ποτέ δεν ήθελα, στη μαύρη τη γιορτή τους πίσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ, 1965
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΣΑΡΡΗΣ
Η ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ
Στὸν Θεοδόση Βολκὼφ
Στ’ ἀρχαίου ῥημαδοκάστρου τὸν ἀγριότοπο
ν’ ἀκουρμαστῇ, πλανιέται, τὰ φαντάσματα,
κι’ ἀπάνω εἰς χλόη κυκλολιθοπερίκλειστη
θωρεῖ ἐγδυμνὸ κορίτσι κι’ ἀνακάθεται·
στ’ ἄργυρον φεγγαρόφως πλέει κατάλουστη,
μυστῶν τραγούδι λέει, λὲς σκάρο τῶν στοιχειῶν.
Τρομάζει γι’ ἀνεράϊδα, σκιάχτη ἀερικόν,
ἔρως κι’ ἁγνότης τὴν περζώνουν σύγκορμη,
δὲν εἶν’ πλάσι ἀλλοκόσμου, ὁμοιάζει σάρκινη,
ἀνθρώπου κόρη καὶ φεγγαρολούζεται.
Θαῤῥεύει ὁ ἄγουρος καὶ φανερώνεται,
λαφιάζει ἡ ἐγδυμνή, γοργοσηκώνεται
κι’ ὅσο τήνε ζυγώνει ὀπισωπατεῖ,
στὰ πόδια της προσπέφτει, τὰ γλυκοφιλεῖ,
κείνη κάμνει νὰ φύγῃ, μεταμέλεται…
(Στὰ βύθη τῆς ματιᾶς του λύκος κι’ ἔτρεχε
σὲ δρογγεμμένα δάση, ἐρήμους ἄνυδρες,
περγιάλια ζαχαρένια, χιόνι’ ἀπάτητα,
ῥηγᾶτα νεραϊδένια κι’ ὀνειρόκηπους,
σὲ τσιμεντένια χάη, πολέμους, μνήματα,
σὲ γένη μαντεμένια καὶ πανσίδηρα,
μὲς στὸν λειμῶνα τοῦ ᾅδη, κάτω ἀπ’ οὐρανοὺς
γαλάζιους, πορφυροῦς, μαύρους κι’ ἀστρόσπαρτους.
Δίχως ἀναπαημὸν ἔτρεχε, ἀείπλανος,
τοῦ ἀρχῆθεν Κάλλους τὸν ντορὸ γυρεύοντας).
…κι’ ἀχνά, δειλοσκοπῶντας, τοῦ χαμογελᾷ,
τὸ χέρι τοῦ κρατεῖ κι’ ὀρθοστυλώνει τον,
τὸν δρόμο ἀναφεγγίζει τοῦ αἰώνιου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΑΠΟΨΗ ΠΑΡΚΟΥ, 1977
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΧΟΝΔΡΟΣ
ΣΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ο χρόνος σε ύψος μηδέν,
που τα σώματα ακόμη ανυπόστατα,
κολάζονταν μέσα στα πρώτα χαλάσματα.
Αδρό σκοτάδι του σύμπαντος και ασαφή
πέρατα του νέου κόσμου, φεγγάρια ανενδοίαστα·
εξαπίνης το πρώτο φως να καταπίνει,
επιβάλλοντας τάξη στο Όλον.
Σορός του παλιού,
εκεί που αντίκρισα
ινκόγκνιτο το ιοβόλο φίδι.
Σορός του παλιού,
εκεί που με πέταξαν
στο κατ’ εικόνα.
Κατάφερα όμως κι έχτισα το καλύβι μου
με τα δέντρα του δάσους.
Μα το νερό της βροχής ακόμη καυτό,
κι η ψυχή μου ζητούσε τ’ άπιαστα.
Είδα τότε εκείνο της αιωνιότητας το βλέμμα
και δεν μίλησα να πω: «Κοίτα με που ήρθα».
Ήρθε για μένα στη σωστή στιγμή
το κορίτσι των λουλουδιών,
η γυναίκα που θα μάθαινε εν αγνοία της
τη δίδυμη φλόγα του κόσμου,
το απλό νερό,
κι όλα αρκετά να με πείσουν να ζω όπως θέλω.
Σορός του παλιού λοιπόν,
κι εκείνος ο Άρχων,
μακρόθεν κοιτώντας
δίχως βλέμμα.
Μικρές χαμένες μέρες μέσα μου,
το τερέβινθο φυτό και η μαστίχα
που ανακλά την όσφρηση σαν Καλοκαίρι
πόσα τέτοια γνώρισα στο διάβα μου,
πόσα ίχνη βάδισα ερήμην μου.
Τώρα είναι η ώρα
που ντύνομαι και μου φορώ
το λευκό αυτό παντελόνι,
τη Μοζαμβίκη ολόκληρη σαν ρούχο
και άλλες χώρες
αυτούσιες,
μες απ’ τα πιο σκοτεινά
σημεία της ύπαρξης.
Μόνοι θα βγούμε απ’ τον κόσμο,
μόνοι θα τον ξαναπλάσουμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989) | ΑΝΑΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ, 1965
ΕΛΕΝΗ ΒΕΛΕΝΤΖΑ
ΑΪΤΗ, 1994
Μου δείχνεις την ημέρα που γεννήθηκες,
ξεπλένοντάς τη σε γαλαζοπράσινα νερά.
Καραϊβική,
είκοσι έξι χρόνια πριν να γνωριστούμε.
Από τους φοίνικες κρέμονται βράχια.
Εκείνη προς την οποία τώρα μ’ οδηγείς,
πρέπει να ‘ναι η μητέρα σου
‒ στους πρώτους πόνους.
Τρέχει σφαδάζοντας ως την ακτή
κι η γέννα γίνεται σαν να ‘ταν μυστικό,
μέσα σε νύχτα που φέρνει μυρωδιές
από ψητό αρτόκαρπο
και περγαμόντο.
Πριν καν σε φέρει στο στήθος της,
κι ενώ στ’ αφτιά μας φτάνουν
ήχοι άγνωστων σπιτιών
που ξεμακραίνουν,
η λεχωίδα κατασπαράζει με τα μάτια της
ένα κομμάτι του έναστρου δομινικανού ουρανού.
Το λαίμαργο βλέμμα της,
λες κι ήταν η εξήγηση του πόνου.
Κοιτάς τα ηφαίστεια που υψώνουν
τα σουφρωμένα χείλη των κρατήρων τους
πάνω απ’ την πόλη. Θα πω:
«το Πορτ-ο-Πρενς έχει κουρνιάσει
σε κόρφο σκοτεινό».
Θα πεις: «το Πορτ-ο-Πρενς
είναι η εξήγηση του πόνου».
Μου δείχνεις την ημέρα που γεννήθηκες,
τηνέ κρατάς στη μέση της κουβέντας μας
σαν όστρακο με λαβυρίνθους αχανείς.
Ορμάς εντός της.
Κάποια στιγμή αφαιρούμαι.
Ρίχνω το βλέμμα στα ξερόχορτα,
μετά, στη φουσκωμένη σου κοιλιά:
μαργαριτάρι σε στενωπό.
Από τα βράχια κρέμονται, τώρα, στάχτες.
Από τις στάχτες,
Φοίνικες.