Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Νώε, εκδόσεις Κίχλη
«Ο χρόνος εδώ δεν έχει χρόνο.» Μια δυστοπική αναφορά στην κοινωνική και πολιτική εξαθλίωση.
Ο χρόνος αποτελεί θεμέλιο για τα αφηγηματικά σύμπαντα που δημιουργεί ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης. Στο «Χιόνι των Αγράφων», (εκδ. Κίχλη, 2022) ο χρόνος κινείται ανάδρομα και ευφυώς παράδοξα και μαγικά, επιχειρώντας να ιστορήσει, αλλά και να επισημάνει πολιτικές και κοινωνικές στρεβλώσεις. Ο «Νώε», το νέο του πόνημα, προειδοποιεί για το σημείο μηδέν, το οποίο δυστοπικά περιγράφεται, έχοντας ως πλοηγό μια διακειμενικότητα, η οποία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία έλκει πίσω της το βάρος της θεολογικής, φιλοσοφικής, πολιτικής, κοινωνιολογικής και λογοτεχνικής κατάθεσης αιώνων. Πλείστες οι αναφορές στην Π. Διαθήκη, στην αρχαία ελληνική γραμματεία, με ιδιαίτερη έμφαση στην αρχαία τραγωδία, αλλά και στη σύγχρονη λογοτεχνία, σε μια προσπάθεια να συνδέσει, αλλά να υπογραμμίσει την αδηφάγα φύση του ανθρώπου, την ανάγκη του να επεκτείνεται πέρα από ό,τι ορίστηκε από τον ίδιο ως ηθικό και κοινωνικά δίκαιο. Αναγνωρίζει τα όρια και ως άλλος Νώε καλείται να αντιμετωπίσει τις προβλεπόμενες από την ιστορία επιπτώσεις.
Στο κείμενο του Χατζημωυσιάδη, αναδύεται μια ωριμότητα, η οποία βαίνει προοδευτικά ουμανιστικότερη, ακολουθώντας τον νόμο της παγκοσμιοποίησης, Σε μια εποχή όπου όλα αποκαλύπτουν τα σαθρά τους θεμέλια, κι ενώ η λογοτεχνία ερωτεύεται όλο και πιο απαιτητικά τη μικρή φόρμα, όπου η ύπαρξη τείνει όλο και απαιτητικότερα προς την ατομικοποίηση, όπου ο άνθρωπος καλείται να επιβιώσει σε μια κοινωνία χωρίς εμφανή στόχο, όπου οι όροι της επιβίωσης μοιάζουν να γίνονται όλο και πιο ασφυκτικοί, ο Χατζημωυσιάδης ίσως και να εκφράζει τις συμπαντικές ανησυχίες της ανθρωπότητας. Και ενώ αρχικά τον απασχολεί ο χρόνος, κι εδώ ίσως να αναδύεται η διακειμενικότητα έμμεσα, αφού, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»*, ο χαρακτήρας του ξεκινά το ταξίδι του, περισώζοντας εκλεκτικά, ή αναπόφευκτα ό,τι αξίζει ή μπορεί να σωθεί, ακόμα και την ανάγκη ενός ευσπλαχνικού θεού, ενώ υποκύπτει στο ένστικτο της επιβίωσης, το οποίο αναδύεται ενστικτωδώς, όλο και πιο συχνά, για να υποκαταστήσει τη λογική.
Είναι φανερό πως η ενστικτώδης προσπάθειά του να επιβιώσει δεν αποκλείει την κοινωνική ηθική, ενώ κατακεραυνώνει άμεσα και έμμεσα ό,τι αντιπροσωπεύει τη φαυλότητα. Ταυτόχρονα, ανάδρομες αφηγήσεις περιγράφουν την άρνηση της των συνανθρώπων να λάβουν υπόψη της τα εμφανή σημάδια της επερχόμενης καταστροφής. Αν και, σύντομα, συνειδητοποιεί ότι μπορεί να μην έχει απομείνει μόνος στη γη, έμμεσα ελπίζει, ωστόσο επιμένει να υπονοεί τον κατακλυσμό ως τη μόνη λύση και εκείνον ως ναυαγό μιας κοινωνίας η οποία αυτοκαταστρέφεται αγνοώντας τα σημάδια ακόμα μία φορά. Η ύβρις, ένα στοιχείο που αντλεί τη καταγωγή διακειμενικά από την αρχαιότητα, αποτελεί για τον Χατζημωυσιάδη τον θεμέλιο λίθο της αφήγησής του και το αίτιο και αιτιατό της πλοκής, ενώ συχνά εισβάλλει στην ανάδρομη αφήγηση και η διακειμενικότητα με τη μορφή της παραμυθίας, «Τη μια ήταν να αφηγηθώ την Ελένη του Ευριπίδη: “Στα παλιά, στα πολύ παλιά τα χρόνια, την κόρη του Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης…” Την άλλη φορά τους είπα παραμύθια από τις Χίλιες και μία νύχτες, ανάμεσά τους κόλλησα και την Κοκκινοσκουφίτσα.» (σελ. 64). «Μόνο παραμύθια αντέχω να διηγούμαι στον Παρασκευά,… Μια φορά κι έναν καιρό… Στα βάθη της θαλάσσης ζούσε μια μικρή γοργόνα με τον βασιλιά πατέρα της…» και τολμά να την παρωδήσει προσαρμόζοντας ρεαλιστικά την αλληγορία των μύθων, «…οργίστηκε ο βασιλιάς πατέρας της, με ένα κύμα σκέπασε όλη τη στεριά απ’ άκρη, σ’ άκρη, τον όμορφο πρίγκιπα και το βασίλειό του… Δελφίνια μαρτυρούν πως πολλές μέρες έπλεε το σώμα του ανάμεσα σε δώρα γάμου, νυφικά φορέματα και αφρούς θαλάσσης. Και δεν ζήσαν αυτοί καλά, αλλά ούτε κι εμείς καλύτερα.» (σελ. 47).
Ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, αλλά και ως αφηγητής ο Νώε, πέρα από την λογοτεχνική και την «επιστημονική», πολιτική και κοινωνική του ανησυχία, τώρα αναζητά τον θεό και ανατρέχει με νοσταλγία στην αληθινή πίστη των προφητών της Π. Διαθήκης. Προσκυνά την αγνή τους πρόθεση και το μεγαλείο της πίστης τους. Ταυτίζεται ιδεολογικά, υπονοώντας την αλλοτρίωση του ανθρώπου, ο οποίος ξέμεινε από ιδανικά. Διασώζει τον Παρασκευά, έναν σκύλο και πιστό σύντροφο – ό,τι απέμεινε από τον γνωστό ναυαγό του Ντάνιελ Ντεφόε. Επιχειρεί, ακόμα, ίσως αρκετά ανόρεχτα, αρχικά, να σώσει τη νέα Εύα, μία μάνα με ένα βρέφος, σαν άλλος Ιωσήφ, και μέσα από την απόλυτη απειλή του αφανισμού ξαναγεννιέται το αγνό συναίσθημα του έρωτα – η ελπίδα, εγκαταλείπει πάντα τελευταία το καράβι – αλλά και ο αυτοσαρκασμός, «Βγάζω κρασί, κονσέρβα φασολάκια, ένα ξερό κομμάτι σαλάμι. Η γυναίκα στρώνει το τραπεζομάντηλο, τοποθετεί τα πιάτα, τα πιρούνια, τα ποτήρια. Καθόμαστε αντικριστά. Το μωρό συνεχίζει να κοιμάται.», ενώ διαφαίνεται μια καυστική ειρωνεία καθώς, νωρίτερα, περιγράφει την καταστροφή συνοικιών της πόλης που γνωρίζουν την οικονομική ευμάρεια, τα πνιγμένα «δυτικά» προάστια της πόλης, εννοώντας την ισότητα που έχει τη δύναμη να οικονομήσει η φύση, σε αντίθεση με την ανθρώπινη βούληση, «…που δεν διαφέρουν σε τίποτα πλέον από το κέντρο, που δεν διαφέρει σε τίποτα πλέον από την παραλία.» (σελ. 35)
Είναι εμφανής η θέση της γυναίκας στο αφηγηματικό σύμπαν του Χατζημωυσιάδη, καθώς της παραδίδει το τιμόνι της ζωής, σε μια προσπάθεια να αποδώσει τον κόπο που καταβάλλει το θηλυκό «Άλλο» προκειμένου να φροντίσει την οικογένεια, «Στο μεταξύ γίνομαι η βάρκα και η γυναίκα γίνεται ο κωπηλάτης, ταξιδεύουμε εν μέσω θαλασσοταραχής μεγάλης, …η γυναίκα κρατά γερά το τιμόνι.» Κι ενώ ο έρωτας γεννά μια νέα ελπίδα, έναν στόχο, μια δίψα για ζωή «Στέκομαι και τη κοιτάζω μαγεμένος. Πόση δύναμη χωράει η ευτυχία και πόση ευτυχία χωράει η οδύνη; Ξανακλείνω τα μάτια.» (σελ. 38), αλίμονο, αφού για εκείνους είναι ήδη πολύ αργά, υπονοώντας πως έχουν χάσει ήδη τη θέση τους και σ’ αυτόν τον Παράδεισο. Η Εύα «δραπετεύει», ακολουθώντας στον θάνατο, έναν ίσως νέο Μωυσή, το νεκρό παιδί της το οποίο δεν θα τα καταφέρνει να επιζήσει, η ελπίδα δραπετεύει μαζί της κι εκείνος καλείται να συνεχίσει το ταξίδι προς τη «νέα γη» μόνος.
Ο σύγχρονος Νώε του Χατζημωυσιάδη επιμένει στο σημείο μηδέν, περιγράφοντας την κτηνώδη προσπάθεια των ανθρώπων για επιβίωση, σε μια ολοκληρωτικά κρίσιμη κατάσταση, επιβεβαιώνοντας πως κάποιες φορές, καμιά στεριά δεν μπορεί να μας σώσει από την απελπισία. «Μείναμε να κοιτιόμαστε, αυτοί στην παραλία, διψασμένοι, σκελετωμένοι και απελπισμένοι, εγώ και ο Παρασκευάς στη βάρκα, διψασμένοι, σκελετωμένοι και απελπισμένοι.» (σελ. 65). Μέσα στην απελπισία του αφηγηματικού του σύμπαντος, κι ενώ ο κόσμος του Νώε αυτοκαταστρέφεται, επιδιδόμενος ακόμα και στην ανθρωποφαγία, προκειμένου να επιβιώσει, ο συγγραφέας ανασκευάζει το σύμβολο της Πίστεως, δηλώνοντας απερίφραστα και ιδανικά, ακόμα, την πίστη του στον άνθρωπο, σ’ έναν νέο άνθρωπο που θα διδαχθεί από τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες του: «Πιστεύω εις έναν άνθρωπον άνευ εξουσίας και παντοκρατορίας…/Καθ’ ημέραν τε σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίων Πιλάτων και παθόντα και ταφέντα./Και αναστάντα εκάστη ημέρα κατά τας Γραφάς.»
Ωστόσο, καθώς ο χρόνος σταματά, και οι ελπίδες μοιάζουν να χάνονται, επικαλείται έμμεσα την παρουσία του θεού Σωτήρα και σαν άλλος Ροβεσπιέρος δηλώνει την ανάγκη ύπαρξης ενός θεού, μα εκείνος ακόμα και την ύστατη στιγμή, επιλέγει τον θεό που θέλει να λατρέψει, δηλώνει την προτίμησή του σε έναν θεό ελεήμονα, σαν τον Τιτάνα Προμηθέα «…που ούτε τιμωρίες έβαζε ούτε γυμνάσια έκανε στους ανθρώπους ούτε είχε απαίτηση για ανταλλάγματα, το μόνο που ήξερε ήταν να προσφέρει, παρά το τίμημα που ό ίδιος πλήρωνε…» (σελ. 63). Κάπως έτσι, ο νέος Νώε, παραδίδεται στη νέα στεριά γυμνός, όπως τον έπλασε η φύση, η κιβωτός άδεια από ζωή, κι ενώ μοιάζει να χάνει προς στιγμή την ελπίδα του και τη θέληση για ζωή, μια νέα ελπίδα γεννιέται, σ’ ένα κομμάτι γης που μοιάζει ακατοίκητο. Η πίστη λοιπόν και ένας άνθρωπος επιβίωσαν αυτήν τη φορά και ο κόσμος που θα γεννηθεί απ’ την αρχή, ίσως, να είναι καλύτερος.
Εκεί, ίσως να γεννηθεί η ζωή από την αρχή. Ίσως πάλι και να επιβίωσαν πρωτόγονες φυλές ανθρωποφάγων, όχι για να τους εξημερώσει, μα για να διδαχθεί από την αρχή τα μυστικά της φωτιάς. Κι εκείνος θα τους προσφέρει το φως των γραμμάτων και των τεχνών. Ο λόγος θα αποτελέσει το δώρο του στη νέα ζωή, υπονοώντας τη δυνατότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί τις ανάγκες του, να υποστηρίζει τον εαυτό του. Ο ευγενής λόγος λοιπόν, όπως εκείνος της λογοτεχνίας θα διασωθεί και ίσως μέσω αυτού οι άνθρωποι να μάθουν να εκφράζουν και τα συναισθήματά τους. Έτσι, «Εκφωνώντας τους για αντίδωρο ένα ποίημα του Ντύλαν Τόμας και ένα διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού.» (σελ. 74) ο Νώε γίνεται κάτοικος της «νέας γης» ως Ούτις πια, με νέο όνομα, αφού θα ονομάσει τη νησίδα Ου Τόπο, «…μια άλλη ανθρωπότητα δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια.»._
*Μ. Προυστ