Scroll Top

ΣΤΗ ΦΛΕΒΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΛΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΤΣΑΚΟΥ

Στο πρώτο της βιβλίο με τίτλο Ρητορική ένδεια (2013, εκδόσεις Βακχικόν), η Ειρήνη Παραδεισανού επιχειρεί μιαν επιστροφή στη «μνήμη» της ποιητικής ιδέας. Προσπαθεί, δηλαδή, να ερμηνεύσει βιώματα και τραύματα ψυχής, να ταξινομήσει αισθήσεις και κατηγορήματα, επιδιώκει, τέλος, να ανακαλύψει εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν μια ποιητική για τον ανθρώπινο πόνο. Στο δεύτερο βιβλίο της με τίτλο Τα γυάλινα μάτια των ψαριών (2016, εκδόσεις Βακχικόν), η ποιήτρια μορφοποιεί μια γραφή στην οποία αναδεικνύεται ένα σαφές κριτικό στίγμα. Πρόκειται για ποίηση κοινωνικής κριτικής και στάσης απέναντι σε όλα εκείνα που ακυρώνουν ουσιαστικά την ανθρώπινη περιπέτεια και υπόσταση.
Στη φλέβα της Πέτρας τιτλοφορείται το τελευταίο της βιβλίο. Το corpus της ποιητικής αυτής συλλογής αποτελείται από 24 ποιήματα μικρής φόρμας, ενώ σε άλλα ποιήματα η «αφήγηση» είναι εκτενέστερη. Η ένταση του αιχμηρού κριτικού ποιητικού λόγου των δύο προηγούμενων ποιητικών της συλλoγών δίνει τη θέση της σε έναν ηπιότερο ποιητικό λόγο, χωρίς όμως αυτός να χάνει την οξεία, ενίοτε, κριτική του διάθεση.
Σε αυτή τη συλλογή η συγκίνηση στίζεται κυρίως από ποιητικές δομές των οποίων θεμελιώδες χαρακτηριστικό αποτελεί μια γλώσσα που συνδυάζει την καθαρότητα με τις απροσδιόριστες και σκοτεινές όψεις της συνείδησης, τη συμπλοκή των υλικών πραγμάτων με την αποδόμηση και απίσχνανση των αισθηματικών φορτίων, την ανθρώπινη τραγωδία, τέλος, με τον στοχασμό του θανάτου.
Η Παραδεισανού μοιάζει να σκηνοθετεί και να σκηνογραφεί τα ποιήματά της. Οι ποιητικές ιδέες συγκροτούν ωστόσο μικρά ποιητικά σενάρια, έτοιμα να παρασταθούν ή να οπτικοποιηθούν. Στο πλαίσιο αυτών των καταδηλώσεων, επίσης, θα έλεγα ότι η ποίησή της έχει να κάνει με μιαν ιδιαίτερη λειτουργία που αφορά στην ποιότητα και το «ύψος» των αισθηματικών φορτίων. Διαπιστώνεται, με άλλα λόγια, ένας αισθηματικός ερμητισμός, μια πνιγηρή αίσθηση εγκλεισμού και απομόνωσης η οποία μοιάζει να κατακλύζει την επιφάνεια των στίχων της. Αναδεικνύεται, επίσης, μια «περινεκρική» του αισθήματος, μια νότα πένθους, δηλαδή, που δεν εκφράζεται παρά μόνο μέσα από τον πιο βαθύ πόνο: τη σιωπή. Θα περίμενε κανείς, επίσης, να συναντήσει έναν κατακλυσμιαίο ή έστω ογκώδη λυρισμό. Αυτός όμως φαίνεται ότι κρύβεται ή ότι λειτουργεί underground, δίνοντας τη θέση του στη δραματική μνημείωση της γλώσσας. Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι, γενικότερα, η ποίηση της Παραδεισανού εμπεριέχει και αφηγηματικά στοιχεία.
Η ποιητική συλλογή Στη φλέβα της πέτρας συγκροτείται γύρω από μια κεντρική αντίθεση η οποία διατυπώνεται με διάφορες γλωσσικές μορφές και απαντάται επαναληπτικά αρκετές φορές. Αναφέρομαι, δηλαδή, στην αντίθεση λευκό – μαύρο ή φωτεινό – σκοτεινό. Εγγράφεται για παράδειγμα ως ανάπτυγμα του στίχου π.χ. «το μαύρο του ματιού τους πήρε να λιώνει» στο ποίημα «Γκιούλιβερ» ή ως ποιητικό έκδοχο π.χ. «τα βλέπεις με μάτια φυλακή / να στέκουν μαύρα» στο ποίημα «Μονάχα δέρμα» όπου η προσδιοριστική έννοια «μάτια» συνοδοιπορεί με την ποιητική λειτουργία του «φωτός». Μερικά παραδείγματα: «φανός που αργοσβήνει στο σκοτάδι της θάλασσας» («Στα αγέλαστα βράχια της θάλασσας»), «Να ΄ξερες μάτια μου / πόση βοή κυλά στα νερά του ύπνου που με γδύνει / νύχτα που με φυλάκισε στα δάχτυλα της πέτρας» στο ποίημα «Στο βύθισμα της άμμου» ή σε άλλο σημείο «που σκάφτει λαγούμια φως μες στο μαύρο» («Στέκω στο χείλος του πνιγμού»), ενώ αλλού «Να ορθώνεται στο μέσα φέγγος / πηχτό το σκοτάδι ν’ ασπρίζει» στο ποίημα «Επίκληση» και, τέλος, «στο πελιδνό βουητό της μέρας που σβήνει» στο ποίημα «Μονόπρακτο».
Το ποιητικό αυτό μοτίβο, θα έλεγε κανείς, λειτουργεί ως σύμβολο και συμπληρώνει τη δραστικότητά του με την έννοια «μάτια» η οποία εγγράφεται, επίσης, με ποικίλες γλωσσικές μορφές, όπως «γιγάντια μάτια», «μάτια κόκκινα», «μάτια των ανθρώπων», «τα μάτια του θεριού», «κόρης των ματιών», «τα μάτια τους χτιστά», «η μπίλια του ματιού αλώβητη» κ.ά. Γενικότερα η όραση, τόσο στην προκείμενη συλλογή όσο και στην προηγούμενη με τίτλο Τα γυάλινα μάτια των ψαριών αποτελεί καίριο σήμα της ποιητικής των βιβλίων αυτών, αφού μέσω αυτής παρατηρείται και ερμηνεύεται εν γένει η ανθρώπινη τραγωδία. Η όραση δεν είναι παρά μια συμπληρωματική εκδοχή του ανθρώπινου πόνου και λειτουργεί ως συνέχεια της προηγούμενης ποιητικής συλλογής. Σε αυτό το βιβλίο όμως η έννοια «όραση», με όλες τις ποιητικές μορφές που αναφέρθηκαν, αποτελεί το μέσο για μια ποιητική εξεικόνιση του πόνου ή αλλιώς για μια ψηφιδωτή αναπαράστασή του. Εκτός αυτών γενικότερα οι έννοιες λειτουργούν και ως σύμβολα καταδηλώνοντας τελικώς τη γήινη καταγωγή του ανθρώπινου σώματος, την υλική σκευή της ιδέας και της πνευματικότητάς της.
Οι έννοιες «αρμύρα», «θάλασσα», «δέρμα» και «πέτρα» συμπληρώνουν τα ποιητικά έκδοχα της συλλογής. Λειτουργούν ως σύμβολα, επίσης, και συγκροτούν με τους αρμούς τους μιαν ενότητα καίριων ποιητικών μορφών που τείνουν να αποκωδικοποιήσουν και τον τίτλο της συλλογής. Η έννοια «πέτρα» παραπέμπει στο ανθρώπινο σώμα που είναι ύλη πυριφλεγής, υλικό υποκείμενο και αντικείμενο ταυτοχρόνως. Το ανθρώπινο σώμα έγινε ή είναι πέτρα. Στις «φλέβες» του κυλά το υγρό στοιχείο, το αίμα. Το ανθρώπινο σώμα, τελικώς, είναι εκείνο που «πέτρωσε», είναι εκείνο που υπόκειται στις ανομίες, στις κοινωνικές αδικίες, συμβάσεις και περιπέτειες. Είναι πέτρα γιατί υπέστη τη φθορά, την αλλοίωση και τη διάβρωση.
Η ποίηση της Παραδεισανού είναι ποίηση ενός αθόρυβου, πνιγηρού σπαραγμού. Είναι ποίηση ανοιχτού όσο και τραυματικού πάθους. Φέρει ως κέντρο τον άνθρωπο, εκείνον που πάσχει, εκείνον που είναι διαρκώς τραυματισμένος από τις κοινωνικές και πραγματιστικές αντινομίες. Εκείνον, δηλαδή, που φέρει εντός του το «τραύμα» ως κοινωνικό στίγμα το οποίο με ποιητικούς όρους μπορούμε, έστω δυνητικά, να προσεγγίσουμε.
Στην προσπάθειά της να μιλήσει ποιητικά για τον τραυματισμένο αυτό άνθρωπο η Παραδεισανού ανοικειώνει όχι μόνο τη ζωή, αλλά και τον ίδιο τον θάνατο. Ανοικειώνει κάθε δομή που τείνει να βιάσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για τον λόγο αυτό η ποίησή της εμπεριέχει μια, θα έλεγα, διαύγεια πόνου, μια ξεκάθαρη θέαση του ανθρώπου και του κόσμου, χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Και, μολονότι η χρήση μιας υπερρεαλιστικής μεταγλώσσας μπορεί να οδηγήσει σε ένα ιδιότυπο σήμα ποιητικής, στο βάθος διαγιγνώσκεται ένας ωμός ρεαλισμός που απογυμνώνει κάθε ανήθικη συνθήκη.
Η ποίηση της Παραδεισανού δεν είναι μόνον ανθρωποκεντρική. Είναι πρώτιστα μια ποίηση που βάλλει εναντίον κάθε οικείωσης. Στο βάθος προβάλλεται σαν σκηνή η εικόνα ενός κατακερματισμένου κόσμου, μετά αναδύεται η εικόνα – ιδέα ενός θρυμματισμένου ανθρώπου, σπονδυλώνεται, τέλος, η αρχετυπική μήτρα μιας ευτοπίας που φέρει εντός της την πλέον ιδεατή σύλληψη ενός ποιητικού μεγάκοσμου. Αυτή η προβολική έκφραση των ιδεών, των ποιητικών εικόνων και του ρυθμού των στίχων της είναι, επίσης, σημαντικό χαρακτηριστικό της ποίησης και της ποιητικής της, η οποία οδηγεί σε μιαν άλλη θέαση της ανθρώπινης τραγωδίας.

Ειρήνη Παραδεισανού, Στη φλέβα της πέτρας, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 2018