Τhe Double
A tree i am, a shady tree, a hard trunk, a pregnant womb within me is
always swollen in summers and winters. Some are the twigs that struggle
in the wind and endure, some are the twigs that crack in the nights and
jolt my trunk, some are my sleeping buds. I creak all over caught by my
roots on the rocks in the tornadoes and beat the weeping. I tremble at the
squeaks of the sleeping eyes scratching and tickling, my sap circulates,
the skin softens, they slip away like the helpless birds where they emerge
from their shell and take to flight.
Athens, May 2020
ΣΩΣΙΑΣ
Ένα δεντρί είμαι, ένα δέντρο σκιερό, σκληρός κορμός, μία εγκυμονούσα
The Scarf
To Yannis Kontos
I am a city boy, he says, away from blackbirds and trees. Friend John,
Γιάννη, λέω, άσε τα σε μένα τα κοτσύφια και τα δέντρα, κάμε ένα καλό
κι εσύ τουλάχιστον για τις μουριές μας. Δεν τις βλέπεις κλαδεμένες και
κουτσουρεμένες, κορμιά αποκεφαλισμένα, θα ξυπνήσουν σύντομα, οι
κοιμώμενοι οφθαλμοί θ’ ανθοφορήσουν, βγάλε το κουλουριασμένο σου
κασκόλ φιδοπουκάμισο δεντρογαλιάς χειμώνα καλοκαίρι στο λαιμό σου,
ξεκουλούριασε το για να τις τυλίξεις. Μα, δεν είναι, λέει, αυτές μουριές
στα πεζοδρόμια, είναι αποκεφαλισμένοι ανδριάντες και δεν έχουνε λαιμό
να κουλουριαστεί δεντρογαλιά απάνω το κασκόλ μου. Θα τ’ αρπάξουν
βοριάδες να το γυροφέρνουνε φιδοπουκάμισο στον ουρανό της πόλης. Κι
ύστερα δε γίνεται να ξεκουλουριάσω το λαιμό. Ο χειμώνας έχει τράτο
ακόμα, δεν είμαι μουριά κουτσουρεμένη κι ούτε ένας αποκεφαλισμένος
ανδριάντας, έχω και κεφάλι και λαιμό και για εκεί που κίνησα, περιόρισε
το κρύο, τσούζει. Και δεν είμαι μαθημένος. Κάλιο με κασκόλ χειμώνα
καλοκαίρι, παρά με λαιμό γυμνό φερέοικη χελώνα.
(Το ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών, εκδόσεις Νίκας, 2020)