Ο δάνειος χρόνος του Νίκου Φωτόπουλου: ένας ιδιότυπος απολογισμός[1]
Άννα Αφεντουλίδου
Θα ξεκινήσω την προσέγγισή μου στον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων του Νίκου Φωτόπουλου, αναφέροντας κάτι που έχω ξαναγράψει με αφορμή την αναδρομική συγκέντρωση ποιητικών συλλογών σε έναν τόμο:[2]
Οι συγκεντρωτικές εκδόσεις δίνουν ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στον μελετητή: το ποιητικό τοπίο προβάλλει περισσότερο ανάγλυφο, έτσι ώστε να εντοπίζονται ευκρινέστερα οι κομβικοί σταθμοί, και να γίνεται πιο εύκολη η χαρτογράφηση των συντεταγμένων ενός ποιητικού κόσμου, που τον βλέπουμε να γεννάται και να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας καταργώντας τα χρονικά του όρια. Μορφικοί πειραματισμοί, εκλεκτικές συγγένειες, προγονικές καταβολές, αλλά και θεματικές δοκιμές, οι εσοχές των εμμονών, οι προεξοχές της μνήμης εκτίθενται πιο πρόδηλα. Ανιχνεύεται, επομένως, με μεγαλύτερη ευαισθησία αλλά και ακρίβεια αυτό που αφομοιώθηκε και αυτό που αποβλήθηκε από το δημιουργικό ένστικτο, το γλωσσικό αίσθημα ή και την αφηγηματική τεχνική του ποιητή∙ ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για κάποιον που ξεκίνησε την ποιητική του έκθεση στην κρίσιμη ηλικία των 25 χρόνων και συνεχίζει την ποιητική του περιπέτεια 24 χρόνια μετά, αναζητώντας στην «τεφροδόχο όσα δεν καίγονται ποτέ στην πυρά του χρόνου», όπως λέει ο ίδιος στους καταληκτικούς στίχους της τελευταίας του συλλογής. Σκεπτόμενη του λόγου αυτού την προφάνεια, διάβασα τον δάνειο χρόνο του Νίκου Φωτόπουλου, βιβλίο με εξώφυλλο που κοσμείται εξαιρετικά από το έργο του Γιάννη Παπαγιάννη και προλογίζεται υπαινικτικά από ένα πραγματικά ποιητικό σημείωμα της Λίνας Νικολακοπούλου στην αρχή του.
Παρενθετικά και επειδή δεν κατορθώνω πάντοτε να αποβάλω τη φιλολογική μου εμμονή και να επιβάλω την ποιητική μου ιδιότητα, θα σημειώσω ότι στις εκδόσεις αυτές μεγάλο ενδιαφέρον έχουν επίσης για τον μελετητή οι προσθήκες ή οι αλλαγές, που κάνει ένας δημιουργός, εξ υστέρου, στην αρχική μορφή με την οποία εξέδωσε τα κείμενά του. Για κάτι τέτοιο όμως δεν μπορώ να μιλήσω, μια που δεν είχα τον χρόνο να κάνω συγκριτική αντιπαραβολή με τις αρχικές εκδόσεις. Για παράδειγμα εικάζω ότι στη συλλογή Τεφροδόχο υπάρχουν κάποιες αλλαγές, αλλά δεν είμαι βέβαιη.
Κλείνω την παρένθεση και ξαναπιάνω το νήμα από εκεί που το άφησα. Διατρέχοντας τις 4 ποιητικές συλλογές που εγκιβωτίζονται στον δάνειο χρόνο, διαπίστωσα ότι δύο άξονες σταυρώνονται στο σώμα του βιβλίου: ο πρώτος είναι αυτός της διαπάλης με την σιωπή και με την αγωνία να αρθρώσουμε σε λόγο τον αγώνα με την εσωτερική ύλη της ύπαρξής μας, έτσι όπως αυτή υποστασιοποιείται στον ιδιωτικό μας χώρο: με τα θέματα του έρωτα, του θανάτου, της αναζήτησης του προσωπικού μας νοήματος. Ο δεύτερος άξονας είναι η συνομιλία με τον δημόσιο χώρο και τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κόσμου, έτσι όπως τον παρακολουθεί μέσα από την πορεία της ψυχοσυναισθηματικής αλλά και εκφραστικής ωρίμανσης ένας νέος άνθρωπος που αναμετράται με τις δοκιμασίες των συλλογικών, πολιτικών, ιδεολογικών αλλά και λογοτεχνικών εξελίξεων της εποχής και της γενιάς του.
Μια πορεία που φαίνεται,σε μια συμβολική διάσταση,να αποτελεί το άνυσμα της διαδρομής από την επαρχία στο μεγάλο άστυ. Την μετεξέλιξη δηλαδή από έναν τρόπο ζωής που βρίσκεται σε συνομιλία με τον οικείο χώρο μας, που είναι η φύση, σε έναν τρόπο ζωής-αποτέλεσμα μιας σχεδόν τερατογένεσης. Βλέπουμε να εκδιπλώνεται μπροστά μας ένας νέος αλλά άξενος κόσμος που διαστρέφει τα εγγενή μας χαρακτηριστικά, που μας εξαναγκάζει σε βίαιες μεταλλάξεις, που μας πιέζει να προσαρμοστούμε, για να επιβιώσουμε.
Μέσα από τη συμπλοκή των δύο αυτών αξόνων προκύπτει ως κοινό τους εμβαδόν: ο νέος κόσμος της γραφής, όπου γεωδαιτούνται τα όρια μιας οδυνηρής, τις περισσότερες φορές, αναζήτησης της θέσης μας μέσα στην συνέχεια της ιστορικής αλυσίδας αλλά και της συνειδητοποίησης ότι όλα γύρω μας αλλάζουν δίχως να κοιτάζουν τη δική μας μελαγχολία-για να θυμηθούμε μια άλλη συνομιλία, αυτή του Διονύση Σαββόπουλου με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. Ο τόνος των ποιημάτων είναι ελεγειακός, ο ρυθμός αλλού πιο έντονος αλλού πιο χαλαρός, συνομιλεί με τα διαβάσματα και τα ακούσματα του ποιητή τόσο τα ποιητικά όσο και τα μελωδικά. Η μουσική, εξάλλου, είναι ένα εξακολουθητικά εμφανιζόμενο μοτίβο στα ποιήματα του Νίκου Φωτόπουλου.
«Το γεφύρι του χρόνου»
Περπατούσα στο ίδιο χώμα
και δεν ήμουν εγώ.
Ήταν εκείνος που επρόκειτο να’ρθει
μετά από χρόνια.
Ήταν ο άλλος που είχε ζήσει
κάμποσα χρόνια πριν.
Στο ίδιο χώμα, στην ίδια πληγή.
Κάπου ενδιάμεσα
υπάρχει η ανάσα μου
σα γεφύρι που το χτίζανε ολημερίς
και τις νύχτες το γκρεμίζανε
έτσι που η μνήμη και το μέλλον μου
δεν ανταμώσανε ποτέ. (σελ.17)
Και μια που ο χρόνος παίζει κυρίαρχο ρόλο στο βιβλίο και όχι μόνο λόγω του επίτιτλου ή των υποτίτλων του, αλλά και γιατί επανέρχεται εσωτερικά ως ένα βασανιστικό μοτίβο, θα ήθελα να εστιάσω σε λίγες σχετικές παρατηρήσεις.
Αν αναζητήσουμε την κυρίαρχη εποχή των ποιημάτων θα δούμε πως είναι αρχικά το καλοκαίρι, το οποίο δίνει σταδιακά την θέση του και σε άλλες εποχές, για να απογυμνωθεί προς το τέλος σε μια αόριστη αναφορά, που δεν κατονομάζεται ως χειμώνας αλλά που συνδηλώνεται με το κρύο και τον παγωμένο αέρα.
Αν αναζητήσουμε τη συχνότερη ώρα κατά την οποία ο ποιητής παλεύει με τα εκφραστικά του εργαλεία θα διαπιστώσουμε ότι είναι η διάρκεια της νύχτας, όπου κυκλοφορούν ελεύθερα κι αυθαίρετα οι μνήμες μας από τη μέρα, ως παράγοντες απελευθέρωσης που αναπλαισιώνουν και αναδημιουργούν τον συνειδητό μας εαυτό. Στην πρώτη συλλογή συχνά εμφανίζεται και η «λευκή σιωπή» του «ζεστού μεσημεριού», χρονική διάρκεια που, κατά την εξελικτική πορεία του ποιητή, μειώνεται σε εμφανίσεις. Όταν ο χρόνος ακινητεί, συχνός χώρος είναι η θάλασσα, ενώ όταν ο χρόνος προοδεύει, ο χώρος είναι αυτός ενός ηπειρωτικού, το πλείστον, ταξιδιού από μια επαρχιακή ενδοχώρα προς μια πόλη-κέντρο του σύγχρονου κόσμου. Σαν ένα ταξίδι που, διατρέχοντας το παρελθόν φτάνει ως το παρόν και μας σπρώχνει προς το μέλλον. Σαν να γίνεται μια προοδευτική μετάβαση που συνοδεύεται καθ’ οδόν από την αναζήτηση μιας ηθικής δικαίωσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης το ποιητικό νήμα αναπόφευκτα συμπλέκεται με το συλλογικό της ιστορίας.
«Γραμμή Αθήνα-Επαρχία»
Παγώνει ο καιρός.
Έξω φυσάει.
Γραμμή Αθήνα-Επαρχία.
Σταχυολογώντας ερείπια μνήμης
ο δρόμος κυλάει
ποτάμι άνυδρο, φίδι αμφίδρομο.
Ο χρόνος αργοπίνει
στερεύει
στεγνώνει
απομυζά.
-Δεν έχω άλλο αίμα.
Φανάρι ο πόνος απόψε
με τις αποσκευές στα πόδια μου.
Γραμμή Αθήνα-Επαρχία
κι έξω να στάζει.
Όλη η Ελλάδα μου μια γραμμή νυχτερινή. (σελ.41)
Γενικότερα τρεις χρόνοι φαίνονται πως αλληλομετατίθενται στο επίπεδο μιας ιδιότυπης ακολουθίας: Το εγκιβωτισμένο αφηγηματικό παρελθόν, το οποίο πολλές φορές φαίνεται πως βαραίνει πάνω στο ποιητικό υποκείμενο ως φορτίο, το αφηγηματικό παρόν που βιώνεται συνήθως με θλίψη ή/και απογοήτευση και μια μελλοντική προβολή, το πλείστον θυμικά δυσοίωνη.
«Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς»
Πώς να γυρίσεις πίσω
πώς να παλεύεις, να αγαπάς
μην καταντήσει η φύση μας συνήθεια
και οι αλήθειες μας
ήθη χρηστά
στης αγοράς τη βίαιη αρένα.
Κοίτα,
οι άνθρωποι βήχουν το αίμα τους
επισυνάπτουν την ψυχή
μαζί με τα κομμάτια τους
και στις θυρίδες των θεσμών
ψάχνουν στο τίποτα μια θέση στη ζωή.
Το μέλλον ανυπομονεί
και το παρόν αμφίβολο
μετεωρείται άτακτα
σαν εκκρεμές της Ιστορίας και της Ενοχής.
Νύχτα ξανά
πλανιέμαι άγρυπνος στο θεατό μου παρελθόν
και ιχνογραφώ
τη γεωμετρία μιας Αθέατης Γενιάς […](σελ.75)
Αν θελήσουμε να βρούμε το κοινό πεδίο αυτών των χρονικών επιπέδων, θα δούμε πως ουσιαστικά διαλεγόμαστε με την εκφραστική αγωνία ενός υποκειμένου που δοκιμάζεται στα όρια του ατομικού και συλλογικού βιώματος που αγωνίζεται όχι μόνο να αφήσει έκτυπο το προσωπικό του στίγμα, αλλά που αγωνιά να ιχνογραφήσει μια ολόκληρη γενιά, να αποτυπώσει τη γεωμετρία μιας εποχής, να χαρτογραφήσει έναν κόσμο-Κρόνο που δε σταματά, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα να τρώει τα παιδιά του.
[1] Νίκος Φωτόπουλος, δάνειος χρόνος, (ποίηση 1996-2016), Μανδραγόρας, 2018.
[2] Άννα Αφεντουλίδου, Εικονογραφιες συνηχήσεων: η σημασία της αναμνημόνευσης στην ποίηση του Γιώργου Χ.Θεοχάρη, Γαβριηλίδης, 2016.