«Μ’ ένα σχοινάκι φως…»
Για την ποιητική συλλογή του Πάνου Κυπαρίσση, Κλέβοντας σκοτάδι, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2018.
Της Ευσταθίας Δήμου
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Πάνου Κυπαρίσση, δέκατη τρίτη κατά σειρά στη μακρά πορεία που έχει διαγράψει ο ποιητής στο χώρο της νέας ελληνικής ποίησης, φέρει τον ευρηματικό και ανατρεπτικό τίτλο Κλέβοντας σκοτάδι. Η φράση αυτή οδηγεί ασυναίσθητα τον αναγνώστη στην ανάκληση του γνωστού αρχαιοελληνικού μύθου της Περσεφόνης και του Πλούτωνα. Η συλλογή, ωστόσο, με εξαίρεση ένα ποίημα, ελάχιστη σχέση έχει με το μύθο αυτό ως προς τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά και στοιχεία. Αντίθετα, είναι στενά συνυφασμένη με τους συμβολισμούς του σκοταδιού και του φωτός που, διαχρονικά, αρχής γενομένης από τον συγκεκριμένο μύθο, τροφοδότησαν την καλλιτεχνική δημιουργία.
Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και, στην πλειονότητά τους, είναι ολιγόστιχα, γεγονός που τους προσδίδει μία ιδιαίτερη δυναμική η οποία, εδώ, συνδέεται στενά και απορρέει από την συντομία. Παράλληλα με την συντομία, αισθητή είναι η μέριμνα του ποιητή να προσδώσει έναν εσωτερικό ρυθμό στα ποιήματα, έναν ρυθμό που δεν προκύπτει από τη χρήση κάποιου μέτρου, αλλά από τον κυματισμό της γραφής, από μια μουσικότητα που ενυπάρχει μέσα στη ροή του λόγου και που άλλοτε εκδηλώνεται περισσότερο και άλλοτε μοιάζει να απουσιάζει τελείως δίνοντας τη θέση της σε μια πιο πεζολογική έκφραση.
Θεματικά τα ποιήματα εκκινούν από διάφορες κατευθύνσεις, έχοντας όμως ως κοινό παρανομαστή υπαρξιακούς προβληματισμούς. Τον Κυπαρρίση απασχολεί έντονα η μοίρα των ανθρώπων και των ανθρωπίνων, μια μοίρα όμως που δεν ερμηνεύεται ως πεπρωμένο, ανεξάρτητο από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, αλλά ως αποτέλεσμα συνειδητών στοχεύσεων και επιλογών. Οι επιλογές αυτές δεν είναι πάντα θεμιτές ή ηθικές και, αν μη τι άλλο, οδηγούν στην ερήμωση της ανθρώπινης ψυχής. Πάγοι τώρα/ μέσα κι έξω απ’ το κορμί μας// Δεν μιλούν πια οι πλαγιές/ κατακλύζονται/ Το μυστικό χορταίνει χρόνια μ’ αίμα («Πόθεν οι πάγοι») Η ανθρώπινη προαίρεση και επιλογή κινείται προς την κατεύθυνση μιας ηθελημένης «τύφλωσης», μιας πάγιας συνήθειας του ανθρώπου να αρνείται πεισματικά ότι αποτελεί βεβαιότητα, τετελεσμένο ή αναπότρεπτο. Ο ποιητής δεν καταγράφει απλώς, δεν αρκείται να αποτυπώσει αυτές τις πτυχές τις ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά φαίνεται ότι συμπάσχει, ότι συν – κινείται από την ανθρώπινη περιπέτεια, από το ρήμαγμα και την καταστροφή. Ο παλμός αυτός διαπερνά τους στίχους του και οδηγεί στην ανάδυση μίας συγκίνησης που δεν λιμνάζει, αλλά οδηγεί στον θρίαμβο της αλληλεγγύης που προεκτείνεται σε μία φιλοσοφική και συμβουλευτική διάθεση και στάση. Πριν της στάχτης να δοθείς/ πιες χυμούς από κρυφούς ηθμούς/ να ντυθείς ανθούς/ ψιθύρους να μεθύσεις κι ευωδιές/ Καρπούς που φτάνουν βακχικά/ πόθους κι όνειρα να στεφανώσουν («Πριν να ‘ναι αργά»)
Η συμβουλευτική διάθεση του ποιητή βρίσκει την ακραία της εκδοχή σε ένα είδος κριτικής που αποτολμά να κάνει θέτοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τα έργα του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται και η στάση του τελευταίου απέναντι στην Ιστορία, μια στάση που δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για την αξιοπρέπειά της, αφού κύριο χαρακτηριστικό της υπήρξε η σιωπή, συνεπώς και η υποταγή. Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, στις στιγμές δηλαδή εκείνες που ο άνθρωπος όρθωσε το ανάστημά του η κατάληξη ήταν το ίδιο οδυνηρή, αφού βρέθηκε στην αφάνεια και βίωσε την πτώση. Μόνος σαν σκυλί// Πήρε τη σκάλα/ τον πήρε η σκάλα/ χάθηκε σε μια φωτοσυρμή («Υπήρξε»)
Ο θάνατος και η στενά συνυφασμένη με αυτόν έννοια του χρόνου δίνει επίσης το στίγμα και αποτελεί την αφορμή για μια σειρά ποιημάτων που αποτυπώνουν το γεγονός με πικρία και ταυτόχρονα μια διάθεση απαντοχής. Τα δαχτυλίδια με τα χρόνια/ βρίσκουν τα κόκκαλα/ που νιώθουν το σχήμα τους ν’ αλλάζει// Μένουν στόματα ανοιχτά/ έχοντας χορτάσει σάρκα/ που τους δόθηκε να τη λαμπρύνουν («Δαχτυλίδια») Ο ποιητής στέκεται με θάρρος απέναντι στη βέβαιη ήττα του ανθρώπου απέναντι στο χρόνο και τη φθορά και, αυτή ακριβώς η στάση, συνιστά και τη νίκη του ποιητή, τη νίκη της ίδιας της ποίησης απέναντι στο τελεσίδικο και τελειωτικό.
Μια πικρή επίγνωση της ουσίας των ανθρωπίνων, μια σκληρή συνειδητοποίηση του σκότους που συντροφεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και μία λαχτάρα για φως, μία βεβαιότητα στην δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και στην προοπτική της νίκης της απέναντι σε κάθε τι σκοτεινό που τη στοιχειώνει. Με μία διάθεση αφυπνιστική ο ποιητής στοχεύει στην αυτοσυνειδησία και, μέσω αυτής, στη διαμόρφωση ενός μηνύματος που, χωρίς να αρνείται την υπαρξιακή του διάσταση, έχει στη βάση του πολιτικοκοινωνικούς προβληματισμούς. Η μετάδοση μάλιστα αυτού του μηνύματος και η καταλυτική του επενέργεια πάνω στην αναγνωστική συνείδηση υπηρετείται άριστα από το μέσο, τον ποιητικό λόγο, που με την απόσταξη που τον χαρακτηρίζει μπορεί να γίνει ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο για την ανεύρεση της ουσίας των πραγμάτων, της αλήθειας της ζωής. Η αναζήτηση αυτή της αλήθειας, που εδώ παρουσιάζεται ως συνώνυμη του φωτός, δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από το σκοτάδι. Αυτή ακριβώς η μετάβαση είναι που καταξιώνει την ποίηση και της δίνει τη μοναδικότητά της. Αυτή ακριβώς είναι η πάλη που καλείται να αναλάβει και να φέρει εις πέρας ο ποιητής και η ίδια η ποίηση. Ενσαρκώνοντας το φως θα πρέπει να αντιπαλέψει το σκοτάδι όχι για να το νικήσει, αλλά για να μην εκμηδενισθεί από αυτό, όπως πολύ εύστοχα δηλώνουν οι τελευταίοι στίχοι της συλλογής. Εκείνο το βέλος που σβήνει/ σ’ άγνωστο φως μ’ όλα τούτα,/ σκιές του νου/ επίμονες που γράφω («Φυσική επιλογή»)