Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Η τελετουργία του χορού.(Κουκκίδα, 2023).
Πρόκειται για ένα καλαίσθητο βιβλίο που περιλαμβάνει 59 ποιήματα μικρά – της μιας σελίδας. Ποιήματα κατεξοχήν ερωτικά – άλλωστε η Μπακονίκα θεωρείται από τις βασικές εκπροσώπους της γυναικείας ερωτικής ποίησης στην Ελλάδα – όχι όμως με συναισθηματικό /μελοδραματικό πλεόνασμα ή ασαφή ονειρώδη λυρισμό, αλλά με σωματικό κρυστάλλινο περίγραμμα και μια απροκάλυπτη σαρκική αιμάτωση. Η ποίησή της, μολονότι σε κάποιες περιπτώσεις δίνει την αίσθηση της ευαλωτότητας μπροστά στο αρσενικό αντικείμενο του πόθου, είναι βαθιά φεμινιστική – χωρίς ίχνος διακηρυγματικού ακτιβισμού – λόγω της αδιαμεσολάβητης και αβίαστης σωματικότητάς της. Με λιτό, πεζολογικό ύφος, χρησιμοποιώντας όλα τα ρηματικά πρόσωπα, το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στην ονειρεμένη περίοδο της νεότητας, στην οποία υπάρχει άφθονος χρόνος να «σπαταληθεί» σε ηδυπαθείς ρεμβασμούς. Στα ποιήματα τριτοπρόσωπου αφηγητή, οι καβαφικοί απόηχοι είναι έντονοι· ειδικά η τεχνική του Καβάφη – που αφομοιώνεται εξαιρετικά από την Μπακονίκα – να αποπροσωποποιεί το προσωπικό βίωμα/αίσθημα μέσω του αποστασιοποιημένου και αντικειμενικού τρίτου προσώπου, καθολικοποιώντας το μέσω μιας, σχεδόν, ιστορικής προοπτικής, είναι έκτυπη. Εφηβική έξαψη, σωματική ομορφιά, μνήμες ερώτων ατελών αλλά και «τελειωμένων» και ένας ερωτισμός που μάχεται ως άλλος Διγενής τον θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Γιατί ο έρωτας ως βίωμα και η μνήμη του ως αναπαράσταση, είναι αντίβαρο στον θάνατο, στην ασχήμια και την τοξικότητα του κόσμου.
Καλλιόπη Αλεξιάδου, Τέχνη προς αποφυγή. (Ιωλκός, 2023).
Φυλλομετρώντας αυτό το κομψό βιβλίο των 35 σελίδων και των 17, μόλις, ποιημάτων, σταμάτησα στην αφιέρωση: Στον νεότερο εαυτό. Δεδομένης της ηλικίας της πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας – η Καλλιόπη Αλεξιάδου είναι γεννημένη το 1987 – θεώρησα ύβρη την αφιέρωση. «Πόσο νεότερο», σκέφτηκα με ζήλια και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο με εμπαθή προκατάληψη, η οποία άρθηκε αμέσως. Πρόκειται για ποιήματα, που μολονότι είναι φρέσκα, νεανικά και «σπιντάτα» – με φράσεις συγκινητικά αντιποιητικές (Τα έντερά μου πάνε κι έχονται/διψασμένα στοργή), μεταφορικό λόγο εικαστικά πρωτότυπο (έφτασα με ύπτιο ως την κορφή του Ολύμπου) έναν υπερρεαλισμό δόκιμα απρόβλεπτο (έλα ντυμένος γύμνια) – χαρακτηρίζονται από στιβαρή ωριμότητα και κοινωνικό προβληματισμό υπόγειο και θλιμμένο. Χωρίς τα βαρίδια των βαθυστόχαστων κι ερμητικών συμβολισμών ή τις αγκυλώσεις μιας παράδοσης ξεπερασμένης, η Αλεξιάδου δηλώνει την ανάγκη να αφουγκραστούμε τις ζωντανές ρίζες μας, προβληματίζεται για το αν η ποίηση έχει θέση στον Νέο κόσμο των βελονισμών και των φαρμάκων που μένει άυπνος από ενοχές και τάσσεται κατά των βεβαιοτήτων και των αυθεντιών – πεθυμά μιαν ησυχία. Κυρίως, όμως, διχάζεται ανάμεσα σε εκείνη τη γυναίκα που παλεύει σε μια χαοτική καθημερινότητα – λούνα παρκ – και σε εκείνη που είναι ελεύθερη της μακρόστενης ανάγκης [της]/[…] είναι άνεμοι, είναι άστρα, θάλασσες, ουρανοί, είναι ήλιοι. Η ποιήτριά μας ξέρει καλάπως η αγνότητα θα σώσει τον κόσμο και ταυτοχρόνως καταθέτει την βεβαιότητά της ότι δεν θα προλάβει – όπως κανείς μας άλλωστε.
Μαίρη Αντωναράκου, Η τελευταία γυναίκα του σπιτιού. (Ιωλκός, 2024)
Πρόκειται για ένα ραδινό βιβλίο – πάλι απ’ τις καλές εκδόσεις Ιωλκός – που περιλαμβάνει 20 ποιήματα όλα κι όλα – λες και η νεαρή μας ποιήτρια (μόλις 25 χρονών) φοβάται να εκδιπλωθεί ή απλώς ανιχνεύει το έδαφος προτού εφορμήσει. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στις δυο γιαγιάδες της Αντωναράκου, η οποία μας λέει δεν ξέρει αν γεννήθηκαν, πάντως έφυγαν ως άλλες τελευταίες γυναίκες του σπιτιού. Και να η πρώτη έκπληξη: ενώ η αφιέρωση στους ανιόντες είναι γλυκιά και τρυφερή, το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής είναι ερωτικά «βρώμικο», έως σημείου προκλήσεως. Η Αντωναράκου λεκτικοποιεί την καύλα της (για να θυμηθούμε τον Χριστιανόπουλο) αλλά ταυτοχρόνως ερεθίζει τις λέξεις της. Με τρόπο συχνά έμμετρο (ιαμβικός) και ομοιοκατάληκτο, ειρωνικό, κάποιες φορές ευρηματικό και αιφνιδιαστικό, μα πάντα σχεδόν θλιμμένο, απευθύνεται όχι τόσο στο αγαπώμενο αντικείμενο αλλά, κυρίως, εις εαυτόν, βρίζοντας, ικετεύοντας, ξορκίζοντας. Με απόηχους καβαφικούς (οι ανδρείοι της ηδονής) και ομηρικούς (στο δεύτερο μέρος της συλλογής υπάρχει το αρχετυπικό ζευγάρι Πηνελόπη-Οδυσσέας, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο διαλέγονται), η νεαρή μας ποιήτρια άμεσα, νεανικά, αδιαμεσολάβητα και σε καμιά περίπτωση χυδαία, θέτει την ερωτική πράξη και την αστρική διακτίνωσή της – τον έρωτα – πυρήνα ζωτικό μιας ζωής εν κινήσει.