Το όνειρο
Ονειρεύτηκα πως ξύπνησα σε μια άγνωστη πόλη. Οι δρόμοι ήταν κατηφορικοί και οδηγούσαν προς τη θάλασσα. Σ’ αυτήν την πόλη που δεν γνώριζα, όλοι οι δρόμοι ήταν οικείοι, σαν να τους είχα κάπου ξαναδεί. Τα κτήρια, ούτε κι αυτά διέφεραν πολύ από εκείνα της πόλης μου. Μόνο το φως άλλαζε κι έτσι καταλάβαινε κανείς πως βρισκόταν μακριά απ’ το σπίτι. Το φως έπαιρνε νέες αποχρώσεις δημιουργώντας έναν πρωτόγνωρο φωτισμό, ήταν σαν το φως να μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Και πέρα απ’ το φως, ο ουρανός, επίσης έδινε μια ξενική αίσθηση. Σαν ολόκληρος ο ουράνιος θόλος, κι όχι μόνο τα σύννεφα, να είχε άλλο σχήμα. Τον ένιωθε κανείς πιο μακρινό κι αυτό δημιουργούσε μια αίσθηση ανασφάλειας, μια μοναξιά παράξενη, σαν να ήταν, παρά τους οικείους δρόμους, χαμένος κάπου μακριά.
Το πρωί, το απόγευμα ή το βράδυ, οι συνήθειες των ανθρώπων φαίνονταν πανομοιότυπες μ’ αυτές όλων των πόλεων. Ο κόσμος περπατούσε, έμπαινε σε καταστήματα ή έβγαινε, καθόταν σε καφέ, χάζευε βιτρίνες, μιλούσε στο τηλέφωνο, εργάζονταν σε κάποιο γραφείο, έψαχνε ένα εστιατόριο ή κοιτούσε απ’ το παράθυρο. Ο κόσμος, αυτό το πολυποίκιλλο πλήθος, είχε μια αόριστη ομοιομορφία. Είμασταν όλοι τόσο ίδιοι, παρά την διαφορετικότητα, την τόση φαινομενική διαφορά. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν ήξερα να πω ποιας χώρας είμασταν πολίτες. Εγώ και όλοι όσοι με περιτριγύριζαν, μοιάζαμε απλώς άνθρωποι, πολίτες περισσότερο μιας εποχής, παρά μιας πατρίδας. Κατοικούσαμε έναν χρόνο, μια συγκυρία, μα όχι έναν τόπο. Στην πόλη υπήρχε το κέντρο κι ύστερα η περιφέρεια. Εγώ περπατούσα διαρκώς απ’ το ένα κομμάτι στο άλλο, ψάχνοντας και γω δεν ξέρω τι. Στο κέντρο υπήρχαν όμορφα κτήρια, απ’ αυτά που βλέπουμε συνήθως στο κέντρο των πόλεων και πολλά φώτα, σαν κι αυτά που ανάβουν συνήθως το βράδυ στο κέντρο των πόλεων. Στο κέντρο υπήρχαν επίσης πάρα πολλά καταστήματα. Μπορούσα να μπω και να βγω σε όποιο κατάστημα ήθελα και κανείς δεν ήταν σε θέση ν’ αντιληφθεί πως εγώ δεν κατοικούσα στην πραγματικότητα εκεί, παρά μόνο στο όνειρο. Όλα όσα προσφέρονταν, όμως, σε τιμή ευκαιρίας ή σε κανονική τιμή τα γνώριζα. Με την ίδια ευκολία με την οποία μπορούσα να ψωνίσω οτιδήποτε, μπορούσα να νοικιάσω ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, ν’ ανοίξω έναν τραπεζικό λογαριασμό, να πάρω το λεωφορείο ή ένα ταξί, να κλείσω δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο ή να επισκεπτώ ένα μουσείο. Στο μουσείο μπορούσα να δω όλο το παρελθόν της πόλης πληρώνοντας ένα μικρό αντίτιμο. Αλλά, και το μουσείο ήταν τελείως όμοιο με το μουσείο της πόλης μου και, πράγμα ακόμα πιο εκπληκτικό, το παρελθόν ήταν επίσης το ίδιο. Υπήρχαν πόλεμοι, κατακτήσεις, περίοδοι λαμπρότητας, κι άλλοι περίοδοι μεγάλης ύφεσης, μέχρι που φτάναμε στο σήμερα και οι αίθουσες του μουσείου τελείωναν.
Στην περιφέρεια υπήρχαν βενζινάδικα, μεγάλα εμπορικά κέντρα και πλατιές διασταυρώσεις λεωφόρων. Στις λεωφόρους αυτές περπατούσαν λίγοι άνθρωποι κι ήταν άλλων χωρών, κι αυτό το κατάλαβαινε κανείς απ’ το χρώμα τους‒ χλωμοί ως επί το πλείστον ‒ κι απ’ το βήμα τους‒αβέβαιο. Εγώ τα κοιτούσα όλα αυτά μ’ ένα βλέμμα μεταξύ επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Κάποια στιγμή κουράστηκα να περπατώ και μπήκα σ’ ένα από τα εμπορικά κέντρα της περιφέρειας για να αγοράσω καινούργια παπούτσια γιατί οι σόλες αυτών που φορούσα είχαν φθαρεί απ’ το πολύ περπάτημα και με πονούσαν τα πόδια μου. Κατά την διάρκεια όλης της περιήγησης στην πόλη αυτή δεν συνάντησα κανέναν γνωστό μου και άρχισα να θέλω να ξυπνήσω γιατί ένιωθα αρκετά μόνη και ήθελα να πάω σπίτι μου. Αλλά, αυτό δεν ήταν εύκολο, γιατί για να ξυπνήσω έπρεπε να πάω πάλι μέχρι το κέντρο της πόλης κι εκεί έπρεπε να ψάξω να βρω μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Οι δρόμοι στο κέντρο ήταν, όπως είπα, γεμάτοι ανηφόρες. Στην αρχή, λόγω του ενθουσιασμού, δεν τις εξέλαβα ως τέτοιες, αλλά σαν μεγάλες συναρπαστικές κατηφόρες που οδηγούσαν, όπως είπα, στη θάλασσα. Τώρα, όμως, δεν ήταν παρά βασανιστικές και σκληρές άνοδοι κι έμοιαζε σαν να μην έφτανα ποτέ πουθενά. Κάποια στιγμή, στη μέση σχεδόν μιας πλατείας κατάλαβα πως το όνειρο θα τέλειωνε και πως ήμουν έτοιμη να ξυπνήσω. Σκούπισα τον ιδρώτα απ’ το πρόσωπο μου και περίμενα. Ξύπνησα πράγματι απ’ το όνειρο και βρέθηκα επιτέλους στο κρεβάτι μου. Ένιωθα μια τεράστια δυσφορία μετά απ’ όλο αυτό και μια ανακούφιση ταυτόχρονα και το μόνο που ήθελα ήταν να ντυθώ και να βγω έξω να περπατήσω και να πάρω λίγο αέρα. Όταν όμως άνοιξα την πόρτα όλα ήταν άγνωστα κι ήταν σαν να ξύπνησα σε μια άγνωστη πόλη.