Κώστας Βούλγαρης, Η Προμηθέα, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, Μάρτιος 2025, σελίδες 160
ISBN 978-618-208-145-7
Γράφει η Μίνα Πετροπούλου
“Η Προμηθέα” του Κώστα Βούλγαρη: Μορφές της Γλώσσας και του Τραγικού στην Ύστερη Εποχή.
“Ανοικείωση και διακειμενικότητα, προφορικότητα τε και δραματικότητα, συνεπιφέρουν ένα ιδιότυπο (απολύτως διακριτό) ύφος, που υπερβαίνει στην “Προμηθέα” τα ειδολογικά όρια και την κατατάσσει στο υπερκειμενικό υβριδικό ενοποιημένο ενεργοπληροφοριακό πεδίο της Αφήγησης στα χρόνια της Τέταρτης Ρομποτικής και Πέμπτης Κβαντομηχανικής «Βιομηχανικής» Επανάστασης” – Κωνσταντίνος Μπούρας.
“Η Προμηθέα” του Κώστα Βούλγαρη είναι ένα σύνθετο, πυκνοϋφασμένο έργο που λειτουργεί ταυτόχρονα ως μνημείο γλώσσας και ως προσπάθεια ενδοσκόπησης εαυτού. Δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο πεζογραφίας, αλλά ένα πολυφωνικό αφήγημα που κάθε λέξη του ηχεί σαν υπολειμματικός απόηχος ενός πολιτισμού που άλλοτε ήλπιζε, μα τώρα στοχάζεται επί των ερειπίων του. “Μέσα στην ιστορία της γλώσσας, με όσα επισύρει από τις σημασίες των λέξεων, πρότερες και παροντικές, μέσα από την πόλωσή τους και τις διαπλοκές τους, τα βιβλία μου αφηγούνται την ιστορία, και το καθένα την ιστορία του” γράφει ο ίδιος.
Σε αυτή τη γραφή, οι λέξεις δεν είναι εργαλεία· είναι μνήμη και τελετουργία· πράξεις αναμνηστικές, επανασημασιοδοτημένες μες στο μετα-τραυματικό τοπίο της ύστερης νεωτερικότητας. Σε έναν κόσμο που, όπως γράφει ο Βούλγαρης “η φιλοδοξία του καλλιτεχνικού έργου σπανίζει, απωθείται και πνίγεται μέσα στην πλημμυρίδα της υποκατάστασης και της συμβατικότητας, η αισθητική αρτίωση αποτελεί πλέον εκζήτηση, είναι passé, τα απόνερα της μεταμοντέρνας συνθήκης”, το συγκεκριμένο πόνημα δεν είναι ένα αφήγημα που επιδιώκει τη γραμμική αναπαράσταση της εμπειρίας. Είναι περισσότερο μια τελετουργική σύλληψη του τραγικού, μια μεταγραφή των εννοιών της μνήμης, της απώλειας και του πολιτισμικού ναυαγίου σε ρητορική μορφή. Το βιβλίο προτείνει έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης: όχι οριζόντιο, αλλά κάθετο· όχι αποδεικτικό, αλλά επιτελεστικό.
Η φωνή της Προμηθέας: μια θηλυκή τεκτονική του μύθου
Ο τίτλος και μόνο, “Η Προμηθέα”, είναι όνομα δηλωτικό μιας αισθητικής και υπαρξιακής ανατροπής. Δεν έχουμε πια τον αρσενικό Προμηθέα, τον πολιτισμικό ευεργέτη και τραγικό αποστάτη· αντίθετα, εισερχόμαστε στον χώρο ενός θηλυκού προσώπου-συμβόλου, μιας “μητρίδας” όπως το διατυπώνει ο Κωνσταντίνος Μπούρας, που συγκεράζει την παρηγορητική λειτουργία της μητέρας με την υπαρξιακή ένταση του α-πολιτικού σώματος. Ο τίτλος ουσιαστικά προτείνει μια εννοιολογική μετατόπιση: από την πατριαρχική, αρσενική μορφή του Τιτάνα στην αρχετυπική μεταφορά ενός γυναικείου, “μητριδικού” προσώπου. Αυτή η αλλαγή φύλου δεν είναι απλώς σημειολογική. Είναι μια βαθιά ανατροπή της ηθικοπολιτικής δομής του μύθου: από το ανδρικό ήθος της θυσίας, σε μια γυναικεία παθολογία της μνήμης, της φροντίδας και της υπομονής.
Πρόκειται για μια μεταφορά ριζικής μετάθεσης του μύθου σε άλλη πνευματική συχνότητα: από την τιμωρία του πολιτισμού στη σιωπή της μήτρας, από την πράξη στην κατάσταση, από τον ήρωα στην αλληγορία του αδύνατου. Μέσα σε αυτή την υποκατάσταση ο αναγνώστης μετατοπίζεται από τη βεβαιότητα της ηθικής πράξης στην ασάφεια μιας γυναικείας ετερότητας· μιας μορφής που δεν υπόσχεται σωτηρία, αλλά υπενθυμίζει την απώλειά της.
Η γλώσσα ως πράξη ανάκλησης και ανοικείωσης
Το έργο φέρει εντός του την ιδιοτυπία της γλώσσας ενός συγγραφέα που δεν φοβάται να μιλήσει “ακατάλληλα” για την εποχή μας. Μια εποχή που, όπως υποστηρίζει, “ο πολιτισμός είναι μια παρενδυσία της τέχνης, μια κοινωνική νεύρωση, και βλέπει την τέχνη ως αντίπαλό του, γιατί αυτή όντως αποτελεί τεκμήριο των ορίων του, η ύπαρξή της τον απομυθοποιεί” και μια εποχή στην οποία αναπόφευκτα “επιθέτεις μέλαινα χολή επί νόσου εικαζομένης, ενώ αυτή φαινόμενο περίβλεπτο είναι και εις τον σιδηρούν υπόκειται νόμο σου: επί τα πρόσω· επιστήμη, πολιτισμός· επί τα πρόσω· κραυγάζετε όλοι”.
Η γραφή του Βούλγαρη κινείται με ριζοσπαστική συνέπεια κόντρα στην κυρίαρχη επιπεδοποίηση της γλώσσας και της φόρμας. Η συνειδητή μίξη καθαρεύουσας και δημοτικής, η παλμική έλξη της λόγιας υφολογίας, οι διάσπαρτες παραπομπές σε υμνογραφικά και σχολιαστικά σώματα, δεν είναι απλώς τεχνοτροπική επιλογή. Είναι μορφή αντίστασης. Είναι στρατηγική αλλοτρίωσης (Verfremdung), στρατηγική ανοικείωσης, κατά την έννοια του Viktor Shklovsky. Ένας μηχανισμός ρήξης με τη λογοτεχνική ευκολία, που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να ησυχάσει μέσα στην “αλήθεια” του κειμένου. Αντιθέτως, τον υποχρεώνει να περιπλανηθεί σε μια γραφή που είναι συγχρόνως λιτανεία και παλίμψηστο.
Η γλώσσα στην “Προμηθέα” δεν λειτουργεί ως μέσο διαμεσολάβησης, αλλά ως γεγονός. Η καθαρεύουσα συνυπάρχει με την ομιλουμένη σε ένα ιδίωμα που θυμίζει τόσο τους βυζαντινούς χρονογράφους όσο και τον μεταπολεμικό Καρούζο. Ο Βούλγαρης δεν νοσταλγεί την καθαρεύουσα – την χρησιμοποιεί ως εύρημα και στοιχείο που υπενθυμίζει την πολλαπλότητα της ελληνικής ταυτότητας και την απώλεια της ενιαίας φωνής. Αυτή η γλωσσική ετερογένεια δεν είναι τεχνικό κόλπο. Είναι η ίδια η διαλεκτική ανάμεσα στον πολιτισμό και την παρακμή.
“Η κατάργηση των αφηγηματικών τεχνικών μα και των αφηγηματικών τρόπων -που συνιστούν τα κλασικά στηρίγματα της λογοτεχνικής γραφής- εδώ δεν δημιουργεί χάος ασυνεννοησίας, ίσα ίσα οδηγεί σε ένα νέο τύπο γραφής” γράφει η Διώνη Δημητριάδου . “Η Προμηθέα” συγγενεύει περισσότερο με τη “Γυναίκα της Ζάκυθος” του Σολωμού ή με τη “Χαμένη Άνοιξη” του Στρατή Τσίρκα, παρά με οποιοδήποτε σύγχρονο νεορεαλιστικό αφήγημα. Είναι ένα μετα-είδος που εκκινεί από τη μορφή του λόγου και καταλήγει στη διάλυση της μορφής. Αν ο Ρίτσος έδωσε φωνή στην Ελένη, ο Βούλγαρης δίνει “αφωνία” στην Προμηθέα — μια μορφή χωρίς φωνή, ένα πρόσωπο χωρίς προορισμό.
Ο Βούλγαρης αποδομεί τον συμβατικό ρεαλισμό της σύγχρονης πεζογραφίας, τον ρεαλισμό που εγκλωβίζεται στο γεγονός, στην πλοκή και στη ρηχή αληθοφάνεια, και αντιπροτείνει μια γραφή υπερκειμενική, σχεδόν μυστικιστική. Κάθε ενότητα φανερώνεται ως μονόλογος εσώτερης απογύμνωσης ή ως χορικό μιας συλλογικής συνείδησης σε άταφο πένθος. Σε αυτό το πλαίσιο, η κάθε λέξη δεν είναι στοιχείο αφήγησης αλλά ιζήματα χρόνου. Φορτίζεται με ιστορικά υπονοούμενα, πολιτισμικές διαστρωματώσεις, και απολεσθέντα νοήματα που επανέρχονται στην επιφάνεια μέσα από την τεκτονική της γλώσσας. Άλλωστε για τον ίδιο η λειτουργία της γλώσσας “ομοιάζει πολύ με τη λειτουργία της ψυχής: και οι δύο αντλούν από το χάος του “πριν” και του “μετά”, του “όχι ακόμη” και του “ήδη τετελεσμένου”· καμιά τους δεν διέπεται από γραμμικότητα”.
Η αποδόμηση της προόδου στην Προμηθέα
Στην “Προμηθέα” η πρόοδος δεν προβάλλεται ως ευθύγραμμος ορίζοντας ή ως ελπιδοφόρος κινητήριος δύναμη της ιστορίας· αντιθέτως, καθίσταται ένα φάντασμα που τη στοιχειώνει. Όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας:
“Στον καιρό της ανέχειας, παν άλλοθι και πρόσχημα και προσωπείο αυτής εξέπεσε, και η βαθεία κόπωσή της αυθωρεί εκορυφώθη, και τον ορίζοντα κάθε προσδοκίας επεσκίασε, ότι πλέον παν μέτρον, όπως και δικαίου αίσθηση, ολοσχερώς απώλεσε, ως επί μακρόν εαυτού ανεπίσκετος…
Ως της προόδου αφανής απόληξη, επέρχεται επιδημία ποικίλων ελλείψεων και αδηφάγων παθών, αφειδώς τον πληθυσμόν ολοθρεύουσα”.
Δεν υπάρχει εδώ η νεωτερική αυταπάτη του “εκ των υστέρων φωτισμού”. Αντί για το φως της σωτηρίας, διαχέεται το θαμπό μεταφυσικό ημίφως ενός κόσμου που επιμένει να προχωρά μέσα από τα ερείπιά του. Από τον ορθολογισμό του Καρτέσιου έως τη συναισθηματική πυκνότητα του Σοστακόβιτς, ο αφηγηματικός ιστός του έργου συνδέει, με μια σχεδόν μουσική υφή, το φιλοσοφικό με το αισθητικό, το ιστορικό με το υποκειμενικό. Πρόκειται για μια σύνθεση που το πνεύμα της ιστορίας δεν διαβάζεται ως πρόοδος, αλλά ως διαρκής επιστροφή σε ένα τραγικό συμβάν: το γεγονός ότι ο πολιτισμός ενδέχεται να φθείρει περισσότερο από όσο χτίζει.
Η πρόοδος, στον κόσμο του Βούλγαρη, εμφανίζεται ως “δεινόκλωθος μοίρα” – μια φράση που ο ίδιος χρησιμοποιεί, δανεισμένος ίσως από αρχαϊκές μορφές σκέψης, για να περιγράψει τον ιδιότυπο εκείνο μηχανισμό που, ενώ υπόσχεται υπέρβαση, καταλήγει να αυτοκαταναλώνεται. “Νυν, ο ύστερος χρόνος του βίου της τρέχει· ως δεινόκλωθος μοίρα, η πρόοδος αβαθώς και ασκεπώς παρασιτεί, δια σχέσεως τόκου και ονείρου εμπορίας, τα πάντα καταφθείρουσα” (Κ. Βούλγαρης). Πρόκειται για μια σύγχρονη μορφή ύβρεως, όχι απέναντι στους θεούς, αλλά απέναντι στον ίδιο τον λόγο που τη συνέλαβε. Η πρόοδος ως μοίρα δεν ταυτίζεται πλέον με τις δυνατότητες, αλλά με μια αδηφάγο επιτάχυνση· μια κίνηση χωρίς κατεύθυνση, που απορροφά και απονευρώνει τα ίδια της τα δημιουργήματα.
Μέσα σε αυτό το πεδίο αποδόμησης, η γραφή του Βούλγαρη δεν παραδίδεται σε κανέναν εκσυγχρονιστικό μεσσιανισμό. Δεν ομνύει σε νέα μανιφέστα, ούτε στήνει μνημεία στο μέλλον. Αντιθέτως, κατεβαίνει συνειδητά στα βάθη των ερειπίων, όχι για να τα αναστηλώσει, αλλά για να συνομιλήσει με αυτά. Εκεί, μέσα στο υλικό της αποσύνθεσης, βρίσκει το ίχνος του τραγικού· και από εκεί αντλεί μια μορφή γλώσσας που δεν λειτουργεί ως εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ως τρόπος ύπαρξης. Η αρχαϊκή γραμματεία, η εκκλησιαστική υμνολογία, τα φιλολογικά σπαράγματα, συνθέτουν ένα σώμα λόγου που δεν αποσκοπεί στην πληροφόρηση αλλά στην εμψύχωση. Η γλώσσα εδώ δεν εκφέρει απλώς το νόημα· το ενσαρκώνει.
Το έργο, με την ευρύτερη έννοια του όρου, δεν περιορίζεται στην αφήγηση κάποιας ιστορίας ή στην αναπαράσταση προσώπων. Αντιθέτως, λειτουργεί ως μια μετα-αφήγηση. Όχι μεταμοντέρνα με την επιφανειακή της μορφή -δηλαδή ως παίγνιο ή ειρωνεία απέναντι στη σοβαρότητα της παράδοσης- αλλά ως ένα βαθύ, ενδοστρεφές και ενίοτε επώδυνο εγχείρημα συνομιλίας με την ίδια την ιδέα του τέλους: το τέλος της ιστορίας, της συνέχειας, της αυταπάτης περί κατεύθυνσης. Η “Προμηθέα” εγγράφεται, έτσι, στην ευρύτερη παράδοση των έργων που αρνούνται τον ευθύγραμμο χρόνο και αναζητούν, στη θέση του, τη σπειροειδή κίνηση της μνήμης και της αποδόμησης.
Ο Κώστας Βούλγαρης, βαθύτατα εμποτισμένος από τη λογοτεχνική και πολιτισμική παράδοση, δεν γράφει εναντίον της. Ούτε όμως την υπερασπίζεται αφελώς. Προχωρά πέρα από αυτήν, όχι για να την εγκαταλείψει, αλλά για να την μεταμορφώσει. Η επανένωση με την παράδοση γίνεται εδώ μέσω μιας ρητορικής της απώλειας και της σιωπής, μιας επανενεργοποίησης των λειψάνων του παρελθόντος μέσα από τη γραφή. Δεν είναι νοσταλγία· είναι ανάκληση: ένας τρόπος να τεθεί ξανά το ερώτημα της γλώσσας, της ιστορίας και του νοήματος στο μεταίχμιο ενός κόσμου που δεν πείθεται πια από καμία αφήγηση σωτηρίας.
Η αφήγηση ως τελετουργία
“Η Προμηθέα”, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κ. Μπούρας, δεν συντάσσεται με το διδακτισμό της καταγγελίας, ούτε με τη ρητορική επιτακτικότητα που διεκδικεί υπακοή ή αποδοχή. Δεν διακηρύσσει· αποκαλύπτει. Δεν διδάσκει· καθαγιάζει. Είναι ένα έργο επιφατικό, με την έννοια που δίνει στον όρο η θρησκειολογική σκέψη του Mircea Eliade: μια μορφή αποκάλυψης που δεν επιδιώκει να πείσει, αλλά να εγκαθιδρυθεί ως εμπειρία στον αναγνώστη. Το έργο είναι επιφατικό με την αρχαϊκή, σχεδόν μυστικιστική σημασία του όρου· φανερώνει χωρίς να επιβάλλεται, φωτίζει χωρίς να εκτυφλώνει, ανοίγει εντός μας ένα χώρο ερμηνευτικού δέους. Ο λόγος του Βούλγαρη δεν παραδίδει θεωρήματα. Προτείνει τελετουργίες ερμηνείας, που ενεργοποιούνται όχι με τη διανόηση αλλά με τη συμμετοχή. Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο, όπως και το ιερό στην αρχαϊκή κοινωνία, “δεν εξηγείται αλλά επιτελείται”.
Η γλώσσα του λειτουργεί όχι ως διάλεξη, αλλά ως λιτανεία. Είναι ένας ψίθυρος που διαπερνά το επιφανειακό στρώμα του νοήματος και καλεί σε εσωτερική συμμετοχή. Δεν επιδιώκει να αναγνωστεί με τη λογική της αποκωδικοποίησης, αλλά με τη διάθεση του μύστη που στέκεται όχι απέναντι στο κείμενο αλλά εντός του.
“Η Προμηθέα” δεν επιζητεί να ερμηνευτεί. Δεν είναι έργο που διψά για αναλυτικές περιγραφές ή για συγκριτικές ταξινομήσεις. Είναι μάλλον ένα λογοτεχνικό συμβάν που εγγράφεται στον αναγνώστη με τρόπο υπόγειο, σχεδόν ποιητικό – όπως οι τελετουργίες που δεν ζητούν από τον παρόντα να κατανοήσει, αλλά να συμμετάσχει. Κάθε φράση, κάθε μετάβαση, κάθε μεταφορά λειτουργεί ως πρόταση κατανόησης κι όχι ως εξήγηση. Και γι’ αυτό το έργο διατηρεί μια ανοιχτότητα ουσιώδη, καθιστώντας τον εαυτό του πεδίο “πολλαπλών επί-σκέψεων” (Κ. Μπούρας) – μια φράση που σηματοδοτεί όχι απλώς την πολυσημία του, αλλά το γεγονός ότι απαιτεί σκέψη που επισκέπτεται, αναθεωρεί, αναδιπλώνεται.
Ο συγγραφέας, με σπάνια στοχαστική ικανότητα, γνωρίζει να μεταστοιχειώνει τα όρια των λογοτεχνικών ειδών. Η κριτική στο έργο του γίνεται ποίηση· η αφήγηση, ψαλμός· η ιστορία, ένα είδος μυστικής ανάγνωσης της εσωτερικότητας. Η λειτουργία του Βούλγαρη είναι εκείνη του μείζονος λογοτέχνη-τελετουργού, ο οποίος δεν γράφει για να αποκαλύψει μια θεωρία, αλλά για να εγκαινιάσει μια διάθεση. Το κείμενό του δεν είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας· είναι μεταγραφή μιας εμπειρίας που αγγίζει την υπαρξιακή μας δομή.
Η ποιητική του ρήγματος
Η ιστορία στον λόγο του Βούλγαρη δεν είναι ιστοριογραφία αλλά ενδοχώρα, χώρος όπου η μνήμη υπερβαίνει το γεγονός και προσλαμβάνεται ως ύπαρξη. “Η Προμηθέα” λειτουργεί έτσι ως ρήγμα – όχι με την καταστροφική έννοια της διάσπασης, αλλά ως τομή, όπως τη συνέλαβε ο Maurice Blanchot: ένα σημείο ασυνέχειας που καθιστά ορατή την αλήθεια που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Το έργο αρνείται την επιτάχυνση της Ιστορίας και υπαγορεύει μια κατάδυση στην παλμική υλικότητα της γλώσσας και της εμπειρίας.
“Η Προμηθέα” δηλαδή δεν λειτουργεί ως ένα ρήγμα με την έννοια της ριζικής καταστροφής, αλλά ως μορφή δημιουργικής διάρρηξης του συνεχούς. Είναι μια τεκτονική τομή ανάμεσα στο πριν και το μετά, στο εντός και το εκτός, στο συνειδητό και το υπόγειο. Μέσα από τη ρωγμή που ανοίγει το έργο, διαφαίνεται ένας άλλος ορίζοντας· ένας πολιτισμός που δεν ευαγγελίζεται την πρόοδο αλλά το βάθος. Μια ύπαρξη που δεν εξαντλείται στο ιστορικό της περίγραμμα αλλά απλώνεται στη συμβολική της υποδομή. Δεν μας ωθεί προς τα εμπρός· μας τραβά προς το βάθος.
Συμπερασματικά
“Η Προμηθέα” του Κώστα Βούλγαρη δεν είναι ένα έργο που αναγιγνώσκεται απλώς· είναι ένα έργο που κατοικείται. Μας προσφέρει όχι μια θεώρηση της Ιστορίας αλλά μια λειτουργία της μνήμης. Δεν είναι ένα ακόμη πρόταγμα προς τα εμπρός – προς την ανάπτυξη, την ταχύτητα, την επόμενη τεχνολογική υπέρβαση, αλλά ένα πρόταγμα προς τα κάτω – προς την εσωτερικότητα, προς το ρίζωμα. Ένα κάλεσμα να αναστοχαστούμε τον πολιτισμό όχι ως προέλαση, αλλά ως σκάψιμο. Να κατανοήσουμε την ανθρωπότητα όχι ως σχέδιο, αλλά ως τραύμα.
Μέσα από τη γλώσσα, τη μορφή, τον στοχασμό και το πάθος, ανοίγει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης· εκείνον που δεν υπόσχεται σωτηρία αλλά ειλικρίνεια. Και αυτό είναι μια εξεχόντως γενναία προσφορά στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Όπως άλλωστε ο ίδιος υποστηρίζει:
“… η τέχνη υπήρξε όντως ένας εφιάλτης της προόδου, μια ρωγμή ελευθερίας και ένα αποκούμπι για τα θύματά της”.
Βιβλιογραφία
- Κώστας Βούλγαρης, Η Προμηθέα, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, Μάρτιος 2025
- “Οβερτούρα”- τετρασέλιδο σημείωμα του Κώστα Βούλγαρη. Μοιράστηκε στο αναγνωστικό κοινό στην διάρκεια της πρώτης παρουσίασης του βιβλίου στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, στις 29/05/2025
- Διώνη Δημητριάδου, «Η Προμηθέα» του Κώστα Βούλγαρη (κριτική) – Λόγος εκ λόγου και εν λόγω, 27 Απριλίου 2025 https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/22816-i-promithea-tou-kosta-voylgari-kritiki-logos-ek-logou-kai-en-logo
- Κωνσταντίνος Μπούρας, Κριτικό Σημείωμα για την Προμηθέα του Κώστα Βούλγαρη, 5 Μαρτίου 2025, https://www.periou.gr/konstantinos-bouras-kostas-voulgaris-i-promithea-ekdoseis-koukkida-athina-martios-2025-isbn-9786182081457-selides-160/
- Giorgio Agamben, What is the Contemporary?, Stanford University Press, 2009.
- Maurice Blanchot, The Writing of the Disaster, University of Nebraska Press, 1995.
- Mircea Eliade, Το Ιερό και το Βέβηλο, μτφρ. Ν. Δεληβοριάς, εκδόσεις Αρσενίδης, Αθήνα 2002.
- Hans-Georg Gadamer, Truth and Method, Continuum, 2004.
- Julia Kristeva, Desire in Language: A Semiotic Approach to Literature and Art, Columbia University Press, 1980.
- Viktor Shklovsky, “Art as Technique”, in Russian Formalist Criticism, University of Nebraska Press, 1965.