Είμαι είκοσι χρονών, είμαι τριάντα, λίγο παραπάνω, λίγο λιγότερο, είμαι δώδεκα χρονών, μοιάζω μεγαλύτερη, δώδεκα είμαι, είμαι παντού, πάντα η ίδια, διαφορετικά ίδια, δωδεκάχρονη, μικρή, μεγάλη, όχι τόσο μικρή τελικά, θα γίνω δασκάλα, γιατρός, γεωπόνος, θα έχω μαγαζί, θα πουλάω ψωμί, θα πουλάω ρούχα, ρούχα διάφανα, προκλητικά, να πέφτουν πάνω στα κορμιά, να αποδίδουν ευθύνες, θα γίνω αθλήτρια, χορεύτρια, μουσικός, θα γίνω ηθοποιός, θα πω εκείνο τον μονόλογο με τη γυναίκα που ήταν πουλί, με τη γυναίκα που ήταν ψάρι, θα γράψω βιβλία, θα σκίζω, θα γράφω, ξανά από την αρχή το ίδιο, ακούραστη εργάτρια, συνεπής, πρωτότυπη, φιλότιμη, θα βοηθάω, θα είμαι καλή, καλό κορίτσι, καλή μαθήτρια, καλή μαμά, όχι μαμά, θα μείνω κόρη για πάντα, θα μείνω ανιψιά, θα έχω θείο, θεία, μαμά, κανένας δεν θα μ’ ακούσει, εμένα την καλή μαθήτρια, θα έχουν τα μάτια τους πάνω μου, αλλά όχι τ’ αυτιά τους, οι σιωπηλές γυναίκες καίγονται, έτσι λέει ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο, αλλά μετά ο τοίχος γκρεμίστηκε, οι σιωπηλές γυναίκες δεν μπορούν να σταθούν πουθενά, βάζουν φωτιά στα δέντρα, περπατάνε και τα πέλματά τους αφήνουν ίχνη από στάχτη στη γη, οι σιωπηλές γυναίκες δεν μιλάνε, πως θα μπορούσαν; ζητάνε το δίκιο τους, με ορμή το ζητάνε, το χάνουν κιόλας όταν φωνάζουν παραμένοντας σιωπηλές, το χάνουν δίχως να το έχουν βρει, είμαι η ιστορία που περιγράφει το παρόν, όντας παρόν, δίχως μέλλον, το μέλλον της ιστορίας περιέχεται σε ένα άφωνο παρόν, ένα παρόν που δεν μπορεί να διεκδικήσει τον εαυτό του, κανείς δεν μπορεί να διεκδικήσει τον εαυτό του από το βλέμμα του άλλου, ο άλλος είναι πάντα εκεί, αυθύπαρκτος, υπαρκτός, να απλώνει το χέρι του, να διεκδικεί το παρόν, να περιβάλει το παρόν με ένα μέλλον που ήρθε νωρίς, ήταν ένα μέλλον που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μαζέψει το παρόν, να το αποστειρώσει, να το ξεχάσει, να μην το αναλύσει άλλο, να κάνει ό,τι μπορεί, μόνο και μόνο για να υπάρχει, να μπορεί να υπάρχει δίχως να κοιτάζει πίσω, τι νόημα έχει; όλα θα πάνε καλά, θα δεις, όλα καλά θα πάνε τελικά, μην κοιτάζεις πίσω, μην επιμένεις να κοιτάζεις, μην σκέφτεσαι, μην παιδεύεις το μυαλό σου μ’ αυτά, μην δοξάζεις το οριστικά χαμένο, όμως γιατί προστακτική; ο τόνος δεν μπορεί να είναι προστακτικός, ποτέ προστακτική, εκείνο το «ας», ας το κάνουμε, ας είμαστε καλά κορίτσια, ας είμαστε συνεπείς, ας κάνουμε τα στραβά μάτια, ας ζήσουμε τη ζωή μας όπως μπορούμε, ας γλεντήσουμε, μία είναι η σκατοζωή, και είναι ωραία, με όλα αυτά τα δωδεκάχρονα κορίτσια που γελούν, η τιράντα που γλιστράει, ο ώμος γυμνός, τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο, τα μάγουλα κρατάνε ακόμα τα ίχνη μιας παιδικής ηλικίας που έμοιαζε αήττητη, όμως ηττήθηκε ξαφνικά, ηττήθηκε για πάντα, δεν υπάρχουν λέξεις να χωρέσουν την ήττα, όσο σκληρά κι αν εργάζομαι, εργάτρια, υπάλληλος, επικεφαλής, δεν βρίσκω λέξεις να χωρέσουν την ήττα, δεν θα βρω ποτέ τις λέξεις, άστεγη θα μείνει η ήττα, αλήτισσα, θα σηκώνει τη φούστα ψηλά, θα δείχνει το βρακί της, δεν θα ντρέπεται η ήττα, έτσι θα μείνει.
(Απόσπασμα από την αδημοσίευτη νουβέλα «Το βιογραφικό της»)