Άσωτος Υιός
Ήταν αλλιώτικο κείνο το δειλινό για το σπιτικό μας. Η μάνα ήταν στο μαγερειό, όπως κάθε βολά[1] τέτοια ώρα, κι είχε βάλει μπρος για το βραδινό. Ένα μικροδώμα είχαμε για μαγερειό. Ένας πέτρινος νεροχύτης, δίπλα ένας παλιοπάγκος από κάτι δοκάρια το ’να σφιχταγκαλιασμένο με τ’ άλλο με σύρμα και χοντρό καραβόσκοινο και παρέκει ένα τζακάκι για γάστρα. Ίσα ίσα να χωράνε τα τεντζερέδια[2]. Της προικός μου. Παρόλα αυτά την έκανε καλά τη δουλειά του. Όπου να’ ναι θα ’ρχόταν ο πατέρας απ’ τα χωράφια. Πέντ’ έξι πατάτες, κανά δυό καρότα, ένα κρομμύδι και κανά δυό κούπες ρύζι ήταν το βραδινό. Ρύζι απ’ το σπειρωτό. Αυτό είχαμε, αυτό έριξε μες στο τσουκάλι η μάνα. Αφού το ’χαμε κιόλας, πάλι καλά. Στασίδι είχε πιάκει πάνω απ’ το τσουκάλι και κάθε τόσο έριχνε από κάνα δυό τρεις στροφές με την κουτάλα. Κι έβλεπες τις κόρες του Καποδίστρια να φέρνουν βόλτες ολόγυρα μες στο νερό που ’χε πιάσει να κοχλάζει. Εγώ συμμάζευα στη σάλα. Χαζοσκούπαγα το πάτωμα. Σκουπιέται το χώμα; Τ’ όργωνα. Βουρτσιές με τη χορτάρινη σκούπα. Μια το ’φερνα από ’δω, μια απο ’κει. Έτσι για να λέω ότι κάτι έκανα. Μέχρι να ’ρθει ο πατέρας και να προσφαΐσουμε. Μου ’χε κολλήσει το στομάχι στην πλάτη. Μια φωνή ξενική μ’ έκανε ν’ αφήκω τη σκούπα στην άκρη. Ήταν ο πατέρας μου. Γιομάτος χώμα. Απ’ την κορφή ως τα νύχια. Δεν ήταν μόνος. Δίπλα του σερνόταν η φωνή η ξένη. Ένα παλικάρι χωρίς χνούδι καλά καλά πάνω απ’ το χείλι του. Αλλά σίγουρα τα ’χε τα χρόνια του. Εδώ είσαι τσούπρα μου, μου ’κανε. Εδώ είμαι πατέρα, του ’κανα. Αυτό εδώ είναι το Λενιώ μου, το μονάκριβό μου. Της παντρειάς την έχω, έκανε στον Σώτο. Αυτός εδώ είναι ο Σώτος, Λενιώ. Από ’δω και στο εξής θα μένει μαζί μας. Φώναξε τη μάνα σου να τον γνωρίσει, μου ’κανε. Άλλο και τούτο. Θα μένει μαζί μας; Ποιος ήταν αυτός ο Σώτος; Εδώ δε φέρναμε βόλτα τους εαυτούς μας, θα ταΐζαμε κι έναν άγνωστο; Ο άγνωστος δεν έμεινε άγνωστος για πολύ. Γίνηκε γνωστικός. Της οικογενείας. Απέκτησα αδερφό σε χρόνο μηδέν. Κι η μάνα ξανά λεχώνα χωρίς γέννα όμως. Δεν έφερε και μπόλικη αντίρρηση. Ψυχικό θα ’κανε. Ζεστή γκαρδιά, όπως ο άντρας της. Ο Σώτος ήταν ένα ορφανό που το ’χε φέρει στα χωράφια κείνο το πουρνό τ’ αφεντικό του πατέρα. Το ξέβρασε στα μέρη μας η ανάγκη για μεροκάματο. Το ’χε σκίσει η φτωχολογιά. Δούλευε σα σκυλί παρά τη νεότητά του. Πιάναν τα χέρια του. Τα ’βλεπες κι είχαν ρωζιάσει απ’ τον γκασμά. Δεν είχε που να ξημεροβραδιάζει. Το πόνεσε τ’ ορφανό ο κυρ Γιώργης και το μάζεψε στο τσαρδί του. Ο πιτσιρίκος γίνηκε το παιδί που δεν είχε. Το καστανό κεφάλι του το ’χε γουλί. Για να μην τον πιάνει η ψείρα. Το δέρμα του το ’χαν υφάνει οι χαρακιές. Η καλοπέραση βλέπεις. Στα μάτια του χάζευες τον ουρανό. Το βλέμμα του πότε σε χάζευε σα Παναγιά, πότε σ’ έκλεβε σα μέθυσος. Το στόμα του δυό γραμμές ευθείες. Ξεχνούσαμε τη φωνή του πολλές βολές. Γεροδεμένος για τα χρόνια του. Μου ’ριχνε κάνα κεφάλι. Ήμουν κι εγώ ψηλή για γυναίκα. Ο πρώτος χρόνος κύλησε κακήν κακώς μ’ ένα στόμα παραπάνω. Έμπαινε διπλό μεροκάματο στο σπίτι μας. Πάλι καλά να λες. Με τον Σώτο περισσότερο από αδέρφια δεν μπορέσαμε να γίνουμε. Δεν έπιασε η μαγιά. Απ’ τη μια, το σπίτι δεν τον έβλεπε ένεκα των χωραφιών κι απ’ την άλλη άνοιγε το στόμα του μια στη χάση και μια στη φέξη. Το ίδιο κι η μάνα. Για παιδί της ζόρικα τον δέχτηκε όπως απεδείχθη. Μόνο ο πατέρας, που τον ζούσε ολημερίς, τον λογάριαζε για τ’ αγόρι που δεν είχε. Πάνω στον χρόνο έγινε το ανεπανόρθωτο. Ένα μεσημέρι που η μάνα είχε πάει κι αυτή στα χωράφια. Ήθελε χέρια τ’ αφεντικό του πατέρα για κανά δυό τρεις μέρες. Εγώ είχα μείνει στο πόδι της μάνας. Σα νοικοκυρά να βαστώ το σπίτι. Κείνο το μεσημέρι, που η σιγαλιά είχε απλωθεί πέρα ως πέρα και η κάψα απ’ τον ήλιο έσκαγε τις πέτρες, γύρισε στο σπίτι μας ο Σώτος για να πάρει το κολατσιό που τους είχα ετοιμάσει. Δυό ντομάτες στα τέσσερα, λίγες ελιές και ένα ξεροκόμματο μπομποτόψωμο. Ίσα για να ’σβήναν την πείνα. Μην αγγώσουν κιόλας μεσημεριάτικο. Ο Σώτος άνοιξε την πόρτα και μουγγός όπως πάντα με καρτερούσε να του φτιάξω τον τορβά[3] με το προσφάισμα. Όλα ήταν καλώς καμωμένα. Ο τορβάς έλειπε μονάχα. Έκανα έτσι να σκύψω ν’ ανοίξω το παλιοκάσονο που ’χαμε για μπαούλο και μ’ αρπάζει ο Σώτος απ’ τη μέση και μεμιάς με ξαπλώνει καταγής στο χώμα. Έπεσε πάνω μου σα ζώο. Με κρατούσε δυνατά μην του κάνω και του φύγω. Μ’ είχε κάνει κόμπο με τα χέρια του. Έβγαλε το ζωνάρι από το πανταλόνι του. Κατέβασε τη σκελέα[4] του που ’χε γίνει καφετιά από τη βρώμα. Μ’ άνοιξε τα πόδια. Με μια τραβηξιά μου ’σκισε μεσοφόρι και κυλότα. Αντίκρισε τον κόσμο μου. Αυτό ήταν. Γίνηκε η ζημιά. Σείστηκε η πλάση απ’ την κραυγή μου. Χύθηκε μέσα μου σαν αγρίμι. Ξέδωσε πάνω μου. Όλη τη λύσσα και την οργή του. Όλα τα βάσανά του. Τ’ αγκομαχητά του μου τρυπάγαν τ’ αυτιά. Ένιωθα την βρωμοανάσα του να βγαίνει απ’ τα σωθικά του και να κολλάει στον λαιμό μου. Τον ιδρώτα του να στάζει στο κορμί μου. Έφτιακε ρυάκι στην αυλακιά που σχηματίζαν τα ασπριδερά μου στήθια και λίμναζε στον αφαλό μου. Με ρούφαγε αχόρταγα. Με βύζαινε σαν τα μωρά. Και δεν του ’φτασε μια βολά. Μου όρμησε και δεύτερη. Και τρίτη. Εγώ με τη γης χαμένη κάτω απ’ τα πόδια δεχόμουν κάθε βολά τα υγρά που ξέρναγε εντός μου. Μόλις με κέρασε και την τελευταία του αντρίλα, μαζώχτηκε όπως όπως, πήρε τον τορβά και κίνησε για τα χωράφια. Μη δώκει κι αφορμή για σχόλια. Τον ξέρανε για λεβέντη. Έπρεπε να τηρήσει τον τίτλο του. Αυτό ήταν. Γίνηκε το κακό. Τα κούτελα της οικογενείας βρώμικα πλέον. Ακόμα και του Σώτου. Της οικογενείας δεν ήταν άλλωστε κι αυτός εδώ κι έναν χρόνο; Αδερφός πράμα πλέον. Ποιος νιος θα μ’ έπαιρνε έτσι ατιμασμένη; Τι θα ’λεγε ο πατέρας σα μάθαινε ότι χαλάστηκα; Κόλπος θα του ’ρχόταν. Τα πράγματα δεν γίνηκαν αλλιώτικα. Τα ξεράματα ’παίρναν και ’δίναν. Στους τρεις μήνες να σου κι η κοιλιά. Ξεμύτισε. Γκαβός δεν ήταν κανείς. Η αλήθεια δε ξεστομίστηκε ποτές. Το θάρρος περίσσευε κείνη την ώρα. Ο Σώτος μούλωσε[5] στη γωνιά του. Η μάνα κλείστηκε στο μαγερειό. Ο κυρ Γιώργης φτηνά το γλίτωσε το νοσοκομείο. Και ποιος θα τον πήγαινε ίσαμε ’κει απ’ την άλλη; Τυχεροί σταθήκαμαν μες στην ατυχία μας. Ένα χέρι σκόπι το ’φαγα[6]. Το φορτώθηκα κι έξω απ’ το σπίτι. Με κανά δυό τάλαρα που ’χα βάνει στην άκρη από θελήματα, βγήκα στην πόλη με το λεωφορείο. Εγώ με την κοιλιά μου. Και την υπόληψή μου μες στη χαβούζα. Για πού και για τι θα ’κανα στην πόλη μήτε ήξερα. Με περιμάζεψε στον σταθμό με το που έφτασα ένα ντερβισόπαιδο[7]. Με μουστάκι. Φαινόταν μπεσαλής[8]. Έτσι μου παρουσίασε τον εαυτό του. Με λυπήθηκε, μου είπε. Σάμπως είχα στον ήλιο μοίρα; Σάμπως είχα πού να βάνω το κεφάλι μου ’κει στο άγνωστο που ’χα φτάκει; Άλλη βολά δεν είχα ξεμυτίσει απ’ το χωριό. Δεν μπορώ να πω. Σεβαστικός νιος. Με φρόντιζε. Ό, τι ήθελα το ’χα. Τέτοια περιποίησις δεν είχα ματαγνωρίσει. Με άφηκε και γέννησα. Μετά στρώθηκα στη δουλειά. Πρώτα πρώτα, με πέρασε ένα χέρι να δει τι πιάνω λεχώνα ακόμα. Γλυκάθηκε το μέσα του σαν με πήρε. Έμπειρη βλέπεις εγώ. Είχα και μιαν ιστορία. Κι έπειτα, γλυκάθηκαν κι άλλοι με τη δασιά[9] μου. Λογιών λογιών αρσενικά πέρασαν από πάνω μου. Ένα σωρό παιδαρέλια άντρεψα. Κάθε όρεξή τους τη βόλευα άξια. Ένας ένας ξέδινε το είναι του πότε πάνω μου και πότε μέσα μου. Όπου έκανε κέφι ο καθείς. Με τις υγιές σου, τους έκανα στο τέλος. Να τους κρατήσω και για την επόμενη βολά. Να μένουν φχαριστημένοι. Έτσι, πορεύτηκα για δεκαπέντε χρόνια. Με το ντερβισόπαιδο πάνω απ’ το κεφάλι μου να μου κάνει κουμάντο. Με συμβόλαιο να μη σ’ αγγίξει κανείς. Θ’ αναλάμβανε αυτός. Μην απλώσει κανείς τα βρωμόχερά του πάνω στο κορμί σου, νόθο μου. Διαμάντω μου. Ασπίλωτη να μείνεις. Μπας και βρεις καμιά τύχη καλύτερη απ’ τη δικιά μου. Και στραβωθεί και σε πάρει κανείς και κάνει γαργάρα τη δουλειά της μητρός σου. Μα σε ξορκίζω καλύτερα να γίνεις κι εσύ καλντεριμιτζού[10] και να σου μάθω τη δουλειά παρά να σε δω να κάνεις ξανά παρέα με τον άντρα που σ’ είδα ψες το βράδυ. Γιατί, κόρη μου, αυτός είναι ο Σώτος. Ο πατέρας σου.
[1] φορά
[2] κατσαρολικά
[3] σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα για μεταφορά τροφίμων
[4] εσώρουχο σε σχήμα παντελονιού
[5] σώπασε, κάθισε αδρανής στη γωνιά του
[6] έφαγα ξύλο, με έδειρε
[7] λεβεντόπαιδο
[8] αυτός που κρατάει το λόγο του, έχει μπέσα
[9] αιδοίο, εφηβαίο
[10] πόρνη του δρόμου, εκτός οίκου ανοχής